( ΕΘΙΜO ΚΟΛIΝΤΡΑ)
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
( Ο Νοικοκύρης μπαίνει, αφού ήταν ο πρώτος που είχε σηκωθεί και είχε βγει στην αυλή, κρατώντας ένα πουρνάρι, το οποίο το ρίχνει στη φωτιά που «τρατσαλνάει» και λέει)
Καλημέρα. Χρόνια πολλά.
Ήρθι η αφέντς η Χριστός κι ίφερε γεια και καλοσύνη, αρνιά, κατσίκια, μάνες με παιδιά, αμπάρια με στάρια, κλουσσαρές με πλια.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Καλημέρα χρόνια πολλά. Όπως εβαλάμε το τσαγιερό από βραδύς να βράσει, έτσι ζεστός να έρθει κι ο Χριστούλης και να ζεστάνει τις καρδιές μας. Φέρε και για τα παιδιά μας από ’να κλαδί, να το ρίξουν στ’ φουτιά για να δούμε ποιο κλαδί θα καεί αρχίτερα και ποιο απ΄ τα παιδιά θα παντρευτεί πρώτο.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Φκιάσει μωρ’ μπάμπου τηγανιές,
να φκιαντζ ισύ, να γλεπν κι οι νιες,
τώρα που σφάξαμι του γρούνι
θα φάμι όλοι μ’ ένα πηρούνι.
Στης Αλασσόνας τα χουριά,
πλαλούν για κλούρις τα πιδιά,
παέν τα κάλαντα να πουν
στα σπίτια που μυρζουκουπούν.
Βγάλι καλούδια απ’ την ποδιά
κι δώσι, μπάμπου, στα πιδιά
που ήρθαν τον «Κόλιντρα» να πουν
κι στου χωριό πλαλουκουπούν.
Παέν σι κάθι αρχοντικό,
παίρν την κουλούρα, το γλυκό
κι γκιζιρνούν κι όπου γυρίζν,
τρων τσιγαρίδις που μυρίζν.
Σίμπα τ’ φουτιά μι του δαυλί
κι έβγα, χουρεύν, όξου σν’ αυλή.
Δώσι κουκόσις στα πιδιά
για να ευχηθούν «καλή σοδειά».
Στ’ Αμπέλια, στο Λευτεροχώρι,
στο Βλαχογιάνι, στο Μεσοχώρι
στΧρυσούλου, Γκλίγκοβο κι Αμούρι
σι κάθι σπίτι να στείλτς κι κλούρι.
Μια Βασιλόπτα, με φλουρί,
μι τσ’ κουδουνιάηδις κι τσ’ χουροί
ετοίμασε τουν Αη Βασιλη,
μι ιθίματα από χείλι σε χείλι.
ΚΟΛΙΑΝΤΡΟΥΛΙΑ
(Έχουν κρεμασμασμένους τροβάδες και κολιανδραίους με σκοινί)
-Κόλιαντρα Μέεελιαντρα Χριστός γιννιέται
Κόλιαντρα Μέεελιαντρα Χριστός γιννιέται, το γρούνι γκυλιέται
-Δώσι μπάμπου μία κλούρα μη σε κόψω μι ντ’ τσεκούρα.
Δώσι Μπάμπου μία κλούρα, να μη σι τσακίσου ντ’ μψούρα κι σι βάλω στο παχνί.
-Κόλιαντρα Μέελιαντρα Χριστός γιννιέται
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Απ’ τα χαράματα σκώθκα παλικάρια μ’ να ζμώσω να κεντήσω και να ρίξω ζαχαρίτσα στσ’ κλούρις. Καθίστε πρώτα κάτω για να κάτσει η κλουσσαριά και να πάρω λίγο αλάτι να ρίξω στο πάτωμα. Βελάξτε βελάξτε για να γεννηθούν τ’ αρνιά μας θηλκά.
ΚΟΛΙΑΝΤΡΟΥΛΙΑ
Μπιααα μπιααα μπιααα
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Πάρτε αυτές τις κουλούρες και βάλτε κι αυτές τις κοκόσιες και τα σύκα στον τροβά. Και του χρόνου να ’μαστε καλά και να μας ξαναρθείτι.
ΚΟΛΙΑΝΤΡΟΥΛΙΑ
Φχαριστούμι, φχαριστούμι.
(τραγουδούν φεύγοντας)
Σε τούτ’ το σπίτι πούρθαμι
μι μάρμαρο στρωμένο,
εδώ έχουν κόρη γεια παντρειά
κόρη για ανεμώνα,
την τάζουν γιο του βασιλιά,
την τάζουν γιο του Ρήγα,
δεν θέλει γιο του βασιλιά,
δεν θέλει γιο του Ρήγα
μόν’ θέλει τ’ αρχοντόπουλο
που περπατάει καβάλα.
Σε τούτ’ το σπίτι πούρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει.
(ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΦΑΞΙΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥ)
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Τελειωσάμι μι του γρούνι. Ευτυχώς που μαζεύκι όλο το συγγενολόι και μας βοήθησε, γιατί θα το είχαμε τ’ μέρα τ’ «Γρουνουστέφανου» τσ’ 27 του μήνα.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Το ταϊσάμι γερά φέτο. Τι καλαμπούκι! τι πίτυρα! τι τυρόγαλο! Είχε αρκετό λίπος και πιστεύω θα μας φτάσει να περάσουμε τ’ χρονιά, γιατί είμαστε μεγάλη οικογένεια.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Έδωσα τ’ φούσκα στον Πέτρο, γιατί μ’ είχε φάει τ’ αυτιά. Είδις πόσα παιδιά ήταν; Kαμιά εικοσπενταριά περίμεναν, αλλά τι να κάνω. Του την είχα τάξει. Πότε θα το σφάξτε θείο και πότε θα το σφάξτε θείο κάθε φορά που μ’ έβρισκε στο δρόμο. Εσύ καλά το σταύρωσες και το θυμιάτσις στο κεφάλι για να φύγουν τα δαιμόνια, όμως κι η Γιάντς το έγδαρε καλά και θα μπορέσουμε να φκιάσουμι τα γουρνουτσάρουχα.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Εκανάμε πολλές δουλειές αυτές τις μέρες. Το κοψάμε, το ξεκοκάλτσαμι, τ’ αλάτσαμι, το βαλάμε στα πιθάρια… Εγώ μπορεί να γιόμωσα τα λουκάνικα, να έφκιασα τα μπομπάρια, τις τηγανιές τα γιαπράκια και τον πατσιά για να έχιτι κάθε μέρα να τρώτε αλλά κι εσύ ααα! δεν έχω παράπονο . Κουβάλτσες το μεγάλο το καζάνι για να λιώσουμε το λίπος, έφερες τα δοχεία για να το μαζέψουμε και ανακάτευες κανα δυο μέρες.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Ευτυχώς φέτος εβγαλάμι περισσότερο λίπος. Πέρυσι δε μας έφτασε κι αναγκάσκαμε ν’ αγοράσουμε και μισή οκά λάδι. Πού θα βγούμε έτσι. Όσο πάει, η κόσμος γλεπς και δυσκολεύεται.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Μην τα λες σι μένα αυτά. Ισείς να τα γλέπτι που τρώτι όλες τσ’ τσιγαρίδις σι μια μέρα κι έρχιτι κανένας στο σπίτι και δεν έχουμε τι να τον κεράσουμε. Άιντε πάμε μέσα να μπουμπουνίξουμε το τζάκι, να σμαζευτούμε όλοι από γύρω να πούμε καμιά κουβέντα και να πυρωθούμε.
(ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ)
(ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΠΑΙΔΙΑ)
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γι-νάρις ξημερώνει
-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις
-Εγώ απ’ τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω.
-Αν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά πες μας κι ένα τραγούδι.
-Εγώ τραγούδια ήξερα τραγούδια να σας λέω.
Στην πατερίτσα ακούμπησα να πω ένα τραγούδι
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια,
κλωνάρια χρυσοκλώναρα με τ’ αργυρένια φύλλα.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Θα το κερδίσω εγώ σήμερα Μπάμπου το φλουρί γιατί όλο σε σένα έρχονται οι παράδες. Δεκάρα δε σταυρώνω. Κάθε χρόνο το πουρνάρι πετυχαίνω. Όλα μου τα χρόνια βοσκός. Ντ’ Κουστάντου μας, θα τ’ δώσουμε σε κανέναν αγωγιάτη όπως δείχνουν τα πράγματα, αφού απετχαίνει το ξυλάκι και ο Γιαννάκης μας, που βρίσκει το άχυρο, όπως φαίνεται , θα μας γένει ζευγίτης. Κάτι είναι κι αυτό. Ας έχει τουλάχιστο το ζευγάρι για να μπορεί να ζήσει.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Α! Αυτά είναι τυχερά. Μπορεί να είναι στο κομμάτι του Χριστού. Εγώ θα τη φέρω τρεις φορές φούρλα και σ΄ όποιον πέσει. Δεν τα σμαδεύω τα πέτουρα. Δίκαια πράγματα. Μην παραπονιέσαι πάντως. Τα σπυριά με το στιάρι που ρίξαμε χτες στ’ φωτιά για σένα, ντ’ Κωσταντινιά και το Γιάννη πετάχτηκαν προς τα κει που βαραίνει ο ήλιος. Αυτό σημαίνει ότι θα είστε καλότυχοι, ενώ το δικό μου σπυρί…
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Εντάξει, καλά σ’ όποιον τύχει. Απ’ τη μια περιμένω τα Φώτα να δω τον παπά με το Σταυρό, με το μπρακατσούλι και το βασιλκό και τα παιδιά από γειτονιά σε γειτονιά να τραγουδούν κι απ’ την άλλη δε θέλω να τελειώσουν ποτέ αυτές οι γιορτές. Άσε που παίρνουμε κι ένα χρόνο ακόμη στην πλάτη.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
Θέλεις να σου βάλω ένα ποτηράκι κρασί για να τσουγκρίσουμε και να ευχηθούμε στον κόσμο αγάπη, ειρήνη και ομόνοια;
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ
Και δε μου βάζεις! Άμα υπάρχει αγάπη στον κόσμο όλα γίνονται. Θα δούμε και δισέγγονα. Ας τους ευχηθούμε χρόνια πολλά και καλή χρονιά.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ ΚΑΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ- ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΑΛΛΑΣ