Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Βάζω το χέρι μου στον ήλιο, ψάχνω ακτή,
βλέπω ατελείωτη τη θάλασσα, φρικτή,
στο μεσοπέλαγο, παλεύει η ελπίδα,
να βρει, για μένα, δανεική πατρίδα.

Η χώρα μου αποκάηκε, πολέμου γη,
θλίψη στο σαπιοκάραβο, τρόμος, φυγή,
γλείφω τα χείλη μου, νιώθω πως πήρα
γεύση απ’ τα κύματα κι απ’ την αλμύρα.

Μίλια μας πέταξαν μακριά κι η ξαστεριά,
ξεφανερώνει το γιαλό και τη στεριά
κι ο τόπος ο δικός σου θα με κρίνει
αν δικαιούμαι να ’χω γη κι ειρήνη.
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΜΕΛΙΣΣΙ

ΜΕΛΙΣΣΙ(1944)
Μπροστά πηγαίνουν άμαχοι, ξοπίσω αρματωμένοι,
ο μήνας έχει δεκαεννιά, η μέρα ανταριασμένη
και μες στο καταχείμωνο, στα μέσα του Γενάρη,
γεμίζει μ’ αίμα η ρεματιά, η γης και το πουρνάρι.

Χρονιά σαράντα τέσσερα, το Γκλίγκοβο στενάζει,
βουβαίνεται όλο το χωριό σαν παίρνει και βραδιάζει.
Ποιος νους μπορεί να το σκεφτεί, ποιο στόμα να μιλήσει
για φρίκη, γι’ αδικοχαμό και πόνο στο Μελίσσι;

Στ’ αποκαΐδια του χωριού κι απάνω στα πουρνάρια
πουλιά μου εσείς μην είδατε βλαστούς και παλικάρια;
Ψυχές, ριπές που δέχτηκαν, αν δείτε στα ουράνια,
πείτε στο Σαραντάπορο αξίζει η περηφάνεια!
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Ακούστε απ’ το μπουζούκι μου, ετούτη την ωδή,
που έπαιξα στην ξενιτιά, με τ’ όργανό μου μόνο,
σαν μετανάστης Έλληνας, στα ξένα μεγαλώνω
κι έφυγα απ’ την πατρίδα μου, από μικρό παιδί.

Τα νιάτα τρώει η ξενιτιά, σαν άγριο θεριό,
ν’ αφήσω την πατρίδα μου, να φύγω από τη γη μου,
δεν ήταν ούτε θέληση και πρώτη επιλογή μου,
γιατί για πάντα θα ’θελα, να μένω στο χωριό.

