Α΄Το χωριό
Ξεκινώντας από τη Θεσσαλονική και ακολουθώντας την οδό Θεσσαλονίκης –Καβάλας και αφού περάσουμε τον αυχένα «Δερβένι» της οροσειράς Χορτιάτη στο 14ο χμ. συναντούμε το χωριό Λαγυνά ,που είναι χτισμένο στη βόρεια πλευρά ,αμφιθεατρικά,με σπίτια χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο,με δρόμους στενούς ,σχεδόν μονοπάτια.Από νότο προς βορά δυο χαράδρες «αυλακώνουν» το χωριό.Δεξιά του δρόμου και στα υψώματα που δεσπόζουν στο χωριό υπάρχει άλσος από πεύκα εξαιρετικό στολίδι και πνεύμονας οξυγόνου. Η ονομασία του χωριού «Λαγυνά» προήλθε σύμφωνα με πληροφορίες των γεροντότερων κατοίκων από ένα κατασκευαστή λαγυνιών ,που κατασκεύαζε λαγύνια από το κατάλληλο έδαφος της περιοχής .Επειδή ο ίδιος διατηρούσε και πανδοχείο για τους περαστικούς που διανυκτέρευαν εκεί και μη γνωρίζοντας το όνομά του τον φώναζαν με το επαγγελματικό του (παρατσούκλι) Λαγυνά. Από έρευνα στα αρχεία του σχολείου διαπιστώνουμε ότι η σφραγίδα του σχολείου στις 24 Ιουνίου 1951 έφερε την επιγραφή «Δημοτικό Σχολείο Λαϊνών» και από το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους άλλαξε σε «Δημοτικό Σχολείο Λαγυνά»
Ο γραμματέας της κοινότητας τον οποίο ρωτήσαμε μας έδωσε τις πληροφορίες: 1)Από τις 21-11-1949 με το υπ αριθμ.φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 327 η Κοινότητα και ο οικισμός Λαϊνών μετονομάστηκε σε Κοινότητα Λαγυνών και 2)Ότι στις 7-8-1960 η Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος κατόπιν ερωτήματος της Κοινότητας εάν το όνομα θα φέρει το άρθρο «ο» ή «τα» αποφάνθηκε ότι θα φέρει το άρθρο «τα».
Το χωριό συνορεύει προς νότο με το δημοτικό διαμέρισμα Φιλύρου ,προς ανατολικά με την κοινότητα Καβαλλαρίου ,προς βορά με την κοινότητα Περιβολλακίου και δυτικά με την κοινότητα Λητής.Η έκταση του οικισμού είναι ½ τ.χμ και ολόκληρη η περιοχή καλύπτει 12.500 στρέμματα.
Το έδαφος είναι κατά το ήμισυ ορεινό και κατάλληλο μόνο για βοσκότοπο ενώ το υπόλοιπο αποτελεί μέρος της πεδιάδας του Λαγκαδά και είναι αρκετά γόνιμο. Η περιοχή είναι αρκετά φτωχή σε νερό .Το υψόμετρο σύμφωνα με τις πληροφορίες της κοινότητας είναι 100 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας .Το κλίμα είναι ηπειρωτικό ,γιατί ανάμεσα στο χωριό και στη θάλασσα υψώνεται η οροσειρά του Χορτιάτη.
ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΥΛΙΚΟΝ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΑΓΥΝΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΑΓΚΑΔΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Β΄Η ίδρυση του δημοτικού σχολείου
Στο ετήσιο δελτίο στατιστικής της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως του 1955 για το σχολείο των Λαγυνών σημειώθηκε, ότι το σχολείο βρίσκεται σε ιδιόκτητο διδακτήριο και ότι χτίστηκε το 1856. Το σχολείο λειτούργησε το 1914 μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους και σημειώθηκε στο ετήσιο δελτίο ότι είναι ακατάλληλο για διδασκαλία. Σημειώθηκε ακόμη ότι έχει τρεις αίθουσες συνολικής έκτασης 100τ.μ με αυλή 60 τ.μ ,χωρίς σκευοθήκη,χωρίς αίθουσα προβολής κινηματογραφικών ταινιών,χωρίς υπόστεγο ,χωρίς κατοικία διδασκάλου, με σχολική βιβλιοθήκη για τους μαθητές 27 βιβλία και για τους δασκάλους 73,χωρίς όργανα εργαστηρίου φυσικής και χημείας.Έτσι ήταν ανάγκη να υπάρξει καινούργιο σχολείο ,για την ίδρυση του οποίου συντέλεσαν και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή.Για την λειτουργία του σχολείου στη Τουρκοκρατία θα παραθέσουμε την έκθεση του κ.Λιολιόλουλου,διευθυντή του σχολείου το 1960,που πήρε τις πληροφορίες από κάτοικο του χωριού:
«Τις πληροφορίες αυτών των χρόνων της Τουρκοκρατίας για το σχολείο και για τους δασκάλους που υπηρέτησαν σε αυτό τις πήρα από τον κ.Αντωνιάδη Δημήτριο του Αστερίου ετών 85.Ο πατέρας του καλού αυτού ανθρώπου ήταν εκκλησιαστικός επίτροπος στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μέλος της σχολικής εφορείας.Αυτός του διηγιόταν ότι το σχολείο λειτουργούσε σε ένα σπίτι από το 1860 ως το 1874.Το παλαιό αυτό οίκημα παραχωρήθηκε από το 1957 στην κοινότητα η οποία το 1960 το κατεδάφισε για να δημιουργήσει στο οικόπεδο που βρίσκεται στην πλατεία ανθόκηπο και να εγκατασταθεί το ηρώο των πεσόντων»
Γ΄Το ιστορικό περικείμενο της δεκαετίας 1950-1960
Το 1950 η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις καταστρεπτικές συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αλλά και του εμφυλίου που ακολούθησε. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ανέρχονται σε 474.000, οι κατεστραμμένες κατοικίες σε 150.000 ενώ τόσο το οδικό όσο και σιδηροδρομικό δίκτυο βρίσκεται υπό διάλυση. Η πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού βιώνει άθλιες συνθήκες ζωής.
Στις αρχές του 1950 ως το 1952 στο κυβερνητικό σκηνικό πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι δυνάμεις του Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ.)με αρχηγό το στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα. Κατά τη διετία αυτή γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί κλίμα πολιτικής συναίνεσης και κοινωνικής συμφιλίωσης η οποία όμως αποτυγχάνει καθώς τόσο αυτή όσο και όλες οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις λαμβάνουν σκληρά μέτρα που στοχεύουν στην εκκαθάριση του ελληνικού χώρου από τους κομμουνιστές. Την περίοδο 1948 -1952 ουσιαστικά, ρυθμιστικοί παράγοντες των κυβερνητικών αποφάσεων είναι ο στρατός και η αμερικανική αποστολή(Σ. Σακελλαρόπουλος 1998, στο Κάτσικας, Θεριανός 2004).Το 1951 η σύσταση της Ε.Δ.Α. δίνει χώρο έκφρασης στην Αριστερά. Τον Μάρτιο του 1952 η εκτέλεση των Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενο, δημιουργεί πολιτικές αναταράξεις και οδηγούν την κυβέρνηση Πλαστήρα σε παραίτηση.
Στις εκλογές του 1952 η Ε.Π.Ε.Κ χάνει, και στο πολιτικό και κυβερνητικό προσκήνιο ξεκινά η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση της συντηρητικής παράταξης η οποία εδραιώνεται κοινοβουλευτικά έχοντας την αμερικανική όσο και τη βασιλική υποστήριξη. Αναδυόμενη προσωπικότητα του χώρου αυτού είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος το 1956 κερδίζει τις εκλογές. Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, το 1958, η Ε.Ρ.Ε. έρχεται στην εξουσία αποδυναμωμένη και αντιμέτωπη με την Ε.Δ.Α. στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης όλης αυτής της περιόδου είναι οι πολιτικές διώξεις και η βία.
Η Ελλάδα προχωρά στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1952, ενώ είχε προηγηθεί το 1949 η ένταξή της στο συμβούλιο της Ευρώπης, πράγμα που οδηγεί στην εισροή οικονομικών βοηθειών οι οποίες όμως παράλληλα προσδιορίζουν και τις πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις της χώρας. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ακολουθεί αργούς ρυθμούς καθώς τα ξένα κεφάλαια θα αποτελέσουν τον κύριο μοχλό κίνησής της, ενώ αντίθετα η ντόπια οικονομία, υποτονικά, θα λειτουργεί στο περιθώριο (Μακρίδης). Στην περίοδο αυτή μέχρι το 1963 πραγματοποιείται διαδικασία αστικοποίησης του ελληνικού πληθυσμού. Παρατηρείται ένα έντονο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης στα μεγάλα αστικά κέντρα με κυρίαρχη την περιοχή της πρωτεύουσας[1], αλλά και μετανάστευσης σε δυτικές χώρες και στις ΗΠΑ(Σταμπόγλης,2006). Τα νέα δεδομένα ανατρέπουν την αναλογία αγροτικού – αστικού τομέα οδηγώντας σε δομικές αλλαγές στο χώρο της εργασίας αλλά και στο ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο.
Το 1953 ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης προχωρά σε υποτίμηση του νομίσματός (Σταμπόγλης, 2006), πράξη που οδηγεί σε ανακατατάξεις στις οικονομικές συσχετίσεις: όπως αύξηση των εισαγωγών, αύξηση της εμπορικής κατανάλωσης, καταπολέμηση του πληθωρισμού αλλά και έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ωστόσο η βιομηχανική δραστηριότητα παραμένει στάσιμη ενώ η γεωργία παρόλο που αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγικό τομέα δε διαθέτει κεντρικό προγραμματισμό.
Στις 8-6-1959 η Ελλάδα υποβάλλει αίτηση Σύνδεσης με την ΕΟΚ και στις 9-7-1961 υπογράφεται η Συμφωνία Σύνδεσης με την Ευρωπαική Ένωση (Σταμπόγλης, 2006)
Η κατάσταση της εκπαίδευσης τη δεκαετία 1950-1960
Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η ελληνική εκπαίδευση βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Οι καταστροφές των σχολικών κτιρίων ανέρχονται σε 5000 ενώ οι ελλείψεις σε υποδομή και προσωπικό είναι τεράστιες. Οι συνθήκες οδηγούν σε υψηλά ποσοστά μαθητικής διαρροής[2].Το 1951 η πρώτη μεταπολεμική απογραφή καταγράφει το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού, χωρίζοντας την ελληνική επικράτεια σε τρεις περιοχές: α) στις περιοχές με εκπαιδευτική καθυστέρηση β) στις περιοχές που βρίσκονται σε ένα μέτριο επίπεδο εκπαιδευτικά και γ) σ’αυτές που ευνοούνται εκπαιδευτικά[3] (Κάτσικας – Θεριανός, 2004).
Η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος διαμορφώθηκε το 1951 με τον νόμο Ν.Δ. 1823, σύμφωνα με αυτόν η Γενική Εκπαίδευση αποτελείται από την εξαετή στοιχειώδη και την εξαετή μέση, ακολουθώντας το σχήμα 6+3+3( δημοτικό –γυμνάσιο – λύκειο)το οποίο αποτελεί και τη βασική δομή και του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος. Παράλληλα καθιερώθηκαν εισιτήριες εξετάσεις σε κάθε αλλαγή σχολικής βαθμίδας με τα άρθρα 3 και 19, μ’ αποτέλεσμα μεγάλο κομμάτι του μαθητικού πληθυσμού να αδυνατεί να προχωρήσει στο Γυμνάσιο και ακόμη περισσότερο στο Λύκειο.
Το 1952 παρουσιάζεται ένα νομοσχέδιο, που οι πολιτικές εξελίξεις δεν επέτρεψαν να υποβληθεί στη Βουλή, από τον τότε υπουργό Παιδείας Μιχαήλ. Σύμφωνα με αυτό τα γυμνάσια χωρίζονται σε φιλολογικά και φυσικομαθηματικά και αποτελούν βαθμίδα αυτόνομη ανεξάρτητη από την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Οι τρεις πρώτες τάξεις του θα αποτελούσαν το προγυμνάσιο όπου θα είχαν τη δυνατότητα να εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι μαθητές με βαθμό οκτώ στο απολυτήριο του δημοτικού. Το απολυτήριο του προγυμνασίου θα έδινε τη δυνατότητα στον κάτοχό του να προσληφθεί σε δημόσια υπηρεσία σε κατώτερες θέσεις.
Οι εθνικόφρονες κυβερνήσεις αυτής της περιόδου εφαρμόζουν τα πιστοποιητικά των κοινωνικών φρονημάτων, ειδικότερα το 1953 η κυβέρνηση του Συναγερμού προχωρά σε εκκαθαρίσεις εκπαιδευτικών με κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτικές θέσεις αντίθετες με το ισχύον καθεστώς.
Χαρακτηριστικό δείγμα του αυταρχικού πολιτικού κλίματος που επικρατεί είναι τα σχολικά βιβλία ιστορίας που κυκλοφόρησαν την περίοδο αυτή, όπου δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα και έκταση στα πρόσφατα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου, παρουσιάζοντάς τα μέσα από τη μονοδιάστατη οπτική της επικρατούσας Δεξιάς. Τα σχολικά εγχειρίδια περιέχουν έντονα φορτισμένες φράσεις, ενώ παράλληλα οι σχολικές βιβλιοθήκες περιέχουν πλήθος βιβλίων και φυλλαδίων του Γενικού Επιτελείου Στρατού με σαφή αντικομμουνιστικό χαρακτήρα[4](Θεοδώρου στο Κάτσικας – Θεριανός, 2004) .
Τα προβλήματα δεν περιορίζονταν μόνο στο ύφος και το ήθος των ιστορικών εγχειριδίων, η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είχε αντίκτυπο και στο χώρο της Παιδείας. Τα βιβλία συμπεριλαμβανομένου και αυτά του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων αλλά και όλα τα σχολικά είδη αγοράζονταν από τους μαθητές. Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ήταν ιδιαίτερα χαμηλές[5]. Κάθε χρόνο καταβάλλονταν η λεγόμενη μαθητεία προκειμένου να εγγραφούν οι μαθητές στη επόμενη σχολική τάξη. Μεγάλο μέρος του μαθητικού πληθυσμού κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ολοκλήρωνε την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Το υψηλό κόστος ακολουθούσε και τις πανεπιστημιακές σπουδές καθώς στοίχιζε ακριβά τόσο η εγγραφή, τα συγγράμματα, τα εξέταστρα, που καταβάλλονταν στον καθηγητή προκειμένου να εξεταστούν οι φοιτητές στο μάθημά του, αλλά και η διαμονή στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονταν τα μοναδικά τότε ΑΕΙ.
Τα ιδεολογικά ρεύματα που επηρέασαν την εκπαίδευση τη δεκαετία 1950-1960
Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού ζητήματος ώστε να ανταποκριθεί στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, αποτελεί ζητούμενο κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Τρία είναι τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα που προτείνουν αντίστοιχες κατευθύνσεις και προοπτικές για την ελληνική παιδεία(Χαραλάμπους, 1990, στο Βασίλου – Παπαγεωργίου): το φιλελεύθερο, το συντηρητικό και το αριστερό.
Το φιλελεύθερο αποτελεί συνεχιστή του δημοτικισμού στην εκπαίδευση και κυρίαρχο στοιχείο στις προτάσεις του είναι η προσαρμογή της εκπαίδευσης στο νέο κοινωνικο – οικονομικό σκηνικό με τη χρήση ανάλογων αναλυτικών προγραμμάτων. Το συντηρητικό διακατέχεται από έντονο ελληνοκεντρισμό και από τις αρχές του κλασικού ουμανισμού, μέσα από το πρίσμα αυτό προτάσσει και υποστηρίζει τις ανθρωπιστικές σπουδές. Το αριστερό ρεύμα επικεντρώνει σε αναλυτικά προγράμματα που αφορούν σε θετικές επιστήμες, έχουν τεχνική – επαγγελματική προοπτική, καλλιεργούν τον εκδημοκρατισμό και αποβλέπουν στη γενίκευση της εκπαίδευσης.
Το 1959 ο Ξενοφών Ζολώτας επισημαίνει την ανάγκη σύνδεσης της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, άποψη που καταγράφει τη γενικότερη τάση που καλλιεργείται στην Ευρώπη την εποχή εκείνη και η οποία θα διατυπωθεί ουσιαστικά και ολοκληρωμένα τη δεκαετία του ΄60 ως η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, από τον Theodore Shultz. Σύμφωνα με αυτή η εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επένδυση για την κοινωνία καθώς βελτιώνει τη ζωή του ίδιου του ατόμου, εξασφαλίζοντάς του επαγγελματική απασχόληση και εισόδημα, αλλά παράλληλα συμβάλλει και στην οικονομική ανάταση της χώρας προσφέροντάς της ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Οι καπιταλιστικές χώρες μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οργάνωσαν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα βασιζόμενες στη θεωρία του Ανθρώπινου κεφαλαίου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο επιχειρείται μια προσπάθεια αστικής μεταρρύθμισης και στο χώρο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ΕΔΑ που στεγάζει στους κόλπους της και την ηττημένη Αριστερά κατά τις μεταρρυθμίσεις του 1959 και 1964 αποδέχεται ουσιαστικά τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου και εισάγει μια νέα αντίληψη για την εργασία απορρίπτοντας το διαχωρισμό της σε διανοητική και χειρωνακτική, αλλά και τον χαρακτηρισμό της ως καταναγκαστική. Συγκεκριμένα οι προτάσεις της έχουν ως εξής: α) ενιαία παιδεία από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, β) Εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και γ) ενιαία μέση παιδεία, απορρίπτοντας το διαχωρισμό της σε γενική και τεχνική- επαγγελματική.
Η δημιουργία της Επιτροπής Παιδείας το 1958
Κάτω από το πρίσμα των νέων ιδεών, που ονοματίζουν την εκπαίδευση ως κινητήρια δύναμη που τροφοδοτεί και στηρίζει την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα έντονα προβλήματα που παρουσιάζονται στο χώρο της ελληνικής Παιδείας, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχωρά στη συγκρότηση μιας ειδικής Επιτροπής Παιδείας, το 1957, που αντικείμενό της θα αποτελεί η καταγραφή αλλά και η αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών.
Η Επιτροπή μετά από μελέτη της κατάστασης καταλήγει ότι τα τρωτά σημεία του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελούν: οι πολυπληθείς τάξεις, οι σημαντικές ελλείψεις σε διδακτικό δυναμικό, το χαμηλό επίπεδο σπουδών, η άνιση γεωγραφική κατανομή των γυμνασίων, τα προγράμματα σπουδών που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες, η υψηλή μαθητική διαρροή, η αδυναμία υποστήριξης της υποχρεωτικότητας της εκπαίδευσης αλλά και ο κλασσικός, μονοδιάστατος χαρακτήρας της μέσης παιδείας. Στα πορίσματά της προσπάθησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τις επιταγές της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου και τον ελληνοχριστιανικό κλασικό προσανατολισμό. ΄Ετσι προτείνει την παράλληλη διδασκαλία καθαρεύουσας και δημοτικής γλώσσας, τη δημιουργία προγυμνασίου ανάλογη μ’ αυτή του Μιχαήλ το 1952 και τέσσερα διαφορετικά σχολεία β’ θμιας εκπαίδευσης (κλασικό φιλολογικοιστορικό, κλασικό φυσικομαθηματικό, λύκειο γενικής μόρφωσης και νυχτερινό γυμνάσιο ή λύκειο για εργαζόμενους μαθητές).
Η Επιτροπή έκανε κάποια βήματα εκσυγχρονισμού τα οποία όμως ήταν μάλλον επιδερμικά καθώς το γενικότερο κλίμα συντηρητισμού και πουριτανικής ηθικής[6] της περιόδου δεν άφηνε πολλά περιθώρια για ουσιαστικές καινοτομίες. Γενικότερα τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Καραμανλή από το 1959 ως το 1962 με τους νόμους 3971/2-2-1959 και 3973/2-9-1959 αφορούσαν τη μέση γενική και τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση και ειδικότερα την οργάνωση και λειτουργία της.
[1] Στη δεκαετία 1950-1960 στην Αθήνα συγκεντρώθηκαν 2.530.207 άνθρωποι σε σύνολο πληθυσμού 8.736.367.Βουλγαρόπουλος Κώστας ,2004
[2] To σχ. έτος 1950-51 οι εγγραφέντες είναι 193.866,οι εγγραφέντες σε 3 κατώτερες τάξεις είναι 104.041 ενώ οι εγγραφέντες σε 3 ανώτερες τάξεις 89.825. Πηγή Κ. Καλαντζής ,ο. π., σ.117,στο Χ. Κάτσικας –Κ. Θεριανός σ.153,2004 .
[3] Στη χειρότερη θέση βρίσκονται τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ηπείρου, των Ιόνιων νησιών και της Θεσσαλίας. Χ. Κάτσικας –Κ. Θεριανός σ.153,2004
[4] Β. Θεοδώρου, ΄΄ Νοηματοδοτήσεις του εμφυλίου πολέμου στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας της περιόδου 1950-1991΄΄,Σύγχρονη Εκπαίδευση,τ.131,σσ.111-126.10.Ε.Ζούζουλα ,Σελίδες από την ιστορία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του 20ου αιώνα, Αντιτετράδια της εκπαίδευσης ,τ.65,σ.64, στο Χ. Κάτσικας –Κ.Θεριανός,σ.157, 2004.
[5] Ανέρχονταν μόλις στο 1,8% του Α.Ε.Π. το 1956/57.Ξενοφών Ζολώτας, Οικονομική ανάπτυξις και Τεχνική εκπαίδευσις, Αθήνα 1959,σ.56, στο Χ. Κάτσικας –Κ. Θεριανός σ.157,2004.
[6] Χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής η ανακοίνωση του Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Ράμμου το 1958 όπου απαγορεύει τα σορτς στις μαθήτριες στο μάθημα της γυμναστικής και προτείνει την αντικατάστασή τους με μακριά φούστα- περισκελίδα. Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ.178β,σ 236, τόμος Β΄,1973, στο Χ. Κάτσικας –Κ.Θεριανός,σ.165, 2004.