Δημοσιεύθηκε στην Από την ελιά στο ελαιόλαδο, Χαλκιδική

>Η ελιά Χαλκιδικής κατακτά τις αγορές

>

Του Θαναση Τσιγγανα,. Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η βρώσιμη πράσινη ελιά της Χαλκιδικής κατακτά και τις Σεϋχέλλες. Η εξαγωγή της από έναν ελληνικό τουριστικό παράδεισο σε έναν άλλο του Ινδικού Ωκεανού έχει περισσότερο συμβολική αξία, αλλά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ελπίδων που μπορεί να φέρει ένα τοπικό προϊόν για την οικονομία μιας περιοχής.
Η ελιά της Χαλκιδικής -άγνωστη στην πλειονότητα των Ελλήνων- έχει κατακτήσει τις αγορές της Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ιράν, του Αζερμπαϊτζάν, της Αυστραλίας, μπήκε πρόσφατα στην κινεζική αγορά και σύντομα αισιοδοξεί ότι θα συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ευρωπαϊκών προϊόντων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Ο σχετικός φάκελος με το ελληνικό αίτημα βρίσκεται στην αρμόδια ευρωπαϊκή επιτροπή και καθώς έχουν καμφθεί οι αντιρρήσεις βελγικών και καναδικών συμφερόντων αρμόδιοι παράγοντες της περιφερειακής ενότητας Χαλκιδικής δηλώνουν ότι η πράσινη ελιά της σε λίγο καιρό θα ανταγωνίζεται το σημαντικό έσοδο του τουρισμού.
Η αδυναμία των αγροτικών συνεταιρισμών, που υποβαθμίστηκαν τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα, ανάγκασε πολλούς παραγωγούς και μεταποιητές της πράσινης ελιάς να αναζητήσουν την τύχη τους. Με συνεργασίες στην αρχή σε εταιρείες χωρών της Ε. Ε., μέσω εξαγωγικών ελληνικών εταιρειών, αλλά και μεμονωμένα οι παραγωγοί-μεταποιητές πράσινης ελιάς κατάφεραν να την ταξιδέψουν σε άγνωστες περιοχές.
Η διατροφική της αξία σε συνδυασμό με την ανοδική τάση που καταγράφεται στη ζήτηση του αγουρελαίου που παράγεται από τον καρπό της, την κάνουν περιζήτητη. Γεμιστή με πιπεριά, αμύγδαλο, λεμόνι, πορτοκάλι, σκόρδο, τυρί, μπαίνει στις κουζίνες όλου του κόσμου. «Κάθε χρόνο η περιοχή παράγει από 60.000 έως 80.000 τόνους, το 60 – 70% των οποίων εξάγεται σε τέσσερις ηπείρους. Εχουν συσταθεί 80 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις μεταποίησης. Υπερέχει λόγω και μεγέθους (πράσινες ελιές-μαμούθ) των αντίστοιχων της Τουρκίας, του Μαρόκου, της Αιγύπτου και άλλων χωρών. Καλύπτει 330.000 στρέμματα σε όλη τη Χαλκιδική. Παράγει σήμερα 7.000 τόνους εκλεκτού αγουρελαίου, αριθμεί 6 εκατ. δένδρα και δεν υπάρχει κάτοικος της Χαλκιδικής που να μην την καλλιεργεί», λέει ο προϊστάμενος της διεύθυνσης Αγροτικής Αναπτυξης Χαλκιδικής κ. Κ. Τερτιβανίδης. «Το μικροκλίμα της περιοχής είναι αυτό που καθορίζει την ευδοκίμησή της» προσθέτει, και ως απόδειξη είναι η παλιότερη άκαρπη προσπάθεια να ευδοκιμήσουν ελιές Καλαμών στη Χαλκιδική και Χαλκιδικής στη Μεσσηνία. Η Λιβύη μάλιστα κάποια χρονιά εισήγαγε 250.000 δενδρύλλια Χαλκιδικής με σχεδόν μηδενικό αποτέλεσμα. «Ολα αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία είναι που καθιστούν την πράσινη ελιά της Χαλκιδικής προϊόν ΠΟΠ» ανέφερε ο γεωπόνος κ. Ι. Μουτάφης, που είχε αναλάβει τη συγκρότηση του σχετικού φακέλου. Στο παρελθόν για μεγάλο διάστημα οι βρώσιμες ελιές Χαλκιδικής που δεν είχαν υποστεί επεξεργασία βαφτίζονταν ως προς την προέλευση ανάλογα με τη γειτονική χώρα που τις εισήγαγε, αλλά τελευταία αυτό αλλάζει.
Καλύτερη οργάνωση
«Ωστόσο, είναι μεγάλη πίκρα να βλέπεις την ελιά που πούλησες 60 ή 80 λεπτά το κιλό να πωλείται στο εξωτερικό 2,5 ευρώ τα 200 γραμμάρια», δηλώνει ο Π. Χλιάπας, ένας νέος σε ηλικία παραγωγός. Η καλλιέργεια της πράσινης ελιάς απαιτεί σημαντικό κόπο και έξοδα και αρκετές φορές το κέρδος για τους παραγωγούς είναι χαμηλό (10 – 20 λεπτά/κιλό). Η αναγνώριση ως ΠΟΠ θα μεταβάλει το σκηνικό εξασφαλίζοντας προστασία από τους ανταγωνιστές και διασφαλίζοντας θετικές εμπορικές προοπτικές σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία έχει μεγάλη ανάγκη. «Χρειαζόμαστε καλύτερη οργάνωση, υπογραμμίζει ο κ. Χλιάπας, και αναβάθμιση της συνεταιριστικής προσπάθειας».
Εν όψει της νέας συγκομιδής και καθώς οι προβλέψεις για τη φετινή παραγωγή δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές, πρόεδροι συνεταιρισμών από την ευρύτερη περιοχή της Ορμύλιας καλούν τους παραγωγούς να μην πουλήσουν κάτω του κόστους. Να δώσουν την ψιλή ελιά πάνω από 60 λεπτά ή να προτιμήσουν να τη βγάλουν αγουρέλαιο.
Δημοσιεύθηκε στην Από την ελιά στο ελαιόλαδο

>H Eλιά και το Λάδι:

>

H Eλιά και το Λάδι: Πολύτιμα δώρα από τη φύση
H ελιά εμφανίστηκε πριν από χιλιάδες χρόνια στην περιοχή της Mεσογείου, η καλλιέργειά της ξεκίνησε στην Kρήτη 3500 χρόνια π.X. και έκτοτε συνδέθηκε στενά με τη ζωή και την εξέλιξη των μεσογειακών λαών, γεγονός που προκύπτει από τους μύθους, τις παραστάσεις και την ιστορία τους. Eνας από αυτούς τους μύθους αναφέρεται και στο πολύτιμο δώρο της θεάς Aθηνάς προς τους κατοίκους της Aθήνας, οι οποίοι με τη σειρά τους και για να εκφράσουν τη βαθιά τους ευγνωμοσύνη έδωσαν στην πόλη το όνομά της. Aς μην ξεχνάμε ότι το στεφάνι των Oλυμπιονικών ήταν πλεγμένο από κλάδο ελιάς.
Oι αρχαίοι Eλληνες άλειφαν το σώμα και τα μαλλιά τους με λάδι ελιάς για ομορφιά και υγεία, ενώ ο ευεργετικός ρόλος της αναφέρεται σε πολλά ελληνικά και ρωμαϊκά γραπτά, αλλά και αργότερα τόσο στη Bίβλο, όσο και στο Kοράνι. Oι Pωμαίοι βοήθησαν να εξαπλωθεί η ελιά στις περιοχές της απέραντης αυτοκρατορίας τους. Mετά τον 16ο αιώνα, οι Eυρωπαίοι μετέφεραν την ελιά στον Nέο Kόσμο και έτσι άρχισε η καλλιέργειά της στην Kαλιφόρνια, στο Mεξικό, στο Περού, στη Xιλή και στην Aργεντινή. Yπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν γύρω στα 800 εκατομμύρια ελαιόδενδρα στον κόσμο με τη συντριπτική πλειονότητα στις μεσογειακές χώρες.
H ελιά δεν έπαψε τυχαία να θεωρείται ευλογημένο δένδρο. O λόγος είναι ότι τίποτα από αυτήν δεν πάει χαμένο. O καρπός της, αφού υποστεί τη σχετική επεξεργασία, τρώγεται ή χρησιμοποιείται για την παραγωγή του πολύτιμου λαδιού. Tα φύλλα της γίνονται τροφή για τα ζώα, ενώ το ξύλο της μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καύσιμη ύλη, αλλά και σαν πρώτη ύλη στην ξυλογλυπτική.
Από το δέντρο στο βάζοAν δοκιμάσουμε να φάμε ελιές απευθείας από το δένδρο, θα διαπιστώσουμε ότι έχουν άσχημη γεύση. Aυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν ουσίες στη φλούδα της ελιάς που της δίνουν πικρή γεύση, χωρίς όμως να επηρεάζουν το λάδι της.
Tα είδη της ελιάς που τρώγονται είναι δύο: οι μαύρες στρογγυλές -Aμφισσας- και οι επιμήκεις -Kαλαμών- που έχουν συνήθως πράσινο χρώμα, αφού συλλέγονται πριν ωριμάσουν. Για να ξεπικρίσουν οι ελιές και να είναι έτοιμες για φάγωμα πρέπει να περάσουν από μια επεξεργασία που μπορεί να γίνει με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους:
Tις βάζουμε σε δοχείο με νερό που περιέχει 10% αλάτι, μέχρι έξι μήνες. Mετά, αφού τις χαράξουμε με ξυράφι, τις βάζουμε σε νερό το οποίο αλλάζουμε μέρα παρά μέρα για περίπου είκοσι μέρες. Aφού τις δοκιμάσουμε και διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει πικρίλα και αλάτι, τις αλατίζουμε και τις βάζουμε σε ξίδι για λίγες ώρες. Tις αποθηκεύουμε στεγνές με αλάτι. Oι ελιές αυτές γίνονται ζαρωμένες.
Mπορούμε να ακολουθήσουμε κι άλλες μεθόδους και να τις αφήσουμε να μουλιάσουν σε λάδι για αρκετούς μήνες ή σε ισχυρό αλκαλικό διάλυμα (αλισίβα) για μερικές ημέρες. Oποιονδήποτε τρόπο και να ακολουθήσουμε, μετά την επεξεργασία αρκεί να προσθέσουμε αλάτι και τις αποθηκεύουμε σε λάδι, στο οποίο αν θέλουμε μπορούμε να προσθέσουμε θυμάρι, ξερή πορτοκαλόφλουδα ή κάποιο άλλο αρωματικό βότανο για ξεχωριστό άρωμα και γεύση.

Επιμέλεια αφιερώματος: Ηρω Γιάννου – Σιγάλα, Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ

Δημοσιεύθηκε στην Από την ελιά στο ελαιόλαδο, Η ελιά στον χρόνο

>Ελιά και λάδι στον χρόνο

>

Η ελιά στη Μεσόγειο και στον κόσμο                                                 

Ένα από τα κύρια γνωρίσματα των χωρών που βρίσκονται γύρω από την υδάτινη λεκάνη της Μεσογείου είναι η παρουσία ελαιόδεντρων. Η ελιά είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτοφυόταν στις χώρες της Μεσογείου από την εποχή της εμφάνισης των πρώτων ανθρώπων στην περιοχή. Αυτό άλλωστε καταμαρτυρούν τα απομεινάρια όλων σχεδόν των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή.
Στην αρχαία Ελλάδα, η ελιά ήταν γνωστή για τα οφέλη της και τις χρησιμότητές της από πολύ παλιά όπως προκύπτει από αγγειογραφίες και τοιχογραφίες τόσο στην Κρήτη όσο και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην ελληνική μυθολογία η ελιά απαντάται ως δέντρο εξαιρετικά χρήσιμο τόσο για τον καρπό του όσο και για το ξύλο του. Είναι γνωστός δε ο μύθος ότι η θεά Αθηνά δώρισε στους πολίτες των Αθηνών ένα δέντρο ελιάς για να κερδίσει τον Ποσειδώνα και να εκλεγεί προστάτιδα της πόλης που γι’ αυτό το λόγο πήρε το όνομά της. Η καλλιέργεια της ελιάς στην αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε από την Κρήτη γύρω στο 3500 π.Χ., αλλά σύντομα επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες περιοχές. Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ελιά καλλιεργούνταν στην αρχαία Ελλάδα τόσο για τη βρώση της όσο και για το λάδι της που χρησιμοποιούταν και ως καλλυντικό, υπάρχουν στην Κνωσό, στη Θήρα, στις Μυκήνες και σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις στις οποίες άκμασε σπουδαίος πολιτισμός κατά της αρχαιότητα.
Κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η καλλιέργεια της ελιάς εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία κτλ.), ενώ οι πρώτοι άποικοι του νέου κόσμου μετέφεραν την ελιά εκεί, για να φθάσει στις μέρες μας να καλλιεργείται σε πολλές χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Σήμερα, η ελιά συνεχίζει να αποτελεί ένα από πιο χρήσιμα δέντρα λόγω των πολλών ωφελειών της. Ο καρπός της αποτελεί μοναδική λιχουδιά σε κάθε είδους τραπέζι, το λάδι της θεωρείται το πιο πλούσιο και υγιεινό φυτικό λάδι και συνιστάται σε όλα σχεδόν τα διαιτολόγια, το ξύλο της χρησιμοποιείται τόσο στην ξυλογλυπτική όσο και ως υλικό καύσης, τα φύλλα της δίνονται στα ζώα για τροφή ενώ από το κουκούτσι της παράγεται λάδι ειδικών χρήσεων.

Η πρώτη καλλιέργεια της ελιάς                                                                                                                 

Οι περισσότερες από τις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει ποικίλες απόψεις για την καλλιέργεια και την εξάπλωση της ελιάς στο μεσογειακό και ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Οι εμπορικοί δρόμοι και οι επαφές μεταξύ των λαών δημιούργησαν τις προϋποθέσεις διάδοσης αυτής της σημαντικής καλλιέργειας. Πρόγονος της καλλιεργήσιμης ελιάς θεωρείται συνήθως η ποικιλία της γνωστής ακόμη και σήμερα αγριελιάς που μπορεί να τη συναντήσει κανείς στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές της νότιας Ελλάδας, στη Βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία κ.α. και υποστηρίζεται ότι η σημερινή μεσογειακή ελιά προέρχεται από το φυτό olea chrysophylla.

 Κάπου στα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος των μεσογειακών περιοχών δεν αρκέστηκε στην τυχαία ανεύρεση ελαιοκάρπου τον οποίο χρησιμοποιούσε στη διατροφή του, ίσως και για την παραγωγή ελαιολάδου (από άγρια δέντρα), αλλά αναζήτησε τον τρόπο για πιο συστηματικές καλλιέργειες ελαιοδέντρων. Σκέφτηκε, δηλαδή, να οργανώσει την παραγωγή του ελαιοκάρπου και πιθανώς του ελαιολάδου είτε δημιουργώντας ελαιόφυτα είτε εξημερώνοντας το ως τότε άγριο και αυτοφυές ελαιόδεντρο. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακροχρόνια και επίπονη. Και εικάζεται πως η περιοχή από την οποία ξεκίνησε η συστηματοποίηση της ελαιοκαλλιέργειας ήταν η Κρήτη. Ο Γάλλος ερευνητής Paul Faure υποστηρίζει πως οι κάτοικοι της νεολιθικής Κρήτης ήταν εκείνοι που καλλιέργησαν την ήμερη ποικιλία της ελιάς: « Στους χωρικούς της Μεγαλονήσου ανήκει η τιμή ότι μεταμόρφωσαν τις αγριελιές σε καλλιεργήσιμα δέντρα», τονίζει. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν πως η καλλιέργεια της ελιάς είχε ήδη αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή, πλην όμως είναι πολύ δύσκολοι οι ακριβείς χρονικοί προσδιορισμοί σε τόσο μακρινές εποχές, ενώ άλλοι μιλούν για εξημέρωση της ελιάς όταν πια ο περίφημος μινωικός πολιτισμός είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με γειτονικούς λαούς. Αναμφισβήτητα η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού. «Η οικονομική βάση για την πρόοδο κατά την Τρίτη χιλιετία ήταν η εντατική καλλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, που μετέφερε το κέντρο βάρους από τις εύφορες πεδιάδες της Βόρειας Ελλάδας στις βουνοπλαγιές της νότιας και στα νησιά.
Η ελιά στην αρχαιότητα                                                                                                                  

Για την καλλιέργεια της ελαίας, ο Θεόφραστος γράφει πως η εξάπλωση του δέντρου γινόταν με πολλούς τρόπους, αλλά όχι με μπήξιμο ενός κλαδιού στη γη, όπως γίνεται με τη συκιά και τη ροδιά. Αντίθετα, χώνοντας τα κουκούτσια της ελιάς στη γη θα φυτρώσουν απλώς αγριελιές. Όταν μάλιστα επισκέφθηκε τον Τάραντα της Ιταλίας, βλέποντας τους εκεί ελαιώνες, έγραψε ότι τα δέντρα πρέπει να διατηρούνται κοντά και μάλιστα όσο λιγότερα κλαδιά έχουν τόσο καλύτερα θα αναπτυχθούν και θα δώσουν περισσότερο καρπό. Συμπληρώνει δε ότι η αγριελιά δε γίνεται ποτέ ήμερη. Ωστόσο, λέει, μερικοί ισχυρίζονται πως αν μεταφυτευτεί, αφού της κόψουν το φύλλωμα, τότε ξαναφυτρώνει και δίνει ελιές.

Ο Σόλων, στους σχετικούς με την ελιά νόμους του, καθόριζε την απόσταση φύτευσης σε τουλάχιστον εννέα πόδια η μία από την άλλη. Εξάλλου, συχνή, κατά την αρχαιότητα, ήταν η φύτευση συκιάς πλάι σε ελαιόδεντρο, επικρατούσε δε η αντίληψη ότι αν φυτευθεί κλαδί ελιάς μέσα στον κορμό μιας συκιάς, θα αναπτυχθεί.
Το ελαιομάζωμα στην αρχαιότητα και σήμερα                                                                                              Το μάζεμα της ελιάς κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως με το ραβδισμό, παρότι οι αρχαίοι συγγραφείς καταδίκαζαν τη μέθοδο αυτή. Ο Πλίνιος επανειλημμένα συνιστά: «μην κουνάτε και μη ραβδίζεται τα δέντρα σας. Το μάζεμα με το χέρι ναι μεν είναι δαπανηρό, αλλά δεν καταστρέφει τα φύλλα και τα τρυφερά βλαστάρια», κι ο Θεόφραστος βεβαιώνει τους καλλιεργητές ότι μόνο το μάζεμα με το χέρι εξασφαλίζει κάθε χρόνο μεγάλη καρποφορία. Τέλος, σχετικά με τις ασθένειες που πλήττουν το δέντρο της ελιάς, ο Φλωρεντίνος, αναφερόμενος σ? αυτές και τη θεραπεία τους, έγραφε: «?πρέπει λοιπόν, αν βρούμε, ότι οι ρίζες του δέντρου ξεραίνονται και είναι άρρωστες, να ξέρουμε ότι αιτία είναι τα σκουλήκια, τα οποία βρίσκονται βαθιά στις ρίζες. Μπορούμε να τα εξαφανίσουμε με πολλούς τρόπους αλλά ο καλύτερος είναι να φυτέψουμε κοντά στις ρίζες της ελιάς σκυλοκρόμμυδες». Το μάζεμα του ελαιοκάρπου γίνεται συνήθως αργά το φθινόπωρο, όταν ο πράσινος καρπός της ελιάς κοκκινίζει και αρχίζει να αποκτά ένα λαμπερό μαυροϊδές χρώμα. Είναι τότε που η ωρίμανση της ελιάς φτάνει σε ένα ικανοποιητικό στάδιο και έχει αρκετή ποσότητα ελαιολάδου. Ο ελαιόκαρπος στην Ελλάδα μαζεύεται σήμερα με ειδικές «ελαιοραβδιστικές» μηχανές. Στην κεφαλή μιας μεταλλικής ράβδου υπάρχουν περιστρεφόμενα τμήματα από πλαστικό. Με μια ηλεκτρογεννήτρια η κεφαλή περιστρέφεται χτυπώντας τα κλαδιά της ελιάς. Ο ελαιόκαρπος πέφτει γρήγορα και εύκολα πάνω σε πλαστικά δίχτυα. Σε πολλές περιοχές έχουν ειδικά κόσκινα, όπου γίνεται διαλογή των σπασμένων κλαδιών. Στη συνέχεια οι ελιές σακιάζονται ή μπαίνουν σε πλαστικά κιβώτια και οδηγούνται στα ελαιοτριβεία.
Η μεγάλη εξέλιξη στην παραγωγή του ελαιολάδου ήρθε τον 20ο αιώνα και μάλιστα με ταχύτατα βήματα. Οι παραδοσιακές μέθοδοι αντικαταστάθηκαν με ελαιοδιαχωριστήρες, η παραγωγικότητα αυξήθηκε με την εξάπλωση των υδραυλικών πιεστηρίων και από τη δεκαετία του 1930-1940 παρατηρείται το φαινόμενο της ταχείας εγκατάλειψης των παραδοσιακών ελαιοτριβείων, που οι πέτρες τους γύριζαν με άλογα ή βόδια.

Στα σύγχρονα ελαιοτριβεία                                                                                                                      
Εν τούτοις υπήρξαν περιπτώσεις που παραδοσιακά ελαιοτριβεία λειτούργησαν σύμφωνα με την αρχαία μέθοδο μέχρι και τη δεκαετία του 1980! Αυτό συνέβαινε μόνο σε απομονωμένες περιοχές όπου δεν υπήρχε μεγάλη παραγωγή ελαιολάδου.
Αφού μεταφερθεί στο ελαιοτριβείο ο ελαιόκαρπος ακολουθεί η διαδικασία επεξεργασίας του που συνίσταται:
  • Στο «άλεσμα» (σπάσιμο) της ελιάς. Μετά την πολτοποίηση παράγεται μια παχύρευστη ζύμη στην οποία περιέχεται όχι μόνο το λάδι αλλά και όλα τα συστατικά της ελιάς (απόνερα κλπ).
  • Στη διαδικασία μάλαξης της ελαιοζύμης.
  • Στον διαχωρισμό του ελαιολάδου από τα υγρά (απόβλητα) τα οποία περιέχονται στον ελαιόκαρπο και τα στερεά υπολείμματα (πυρήνα).
  • Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου γίνεται με πίεση, με φυγοκέντρηση ή με τη, σχετικά πιο σύγχρονη, μέθοδο της σαφήνειας.
Η σύνδεση του ελαιοκάρπου με τη λατρεία αλλά και το διατροφικό πολιτισμό κάνει ακόμη πιο κατανοητό το φαινόμενο που συναντούν οι αρχαιολόγοι όταν σκάβουν μινωικούς τάφους, ιδιαίτερα στην νότια Κρήτη, στο μεγάλο και εύφορο κάμπο της Μεσσαράς, ή ακόμη και στην περιοχή του σημερινού Ηρακλείου. Δίπλα στα λείψανα των ενταφιασμένων Κρητών της μινωικής περιόδου βρίσκουν κουκούτσια βρώσιμης ελιάς.
Δημοσιεύθηκε στην Από την ελιά στο ελαιόλαδο

>Από την ελιά στο ελαιόλαδο

>

Από την ελιά στο ελαιόλαδοΟι ποικιλίες των ελαιόδεντρων είναι τόσo πολλές που προκαλούν σύγχυση ακόμη και στους ειδήμονες. Θα ξεχωρίσουμε τις ελληνικές σε τρεις κατηγορίες, σύμφωνα με τη μορφολογία κορμού-φύλλων-καρπού, τον τρόπο καλλιέργειας και συγκομιδής αλλά και τη βιοποικιλότητα της χώρας μας.

Υπολογίζεται ότι σε ολόκληρη τη Γη υπάρχουν 600 και πλέον διαφορετικές ποικιλίες ελαιόδεντρων, που προκαλούν διαφωνίες ανάμεσα στους επιστημονικούς κύκλους σχετικά με τους τρόπους, τις μεθόδους κατηγοριοποίησης και τις διαφορές τους. Τα ελαιόδεντρα διαφέρουν όσον αφορά τα χαρακτηριστικά κορμών και φύλλων, αλλά και τη μορφολογία καρπού-πυρήνα. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθούν και οι επιδράσεις του εδάφους και του μικροκλίματος στην ανάπτυξή τους. Tα τελευταία χρόνια έγινε μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης (ανάλογα με τον τρόπο συγκομιδής των καρπών), αλλά ούτε και αυτό φαίνεται να βελτιώνει την οριστική κατάταξη των δέντρων.
Στη χώρα μας, το πρόβλημα διογκώνεται από τα διαφορετικά ονόματα που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι κάθε περιοχής. H βιοποικιλότητα του ελλαδικού χώρου προσφέρει τις ιδανικές συνθήκες για την καλλιέργεια 45 περίπου διαφορετικών ελαιόδεντρων, τα οποία ταξινομούνται περισσότερο με βάση τους διαύλους πώλησης και διακίνησης παρά με επιστημονικά κριτήρια? σε:
  • Ελαιόδεντρα που παράγουν επιτραπέζιες ελιές, για φαγητό
  • Ελαιόδεντρα που παράγουν λαδοελιές, για την παραγωγή ελαιολάδου
  • Ελαιόδεντρα που παράγουν ελιές για μεικτή χρήση.
Οι επιτραπέζιες ελιές διακρίνονται από καρπό με πολύ λεπτό φλοιό, σχετικά μεγάλο μέγεθος και όσο το δυνατόν πιο μεγάλη αναλογία σάρκας-πυρήνα. Tαυτόχρονα, η περιεκτικότητά τους σε «χυμό» είναι η μικρότερη δυνατή. Eπίσης, το ζητούμενο στις επιτραπέζιες ελιές είναι να έχουν πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε σάκχαρα, ώστε να μπορούν να συντηρηθούν καλύτερα.
Στις λαδοελιές, το ζητούμενο είναι προφανώς η μεγάλη περιεκτικότητα σε χυμό, το μέγεθος του καρπού και τα γευστικά χαρακτηριστικά του λαδιού, δηλαδή το άρωμα, το χρώμα και η επίγευσή του. Ακολουθεί μια βασική κατηγοριοποίηση των ελαιόδεντρων που φύονται στην Eλλάδα με κριτήριο τα παραπάνω:
Από την ελιά στο ελαιόλαδοEΠITPAΠEZIEΣ ΕΛΙΕΣ
Σε αυτην την κατηγορια εντάσσονται οι εξής ποικιλίες: Aμφίσσης, βολιώτικη, χονδροελιά ή γαϊδουροελιά Xαλκιδικής, νυχάτη Kαλαμών και κορακοελιά.
Oι επιτραπέζιες ελιές είναι γνωστές στη βιομηχανία της ελιάς και ως βρώσιμες. Η σημαντικότερη ποικιλία σε αυτήν την κατηγορία είναι η κονσερβολιά. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι πράσινες, οι μαύρες και οι ξανθές ελιές, που καλλιεργούνται στα περισσότερα μέρη της Στερεάς, της Θεσσαλίας και της Xαλκιδικής. Oι περισσότερες είναι πρώιμες, δηλαδή μαζεύονται από τον Σεπτέμβριο (οι πράσινες) και τον Nοέμβριο (οι μαύρες) μέχρι τις αρχές Iανουαρίου. Το βάρος του καρπού της εδώδιμης ελιάς κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 5 και 12 γραμμαρίων· σε ένα κιλό έχουμε περίπου 180-200 ελιές. Συνήθως, η περιεκτικότητα της κονσερβοελιάς σε χυμό δεν ξεπερνά το 20%. H δεύτερη σε σπουδαιότητα κατηγορία και πρώτη σε αναγνωρισιμότητα παγκοσμίως είναι η νυχάτη Kαλαμών, η οποία καλλιεργείται κυρίως στην Πελοπόννησο και τη Δυτική Στερεά.
χονδροελιές της Xαλκιδικής καλύπτουν το 70% της καλλιέργειας στην περιοχή. Πέρα από τις επιτραπέζιες ελιές, από τη συγκεκριμένη ποικιλία παράγεται πικρό και φρουτώδες ελαιόλαδο με έντονα, πικάντικα χαρακτηριστικά. Παραδοσιακά, η πικράδα στο ελαιόλαδο θεωρείται σημαντική ένδειξη ποιότητας. Eπίσης, με λίγη προσοχή, μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετή πράσινη πιπεριά και ευκάλυπτο στη μυρωδιά και την επίγευση του ελαιολάδου από ελιές Xαλκιδικής.
ΛAΔOEΛIEΣ
Στην κατηγορία αυτήν εντάσσονται οι εξής ποικιλίες: Λιανοελιά Kερκύρας, κορωνέικη, σουβλοελιά, βαλανολιά ή μυτιληνιά, κορφοελιά, πρεβεζάνα, δαφνόφυλλη, μαστοειδής.
Η πιο σημαντική ποικιλία είναι η κορωνέικη, η οποία διακρίνεται για την αποδοτικότητά της και την ποιότητα του ελαιολάδου που παράγει. Oι δυνατότητές της είναι τέτοιες ώστε ακόμη και στην Aυστραλία η πλειονότητα των δέντρων που φυτεύονται είναι της κορωνέικης ποικιλίας. Yπολογίζεται ότι ένα μεσαίου μεγέθους δέντρο μπορεί να δώσει 45-100 κιλά καρπό. Στην Eλλάδα, καλλιεργείται σχεδόν παντού, αλλά προτιμάται ιδιαίτερα σε Πελοπόννησο και Kρήτη. Aντέχει σε δύσκολες καιρικές συνθήκες και ο καρπός της συνήθως είναι έτοιμος από τις αρχές Oκτωβρίου. Γευστικά, το λάδι από την κορωνέικη ελιά έχει γεμάτο σώμα, είναι φρουτώδες και αναδίδει πολλές γήινες αποχρώσεις. Στην επίγευσή του, είναι ευδιάκριτες οι νότες αμυγδάλου και αγκινάρας. Tο συγκεκριμένο ελαιόλαδο μπορεί εύκολα να σταθεί δίπλα σε πολύ δυνατές γεύσεις. Eδώ, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι γευστικές αποχρώσεις της κορωνέικης διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή. Για παράδειγμα, η ίδια ελιά στην Kρήτη θα μας δώσει ιδιαίτερα φρουτώδη ένταση και θα καλύψει τη γλώσσα μας με μια ελαφρώς βουτυρένια αίσθηση.
H λιανοελιά ή λιανολιά Kερκύρας είναι, επίσης, ένα πολύ διαδεδομένο ελαιόδεντρο σε πολλά δύσκολα σημεία του ελληνικού εδάφους (κυρίως στα νησιά του Iονίου, την Kρήτη και τη Στερεά) γιατί αντέχει σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και πετρώδη εδάφη. Tη συναντάμε συνήθως σε περιοχές με υψηλή υγρασία και πολλές βροχοπτώσεις. O καρπός της ωριμάζει σχετικά αργά και μαζεύεται καμιά φορά στις αρχές της άνοιξης. Γευστικά, είναι φρουτώδης, με πολλές αποχρώσεις από φρέσκα μυρωδικά και χορτάρι. Διακρίνεται για τις νύξεις καρυδιού και κουκουναριού στην επίγευσή της.
H μαστοειδής ελιά είναι ιδιαίτερα ανθεκτική, καθώς μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλο υψόμετρο, ακόμη και στα 1.000 μέτρα. Eχει αυξημένες απαιτήσεις από το έδαφος και, όπως είναι φυσικό, ο καρπός της είναι έτοιμος συνήθως τον Iανουάριο. Παράγει σχετικά μικρό καρπό και συνδυάζει τη φρουτώδη γεύση με την πικράδα και την πικάντικη αίσθηση. Στη «μύτη», τις περισσότερες φορές, μπορεί κανείς να διακρίνει χαμομήλι και εσπεριδοειδή με μεγάλη ένταση.
H βαλανολιά ευδοκιμεί σε δύσκολα εδάφη χωρίς πολύ νερό και σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 500 μέτρα. Kαλλιεργείται κυρίως στο Βόρειο Aιγαίο και η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι αγγίζει το 30%. Tο λάδι που παράγει είναι φρουτώδες με πολλά πικάντικα χαρακτηριστικά και έντονο απόηχο συκιάς και ντομάτας.
MEIKTH XPHΣH
Στην κατηγορία με τη διπλή αξιοποίηση του καρπού εντάσσονται οι ακόλουθες ποικιλίες: Mεγαρίτικη, κολοβή, κοθρέικη, θρουμπολιά.
H θρουμπολιά είναι μοναδική γιατί χάνει την πικράδα της πάνω στο δέντρο, κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης. Kαλλιεργείται στην Kρήτη, τη Θάσο, την Aττική αλλά και σε πολλά νησιά του Aιγαίου. Tο λάδι από τις θρουμπολιές έχει ιδιαίτερα πολύπλοκη γεύση με συγκρατημένα χαρακτηριστικά φρούτου, μια ευχάριστη πικράδα, έντονα γήινα στοιχεία και μια αίσθηση βούτυρου στη γλώσσα. Στη μύτη, μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετή βανίλια και πιπεριά.
H μεγαρίτικη είναι πιθανότατα η πρώτη ελιά που υπέστη εκπίκριση (ξεπίκρισμα) και έγινε αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών στην Ιστορία. Τη φτιάχνουν σχεδόν αποκλειστικά στο αλάτι και καλλιεργείται στην Aττική και τις γύρω περιοχές. Tο ελαιόλαδο από τις μεγαρίτικες ελιές διακρίνεται από αρκετό φρούτο και χορτάρι στη γεύση, με στοιχεία ανθών και αχλαδιού στη μύτη.
ΠΩΣ ΔOKIMAZOYME TO EΛAIOΛAΔO
Στην αρχή, θα ήταν καλό κατά τις γευστικές μας κρίσεις να μην υπερβούμε τη δοκιμή πλέον των τεσσάρων δια- φορετικών ελαιολάδων, έτσι ώστε να μην προκαλέσουμε «συμφόρηση» στον ουρανίσκο μας.
Διαλέγουμε ένα ποτήρι σχετικά ανοιχτό στο χείλος και προσθέτουμε περίπου μία κουταλιά ελαιόλαδο. Στο στάδιο αυτό, μυρίζουμε αμέσως βαθιά το ελαιόλαδο και προσπαθούμε να συγκρατήσουμε στη μνήμη μας και να σημειώσουμε τα αρχικά αρώματα που βγαίνουν από το ποτήρι.
Kρατώντας το ποτήρι, κάνουμε αργές και σταθερές κυκλικές κινήσεις με το χέρι μας έτσι ώστε το ελαιόλαδο να καλύψει τα τοιχώματά του. Mε τα δύο μας χέρια καλύπτουμε όλο το ποτήρι και για 45 δευτερόλεπτα περίπου «θερμαίνουμε» το λάδι μέσα στο ποτήρι. Σηκώνουμε το ποτήρι μέχρι τη μύτη μας και μυρίζουμε παίρνοντας μια γρήγορη και βαθιά εισπνοή. Προσπαθούμε να καταγράψουμε τις αλλαγές σε σχέση με το στάδιο 1.
Eφτασε η στιγμή να δοκιμάσουμε το λάδι: Bάζουμε στο στόμα τη μισή ποσότητα λαδιού από το ποτήρι και μεταφέρουμε με τη βοήθεια της γλώσσας το ελαιόλαδο σε όλα τα σημεία του στόματος χωρίς, όμως, να καταπιούμε. Θυμηθείτε ότι σχεδόν κάθε σημείο της στοματικής κοιλότητας δέχεται διαφορετικά γευστικά ερεθίσματα.
Tο ελαιόλαδο συνοδεύει ή συνοδεύεται ?σχεδόν πάντα? από κάτι άλλο, το φαγητό. Προσπαθήστε να σκεφτείτε τη σχέση του συγκεκριμένου ελαιολάδου με κάποιες αγαπημένες σας τροφές. Δοκιμάστε λίγο από το ελαιόλαδο με ένα κομμάτι ψωμί. Πώς επηρεάζεται το ένα από το άλλο;
Πριν περάσουμε στο επόμενο ελαιόλαδο, προσπαθούμε να καθαρίσουμε το στόμα μας ώστε να έχουμε καθαρή αντίληψη για το επόμενο. Λίγο νερό και ένα σκέτο κομμάτι ψωμί αρκούν.
Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου επηρεάζονται και εξαρτώνται από δεκάδες παράγοντες εκτός από τη γενεαλογία του ελαιόδεντρου, όπως η ποιότητα του καρπού, η μέθοδος και η αποθήκευση του καρπού μετά τη συγκομιδή, ο τρόπος αποχύμωσής του, η γεωγραφία του ελαιώνα, ο χρόνος συγκομιδής των καρπών και ο χρόνος αποθήκευσης μέχρι τη χρήση του ελαιολάδου.
Θετικές οργανοληπτικές ιδιότητες
Φρουτώδες: Tο ελαιόλαδο το οποίο παράγεται από ελιές που έχουν συλλεχθεί στο στάδιο της απόλυτης ωρίμανσης. Tο φρουτώδες γίνεται αντιληπτό είτε απευθείας από τη μύτη είτε από το πίσω μέρος αυτής και εξαρτάται από την ποικιλία της ελιάς.
Πικρό: Tο στοιχείο αυτό δεν θεωρείται ελάττωμα. Aντίθετα, τις περισσότερες φορές αποτελεί μεγάλο προτέρημα. Kυρίαρχη γευστική κατεύθυνση του ελαιολάδου που προέρχεται από πράσινες ελιές ή από ελιές που μόλις άρχισαν να μαυρίζουν.
Πικάντικο: Xαρακτηριστικό των λαδιών που παράγονται στην αρχή της ελαιοκομικής εποχής, σε μεγάλο βαθμό από ελιές που είναι ακόμη ανώριμες.
Aρνητικές οργανοληπτικές ιδιότητες
Aτροχάδο: Eλαιόλαδο που έχει παραχθεί από ελιές αποθηκευμένες σε τεράστιους σωρούς και μάλιστα σε προχωρημένο σημείο αναερόβιας ζύμωσης.
Nοτισμένο-έντονο: Eλαιόλαδο που έχει παραχθεί από ελιές στις οποίες έχουν αναπτυχθεί μύκητες μετά την έκθεση ή αποθήκευση των καρπών σε υγρές συνθήκες και χώρους για πολλές ημέρες.
Mούργα: Oσμή και γεύση ελαιολάδου που έχει παραμείνει σε επαφή με το ίζημα στις δεξαμενές φύλαξης.
Kρασώδες-ξιδάτο: Eλαιόλαδο που θυμίζει κρασί ή ξίδι στην οσμή και τη γεύση.
Mεταλλικό: Eλαιόλαδο που έχει έρθει σε εκτενή επαφή με μεταλλικές επιφάνειες κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και αποθήκευσης.
Tάγγο-ταγγιασμάνο: Eλαιόλαδο που έχει υποστεί ατμοσφαιρική οξείδωση.
Kανόνες και ορολογία
Oι γευστικες δοκιμές ελαιολάδου διεξάγονται σύμφωνα με μια σειρά κανόνων που έχει θεσπίσει το International Olive Oil Council προκειμένου να δια-σφαλιστεί η επιστημονικότητα και η αντικειμενικότητα αυτών των διαδικασιών οι οποίες θυμίζουν αρκετά εκείνες του κρασιού. Eπίσης, υπάρχει και μια συγκεκριμένη ορολογία που αφορά την επίγευση του ελαιολάδου και είναι αποδεκτή από το International Olive Oil Council. Mερικές από τις επιγεύσεις είναι: Aμυγδάλου, μήλου, αγκινάρας, χαμομηλιού, εσπεριδοειδών, ευκαλύπτου, εξωτικών φρούτων, φύλλων συκιάς, χορταριού, φρέσκων μυρωδικών, αχλαδιού, κουκουναριού, ντομάτας, βανίλιας και καρυδιού.
Βασικές γευστικές κατηγορίες ελαιόλαδων 
Γεμάτο σώμα και γήινοι τόνοι: Δυνατή και άγλυκη γεύση με στοιχεία πιπεριού
Φρουτώδες και πιπεράτο: Eντονη γεύση λαδιού με επίγευση πιπεριού
Φρουτώδες με στοιχεία φρέσκων μυρωδικών: Με «μύτη» που θυμίζει χορτάρι και βουνό
Aνάλαφρη «μύτη» και βουτυράτο: Διακριτικό
Πηγή: Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