Να βρω ξανά τους φίλους μου, απ’ το Δημοτικό
και πάλι την Ακρόπολη, μια μέρα ν’ αντικρίσω,
φτερά να κάνω τα όνειρα και να γυρίσω πίσω,
σαν το πουλί να πέταγα, τ’ αποδημητικό.
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Ο ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Ο ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
1
Τις πινακίδες έδωσες γιατί έμεινες ταπί
κι αγόρασες ποδήλατο να κάνεις προκοπή.
Τη Λάρισα διέσχιζαν του ποδηλάτου οι ζάντες
και στον ποδηλατόδρομο έκαναν άκρη οι πάντες.
2
Στον γύρο εδήλωνες παρών τον ποδηλατικό
και τ’ όχημά σου, έλεγες, είναι φανταστικό.
Ως ποιητής, τα έβαλα με σας τους ποδηλάτες,
γιατί τρομοκρατήσατε στην πόλη μας τις γάτες.
3
Ο γάτος ενός γείτονα εγλίτωσε στο τσακ
από ελιγμούς απότομους και ξαφνικά ζικ ζακ.
Θα ρθουν οι αγριόγατοι, θα σας τα κάνουν βίδες,
θα ψάχνετε στη Λάρισα να βρείτε τις βαλβίδες.
4
Στη στάση που περίμενα, να πάρω το αστικό,
περνούσες με ποδήλατο απ’ το Δικαστικό
κι ερέθισμα ήταν κι αφορμή των παρακάτω στίχων,
αφού δεν ασχολήθηκα ποτέ περί λαστίχων.
5
Πρωί και βράδυ από μπροστά, περνάς καμαρωτά,
κορδώνονται τα λάστιχα που είναι φουσκωτά,
να με πατήσεις κόντεψες και ούτε καλημέρα,
η τρόμπα θα σου φούσκωσε και το μυαλό με αέρα.
6
Στην Κούμα, στον πεζόδρομο, πού βρέθηκε καρφί;
Το πάτησες, δεν πρόλαβες να πάρεις τη στροφή
κι εκεί στη Ρούσβελτ, δεξιά, στα κάστανα, στις ρόκες,
περίμενες τα λάστιχα πως θα πατούσαν πρόκες;
7
Το δίτροχον, ξεφούσκωτο, σου έγινε μπελάς
και στο ποδηλατάδικο ευθύς το κουβαλάς,
όταν ακούς πεντάευρον, σου έρχεται μια τρέλα,
γιατί, αντί να πιεις καφέ, αλλάζεις τη σαμπρέλα.
8
Δεν σ’ άρεσε να οδηγείς ποδήλατα παλιά,
γιατί ’ναι τούτο γρήγορο, με ωραία πηδαλιά.
Επίθεσιν εδέχτηκες κι απ’ τα πουλιά μια μέρα,
στο μέτωπο μια κουτσουλιά, σου έπεσε σαν σφαίρα.
9
Επέρασες κι απ’ την οδό την Παπακυριαζή,
την κόμμωσή σου πρόσεχες, σε κάθε μαγαζί
κι όταν η ρόδα ακούμπησε πάνω σε μια βιτρίνα,
να πέσεις κάτω κόντεψες, σε τρόμαξε η σειρήνα!
10
Εις το αρχαίον θέατρο, ήμουν εκεί μπροστά,
όταν με το ποδήλατο, με πέρασες ξυστά
και παραπέρα έπεσες, αιτία ήταν είδα
το πιάσιμο παντελονιού, από την αλυσίδα.
11
Στα χέρια το ποδήλατο και με βαριά καρδιά,
κοιτούσες, ξανακοίταζες, στη μπλούζα τη λαδιά
κι όταν την ξαναέβαλες την αλυσίδα πάλι,
μες στη μουντζούρα βρέθηκες και στο κακό το χάλι.
12
Τη διασταύρωση περνάς, δε σταματάς στο STOP,
περίμενες τον διπλανό να σε φωνάξει ωπ;
Μην οδηγείς απρόσεκτα, τα μάτια σου γαρίδα.
Σαν πέρασες με κόκκινο, νομίζεις πως δε σ’ είδα;
13
Ξετσάκωτος και μάγκικα, τα χέρια σου ψηλά,
είναι πολύ επιπόλαια και πράγματα τρελά.
Με δίχως δόντια θα βρεθείς, θα σωριαστείς στο δρόμο,
με γρατζουνιές στο πρόσωπο και με σπασμένον ώμο.
14
Την έκλειψη όταν χάζευες, η φτέρνα είχε σκιστεί,
μέσα στη ρόδα εχώθηκε, τη στριφογυριστή
και στις ακτίνες μπλέχτηκε, θα το θυμάσαι πάντα
εκείνο το σημάδι σου που είχες απ’ τη ζάντα.
15
Συνέχισες απτόητος, εδέχθης απειλή
όταν σε γάβγιζε άγρια, αδέσποτο σκυλί,
ένιωσες φόβον, πανικό, λαχτάρα είχες μεγάλη,
δυναμικά, το πόδι σου πατούσε το πηδάλι.
16
Κινείται το ποδήλατο, γυρίζει ολημερίς,
χωρίς μαζί το δίτροχον, καθόλου δεν μπορείς,
κοιτάζεις λίγο απέναντι, βλέπεις μια πιτσιρίκα,
νομίζεις πως η ρόδα σου, σού ανέβασε την προίκα.
17
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα, μπρος πίσω έχεις φως,
αξεσουάρ, στο όχημα, χρειάζονται σαφώς,
όπως να ξέρεις φίλε μου και όλα σου τα ρούχα
θα πρέπει, για ασφάλεια, να είναι φωσφορούχα!
18
Στη σέλα σου καμαρωτός, στη Βενιζέλου πας,
το κουδουνάκι, στους πεζούς, δυο τρεις φορές χτυπάς
κι εν μέσω οικονομικής και μνημονίων κρίσης,
περιδιαβαίνεις διαρκώς, τους δρόμους της Λαρίσης.
19
Αέριο, πετρέλαιο, βενζίνη, μηχανή,
λέξεις για σένα άγνωστες και μόνο ένα πανί
χρειάστηκες για γυάλισμα, ν’ απορροφά τη σκόνη,
απ’ τα φτερά, το σκελετό και από το τιμόνι.
20
Ένα καρπούζι αγόρασες από τη λαϊκή,
το φόρτωσες, δεν πρόλαβες να πας λίγο πιο κει,
χίλια κομμάτια έγινε και έπαθες λαχτάρα,
όταν το όχημα έγειρε και έπεσε απ’ τη σχάρα.
21
Φτάνεις στο σπίτι ολοταχώς, βλέπεις το φως σβηστό,
αέρα για συμπλήρωμα θέλεις κοπανιστό,
ψάχνεις να βρεις την τρόμπα σου, που θέλεις μια στο τόσο,
τα λάστιχα δεν δέχτηκες εγώ να στα φουσκώσω.
22
Και πάλι το ποδήλατο για βόλτες καβαλάς
κι όπου βρεθείς κι όπου σταθείς όλο γι’ αυτό μιλάς,
στο κέντρο, καθημερινά, σε βλέπω πρώτη μούρη,
το δίτροχον προτίμησες αντί για το γαϊδούρι.
23
Ανέξοδα κυκλοφορείς και μυστικό κοινό,
πως το γαϊδούρι, φίλε μου, χρειάζεται σανό,
τέλη δεν πλήρωσες ποτέ για την κυκλοφορία
και φοροαπαλλάχτηκες από την εφορεία.
24
Με τρίκυκλο ξεκίνησες από τριών ετών
και τώρα είσαι έμπνευσις, Ελλήνων ποιητών.
Πού ήσουν και πού έφτασε η χάρη σου, φαντάσου,
να ασχολούνται οι ποιητές με τα καμώματά σου!
25
Ο κόσμος, στους πεζόδρομους, τίποτα δε χρωστά,
να γίνεσ’ ενοχλητικός σε όποιον βρεις μπροστά.
Όταν σε βλέπω να περνάς, εγώ στην άκρη μένω,
γιατί δεν είμαι σίγουρος αν θα πατήσεις φρένο.
26
Αδιάβροχο αγόρασε και μια ομπρέλα βρες,
μεγάλη και κινέζικη, για μέρες βροχερές
και πρόσεξε η ομπρέλα σου, μη σε σηκώσει πάνω
και γίνεις σαν αερόστατο και σαν αεροπλάνο.
27
Γυμνάζεσαι και βρίσκεσαι στο πνεύμα των καιρών
έστω κι αν νιώθεις κούραση και πόνο των μηρών.
Από τη Φιλιππούπολη στη Νέα Πολιτεία
κι από τον Πέρα Μαχαλά, στην Κεντρική Πλατεία.
28
Μπήκες στο διαδίκτυο, νομίζεις είσαι σταρ
και ονειρεύεσαι να μπεις στο στάδιο Αλκαζάρ
να ’χεις ψηλά τα χέρια σου, να σε θαυμάζουν όλοι,
γύρους θριάμβου να εκτελείς, πρώτος αστήρ στην πόλη.
29
Κρατάς τιμόνι στις στροφές, με χέρια σταθερά,
πλαγιάζεις το ποδήλατο, στα χέρια σου φτερά
και καβαλάρης άψογος που ισορροπείς στις ρόδες,
με το γυαλί το αθλητικό, έβγαλες νέες μόδες.
30
Πας να παρκάρεις τ’ όχημα και καμια-δεκαριά
ποδήλατα βλέπεις εκεί, που έχουν κλειδαριά,
θυμήθηκες τον κωδικό, με λίγη δυσκολία,
η κάρτα μνήμης γέμισε, φαίνεται στα σχολεία.
31
Πετάχτηκες σε μια δουλειά, στον γυρισμό ευθύς,
καβάλα με σπινιάρισμα, στο δρόμο θα βρεθείς
και μια γυνή περίεργη, βγαίνει στο παραθύρι,
όταν ακούει το θόρυβο, από το στηριχτήρι.
32
Το πρόβλημα ήταν σύντομο και λύσις υπαρκτή,
εκείνο που είν’ ανήκουστον, συνέβη εν τη νυκτί,
σαν βγήκες έξω κι άκουσες, έναν παράξενο ήχο,
ο κλέφτης κατατρόμαξε, πηδώντας απ’ τον τοίχο.
33
Η απόπειρα για κλέψιμο, αποτελεί ντροπή,
να κλέψουν από άνθρωπο που μόνο ισορροπεί
δεν είναι πρέπον, έντιμον κι εκτός παρανομίας,
νόμος πρωτίστως ηθικός, μετά αστυνομίας.
34
Αισίως όμως έληξε εκείνο το συμβάν,
με δίχως παρατράγουδα κι ας το παρατραβάν’,
χρυσαφικά, κοσμήματα δεν είχες ποδηλάτη,
σε σπίτι μένεις φτωχικό και όχι σε παλάτι.
35
Στον άγιο Βησσαρίωνα, στο συντριβάνι πας,
αφήνεις το ποδήλατο, σπόρους παντού σκορπάς
και το τιμόνι σου ξανά, πιάνεις στα δυο σου χέρια,
τρομάζουν και πετάγονται πάνω τα περιστέρια.
36
Απ’ το Ωδείο απέναντι, ακούς τη μουσική
κι η μέρα εξελίχτηκε, άκρως φανταστική,
γιατί για βόλτες φίλε μου, εσύ ’σαι γεννημένος
και σπίτι σου δεν κάθεσαι, ούτ’ αλυσοδεμένος.
37
Το στέκι των ποδηλατών, Ανθίμου είναι Γαζή
και καφενές παράδοσης, ζεστό το μαγαζί
κι αφού ο γραφικότερος ο ποδηλάτης ήσουν,
σε μια κορνίζα, ποιητικώς, θα μπεις να σε τιμήσουν.
38
Θέμα υπό συζήτησιν θα γίνεις αφενός
και αφετέρου δίδαγμα και φάρος φωτεινός.
Για τα ποδήλατα έγιναν, οι ιδέες σου, φευγάτες,
θα είσαι πάντα πρότυπον, στους άλλους ποδηλάτες.
39
Στον αγιο -Αχίλλειο θέλησες, μια μέρα ν’ ανεβείς,
πορεία ανηφορική, με κόπο να διαβείς,
σε είδα που λαχάνιαζες κι ανέμιζεν η κόμη,
δεν ξέρω αν ξαπόστασαν οι πόδες σου ακόμη.
40
Είδες τις σιδερόβεργες, την πόλη από ψηλά,
πήρες από την τσέπη σου, για το κερί ψιλά,
στο Φρούριο λίγο έμεινες κι έπειτα ήρθε η ώρα,
πανεύκολα να κατεβείς, από την κατηφόρα.
41
Τη θέα περιεργάζεσαι, στο λόφο καθ’ οδόν,
με φρένο, για βοήθεια, ακίνητων ποδών,
κατηφορίζεις και μπορεί, σε απότομα δρομάκια,
να κόψεις συρματόσχοινα, να σώσεις τα τακάκια.
42
Την Κυριακή όταν βάλαμε, στο γήπεδο το γκολ,
ύψωσες πανηγυρικά, το βυσσινί κασκόλ,
στο δρόμο της επιστροφής, πατούσαν κόρνα οι άλλοι
κι εσύ, ζητωκραυγάζοντας, πατούσες το πηδάλι.
43
Μέγα το μποτιλιάρισμα, με άνεσιν εσύ,
οι οδηγοί δεν πρόλαβαν να φύγουν οι μισοί,
πέρασες τ’ αυτοκίνητα, στην πόλη ήρθες πρώτος,
εγώ από χρόνια στο ’λεγα, γεννήθηκες πιλότος.
44
Ζωγράφισες, για εμπέδωση, τα σήματα του Κ.Ο.Κ.,
άπλωσες τις νερομπογιές, σε ακουαρέλας μπλοκ
κι η ζωγραφιά αποτέλεσμα, εσώψυχη, του βίου,
θα σου προσφέρει έπαθλον του πρώτου του βραβείου.
45
Βροχή σού επιτίθεται και κρύο στο κορμί,
από το νου διαπερνούν, χιλιάδες συνειρμοί
πως θα ’πρεπε να ’χεις στολή και γάντια και σκουφάκι,
για να μπορείς ν’ αμύνεσαι, στο κρύο, στο συννεφάκι.
46
Στον Πηνειό ποδηλατείς, στη ζώνη μπάι-πας,
τα πόδια να ξεκουραστούν, στο σκελετό ακουμπάς,
βλέπεις ανθρώπους, περπατούν, στη γέφυρ’ από κάτω,
της πόλης το ποτάμι μας, με κόσμο είναι γεμάτο.
47
Τη δύναμη τη μυϊκή, πολλάκις εξασκείς,
ούτε με ηχορύπανσιν, μουγκρίζεις, φωνασκείς,
συνδύασες αθλητισμό, με την ψυχαγωγία,
ως σύμβουλος, θα πρόσφερες, νομίζω στα υπουργεία.
48
Γυρίζει με ταχύτητα, ο μπροστινός τροχός
κι ο πίσω τον ακολουθεί, ανέγγιχτα ευτυχώς,
τον κυνηγάει μ’ ίδιο ρυθμό, τον έχει κατά πόδας,
το βάρος είναι το πολύ, της πισινής της ρόδας.
49
Στο τσίρκο άμα δούλευες, με τις περιστροφές,
θα έβγαζες τα προς το ζειν, του μήνα τις τροφές,
θα έκανες το χόμπυ σου, θα ήσουν ακροβάτης,
γιατί ποτέ καλύτερος δεν ήταν αναβάτης.
50
Πήγες θυμάμαι κάποτε, βόλτα στην εξοχή,
μεγάλωναν αγριόχορτα κείνη την εποχή
και στα σκαμπανεβάσματα, από τα φρένα οι βίδες,
πετάχτηκαν ανάμεσα στα χόρτα, στις τσουκνίδες.
51
Τα φύλλα ανακάτευες, τις ρίζες, να τις βρεις,
μα πού να πήγαν άραγε, εξίστασαι απορείς
κι όταν στην άκρη θέλησες, να κάνεις μια τσουκνίδα,
πηδάει κατά το πρόσωπο και σε τρομάζει ακρίδα.
52
Αφού για ώρες έψαχνες και έφαγες τη γη,
τα χέρια εδέχθησαν κνησμό, ακόμη και πληγή,
κάτω απ’ τις ρίζες φάνηκαν, οι δυο χαμένες βίδες,
μέγιστη αισθάνθηκες χαρά και τύχη που τις είδες.
53
Τις βίδες πάλι βίδωσες, στην πόλη μας γυρνάς,
σφυρίζεις, σιγοτραγουδάς, απ΄’ όπου κι αν περνάς,
ανθρώπους κι αυτοκίνητα, στο δρόμο κάνεις χάζι
και ούτε που κατάλαβες πως πήρε να βραδιάζει.
54
Στο βράδυ των ονείρων σου, στη νύχτα της σιωπής,
βλέπεις σ’ ένα ποδήλατο, ξανά να ισορροπείς
και το πρωί σαν σηκωθείς κι αρχίσεις βόλτες πάλι,
φοράς το προστατευτικόν, το κράνος στο κεφάλι.
55
Τη μια λουρίδα ακολουθείς, την ποδηλατική
και διασχίζεις τις οδούς, κάνεις γυμναστική,
δεν βγάζεις καυσαέρια, φροντίζεις περιβάλλον
και το ποδήλατο οδηγείς, με ζήλο υπερβάλλων.
56
Ενώ είσαι στον πεζόδρομο και οδηγείς σιγά,
παράνομα αυτοκίνητα, μπαίνουν και φορτηγά
κι o οδηγός του φορτηγού που κάνει πίσω πίσω,
σου λέει: «στην άκρη πήγαινε, μπορεί να σε πατήσω».
57
Στης πόλης τη διαδρομή, εκτός άλλων δεινών,
ένα κουνούπι σου ’ρχεται και εις τον οφθαλμόν,
πιάνεις το ματοτσίνορο, προσεκτικά τεντώνεις,
μετά τσιμπάς τον κώνωπα και τον αποτελειώνεις.
58
Φοράς και το σακίδιο, στους ώμους τα λουριά,
δεν είναι εσωτερικώς, τα πράγματα βαριά
αφού νερό και κινητό, στο σάκο έχεις μόνο,
δεν προκαλεί ούτε κούραση, ούτε μεγάλο πόνο.
59
Γρανάζια να γυρίσουνε, με δύναμη ωθείς,
πατάς μια μπανανόφλουδα, στο δρόμο θα βρεθείς,
στάθηκες όμως τυχερός και εξανασηκώθης
και μια γιαγιά περαστική, σου λέει παιδί μ’ πώς νιώθεις;
60
Τα πόδια συνεχίζουνε, στον ίδιο το ρυθμό
και στης Λαρίσης βρίσκεσαι, των τρένων, το σταθμό,
άνθρωποι πάνε κι έρχονται, σε όλη την Ελλάδα,
με μέσα υπερσύγχρονα κι εσύ ποδηλατάδα.
61
Σε πολυκαταστήματα, πηγαίνεις τακτικά,
για το ποδήλατο να βρεις, τα ανταλλακτικά,
μετά τα μικροψώνια, απ’ την ουρά ταμείου,
απαραιτήτως διέρχεσαι κι απ’ την Ταχυδρομείου.
62
Περνάς τσουλώντας και αργά την Ιατρική σχολή
πού θα σταθμεύσεις τ’ όχημα, ξέρω σ’ απασχολεί,
το βάζεις στο κιγκλίδωμα, για λίγο το παρκάρεις,
απολαμβάνεις τον καφέ κι έρχεσαι να το πάρεις.
63
Αφού οι οικείοι σου ’λεγαν να έρχεσαι νωρίς
Ταχυδρομείου άφησες, για σπίτι αναχωρείς,
με ευφορία ψυχική, γιατί όργωσες τα μέρη
και τάχιστα κατέφθασες, πριν απ’ το μεσημέρι.
64
Το απόγευμα σε αντάμωσα, ξανά στην Κεντρική,
είχε και μια εκδήλωση, που ήταν παιδική,
στη σέλα παρακολουθείς ακίνητος τ’ αστεία,
γνωστούς και φίλους συναντάς, ανθρώπους στην πλατεία.
65
Περνάς τον κόσμο ανάμεσα και έχεις στριμωχτεί,
κοιτάς πάνω το σύννεφον, τ’ όχημα μη βρεχτεί,
κι ενώ κατά την πρόβλεψιν, μπόρα βροχή δεν πιάνει,
σε σπρώχνει κάποιος άθελα, πέφτεις στο συντριβάνι.
66
Βρεγμένος γάτος φαίνεσαι, φεύγεις δειλά δειλά,
ακύρωσες το ραντεβού που είχες στον Ωριλά,
από την καθημερινή, του δίτροχου πορεία,
αναβολή στην ίασιν, δεν δέχονται τα κρύα.
67
Αφού στεγνώσεις γρήγορα, για σένα νέος μπελάς,
είναι εις το ποδήλατον η έλλειψη του φλας,
τεντώνεις χέρι ανάλογα, σινιάλο κάνεις πίσω,
στο νου μου σ’ έχω πρότυπον, αν θέλω να οδηγήσω.
68
Κόρνες και φρεναρίσματα στο δρόμο σου ακούς,
συχνά πιάνεις συζήτησιν με τους περαστικούς,
στης πόλης τη διαδρομή και πάνω από τη σέλα,
πλατιά χαμόγελα σκορπάς, σε καθεμιά κοπέλα.
69
Διακρίνω το πατούμενον πως είναι αθλητικό,
για γύρους ποδηλατικούς, κατάλληλο, ειδικό,
όλα τα χρήματα έδωσες και πήρες γνήσιο δέρμα,
στην τσέπη σου δεν έμεινε, για δείγμα, ούτε κέρμα.
70
Το τζιν το παντελόνι σου, που είναι σκούρο μπλε,
ταιριάζει με το όχημα, το χρώμα του κομπλέ,
να μη σκιστεί απ’ το δίσκο σου και από τα γαντζάκια
διπλώνεις στην οδήγηση, πιο πάνω τα μπατζάκια.
71
Παρόλο που πολλές φορές, γυρίζεις βιαστικά,
δουλεύουν όπως τα ραντάρ τ’ αντανακλαστικά,
δεν κάθεσαι ακίνητος, σαν το βαρύ πεπόνι,
απότομα στον κίνδυνο θα στρίψεις το τιμόνι.
72
Στο κρύο και στον καύσωνα, στον ήλιο, στη βροχή,
γυρίζουν ασταμάτητα, στη Λάρισα οι τροχοί,
να καταγράψω τις στροφές, δεν επαρκεί ένας τόμος,
γιατί για το ποδήλατο, είναι μακρύς ο δρόμος.
73
Δημοσιογράφος γίνεσαι, όταν κυκλοφορείς,
να δεις που πρωτοσέλιδο, θα σ’ έχει η εφημερίς,
θα είσαι για την πόλη μας, εσύ κρυφό καμάρι,
αφού και το ποδήλατο και το μυαλό στροφάρει.
74
Ποτέ δεν αγκομάχησες, δεν είπες ωχ!… Αμάν!
ακόμη κι όταν έπαθες, βλάβη στα ρουλεμάν.
Όσες κι αν πέρασες ζημιές, είσαι απ’ τους πιο μεγάλους,
τους οδηγούς που δεν πονούν, ποτέ στους αστραγάλους.
75
Ποδήλατο και άλογο, με σούζες συνεχείς,
στον κάμπο το θεσσαλικό, αξίζουν προσοχής,
μόνο το ψύχος πρόσεχε κι απ’ τις πολλές τις σούζες,
μην αρρωστήσεις και βρεθείς γεμάτος με βεντούζες.
76
Την Κύπρου όταν διέσχιζες, της πόλεως την οδό,
με αντελήφθης, πριν εγώ, προλάβω να σε δω,
ντριντριντριντρίν, δυο τρεις φορές, το κουδουνάκι παίζεις,
κοντά εις το κατάστημα, της Εθνικής Τραπέζης.
77
Το κουδουνάκι σήμαινε, θερμό χαιρετισμό
και χτύπησε χαρούμενα, σε φίλου εντοπισμό,
το χέρι σήκωσες ψηλά, για να με χαιρετίσεις,
συνέχισες τις βόλτες σου, στους δρόμους της Λαρίσης.
78
Σαν σίφουνας μ’ άψογο στυλ και χαμογελαστός,
παρέα με το όχημα, ως σύντροφος πιστός,
συνάντησες στο δρόμο σου, έναν λαχειοπώλη,
είστε γνωστοί, γιατί κι οι δυο, γυρίζετε στην πόλη.
79
Ένα λαχείο ζήτησες, να λήγει σε εφτά,
κυνήγησες την τύχη σου και τα πολλά λεφτά,
αντί όμως για χρήματα, μπροστά στο Δημαρχείο,
πάλι στον άσσο έμεινες, την έκανες λαχείο.
80
Θ’ αγόραζες ποδήλατο, καινούριο, ακριβό,
θα έλεγες δεν έτυχε, σε τέτοιο ν’ ανεβώ,
θα έβρισκες τα χρήματα, στην τύχη, δίχως κόπο,
στην αγορά ενός δίτροχου θα είχαν πιάσει τόπο.
81
Φίλε μου άλλη μια φορά, δεν ήσουν τυχερός,
αξία δεν έχουν τα λεφτά, να είσ’ εσύ γερός,
δεν ήσουν όμως κι άτυχος, γιατί έχεις την τύχη
για πάρτυ σου να γράφονται και οι εν λόγω στίχοι.
82
Στην Περιφέρεια έφτασες, ευθύς καμαρωτά
και μία ποδηλάτισσα, σε βλέπει, σε ρωτά,
πως θα πηγαίνει Τρίγωνη, τη λες μαζί μου έλα,
την είδες ξερολούκουμο, την είδες καραμέλα.
83
Βλέπεις εκεί στην Τρίγωνη, άδεια τα ουζερί,
γιατί ’ναι ο κόσμος άφραγκος και δύσκολοι οι καιροί,
βρίσκεται η οικονομία μας, εις τα κακά τα χάλια,
καλά που δε μας έβαλαν και φόρο στα πηδάλια.
84
Εσύ όμως απτόητος, δεινός δικυκλιστής,
δεν πρόκειται στο σπίτι σου, ποτέ σου να κλειστείς,
δεν δέχεσαι να είμαστε, των Ευρωπαίων δούλοι,
Ρούσβελτ περνάς, Ασκληπιού, φτάνεις στην Παναγούλη.
85
Για Νέα Σμύρνη έστριψες, αμέσως δυο Ρομά,
κοιτάνε το ποδήλατο και έρχονται σιμά,
να το φορτώσουν ήθελαν, μου φάνηκαν ατσίδες,
το ’δαν σαν παλιοσίδερα γιατ’ ήταν παλιατζήδες.
86
Τους ξέφυγες και γύρισες από παλιά Εθνική,
πήγαινες με ταχύτητα, σωστή, κανονική,
έστριψες αίφνης δεξιά και άλλαξες πορεία,
εκεί ακριβώς απέναντι, απ’ την αεροπορία.
87
Ισορροπώντας έφτασες, μέχρι και το Α.Τ.Α.,
ποτέ σου το ποδήλατο, δε θες να σταματά
κι εγώ μακάρι όπως εσύ, κάποια φορά να γίνω,
να φτάνω σ’ ένα δίλεπτο, στον Άγιο Κωνσταντίνο.
88
Περνάς απ’ τον Διόνυσο και πας ψαραγορά,
αεικίνητος με τ’ όχημα, στα πόδια σου φτερά,
ο γύρος ασταμάτητος, η βόλτα δεν τελειώνει,
σφίγγεις γερά τα χέρια σου, κρατώντας το τιμόνι.
89
Ως μέσον το ποδήλατο, το ’χεις γυμναστικής,
τον νουν, τα χέρια, τον κορμό, τα πόδια εξασκείς,
να εξασκήσεις θέλησες, με γύρους το στομάχι,
απ’ το «ALLTIME» πέρασες, τους έφαγες εν τάχει.
90
Στο υπόγειο πάρκιγκ βρίσκεσαι και δίπλα του περνάς,
καβάλα στο ποδήλατο, εσύ καλοπερνάς,
αναλαμπή σου έρχεται, σ’ εκείνο το σημείο,
να πάρεις δεξιά στροφή, προς το Νοσοκομείο.
91
Το γόνατο στο δρόμο σου, ακούς να κάνει «κταπ»,
για λόγους πρόληψις θα πας, να κάνεις το τσεκάπ
και οι γιατροί αποφάνθησαν πως τίποτα δεν έχεις
και πως μπορείς στη Λάρισα, χιλιόμετρα να τρέχεις.
92
Σε ακολουθώ συνέχεια και ιντερνετικά,
με like και με σχόλια, πολύ επαινετικά
κι ενώ στην πόλη τριγυρνάς, σαν σβούρα κάνεις γύρους,
η χάρη στο διαδίκτυο, φτάνει στις πέντε ηπείρους.
93
Σελίδες για ποδήλατα, συνάντησα πολλές
και «μου αρέσει», πάτησα, χωρίς αναστολές,
είδα φωτογραφία σου, ανάρτηση έχουν βάλει,
να είσαι στο ποδήλατο, με κράνος στο κεφάλι.
94
Κάλλιστος είσαι οδηγός, πάντα στην κορυφή,
με άπειρη πείρα οδηγείς και παίρνεις τη στροφή,
αν ήμουνα υπεύθυνος, στο λέω νέτα σκέτα
θα σου ’κανα τη βράβευσιν με μια χρυσή πλακέτα.
95
Θυμάσαι τα ποδήλατα, τα ταχυδρομικά,
που είχαν χρώμα κίτρινο, καλάθια ειδικά,
σπίτι από σπίτι γύριζαν και ζήλευες στους δρόμους,
τρομπέτες και ποδήλατα, από τους ταχυδρόμους.
96
Οι βόλτες με ποδήλατο δεν έχουν τελειωμό,
χωριά, πόλεις αλώνισες, ολόκληρο νομό,
στους Λαρισαίους πασίγνωστος, γνωστός του κόσμου όλου,
σε Αβέρωφ, σε Νεάπολη, Καρδίτσης κι οδός Βόλου.
97
Αν μια φωτογραφία σου, βάλεις με νέο look,
την ανεβάσεις στο internet, τη δουν στο facebοok,
θα καταλάβουν άπαντες, δεν είσαι συ τυχαίος,
αφού τα like στη στιγμή, πλείστα θα ’ρθουν ταχέως.
99
Ας επανέλθουμε ξανά στους δρόμους και στη γη,
στους αναγνώστες μας να πω, πως έδειξες στοργή,
σ’ ένα παιδάκι πάμφτωχο, στη γειτονιά που μένω,
χάρισες το ποδήλατο, το πολυαγαπημένο.
100
Μαζί με το ποδήλατο, του δίνεις μια ευχή:
«Παιδάκι μου τα όνειρα ξεκίν’ απ’ την αρχή,
να χαίρεσαι τις βόλτες σου και ποδηλάτης γίνε,
γιατί ο πλούτος της ζωής, σε μικροπράγματα είναι.»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΑΛΛΑΣ

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΣΤΟΥΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥΣ

ΣΤΟΥΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥΣ

Ξενιτεμένοι χωριανοί που φύγατε μικροί
κι η ξενιτιά, σας φαίνεται αβάσταχτη, πικρή,
τα δέοντα στέλνω απ’ το χωριό κι από τους χωριανούς σας,
γιατί όπου γεννηθήκατε, ξέρω πως είναι ο νους σας.

Το χρέος μου ήταν άσβεστο, η αγάπη μου πηγή,
πατήσατε, περπάτησα, πάνω στην ίδια γη,
φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, σας καρτερούν να ρθείτε,
για να ξανανταμώσετε, τα παλιακά να πείτε.

Η ρίζα είναι στο χωριό κι αν καλοποτιστεί,
δύναμη δίνει στη ζωή, πολλά κι αν υποστεί
κι οι χωριανοί, σας εύχονται όσο μακριά και να ’στε,
να ’χετε υγεία, προκοπή, πάντα να μας θυμάστε.
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΚΙΝΤΖΗ Η ΓΑΜΟΥΣ

KIN’ ΤΖH Η ΓΑΜΟΥΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Παλιότερα, στον τόπο μας γίνονταν και πολλά προξενιά. Την πρωτοβουλία την έπαιρναν συνήθως οι ίδιοι οι γονείς του γαμπρού ή έστελναν την προξενήτρα, λογαριάζοντας βεβαίως και τη σχετική προίκα της νύφης. Η σημερινή μεταφορά ενός τέτοιου προξενιού και γάμου, όπως γινόταν στα χρόνια που πέρασαν, μας συνδέει, όλους εμάς, με τους θησαυρούς της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

ΣKΗΝΗ 1η
(Οι γονείς του γαμπρού Βαγγιλί και Κωσταντής συζητούν καθισμένοι σε καρέκλες, έχοντας μπροστά τους το σοφρά)
Βαγγιλί:
Του πιδί μας, Κουσταντή, απουλύθκη απού φαντάρους. Πρέπει να του διαλέξουμι καμιά νύφη.
Κωσταντής: Σι γιόμπσι καμία του μάτι ιδώ στου χουριό;
Βαγγιλί:
Του κουρίτσι τΝικόλα, μι φαίνιτι ότπρέπει για του γιόκα μας. Κιντάει, γνιέθει, υφαίνει, ζμώνει, ανοίγει φύλλου, κι κάθι φουρά που πιρνώ απού κει, τνέχει πάντα σκουπιζμένη τναυλή.
Κωσταντής:
Ιξόν απ’ αυτά που είπις Βαγγιλί, είνι κι απού καλή οικουγένεια κι έχει κι προίκα.
Θα στείλουμι ντΔισπούλου ντπρουξινήτρα, που τα φέρι καλά φούρλα κι άμα τα συμφουνέσουμι να του πάρουμι του κουρίτσι. (Κωσταντής και Βαγγιλί φεύγουν από τη σκηνή)
…………………………………………………………………

