(3ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ)
(Απαγγελία ποιήματος)
ΗΡΘΙ Η ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ!
Ήρθι η Δεκαπενταύγουστος, ήρθαν οι χωριανοί
και η πλατεία γέμισε, δεν είναι αδειανή.
Ήρθι η Λάζους στου χουριό του Κίμου κι τσ’ Θουδώρας
κι η Γούλης τσ’ Κούλας πέρασε τα σύνορα της χώρας.
Ήρθαν στου Σαραντάπουρο, μεγάλοι και μικροί
και τις καρέκλες βούλιαξαν του Φώτη του Μακρή.
Ανηφορίζει η Δήμαρχους κι η Γιάννης η Γκαλίτσιους,
του κομπολόι ακούιτι που παίζει η Καραμήτσιους.
Η Λάμπρους η Κουτσιόμπιλας είνι μουναδικός
και μπήκε μες του ποίημα αξιοκρατικώς.
Απου του Μέγα περπατάει μέχρι του Μαναστήρι
και πιάνει του μικρόφουνου σι κάθε πανηγύρι.
Η Γούλης με του αμάνικου και με του Τζιουμακλή
έρχονται πάντα αγκαζέ σχεδόν απ΄ την αυλή,
φτάνουν στη μέση του χωριού που παίζουν τα κλαρίνα
να ξαναδούν τους χωριανούς και την Αγιου-Μαρίνα.
Έχουμε ιστορικό χουριό, έχουμε ποιητές,
γιατρούς και επιστήμονες και ποδοσφαιριστές.
Γκατζάρα, Λίτσα, Έλληνα, Μαρίτσα και Γρηγόρη,
θα ρθει σε σας η Μιτρουτός, θα ρθει του Τσακνουχώρι.
Απ’ του Παλιμανάστηρου τ’ Κιτσιούλα του κυπρί
στο Μπουκουβάλα ακούιτι, μέχρι και του Σαμπρή.
Η Αγιο-Θανάσης στου Αποστόλη, κοντά στο σπΙτι του εμπόρου,όλων μας είναι βοηθός και του Σαρανταπόρου.
Η Νίκος η Βερόπουλος στην άκρη στου χουριό,
που βλέπει απ’ το Βρυσούλι μας κι το καμπαναριό,
παράτησε, στη Λάρισα, τους γύρους και τις πίτες
κι ήρθε να δει τους χωριανούς, τους Σαρανταπορίτες.
Αγαπημένο Γκλίγκοβο, χωριό μου ηρωϊκό,
είναι σε σένα η σκέψη μου, είσαι μοναδικό,
σελίδες δόξας έγραψες, εκτός απ’ τα βιβλία,
στο «Σαραντάπορο τζι αρ», μαζί με την τελεία.
«ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ»
ΜΟΥΣΙΚΗ(μπαίνω μες στ’αμπέλι, χωρίς λόγια)
(Μόλις τελειώσει η απαγγελία και αρχίσει η μουσική μπαίνει και κάθεται στο τραπέζι ο Λάμπρος και ο Λάζος και όταν σταματάει η μουσική μπαίνει ο ξένος)
-Ξένος Καλημέρα σας πατριώτες.
– Λάζος Καλημέρα
– Λάμπρος Καλημέρα. Κάτσε να σε κεράσουμε. Καλώς όρισες στα μέρη μας. Βάλε ένα ποτήρι στον ξένο Λάζαρε.
– Λάζος Από πού είσαι ορέ πατριώτη;
-Ξένος Από την Τσαπουρνιά.
– Λάζος Άι! Μέσα από την Τσαπουρνιά ή από τα προάστια;
– Ξένος Τσαπουρνιώτης γέννημα θρέμα.
–Λάμπρος Με τι ήρθες ως εδώ;
– Ξένος Ήρθα με το γάιδαρο. Από τα λίγα γαιδούρια που μας απόμειναν.
–Λάμπρος Ξαναήρθες άλλη φορά στο χωριό μας;
-Ξένος Η αλήθεια είναι πως το χωριό σας μου φαίνεται σαν πόλη μπροστα στο δικό μας. Πρώτη φορά έρχομαι στην πλατεία. Ερχόμουν κάθε χρόνο στο Mοναστήρι σας της Ζωοδόχου Πηγής, όπως έκαναν όλοι από τα γύρω χωριά. Τρώγαμε και χορεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μην τα παρατάτε αυτά τα έθιμα. Εμείς πώς και πώς περιμέναμε εκείνη τη μέρα.
-Λάζος Μπράβο πού πήρες τέτοια απόφαση να ρθεις. Πώς τ’ αποφάσισες;
-Ξένος Ήρθα βόλτα. Καβαλίκεψα το γάιδαρο και είπα: «Ένα κι ένα κάνουν δυο. Θα πάω στο Σαραντάπορο, να το γνωρίσω»
Ποιος από σας θα μου πει δυο πράγματα για το χωριό σας;
-Λάμπρος Πες τα εσύ Λάζαρε μια που είσαι και νεότερος και μετά συνεχίζω εγώ.
– Λάζος Απου λες, αυτήν εδώ η εκκλησία είναι η Αγία Μαρίνα, Προστάτιδα του χωριού. Γιορτάζει στις 17 Ιουλίου. Θα έχεις ακούσει για το πανηγύρι μας. Απορώ πως δεν έτυχε να ρθεις στο καλύτερο πανηγύρι της περιοχής. Τι χαλβάδες……τι παιχνίδια…….τι όργανα…απ΄’ όλα.
– Λάμπρος Κι αυτοί από κάτω είναι οι χωριανοί μας, οι Σαρανταπορίτες. Έτσι κάνουν όταν έρχεται κανένας ξένος στο χωριό. Παρατούν και τη «Δηλωτή» κι έρχονται να τον γνωρίσουν. Τους βλέπεις πως σε κοιτάνε; Λες κι ήρθες απ’ τον Άρη και όχι απ’ την Τσαπουρνιά.
– Ξένος Τι άλλο θα μπορούσε να δει κανείς στο χωριό σας;
-Λάμπρος Στο Μοναστήρι είπες ότι πήγες έτσι; Θα σε πάμε να δεις το Παλιμανάστηρο που μαζευόμαστε τον Δεκαπενταύγουστο όλοι οι χωριανοί, την Αγία Ξένη, την Αγία Παρασκευή, τον Άγιο Νικόλα, τον Αη Θανάση και μετά θα σε γυρίσουμε σε όλο το χωριό. Θα σε πάμε στην Αρκουδότρυπα, στο Βρυσούλι, στον Κούκο, στο Μέγα, στο Αλωνάκι κι ως το Μελίσσι, στο μέρος που εκτέλεσαν οι Γερμανοί τους δικούς μας.
-Ξένος Μου μίλησε ο παππούς μου γι’ αυτά και μου είπε ότι ερχόσασταν να κρυφτείτε στα δικά μας τα μέρη στο Τσαπουρνιώτικο όταν σας έκαψαν το χωριό οι Γερμανοί. Μου είπε για τους Βαλκανικούς πολέμους και για τη μεγάλη και σημαντική μάχη του Σαρανταπόρου το 1912, Μετά απ’ αυτήν τη μάχη είπε, η Ελλάδα διπλασιάστηκε.
-Λάζος Σε τούτον τον τόπο, πολέμησαν πολλοί κι ένας απ΄ αυτούς ο δωδεκάχρονος Γεράσιμος Ραυτόπουλος, ο οποίος και διακρίθηκε. Ήρθε από τα Μεσοβούνια της Κεφαλλονιάς. Τα δυο χωριά, τα Μεσοβούνια και το δικό μας το Σαραντάπορο, μας ενώνουν πολλά. Οι Μεσοβουνίτες της Κεφαλλονιάς είναι περήφανοι για τον Γεράσιμο Ραυτόπουλο γιατί από κει κατάγεται κι εκεί πήγαινε σχολείο. Το ίδιο περήφανοι είμαστε κι εμείς που αγωνίστηκε τόσο μικρός για την ελευθερία του χωριού μας και της πατρίδας μας.
-Ξένος Από ιστορία έχετε μεγάλη, αλλά μου έκανε εντύπωση πως ένα τόσο μεγάλο χωριό δεν έχει ούτε ένα περίπτερο.
-Λάμπρος Τι να τα κάνουμε εμείς τα περίπτερα; Τα περίπτερα είναι για τα μικρά τα χωριά, σαν το δικό σας. Τα δικά μας τα περίπτερα μεγάλωσαν κι έγιναν SUPER MARKET. Βαρέθηκαν βλέπεις οι περιπτεράδες να κατεβάζουν τα αυγά στην Ελασσόνα.
-Ξένος Εμείς τόσοι λίγοι που είμαστε στην Τσαπουρνιά, ούτε ομάδα μπορούμε να φτιάξουμε, ούτε χορευτικό να συμπληρώσουμε. Αλήθεια εσείς έχετε χορευτικό;
-Λάζος Αν έχουμε λέει… Εμείς δεν μείναμε μόνο στα ΤΖΙΟΥ ΜΠΟΞ. Συνεχίζουμε την παράδοση. Βοηθάει κι σύλλογος από δω, ο πολιτιστικός και ο απανταχού. Σφύρα τους Λάμπρο να μας χορέψουν κανα δυο παραδοσιακά τραγούδια.
(ΧΟΡΟΣ με 3 αντιπροσωπευτικά τραγούδια. Κάτω στην Αγια Μαρίνα κλπ)
-Ξένος Μπράβο. Αυτό είναι παράδοση. Εμείς τέτοια τραγούδια, ακούγαμε κάποτε στο Δημοτικό. Τώρα… πάει και το σχολείο, πάει κι η νεολαία.
-Λάζος Τι μου θύμισες τώρα…Το βλέπεις το σχολείο εκεί πέρα; Χτυπούσε η καμπάνα πρωί πρωί, αφού ρολόγια δεν είχαμε, έπαιρνα το σακούλι στον ώμο, ένα ξύλο στο άλλο χέρι και πήγαινα στο σχολείο. Στο σπίτι γύριζα με μουδιασμένα χέρια από την κρανίσια τη βέργα. Διαβάζαμε με το καντήλι, γιατί το ρεύμα ήρθε αφού τελειώσαμε το σχολείο και μετά. Άλλοι μάθαιναν γράμματα πάνω στην γκλίτσα και δεν έλεγαν τότε μέχρι ποια τάξη πήγες, αλλά «έμαθες καμιά γκλίτσα γράμματα;»
-Λάμπρος Θυμάσαι Λάζαρε που δεν αφήναμε δέντρο για δέντρο στο χωριό; Πόσο νόστιμα ήταν τα φρούτα χωρίς φάρμακα!
-Λάζος Μισή μέρα γυρίζαμε μ’ ένα γκοργκύλι στο χέρι και την άλλη μισή μέρα την περνούσαμε πάνω στα δέντρα και στα μπαχτσιέδια, γι’ αυτό είχαμε κι ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Κυδωνιάης, Κερασιάης, Κουρομπλιάης, Πιπερτζής, Καρπουζιάης, Κουλοκθιάης κι άλλα τέτοια.
-Λάμπρος Τώρα κρίση… και κρίση… κι ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια. Παίρναμε τον Παναγιώτη τον Ντίνα με το βιολί και γυρίζαμε τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι. Ωραία χρόνια!
-Λάζος Εμείς Λάμπρο δεν πρόκειται να τελειώσουμε κι ως το πρωί να μιλάμε. Καθίστε όμως ν’ ακούσετε ένα ωραίο ποίημα που έγραψε ο ποιητής μας για το χωριό.
ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Χωριό μου Σαραντάπορο, ιστορικό χωριό,
η Αγια Μαρίνα, η εκκλησιά, με το καμπαναριό,
προστάτιδα των χωριανών, φυλάει το κάθε σπίτι,
δίνει ευλογία απανταχού, στο Σαρανταπορίτη.
Χωριό μου Σαραντάπορο, που σ’ αγκαλιάζει ο νους,
καλωσορίζεις στο χωριό, φίλους και χωριανούς
κι απ’ το Παλιμανάστηρο, μέχρι το Μοναστήρι,
μοιάζει το αντάμωμα γιορτή, γιορτή και πανηγύρι.
Χωριό μου Σαραντάπορο, θα σου το ξαναπώ,
όπου κι αν πήγα κι έζησα, εσένα αγαπώ,
θα ’ναι κοντά σου η σκέψη μου, χωριό μου αγαπημένο,
είτε αν είμαι στο χωριό, είτε στα ξένα αν μένω.
……………………………………………………………………………………
-Λάμπρος (Απευθύνεται προς τους χωριανούς ) Σαν μεγαλύτερος που είμαι, θέλω να μου επιτρέψετε να πω δυο κουβέντες. Θέλω να είμαστε καλά, να κρατούμε τις παραδόσεις μας, να είμαστε αγαπημένοι και να γλεντάμε. Σας παρακαλώ να σηκωθείτε όλοι πάνω και να χορέψουμε ένα μπεράτι όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, εδώ στο ιστορικό μας χωριό στο πολυαγαπημένο μας Σαραντάπορο.
ΧΟΡΟΣ(μπεράτι: Μπαίνω μες τ’ αμπέλι)
Δημήτρης Ντάλλας