Αγώνες και Ήρωες του Έθνους


Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη
22 Ιουνίου 2013, 16:09
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός
24217_10150159044850002_4252603_n

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Μεταξύ των πιο διαλεχτών Ηρώων της πικρής μας Λευτεριάς ξεχωρίζει τραγικά ο έφηβος Ήρωας ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ.
Μαθητής του Γυμνασίου ακόμα, όρθωσε τα δεκαεφτά-δεκαοχτώ του χρόνια μπρος στην Αυτοκρατορία των Βαρβάρων και κατά το τέλος του στάθηκε, όσο ελαχιστότατοι, ως Έλληνας των προγονικών παραδόσεων: Ανυπότακτος, Αλύγιστος, Ανυποχώρητος, Ατρόμητος, ΑΝΔΡΑΣ…

25 Φεβρουαρίου 1957, στο δικαστήριο των Bαρβάρων στη Λευκωσία:
-“Δικαστής” Σω: Έχεις να πεις κάτι, για να μη σου επιβληθεί η ποινή;
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να πω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.
-“Δικαστής” Σω: Ο νόμος προνοεί μόνο μια ποινή. Την ποινή του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον.

13 Μαρτίου 1957, παραμονή του απαγχονισμού του, πρωί, στη φυλακή των Βαρβάρων (Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας):
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα.
Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι.
Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία.
Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί…»

13 Μαρτίου 1957, σχεδόν μεσάνυχτα, στη φυλακή των Βαρβάρων:
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Γεια σας, αδέλφια! Γεια σας, λεβέντες! Ελπίζω νά ᾿μαι ο τελευταίος που εκτελούν! Αδέλφια, συνεχίστε τον αγώνα! Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος!
-Οι συγκρατούμενοι: Θάρρος, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ! Θάρρος, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ!
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Θάρρος έχω πολύ! Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος…

14 Μαρτίου 1957, δύο λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο ΒΑΓΟΡΗΣ μπροστά στους Βαρβάρους και την αγχόνη τους τραγουδά:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»
Και μετά ο ανατριχιαστικός ήχος της αγχόνης…
Και μετά η απελπιστική σιωπή του θανάτου…
Και μετά το εκτυφλωτικό φως της Αιωνιότητας…
Αιωνία η μνήμη του!

ΤΟΥ ΒΑΓΟΡΗ
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ᾿ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρ᾿ όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ᾿σε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει,
χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη, κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.

-Παρόντες όλοι; -Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
-Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν σ’ αναφιλητά, ετούτοι κι όλη η τάξη.

-Παλληκαρίδη, άριστα! Βαγόρα, πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, Άγγελε πατρίδας δοξασμένης.
Συ, μέχρι χτες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!
Τά ᾿ ε κι απλώθηκε σιωπή πα᾿ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω από κείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!
ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!




Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα
Αφήστε ένα σχόλιο



Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων