Μόλις έγειρε ο ήλιος στις 22 Απριλίου του 1821, η μάχη της Αλαμάνας κρίθηκε.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα βορειότερα από τα στενά των Θερμοπυλών, στη θέση “Ποριά”, παραδίπλα από το γεφύρι της Αλαμάνας, ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ αρνιέται να καβαλήσει την ψαριά φοράδα του και να οπισθοχωρήσει. Ζητάει από τα παλικάρια του να μείνουν στις θέσεις τους και να πολεμήσουν μέχρις ενός. Μένουν τριάντα.
Όλοι οι σύντροφοί του πέφτουν νεκροί. Από την πολλή χρήση έχει σκιστεί η κάνη του καριοφιλιού του και η πάλα του έχει κοπεί από βόλι λίγο παραπάνω από τη χούφτα. Έτσι, ζωντανός, αλλά τραυματισμένος στον ώμο, πέφτει στα χέρια των εχθρών.
Οι Τουρκαλβανοί αλλόφρονες θέλουν να τον χαλάσουν επί τόπου. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως, παλιός γνώριμός του από την αυλή του Αλή Πασά, δεν επιτρέπει στο όχλο να τον κατακρεουργήσει.
Με το σούρουπο, δεμένος μεταφέρεται στο Ζητούνι (Λαμία), στον τόπο που σήμερα βρίσκεται το κενοτάφιό του (κοντά στην πλατεία του Λαού) και ανακρίνεται. Ο Ομέρ Βρυώνης του προτείνει να ασπαστεί το Ισλάμ και να γίνει ανώτερος αξιωματικός του οθωμανικού στρατού. Περήφανα αρνιέται.
Το επόμενο πρωί ακολουθεί συνοπτική δίκη. Ο Χαλίλ Μπέης, τοπικός άρχοντας, πιέζει για παραδειγματική τιμωρία, για να τρομοκρατηθούν και προσκυνήσουν οι Γκιαούρηδες της περιοχής που σήκωσαν κεφάλι. Αποφασίζουν τη θανάτωσή του με ανασκολοπισμό.
Τη νύχτα της 23ης Απριλίου ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ υπομένει με ελληνική ψυχή το φρικτό μαρτύριό του.
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.» (Γαλλικό Grand Dictionnaire)
Ο εγγονός ενός αυτόπτη μάρτυρα, ο γιατρός Κουνούπης, μετέφερε τα όσα είδε ο παππούς του:«Μετά το σούβλισμα του Διάκου, ο αφιονισμένος όχλος άναψε φωτιά πάνω στην οποία τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμη ΔΙΑΚΟ. Κάποιος Θανάσης Μάνθος πρόσδεσε ένα πανί βρεγμένο σε ένα ξύλο και το πλησίασε με τρόπο από απόσταση στο στόμα του. Μόλις υγράνθηκαν λίγο τα χείλη του, ξεψύχησε.»
Όπως μαρτυρούν, τόσο ο ανεψιός του ήρωα Κωνσταντίνος Κούστας αλλά και ο Κουνούπης, οι Τούρκοι μετά από έξι μέρες, όταν η δυσοσμία από το σώμα του ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟΥ αλλά και τα κομμένα κεφάλια των υπολοίπων αγωνιστών, που το περιστοίχιζαν, έγινε αφόρητη, υποχρέωσαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίσουν τον Διάκο και μαζί με τους υπόλοιπους Μάρτυρες να τους πετάξουν σ’ ένα μεγάλο λάκκο, στον οποίο οι Λαμιώτες έριχναν όλες τις ακαθαρσίες της πόλης μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Πρόκειται για μια τοποθεσία που βρίσκεται βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στο λόφο του Αγίου Λουκά και προς τη Μεραρχία Υποστήριξης. Στην περιοχή αυτή πετάχτηκε το άψυχο κορμί του Ήρωα για να σκεπαστεί με κοπριές, ώστε αφενός να λιώσει και να εξαφανισθεί γρηγορότερα, αλλά και να επιταθεί ο εξευτελισμός του.
Αιωνία η μνήμη του!
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα
Αφήστε ένα σχόλιο
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.