ΣΚΗΝΗ 2η
(Η Δισπούλου βρίσκεται στο σπίτι της νύφης και συζητά με τους γονείς της, το Νικόλα και τη Χρυσούλου)
Δισπούλου:
Απουλές Νικόλα πιρνούσα ιψές απ’ τουν άλλου του μαχαλά κι μιέκανι νόημα η Βαγγιλί, η Κωσταντάκινα, να πάου στου σπίτιτς. Όπους τούφιρι η κουβέντα μ’ είπαν πως θελν τθυγατέρας για νύφη. Του πιδίτς είνι απ’ τα καλύτιρα στου χουριό.
Φλάγει του κουπάδι, ουργώνει, κουρεύει, αρμέγει κι έβγαλι κι ντΔιυτέρα δημοτικού. Στα νύχια τουν παένει του χουρό. (κοιτάζει προς τη Χρυσούλου τη γυναίκα του Κωσταντή και συνεχίζει) Θα τούιδις κισύ Χρυσούλου πως του παένει του Τσιάμκου.
Χρυσούλου:
Πως…τούιδα…πως δεν τούιδα. Άμα θελν οι άντροι ιμένα κανένας λόγους δε μι πέφτει.
Νικόλας:
Μι όλη γκαρδιάμας Δισπούλου. Στείλτις ταχιά μαζί μι τουν παπά για να φκιάσει του προικουσύμφουνου κι αρκεί να τα βρούμι.(Φεύγουν όλοι από τη σκηνή)
…………………………………………………………………..

ΣΚΗΝΗ 3η
( Στο σπίτι της νύφης βρίσκεται ο παπάς, ο πατέρας του γαμπρού Κωσταντής και οι γονείς της Νικόλας και Χρυσούλου)
Παπάς:
(Τα διαβάζει και γράφει)
Εν ονόματι της Αγίας Τριάδας, προστάτιδος του χωρίου Βλαχογιαννίου, προικίζεται η μεγαλυτέρα θυγατήρ του Νικολάου Κοντοφέτσιου με:
(Κοιτάει το Νικόλα και λέει)
Πέστα Νικόλαε να τα καταγράψω.
Νικόλας:
(Ο Νικόλας λέει και σε κάθε πρότασή του, ο παπάς επαναλαμβάνει την τελευταία λέξη)
Ένα εικόνισμα των Δωδεκαποστόλων σε χοντρό ξύλο.
Τρία ολόγερα και μπουγαδιασμένα αϊπανουφόρια.
Ενάμισυ ζευγάρι μάλλινα σκούνια κι ώσπου να γίνει ο γάμος θα γίνουν δύο.
Ένα ζευγάρι παπούτσια, κατάγερα και ένα δεύτερο ζευγάρι μπαλωμένο.
Είκοσι πέντε οριές λάστιχο για βρακοζούνα.
Μία κατσαρόλα αλουμινένια, δύο ταψιά και μία μπραγάτσα. Το μεγαλύτερο από τα ταψιά και η μπραγάτσα είναι μπακιρένια, ενθύμιο απντμπάμπου Τζιβούλου.
Μία πήλινη λαήνα και δύο πήλινα φλιτζάνια του καφέ.
Δυο γκιούμια.
Πέντε κότες.
Όλα τα αυγά από τις υπόλοιπες κότες θα δίδονται για τον γαμπρό, ως την Κυριακή του γάμου και μετά ας τα αυγατίσει ο ίδιος.
Έναν κόκουτα, δυο σκλια και τριάντα πρόβατα.
Ένα πεντακουσιάρκο και το μισό χουράφι στ’ Αμπέλια.
Κωσταντής:
A! Όλα κι όλα. Ιδώ τα χαλάμι. Του θέλουμι ουλόκληρου του χουράφι. Οι κιροί είνι δύσκολοι.
Νικόλας:
Έχω κι άλλα πιδιά για παντρειά. Άμα στου δώσου όλου του χουράφι κόψι μι τουλάχιστου του πιντακουσσιάρκου.
Κωσταντής:
Σβήστου παπά.
Παπάς:
Βάλι Νικόλα τνυπουγραφής ιδώ που λέει η πιθιρός.
(Οι συμπέθεροι Κωσταντής- Νικόλας- Χρυσούλου, δίνουν τα χέρια και λένε)
Άιντε να μας ζήσουν.
Παπάς:
Η Αγία Τριάς πάντοτε στο πλευρό όλων μας. Η ώρα η καλή.
Χρυσούλου:
Να πάμε να του πούμι κι στα πιδιά κι ουδιτώρα να ουρήσουμι κι του γάμου.
…………………………………………………………………
ΓΑΜΟΣ
ΣΚΗΝΗ 4η
(Μπαίνουν στη σκηνή κι αφήνουν τη σκάφη. Από δεξιά μια γυναίκα βάζει αλεύρι στο κόσκινο του κοριτσιού, από αριστερά είναι ο Βασιλάκης με την ποδιά και πίσω είναι οι γυναίκες που τραγουδάνε με τα παιδάκια)

Γειτόνισσα Μαρία: Πιάσε ισύ πρώτα Βασιλάκη το κόσκνου και μετά δώστο στ’ Μηλίτσα για να είνι τυχιρό του ζιυγάρι κι να γιννήσν’ αγόρι.

(Η Μηλίτσα κοσκινίζει το αλεύρι κι όταν αφήνει το κόσκινο, ένα κορίτσι που είναι δίπλα στη σκάφη, ρίχνει μ’ένα γκιουμούλι λίγο νερό και η χορωδία αρχίζει να τραγουδάει)
Ανάχλιο, ανάχλιο το νερό κι αφράτο το προζύμι,
η κόρη που τ’ ανάπιανε με μάνα, με πατέρα.
Ανάχλιο είναι το νερό κι αφράτο το προζύμι.
κορή ξανθή τ΄ανάπιανε ,ξανθιά τ’ ανακατεύει
με μάνα με πατέρα , ν΄αδέρφια , με ξαδέρφια
με προκομμένο σόι.
(Το κορίτσι ρίχνει λίγο ακόμη νερό και μετά η χορωδία τραγουδάει)

Βάλε Μηλίτσα ζύμωσε και φκιάσε το ζυμάρι
και τα προζύμια ανάπιασε, για πάντρεμα με χάρη.
(Ξαναρίχνει λίγο νερό το κορίτσι και συνεχίζεται το τραγούδι)
Πέντε σίτες απ’ την πόλη και σκαφίδι απ’ το χωριό μας
ν΄αναπιάσουμε προζύμια για τη νύφη και το γιο μας.
(Οι γυναίκες κάνουν πως βάζουν κέρματα στο ζυμάρι και μια γυναίκα, η γειτόνισσα Μαρία, λέει:)
Γειτόνισσα Μαρία: Έλα Βασιλάκη, σκύψι στο ζμάρι να παρς τα λιφτά μι το στόμα. Πρώτα εσύ και μετά κι τ’ άλλα τα πιδιά μι τσειρά. Το ένα κοντά τ’ άλλο.
(Τραγούδι cd προζύμια και φεύγουν όλοι από τη σκηνή)
( ΣΚΗΝΉ 5η )
ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ)
(Ο Μπαρμπα Μήτσιος μπαίνει από το αριστερό μέρος της σκηνής, ανταμώνεται στο δρόμο με τα δύο παιδιά που φορούν μαντίλια, τον Κωστάκη και τον Τακούλα που έχουν από ένα μπουκάλι τσίπουρο κι ένα ποτηράκι και τα ρωτάει:)

Μπαρμπα-Μήτσιος: Για ποιον ακαλνάτι ρα πιδιά.
Κωστάκης; Ακαλνούμι για του μπαρμπα Κότσιο τον Κοντοφέτσιο που παντρεύει ντ’ Βασιλικούλα. Η μπαρμπα Νικόλας ταχιά μπ΄Πέμπτη θ’ ακαλέσει.
Μπαρμπα-Μήτσιος: Άκ’ σα ότι γίγκη αρραβώνας αλλά για του γάμο δεν γνώρζα. Πότε αβγά… πότε πλια.

Τακούλας: Είπι άμα μπορείτι, να ρθείτι κι μΠαρασκευή στον Κλουρά. Είστι ακαλεσμένοι. Θα έχν απλωμένη κι ντ προίκα).
(Βάζει το τσιπουράκι και λέει) Ορίστε!

Μπαρμπα-Μήτσιος: (Πίνει)Άι! να ζήσν! Κι στα δικά σας!
Δε μι λέτι ρα παλικάρια, μι του συμπάθειο κιόλα. Το τσίπουρο μήπως ξέρτι από πού τόχει;
Τακούλας: Απ’ το θκοτ είνι νομίζω.
Μπαρμπα-Μήτσιος: Εμ’ γι’ αυτό ήταν γιρό. Πρώτου κουρίτσι παντρεύει, του τσίπουρο θα αλυπθεί; Η γάμους έχει έξοδα. Όποιος , δεν έφκιασι σπίτι κι δεν πάντρεψι κουρίτσι δε μπουρεί να το καταλάβει αυτό πιδιά μ’.
Άϊντε να μη σας χασουμερώ, γιατί σας πήρι το μισμέρι! Έχτι σι πολλά σπίτια ακόμα να πάτε;
Κωστάκης; Σχεδόν τελειώνουμε! Τα γυρίσαμε όλα. Στον μπαρμπα Στέργιο, στ’ θεια τ’ Λένου κι στο παππού το Βάιο έχουμε ακόμα.
Μπαρμπα-Μήτσιος: Να πάτι στο καλό. Μι του καλό να γεν’ κι τα στέφανα!

Σκηνή 6η

(Στο δεξιό μέρος της σκηνής μπαίνει ο γαμπρός, με τον μπαρμπέρη ο οποίος τον γεμίζει αφρό κάνει πως τον ξυρίζει και μετά τον σκουπίζει, ενώ ταυτόχρονα μπαίνει στο αριστερό μέρος η νύφη η οποία χτενίζεται από την κομμώτρια και τις μπρατίμισσες. Στη συνέχεια φεύγει ο γαμπρός και μπαίνουν 5 μπράτιμοι στη σκηνή και ο πρωτομπράτιμος ο οποίος λέει τρεις φορές χτυπώντας τα παπούτσια:)
Πρωτομπράτιμος; Νύφη νύφη κυρά νύφη σ’ίφιρι η γαμπρός παπούτσια αμπ μ’πόλη κι απ’ τσαλονίκη
Νύφη νύφη κυρά νύφη σ’ίφιρι η γαμπρός παπούτσια αμπ μ’πόλη κι απ’ τσαλονίκη
Νύφη νύφη κυρά νύφη σ’ίφιρι η γαμπρός παπούτσια αμπ μ’πόλη κι απ’ τσαλονίκη
(και κάνει να της τα φορέσει)
Νύφη:Δε με χωράνε είναι στενά τα παπούτσια.
Μπρατίμισσα νύφης: Βάλι κατουστάρκα αλλιώς δε γλιστράει του πουδάρι,.
( O μπράτιμος βάζει ένα και τον χτυπάνε οι μπρατίμισσες στην πλάτη)
Μπρατίμισσα νύφης:Βάλι κι άλλα έχει η γαμπρός παράδις. Κοιτάτε τι κουρίτσι σας δίνουμι! Σαν τα κρύα τα νιρά!
( O μπράτιμος ξαναβάζει και τον ξαναχτυπάνε οι μπρατίμισσες στην πλάτη)
Μπρατίμισσα νύφης:Α είδις; μπήκι
(Χειροκροτάνε…οι γύρω από τη νύφη και μετά η νύφη σηκώνεται από την καρέκλα, κάνει το σταυρό της και τρεις μετάνοιες, αποχαιρετώντας το σπίτι. Πίνει τρεις φορές κρασί που της δίνει η μάνα της στο ποτήρι που της βάζει από την κανάτα, σπάζει ένα πιάτο και φεύγουν όλοι από τη σκηνή )

Σκηνή 7η
(Μπαίνει ένα αντρόγυνο τρέχοντας στη σκηνή, ο άντρας κάνει πως βάζει το σακάκι στο δρόμο και η γυναίκα του, τού λέει)
Γυναίκα Ασπασία:Άιντι κίντσι η γάμος… τρέχα ανεπρόκοπε… ούλου ειμείς αργούμι. Κοντεύν να φτάσν σν εικλησσιά. Αντί ν’ αργήσω ιγω που είμι γναίκα, αργάς ισύ. Δέκα ώρες να ετοιμαστείς. Λες κι σι πάμι για γαμπρό!
Άντρας κυρ Απόστολος: Καλά ντε, καλά ντε. Μ’ είχις πατήσει κι εισύ ειτότι σν εικκλησιά γι’ αυτό τα κάντς αυτά κι πήρις αέρα.
Γυναίκα Ασπασία: Άκου τα όργανα… κίντζαν… Κουνήσ’ Άιντε πλάλα λίγου.

Σκηνή 8η
(Ακούγονται τα όργανα, περνούν πρώτα πάνω από τη σκηνή τα παιδιά με τα προικιά και παραπίσω ο γαμπρός συνοδευόμενος από τους γονείς του πάει και στέκεται μπροστά στη σκηνή περιμένοντας τη νύφη. Από πισω έρχεται και η νύφη συνοδευόμενη από τους γονείς της, η οποια φιλάει πρώτα το χέρι του πεθερού και μετα συνοδευόμενη από το γαμπρό γυρίζουν μέτωπο προς τον ιερέα)
Ιερέας:
Εις το όνομα του Πατρός και του αγίου πνεύματος. Αμήν.
Εις το όνομα του Πατρός και του αγίου πνεύματος. Αμήν.
Εις το όνομα του Πατρός και του αγίου πνεύματος. Αμήν.

Προς Εφεσίους Επιστολή Παύλου το ανάγνωσμαααα
πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ᾿ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα

(η γυναίκα τον πατάει)

(Μουσική Ησαΐα-Κάνουν τρεις στροφές, και φεύγουν στην Τρίτη, ενώ οι άλλοι κάνουν πώς τους πετούν ρύζι και μετά ακολουθούν τραγούδια γάμου)
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ

Αντικρίζω τ’ Αγιονέρι, το Αμούρι, τη Σκοπιά,
τα χωριά της Ελασσόνας, με αγνότητα, ανθρωπιά
και περνώ από Δολίχη, Φλάμπουρο και Καλλιθέα,
να θαυμάσω του Ολύμπου, την πανέμορφη τη θέα.

Σε Ασπρόχωμα, Καλύβια, Λόφο, Ευαγγελισμό,
Πετρωτό και Κοκκινόγι, βρίσκω τον πολιτισμό,
στο Δομένικο όταν πάω, γίνομ’ ένα με την πλάση,
ζωγραφίζομαι με Αμπέλια, με Συκιά και με Δαμάσι.

