Αγώνες και Ήρωες του Έθνους


Στον Αλέξανδρο Διάκο
67547_10150323430965002_41445_n

Αλέξανδρος Διάκος

Ο Υπολοχαγός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣ από τη Χάλκη Δωδεκανήσου ήταν ο πρώτος νεκρός Έλληνας Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος την 1 Νοεμβρίου 1940 στη θέση Τσούκα της Πίνδου.

Όρθιος κατά την ανασύνταξη του λόχου του, ύστερα από τη σφοδρή επίθεση πολλαπλάσιων Ιταλικών δυνάμεων Αλπινιστών, έπεσε κατά την έφοδο για την ανακατάληψη του υψώματος από ριπή πολυβόλου.
Αιωνία η μνήμη του!

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ
ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε…

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

 

Τώρα κείτεται (mp3)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Κωνσταντίνο Κουκίδη
Κωνσταντίνος Κουκίδης

Ο Αθάνατος εύζωνας

Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 οι πρώτες μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες μπαίνουν στην Αθήνα με τα κατάκλειστα σπίτια.
Η πρώτη μορφή αντίστασης στους κατακτητές Γερμανούς ίσως είναι αυτή: οι κλειστές πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών, οι κλειστές καρδιές στις σειρήνες για υποταγή στους ισχυρούς.

Την ίδια μέρα απόσπασμα Γερμανών ανεβαίνει στην Ακρόπολη για να υψώσει τη σβάστικα. Διατάζουν απειλώντας με τα σίδερά τους τον εύζωνο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΟΥΚΙΔΗ να υποστείλει τη Γαλανόλευκη και αυτός περήφανα αρνιέται.

Ένας Γερμανός στρατιώτης κατεβάζει από το ιστό τη Γαλανόλευκη, τη διπλώνει και την παραδίδει στον αγέρωχο εύζωνο.
Εκείνος τυλίγεται με την Ελληνική σημαία και πέφτει από το βράχο της Ακρόπολης.
Είναι ο πρώτος νεκρός της Αντίστασης στη μεγάλη νύχτα που μόλις άρχιζε.

Ένα μήνα αργότερα τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου δύο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, κατεβάζουν από το Βράχο της Ακρόπολης τη μιαρή σημαία των κατακτητών.
Και το φθινόπωρο δημιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις και ξεκινά ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων κατά της τριπλής Κατοχής.
Κανείς κατακτημένος λαός της Ευρώπης δεν αντιστάθηκε τόσο σθεναρά και μαζικά στους κατακτητές, όσο οι Έλληνες. Σε καμιά κατακτημένη χώρα της Ευρώπης οι κατακτητές δεν αναγκάστηκαν να διατηρούν τόσο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις.

Μια πρόταση από τα τελευταία λόγια του εκφωνητή του Ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, λίγο προτού εισβάλουν οι κατακτητές και τον θέσουν στην υπηρεσία της προπαγάνδας τους, περιχαρακώνουν το Χρέος κάθε Έλληνα, κάθε εποχής:
ΑΔΕΛΦΙΑ, ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΚΑΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΑΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ!

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στους Υπερασπιστές του υψώματος 731
69004_10150323728395002_4482390_n

Μέχρι τῆς τελευταίας ῥανίδος τοῦ αἵματός μου…

«Ἐπί τῶν κατεχομένων θέσεων θά ἀμυνθῶμεν μέχρις ἐσχάτων. Οὐδείς θά κινηθεῖ πρός τά ὀπίσω. Ἐμψυχώσατε τούς ἄνδρας σας καί τονώσατε τό ἠθικόν των. Τότε μόνον θά διέλθει ὁ ἐχθρός ἐκ τῆς τοποθεσίας μας, ὅταν ἀποθάνωμεν ἅπαντες ἐπί τῶν θέσεών μας.»

Η Διαταγή αυτή του Ταγματάρχη Δημήτριου Κασλά, από το Πουρί Ζαγοράς, Διοικητή του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων, εκδόθηκε προς τους υπερασπιστές του υψώματος 731 στη Βόρειο Ήπειρο.
Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η υπεράσπισή του από τους Έλληνες μαχητές το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πνεύματος του Μετώπου.

Επί επτά ημέρες, τον Μάρτιο του 1941, οι Έλληνες μαχητές απέκρουσαν τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων κατά τις όχι λιγότερες από 18 ιταλικές επιθέσεις. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη.
«Συχνά οι Έλληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Γελούσαν δυνατά και φώναζαν. Είχαν υπερβεί τον άνθρωπο. Δεν ήταν άνθρωποι πλέον, το πιστεύω αυτό, ήταν θηρία!» αφηγείται ένας Ιταλός, έφεδρος ανθυπολοχαγός, που ηγήθηκε πολλές φορές των ανδρών του στις επιθέσεις κατά του θρυλικού υψώματος 731.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το ύψωμα 731 απώλεσε λόγω των βομβαρδισμών πέντε μέτρα από το υψόμετρό του (έγινε ουσιαστικά ύψωμα 726) και αποψιλώθηκε από τις καστανιές από τις οποίες ήταν κατάφυτο.
Ιερείς και στρατιώτες που το προσέγγισαν για να φροντίσουν τους νεκρούς (υπερασπιστές και εχθρούς) δεν έβρισκαν να πατήσουν πάνω σε χώμα…
Απολογισμός της μάχης για τους Ιταλούς περίπου 1.000 νεκροί και 3.000 τραυματίες και για τους Έλληνες 145 νεκροί και 400 τραυματίες.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Δημήτρη Ίτσιο
27017_10150181670275002_4475423_n

Δημήτρης Ίτσιος

6 Απριλίου 1941, πρώτη μέρα της γερμανικής εισβολής στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Ο έφεδρος Λοχίας ΙΤΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ επικεφαλής του πολυβολείου Π8 στο Μπέλες αντιστέκεται με τους λιγοστούς συντρόφους του.
Έχουν τριάντα οχτώ χιλιάδες φυσίγγια και είναι αποφασισμένοι να τα “ξοδέψουν” με τη δέουσα “τσιγκουνιά”.
Καθώς τα φυσίγγια τελειώνουν, διατάζει τους συντρόφους του να φύγουν· θα καλύψει μόνος του την σωτηρία τους.
Μερικοί υπακούουν.
Οι συγχωριανοί του Ανωπορογιώτες μένουν. Πιστοί συμμαχητές του στο Π8· στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων· στη θυσία.

Ο ΙΤΣΙΟΣ αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων συντρόφων του προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.
Τα φυσίγγια τελείωσαν. Ο ΙΤΣΙΟΣ και οι σύντροφοί του με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του Π8. Τα άδεια φυσίγγια την είχαν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω.
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός σε άπταιστα Ελληνικά ζητά τον αρχηγό του Π8.
Η σκηνή που ακολουθεί, ζωντανεύει, χωρίς υπερβολή, την Αλαμάνα με το Διάκο της πάνω στα αθάνατα Μακεδονικά βουνά.

Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και κούφιας επίδειξης, κάνει ο ΙΤΣΙΟΣ δύο-τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:
– ΙΤΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, λοχίας πεζικού.
Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλικάρι.
– Συγχαρητήρια, Λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.
Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του – πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση- του λέει:
– Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου.
Ο ΙΤΣΙΟΣ γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά:
– Έπραξα το καθήκον μου.
– Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να “εκτελέσω” κι εγώ το δικό μου καθήκον.

Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλικαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ. Πέφτει άψυχο το παλικάρι στα πόδια του εκτελεστή του.
Μια αυλακιά άλικο αίμα πνίγει τα πρώτα αγριολούλουδα της Ομορφοπλαγιάς, σημαδεύοντας τα όρια της γενναιότητας, της φιλοπατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας, του ναζισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη.
Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία.
Δολοφονήθηκε ο ΙΤΣΙΟΣ. Δεν έπεσε.
Αιωνία η μνήμη του!

(Πηγή: http://www.poroia.de/biografies.html)

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του.
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ᾿ ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Hταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ᾿ όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν᾿ ακούσει και να χύσ᾿ η αυγή
το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ᾿ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών
να γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν.
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Hταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
και με το κράνος του -γυαλιστερό σημάδι
(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!




Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων