>
Η άνω Γατζέα στο Πήλιο, από τη μεριά του Παγασητικού, ίσως είναι το πιο ρομαντικό μέρος του βουνού και το ξαναείδα το Σαββατοκύριακο. Δεν είναι το χωριό μου και επομένως δεν μεροληπτώ. Εγώ μένω πιο κάτω, στα Καλά Νερά. Η άνω Γατζέα όμως είναι ο πιο αυθεντικός ελαιώνας του Πηλίου, και όταν λέμε ελαιώνας εννοούμε φυσικά την εικόνα του Παραδείσου: κάπως έτσι πρέπει να τα βόλευε και ο Αδάμ με την Εύα.
Υπήρχαν μέχρι τώρα δύο αξιοθέατα σημεία: το Μοναστήρι της Παναγίας, με την μπακαλοταβέρνα του Οδυσσέα απέναντι, στην οποία μπορούσες να συναντήσεις ντόπιους να μιλάνε σοβαρά στα πηλιορίτικα, τα οποία ουδείς φυσικά καταλαβαίνει και να πίνουνε τσίπουρα με γλυκάνισο και λεμονάδες ΕΨΑ. Και επίσης τον παλιό σταθμό του τραίνου στην τοποθεσία Ογλά της Άνω Γατζέας, με το καφενείο του και το μπακάλικο-ψυχώ του Παπαδόπουλου, ο οποίος αφότου πέθανε ο πατέρας του που το λειτουργούσε- πριν χρόνια- το άφησε έτσι όπως ακριβώς ήταν την μέρα που πέθανε! Και έκτοτε το δείχνει στους διαβάτες, σαν τον Άντονυ Πέρκινς.
Αυτά ήταν τα δύο σημαντικά αξιοθέατα της περιοχής. Συν τα μουλάρια φυσικά, μαζί με τους αναβάτες τους με τις τραγιάσκες. Πριν μερικά χρόνια προστέθηκε ένα ακόμη: το Μουσείο Ελιάς στο παραδοσιακό πέτρινο οίκημα Βογιατζή, δίπλα ακριβώς στον σταθμό του τραίνου της Άνω Γατζέας. Οπότε πηγαίνοντας είτε με τα πόδια από την παραλία της Γατζέας προς το σταθμό- περίπου μισή ώρα δρόμος μέσα στα καλντερίμια, τις ελιές, τις συκιές και τα κλήματα- είτε με το τραινάκι του Πηλίου που σταματάει μπροστά του, είτε φυσικά με το αμάξι σου, είναι εύκολο να το βρεις.
Γιατί να το βρεις; Για δύο λόγους. Πρώτον διότι τα μουσεία που βρίσκονται στην ελληνική ύπαιθρο είναι- εξαιρουμένων των βασικών αρχαιολογικών- τα σημαντικότερα. Διότι αποτελούν τα σύγχρονα μνημεία μας και η σύγχρονη ζωή μας έχει πνευματικό περιεχόμενο κυρίως στην ύπαιθρο, διότι εκεί ζούσε η πιο σφριγηλή Ελλάδα, αυτή που την στήριζαν οι χθόνιες δυνάμεις της παραδόσεως.
Και δεύτερον, επισκεπτόμενος το Μουσείο Ελιάς στην Άνω Γατζέα, έχεις τη δυνατότητα, εάν είσαι και κάπως σοφιστικέ τύπος και σου αρέσουν τα δρώμενα, κάτι να δεις: μια παράσταση, μια αφήγηση παραμυθιών, μια έκθεση ζωγραφικής ή μια βραδιά τζαζ. Συν το γεγονός φυσικά ότι θα μάθεις τα πάντα για την ελιά, την ιστορία και την συγκομιδή της, πράγμα που είναι απαραίτητο για μια σοβαρή ελληνική μόρφωση. Σε λίγο, έτσι όπως πάμε, το μόνο που θα έχουμε να επιδείξουμε είναι ολίγον άρτο και ολίγας ελαίας, που έλεγε και ο αξέχαστος Δημήτρης Νικολαϊδης, ως Βαβάς.
Αλλά υπάρχει και ένας ακόμη σοβαρότατος λόγος να πάτε στο Μουσείο Ελιάς της άνω Γατζέας, εάν βρεθείτε στο Πήλιο: το καφενείο που είναι απέναντι στο σταθμό. Πρόκειται για το αριστούργημα του ελληνικού μποεμισμού. Έχει μεγάλα παράθυρα, ξύλινο πάτωμα με ξυλόσομπα για το χειμώνα και μια μεγαλοπρεπή αυλή με κληματαριά, στην οποία όταν κάθεσαι λες: τώρα βουλιάζω στον εαυτό μου και στη γή μου. Να προσθέσω ότι αυτό το βούλιαγμα συνοδεύεται από ντόπιους που δεν σε ενοχλούν ποτέ, εφόσον δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ και από πηλιορίτικους μεζέδες, τσιτσίραβλα, φτέρες και κρίταμα, μελιτζάνες τουρσί, κοιλιές κοκκινιστές και μπουμπάρι καμιά φορά, δηλαδή παχύ έντερο τράγου γεμιστό με την συκωταριά του τράγου ψιλοκομμένη και τσιγαρισμένη με κρεμμύδια, και όλο αυτό στο φούρνο με πατάτες.
Εάν επιζήσεις από αυτήν την επίσκεψη, τότε σώος πας απέναντι στο Μουσείο Ελιάς και βλέπεις την έκθεση ζωγραφικής του Δημήτρη Μοράρου, από τις 18 Αυγούστου, όπως διάβασα. Τίτλος «Εγκώμιον Νοτίου Πηλίου».
Αυτό νομίζω είναι ένα καλοκαιρινό, αληθινό, βίβερε περικολοσαμέντε.
Υπήρχαν μέχρι τώρα δύο αξιοθέατα σημεία: το Μοναστήρι της Παναγίας, με την μπακαλοταβέρνα του Οδυσσέα απέναντι, στην οποία μπορούσες να συναντήσεις ντόπιους να μιλάνε σοβαρά στα πηλιορίτικα, τα οποία ουδείς φυσικά καταλαβαίνει και να πίνουνε τσίπουρα με γλυκάνισο και λεμονάδες ΕΨΑ. Και επίσης τον παλιό σταθμό του τραίνου στην τοποθεσία Ογλά της Άνω Γατζέας, με το καφενείο του και το μπακάλικο-ψυχώ του Παπαδόπουλου, ο οποίος αφότου πέθανε ο πατέρας του που το λειτουργούσε- πριν χρόνια- το άφησε έτσι όπως ακριβώς ήταν την μέρα που πέθανε! Και έκτοτε το δείχνει στους διαβάτες, σαν τον Άντονυ Πέρκινς.
Αυτά ήταν τα δύο σημαντικά αξιοθέατα της περιοχής. Συν τα μουλάρια φυσικά, μαζί με τους αναβάτες τους με τις τραγιάσκες. Πριν μερικά χρόνια προστέθηκε ένα ακόμη: το Μουσείο Ελιάς στο παραδοσιακό πέτρινο οίκημα Βογιατζή, δίπλα ακριβώς στον σταθμό του τραίνου της Άνω Γατζέας. Οπότε πηγαίνοντας είτε με τα πόδια από την παραλία της Γατζέας προς το σταθμό- περίπου μισή ώρα δρόμος μέσα στα καλντερίμια, τις ελιές, τις συκιές και τα κλήματα- είτε με το τραινάκι του Πηλίου που σταματάει μπροστά του, είτε φυσικά με το αμάξι σου, είναι εύκολο να το βρεις.
Γιατί να το βρεις; Για δύο λόγους. Πρώτον διότι τα μουσεία που βρίσκονται στην ελληνική ύπαιθρο είναι- εξαιρουμένων των βασικών αρχαιολογικών- τα σημαντικότερα. Διότι αποτελούν τα σύγχρονα μνημεία μας και η σύγχρονη ζωή μας έχει πνευματικό περιεχόμενο κυρίως στην ύπαιθρο, διότι εκεί ζούσε η πιο σφριγηλή Ελλάδα, αυτή που την στήριζαν οι χθόνιες δυνάμεις της παραδόσεως.
Και δεύτερον, επισκεπτόμενος το Μουσείο Ελιάς στην Άνω Γατζέα, έχεις τη δυνατότητα, εάν είσαι και κάπως σοφιστικέ τύπος και σου αρέσουν τα δρώμενα, κάτι να δεις: μια παράσταση, μια αφήγηση παραμυθιών, μια έκθεση ζωγραφικής ή μια βραδιά τζαζ. Συν το γεγονός φυσικά ότι θα μάθεις τα πάντα για την ελιά, την ιστορία και την συγκομιδή της, πράγμα που είναι απαραίτητο για μια σοβαρή ελληνική μόρφωση. Σε λίγο, έτσι όπως πάμε, το μόνο που θα έχουμε να επιδείξουμε είναι ολίγον άρτο και ολίγας ελαίας, που έλεγε και ο αξέχαστος Δημήτρης Νικολαϊδης, ως Βαβάς.
Αλλά υπάρχει και ένας ακόμη σοβαρότατος λόγος να πάτε στο Μουσείο Ελιάς της άνω Γατζέας, εάν βρεθείτε στο Πήλιο: το καφενείο που είναι απέναντι στο σταθμό. Πρόκειται για το αριστούργημα του ελληνικού μποεμισμού. Έχει μεγάλα παράθυρα, ξύλινο πάτωμα με ξυλόσομπα για το χειμώνα και μια μεγαλοπρεπή αυλή με κληματαριά, στην οποία όταν κάθεσαι λες: τώρα βουλιάζω στον εαυτό μου και στη γή μου. Να προσθέσω ότι αυτό το βούλιαγμα συνοδεύεται από ντόπιους που δεν σε ενοχλούν ποτέ, εφόσον δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ και από πηλιορίτικους μεζέδες, τσιτσίραβλα, φτέρες και κρίταμα, μελιτζάνες τουρσί, κοιλιές κοκκινιστές και μπουμπάρι καμιά φορά, δηλαδή παχύ έντερο τράγου γεμιστό με την συκωταριά του τράγου ψιλοκομμένη και τσιγαρισμένη με κρεμμύδια, και όλο αυτό στο φούρνο με πατάτες.
Εάν επιζήσεις από αυτήν την επίσκεψη, τότε σώος πας απέναντι στο Μουσείο Ελιάς και βλέπεις την έκθεση ζωγραφικής του Δημήτρη Μοράρου, από τις 18 Αυγούστου, όπως διάβασα. Τίτλος «Εγκώμιον Νοτίου Πηλίου».
Αυτό νομίζω είναι ένα καλοκαιρινό, αληθινό, βίβερε περικολοσαμέντε.
*Ο Απόστολος Διαμαντής είναι Πανεπιστημιακός και συγγραφέας.