Στεφανόβουνο πηγαίνω, Γαλανόβρυση, Δρυμό
κι όπως τα πουλιά πετάω, στο Πραιτώρι, στο Σπαρμό,
στην Κρυόβρυση, στην Άκρη, στη Σκαμνιά, στη Βαλανίδα,
δεν τη φτάνει ξένος τόπος, τη δική μου την πατρίδα.

Πού με χάνεις, πού με βρίσκεις, στο Λουτρό, στη Γιαννωτά,
στη Μηλέα, στη Φαρμακη, ταξιδάκια απανωτά,
Ελασσόνα, Τσαριτσάνη, από το πρωί ως το βράδυ,
στο Μικρό Ελευθεροχώρι, στην Καρυά και στο Λιβάδι.

Βλέπω Άζωρο, Μαγούλα, Αετοράχη, Τσαπουρνιά,
τη Γεράνεια, την Κλεισούρα, το Λυκούδι, την Κρανιά
και πριν πάω στο Μεγάλο, τ’ όμορφο, Ελευθεροχώρι,
στάση κάνω να θαυμάσω, Βλαχογιάννι, Μεσοχώρι.

Βερδικούσσα, Ολυμπιάδα, Λεύκη, Κοκκινοπηλό,
Κεφαλόβρυσο στο νου μου, βάζω και παραμιλώ,
Πύθιο, Βοτανοχώρι και Ανάληψη θα πάω,
στο Παλαιόκαστρο, η σκέψη, που πολύ πολύ αγαπάω.

Σαραντάπορο, επισκέπτης όποιος πάει, κατανοεί
πως γεμίζει με οξυγόνο, με ζωντάνια, με πνοή
κι άνοιξη και καλοκαίρι και φθινόπωρο, χειμώνα
τα χωριά στην αγκαλιά της, τα κρατά η Ελασσόνα.
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΙΑ-ΤΟ-ΜΝΗΜΕΙΟ-ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

ΤΑ ΦΩΤΑ

Τα Θεοφάνια έφτασαν κι από παραμονή,
για τη μεγάλη τη γιορτή, στα σπίτια θα φανεί,
με μπρακατσούλι ο ιερεύς, βασιλικό στα χέρια,
πριν τον Μεγάλο Αγιασμό και τ’ άσπρα περιστέρια.

Αγία Τριάδα, ανήμερα, έχει φανερωθεί,
Πατέρας, Πνεύμα και Υιός κι η πίστη μας ορθή,
εν Ιορδάνη η Βάπτισις κι από τις εκκλησίες,
ακούονται χαρμόσυνα, οι κωδωνοκρουσίες.

Πετά ο ιερέας το Σταυρό στα κρύα τα νερά,
εδώ κι εκεί πετάγεται λευκή περιστερά,
ορμούν δεινοί κολυμβητές, ποιος το Σταυρό θα πάρει,
τα Φώτα τα γιορτάζουμε, στα μέρη μας, με χάρη!
Δημήτρης Ντάλλας

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ(1900-1918)

Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο Γεράσιμος Ραυτόπουλος, του Δημοσθένους και της Σπυριδούλας, γεννήθηκε στα Μεσοβούνια της Κεφαλονιάς, στις 20 Δεκεμβρίου 1900, (Αριθ. Μητρώου Αρρένων 8 -1900), γόνος εθελοντών στους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδας.
Με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, σε ηλικία 12 ετών, μαζί με επίστρατους ομογενείς και εθελοντές Μεσοβουνιώτες, έφτασε στη Λάρισα και μετά την επιμονή του να πολεμήσει για την Πατρίδα, έγινε δεκτός ως το παιδί του 18ου Συντάγματος της 6ης Μεραρχίας.
Στην απελευθέρωση της Ελασσόνας, στις 6 Οκτωβρίου 1912, πήρε το βάπτισμα του πυρός και άρπαξε το όπλο Τούρκου στρατιώτη, τύπου Μαρτίνι.
Στη μάχη των στενών του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου, πολέμησε με τόλμη, με ηρωισμό και ο Διοικητής του σε ένδειξη αναγνώρισης των αξιόμαχων δυνατοτήτων του, του έδωσε όπλο τύπου Μάνλιχερ, κάνοντάς τον δεκτό, ως τακτικό στρατιώτη, σε όλη τη μακεδονική εκστρατεία.
Στο Μπιζάνι, αργότερα, έγινε υποδεκανέας για ανδραγαθία, με πρόταση του υπολοχαγού του.

Στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά, ενώ τον έπιασαν πέντε Βούλγαροι αιχμάλωτο, κατάφερε να ξεφύγει ηρωικά, αναγκάζοντάς τους να τραπούν σε φυγή. Λίγο αργότερα, μπήκε ανάμεσα στα πυρά των εχθρών κι έσωσε έναν τραυματισμένο Εύζωνο. Ο Διοικητής του τον προήγαγε σε Δεκανέα για ανδραγαθία και σε λοχία μετά, όταν στο ύψωμα 1970, πρώτος όρμησε στην έφοδο, προ των Βουλγαρικών χαρακωμάτων.
Έλαβε μέρος στις μάχες του Α’ παγκοσμίου πολέμου και το δημόσιο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του τον παρασημοφόρησε και θα αναλάμβανε τις σπουδές του.
Στην περίοδο της μάχης του Σκρα, ασθένησε από βρογχοπνευμονία, ύστερα από τις κακουχίες του πολέμου και στις 28 Αυγούστου του 1918, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Ο Γεράσιμος Ραυτόπουλος είναι ο νεότερος Υπαξιωματικός και αγωνιστής της Ελευθερίας στην ιστορία των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας.

ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΤΑΛΛΑ-ΧΑΪΔΩΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΤΟΥ

Ψάχνοντας την ιστορία του τόπου του, Ο Δημήτρης Ντάλλας, μέλος του Συλλόγου Απανταχού Σαρανταποριτών, δάσκαλος-συγγραφέας-ποιητής, έγραψε διήγημα (που δημοσιεύτηκε στο Sarantaporo.gr) και ποιήματα, προς τιμήν του Γεράσιμου Ραυτόπουλου.
Το διήγημά του, διαβάστηκε από την κ. Χάιδω Νικολετάτου καταγόμενη από το χωριό του, η οποία
του έστειλε πιστοποιητικά γέννησης, βάπτισης, φωτογραφίες, έρευνα στρατιωτικών αρχείων, ληξιαρχική πράξη θανάτου και πολλά άλλα, κάποια από τα οποία κοσμούν, πλέον, το Μουσείο της Μάχης Σαρανταπόρου. Ο Σύλλογος Απανταχού Σαρανταποριτών, κάλεσε Κεφαλονίτες στο Σαραντάπορο, για να τιμήσουν μαζί τον Γεράσιμο Ραυτόπουλο, πράγμα που έγινε με τον καλυτερο τρόπο. Η έρευνα συνεχίζεται και ο μικρός ήρωας που είναι ο νεότερος Έλληνας Υπαξιωματικός, παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Ελληνική ιστορία!

http://www.eleftheria.gr/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/item/89888-%CE%AC%CF%86%CE%B7%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B5-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%BF.html

http://www.inkefalonia.gr/koinonia/35862-maxi-sarantaporou-ekdilosi-sto-sarantaporo-gia-ton-dodekaxrono-iroa-gerasim

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο