Αγώνες και Ήρωες του Έθνους


Στον Αλέξανδρο Διάκο
67547_10150323430965002_41445_n

Αλέξανδρος Διάκος

Ο Υπολοχαγός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣ από τη Χάλκη Δωδεκανήσου ήταν ο πρώτος νεκρός Έλληνας Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος την 1 Νοεμβρίου 1940 στη θέση Τσούκα της Πίνδου.

Όρθιος κατά την ανασύνταξη του λόχου του, ύστερα από τη σφοδρή επίθεση πολλαπλάσιων Ιταλικών δυνάμεων Αλπινιστών, έπεσε κατά την έφοδο για την ανακατάληψη του υψώματος από ριπή πολυβόλου.
Αιωνία η μνήμη του!

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ
ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε…

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

 

Τώρα κείτεται (mp3)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Ιερό Λόχο
22 Ιουνίου 2013, 23:09
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Ελληνική Επανάσταση
21833_10150112815470002_4636040_n

Ιερός Λόχος

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος είχε διακριθεί ως αξιωματικός του τσαρικού στρατού, «εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου» εξέδωσε την επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου ὑπέρ πίστεως και πατρίδος» με την οποία ξεκίνησε επίσημα ο Αγώνας των Προγόνων για την αποτίναξη του προαιώνιου ζυγού των βαρβάρων.
Η επαναστατική προκήρυξη άρχιζε με τη φράση «Ἡ ὤρα ἦλθεν, ὦ Ἄνδρες Ἕλληνες!» και κατέληγε: «Εἰς τά ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρίς Μᾶς προσκαλεῖ!».

Στον επαναστατικό στρατό που συγκρότησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεχώρισε τραγικά ο ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ, που απαρτιζόταν από 500 σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού.
Στην αναμέτρηση με τις οθωμανικές δυνάμεις στο Δραγατσάνι το φοβερό καλοκαίρι του 1821, ο άπειρος επαναστατικός στρατός είχε τρομακτικές απώλειες και ως εκ τούτου διαλύθηκε.
Ο δε ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε, θυμίζοντας τους ηρωικούς Ιερολοχίτες της Θήβας, που έπεσαν μέχρις ενός στη μάχη της Χαιρώνειας.

Οι ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΕΣ ήταν νέοι με σάρκα και οστά· γνώριζαν  τη χαρά της ζωής, αλλά είχαν το φοβερό μεγαλείο να την αξιολογήσουν στη ζυγαριά του θανάτου με το αίμα τους…
Όντας πάνω στον ανθό της νιότης, όταν απειλήθηκαν από το κύμα της βαρβαρότητας και της βίας, προτίμησαν να προτάξουν τα στήθη τους και να μην κατασπιλώσουν την τιμή τους.
Δεν λιποτάχτησαν, δεν δείλιασαν, δεν σήκωσαν λευκό πανί, δεν ικέτεψαν για έλεος, δεν τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Αγωνίστηκαν χωρίς βαριές αρματωσιές πολεμικής τέχνης και πείρας, αλλά με συναίσθηση ότι η Ελευθερία είναι ευψυχία.
Αιωνία η μνήμη τους…

ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ
Ας μη βρέξει ποτέ

το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.

Ας το δροσίση πάντοτε
με τ᾿ αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ᾿ άνθη.

Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα, ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον

σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.

Αλλά αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.

Αφ᾿ ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε
και τας χρυσάς ελπίδας
και την ημέραν

επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιο βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.

Πολλά μεν σκοτεινά
φέγγει επ᾿ ολίγα τ᾿ άστρον
το της αθανασίας
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.

Έλληνες της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι,
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;

Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης έρχεται
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.

Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κι έθνη.

Αλλ᾿ ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.

Αυτού, αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα,

και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν:
τον ένδοξον Λόχον,
τέκνα, μιμήσατε,
Λόχον Ηρώων.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Κωνσταντίνο Κουκίδη
Κωνσταντίνος Κουκίδης

Ο Αθάνατος εύζωνας

Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 οι πρώτες μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες μπαίνουν στην Αθήνα με τα κατάκλειστα σπίτια.
Η πρώτη μορφή αντίστασης στους κατακτητές Γερμανούς ίσως είναι αυτή: οι κλειστές πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών, οι κλειστές καρδιές στις σειρήνες για υποταγή στους ισχυρούς.

Την ίδια μέρα απόσπασμα Γερμανών ανεβαίνει στην Ακρόπολη για να υψώσει τη σβάστικα. Διατάζουν απειλώντας με τα σίδερά τους τον εύζωνο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΟΥΚΙΔΗ να υποστείλει τη Γαλανόλευκη και αυτός περήφανα αρνιέται.

Ένας Γερμανός στρατιώτης κατεβάζει από το ιστό τη Γαλανόλευκη, τη διπλώνει και την παραδίδει στον αγέρωχο εύζωνο.
Εκείνος τυλίγεται με την Ελληνική σημαία και πέφτει από το βράχο της Ακρόπολης.
Είναι ο πρώτος νεκρός της Αντίστασης στη μεγάλη νύχτα που μόλις άρχιζε.

Ένα μήνα αργότερα τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου δύο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, κατεβάζουν από το Βράχο της Ακρόπολης τη μιαρή σημαία των κατακτητών.
Και το φθινόπωρο δημιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις και ξεκινά ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων κατά της τριπλής Κατοχής.
Κανείς κατακτημένος λαός της Ευρώπης δεν αντιστάθηκε τόσο σθεναρά και μαζικά στους κατακτητές, όσο οι Έλληνες. Σε καμιά κατακτημένη χώρα της Ευρώπης οι κατακτητές δεν αναγκάστηκαν να διατηρούν τόσο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις.

Μια πρόταση από τα τελευταία λόγια του εκφωνητή του Ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, λίγο προτού εισβάλουν οι κατακτητές και τον θέσουν στην υπηρεσία της προπαγάνδας τους, περιχαρακώνουν το Χρέος κάθε Έλληνα, κάθε εποχής:
ΑΔΕΛΦΙΑ, ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΚΑΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΑΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ!

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη
22 Ιουνίου 2013, 16:09
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός
24217_10150159044850002_4252603_n

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Μεταξύ των πιο διαλεχτών Ηρώων της πικρής μας Λευτεριάς ξεχωρίζει τραγικά ο έφηβος Ήρωας ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ.
Μαθητής του Γυμνασίου ακόμα, όρθωσε τα δεκαεφτά-δεκαοχτώ του χρόνια μπρος στην Αυτοκρατορία των Βαρβάρων και κατά το τέλος του στάθηκε, όσο ελαχιστότατοι, ως Έλληνας των προγονικών παραδόσεων: Ανυπότακτος, Αλύγιστος, Ανυποχώρητος, Ατρόμητος, ΑΝΔΡΑΣ…

25 Φεβρουαρίου 1957, στο δικαστήριο των Bαρβάρων στη Λευκωσία:
-“Δικαστής” Σω: Έχεις να πεις κάτι, για να μη σου επιβληθεί η ποινή;
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να πω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.
-“Δικαστής” Σω: Ο νόμος προνοεί μόνο μια ποινή. Την ποινή του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον.

13 Μαρτίου 1957, παραμονή του απαγχονισμού του, πρωί, στη φυλακή των Βαρβάρων (Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας):
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα.
Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι.
Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία.
Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί…»

13 Μαρτίου 1957, σχεδόν μεσάνυχτα, στη φυλακή των Βαρβάρων:
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Γεια σας, αδέλφια! Γεια σας, λεβέντες! Ελπίζω νά ᾿μαι ο τελευταίος που εκτελούν! Αδέλφια, συνεχίστε τον αγώνα! Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος!
-Οι συγκρατούμενοι: Θάρρος, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ! Θάρρος, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ!
-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ: Θάρρος έχω πολύ! Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος…

14 Μαρτίου 1957, δύο λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο ΒΑΓΟΡΗΣ μπροστά στους Βαρβάρους και την αγχόνη τους τραγουδά:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»
Και μετά ο ανατριχιαστικός ήχος της αγχόνης…
Και μετά η απελπιστική σιωπή του θανάτου…
Και μετά το εκτυφλωτικό φως της Αιωνιότητας…
Αιωνία η μνήμη του!

ΤΟΥ ΒΑΓΟΡΗ
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ᾿ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρ᾿ όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ᾿σε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει,
χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη, κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.

-Παρόντες όλοι; -Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
-Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν σ’ αναφιλητά, ετούτοι κι όλη η τάξη.

-Παλληκαρίδη, άριστα! Βαγόρα, πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, Άγγελε πατρίδας δοξασμένης.
Συ, μέχρι χτες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!
Τά ᾿ ε κι απλώθηκε σιωπή πα᾿ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω από κείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!
ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Γρηγόρη Αυξεντίου
22 Ιουνίου 2013, 15:53
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός
Afxentiou1

Γρηγόρης Αυξεντίου

Ο άνθρωπος και μόνον αυτός απ᾿ όλα τα έμβια όντα έχει το σκληρό “προνόμιο” να αντιμετωπίσει τον πιο τρομερό φόβο: τον φόβο μπροστά στο θάνατο. Μόνον αυτός, άλλωστε, έχει πλήρη τη συναίσθηση ότι η ζωή έχει αρχή, μέση και τέλος…
Σαν περάσουν τα χρόνια βέβαια και χορτάσει ο άνθρωπος από εμπειρίες ζωής, τότε η προνοητική φύση τον συμβιβάζει με την ιδέα του θανάτου, που αναπόφευκτα πλησιάζει, και η Πίστη συνήθως του δίνει παρηγοριά και δύναμη να τον κοιτάξει κατάματα, αντρίκεια, ήρεμα, απλά…

Μα σαν είναι ο άνθρωπος πάνω στον ανθό της νιότης και έρθει αντιμέτωπος με την τραγική του μοίρα, θα περίμενε κανείς να λυγίσει, να το βάλει στα πόδια, να σηκώσει λευκό πανί, να ικετέψει για έλεος, να κατασπιλώσει ακόμα και τη τιμή του, αρκεί να …
Όμως αμέτρητοι Έλληνες, σαν τον Ήρωα ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, από τα απώτατα χρόνια ως τα συγκαιρινά, δεν λύγισαν, δεν το έβαλαν στα πόδια, δε σήκωσαν λευκό πανί, δεν ικέτεψαν για έλεος, αλλά πρόταξαν τα στήθη τους για να μην κατασπιλώσουν την τιμή τους.

Τι βαστούσε αυτούς τους Άντρες ολόρθους, ατρόμητους, άφοβους, αγέρωχους μπροστά στο κύμα της βαρβαρότητας και της βίας του υπέρτερου εχθρού, που προδιέγραφε την μοίρα τους;
Τους βαστούσαν οι Συμπολεμιστές τους!
Όχι αυτοί με τη σάρκα και τα οστά που μάχονταν γύρω τους (άλλωστε άλλοτε ήταν λιγοστοί και άλλοτε δεν υπήρχαν ), αλλά οι Άλλοι…
Αυτοί που η ηλικία των μεγαλύτερων είναι 2.500 χρόνια και των πιο μικρών κοντά στη δική μας ηλικία.

Αυτοί οι μακρινοί και κοντινοί Πρόγονοι, που πέθαναν για τις υψηλές Ιδέες, στάθηκαν δίπλα και πίσω από τον ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ· τον βάσταξαν από τα μπράτσα, ακούμπησαν τα χέρια τους στην πλάτη του, του ψιθύρισαν στο αφτί, του έδειξαν το δρόμο και τον πήραν μαζί τους στην αιωνιότητα…

Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, δεύτερος στην ιεραρχία της Ε.Ο.Κ.Α. κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 εναντίον της Αγγλικής κατοχής, έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις 3 Μαρτίου 1957.
Οι Άγγλοι, ύστερα από προδοσία, πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του κοντά στη μονή Μαχαιρά και τον περικύκλωσαν με αυτοκίνητα και ελικόπτερα.
Αφού ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ έδιωξε τους συντρόφους του και περήφανα
αρνήθηκε να παραδοθεί, κάηκε ζωντανός από τη βενζίνη που έριξαν στη σπηλιά οι Βάρβαροι.
Αιωνία η μνήμη του!

eoka00776_screen

Ο Αετός του Μαχαιρά στο νεκροτομείο των Βαρβάρων

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
μπορούσε νά ᾿χει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τ᾿ ακρογιάλια της, τα βάσανά της,
με τα καΐκια της μ᾿ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ᾿ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδός της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω:
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια –
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω: στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ᾿ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ᾿ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία τού ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω:
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
– το σώμα και το αίμα τού Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ᾿ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ελευθερία»
και που σήμερα, 2 τού Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά τής Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 τού Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Γρηγόρης Αυξεντίου (mp3)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

 



Στους Υπερασπιστές του υψώματος 731
69004_10150323728395002_4482390_n

Μέχρι τῆς τελευταίας ῥανίδος τοῦ αἵματός μου…

«Ἐπί τῶν κατεχομένων θέσεων θά ἀμυνθῶμεν μέχρις ἐσχάτων. Οὐδείς θά κινηθεῖ πρός τά ὀπίσω. Ἐμψυχώσατε τούς ἄνδρας σας καί τονώσατε τό ἠθικόν των. Τότε μόνον θά διέλθει ὁ ἐχθρός ἐκ τῆς τοποθεσίας μας, ὅταν ἀποθάνωμεν ἅπαντες ἐπί τῶν θέσεών μας.»

Η Διαταγή αυτή του Ταγματάρχη Δημήτριου Κασλά, από το Πουρί Ζαγοράς, Διοικητή του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων, εκδόθηκε προς τους υπερασπιστές του υψώματος 731 στη Βόρειο Ήπειρο.
Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η υπεράσπισή του από τους Έλληνες μαχητές το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πνεύματος του Μετώπου.

Επί επτά ημέρες, τον Μάρτιο του 1941, οι Έλληνες μαχητές απέκρουσαν τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων κατά τις όχι λιγότερες από 18 ιταλικές επιθέσεις. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη.
«Συχνά οι Έλληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Γελούσαν δυνατά και φώναζαν. Είχαν υπερβεί τον άνθρωπο. Δεν ήταν άνθρωποι πλέον, το πιστεύω αυτό, ήταν θηρία!» αφηγείται ένας Ιταλός, έφεδρος ανθυπολοχαγός, που ηγήθηκε πολλές φορές των ανδρών του στις επιθέσεις κατά του θρυλικού υψώματος 731.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το ύψωμα 731 απώλεσε λόγω των βομβαρδισμών πέντε μέτρα από το υψόμετρό του (έγινε ουσιαστικά ύψωμα 726) και αποψιλώθηκε από τις καστανιές από τις οποίες ήταν κατάφυτο.
Ιερείς και στρατιώτες που το προσέγγισαν για να φροντίσουν τους νεκρούς (υπερασπιστές και εχθρούς) δεν έβρισκαν να πατήσουν πάνω σε χώμα…
Απολογισμός της μάχης για τους Ιταλούς περίπου 1.000 νεκροί και 3.000 τραυματίες και για τους Έλληνες 145 νεκροί και 400 τραυματίες.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Δημήτρη Ίτσιο
27017_10150181670275002_4475423_n

Δημήτρης Ίτσιος

6 Απριλίου 1941, πρώτη μέρα της γερμανικής εισβολής στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Ο έφεδρος Λοχίας ΙΤΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ επικεφαλής του πολυβολείου Π8 στο Μπέλες αντιστέκεται με τους λιγοστούς συντρόφους του.
Έχουν τριάντα οχτώ χιλιάδες φυσίγγια και είναι αποφασισμένοι να τα “ξοδέψουν” με τη δέουσα “τσιγκουνιά”.
Καθώς τα φυσίγγια τελειώνουν, διατάζει τους συντρόφους του να φύγουν· θα καλύψει μόνος του την σωτηρία τους.
Μερικοί υπακούουν.
Οι συγχωριανοί του Ανωπορογιώτες μένουν. Πιστοί συμμαχητές του στο Π8· στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων· στη θυσία.

Ο ΙΤΣΙΟΣ αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων συντρόφων του προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.
Τα φυσίγγια τελείωσαν. Ο ΙΤΣΙΟΣ και οι σύντροφοί του με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του Π8. Τα άδεια φυσίγγια την είχαν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω.
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός σε άπταιστα Ελληνικά ζητά τον αρχηγό του Π8.
Η σκηνή που ακολουθεί, ζωντανεύει, χωρίς υπερβολή, την Αλαμάνα με το Διάκο της πάνω στα αθάνατα Μακεδονικά βουνά.

Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και κούφιας επίδειξης, κάνει ο ΙΤΣΙΟΣ δύο-τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:
– ΙΤΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, λοχίας πεζικού.
Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλικάρι.
– Συγχαρητήρια, Λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.
Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του – πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση- του λέει:
– Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου.
Ο ΙΤΣΙΟΣ γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά:
– Έπραξα το καθήκον μου.
– Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να “εκτελέσω” κι εγώ το δικό μου καθήκον.

Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλικαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ. Πέφτει άψυχο το παλικάρι στα πόδια του εκτελεστή του.
Μια αυλακιά άλικο αίμα πνίγει τα πρώτα αγριολούλουδα της Ομορφοπλαγιάς, σημαδεύοντας τα όρια της γενναιότητας, της φιλοπατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας, του ναζισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη.
Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία.
Δολοφονήθηκε ο ΙΤΣΙΟΣ. Δεν έπεσε.
Αιωνία η μνήμη του!

(Πηγή: http://www.poroia.de/biografies.html)

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του.
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ᾿ ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Hταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ᾿ όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν᾿ ακούσει και να χύσ᾿ η αυγή
το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ᾿ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών
να γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν.
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Hταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
και με το κράνος του -γυαλιστερό σημάδι
(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙA΄
22 Ιουνίου 2013, 11:44
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Βυζάντιο
31188_10150211356705002_4290454_n

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙA΄

Την 23η Μαΐου 1453, λίγο πριν την τελική επίθεση των βαρβάρων, ο Μωάμεθ Β΄ στέλνει – κατά τις επιταγές του κορανιού- πρεσβεία με επικεφαλής τον Ισμαήλ Χαμζά να ζητήσει από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ ΙA΄ την παράδοση της Πόλης.
Οι όροι που θέτει το κοράνι απλοί και σαφείς: οι παραδομένοι σώζουν τη ζωή τους, ενώ οι αντιστεκόμενοι σφάζονται.

Η πτώση της Πόλης έχει προδιαγραφεί από το απώτερο παρελθόν και για αυτό η απάντηση του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΙA΄ έχει ξεχωριστή αξία.
Έτοιμος από αιώνες, ο τελευταίος Αυτοκράτωρ απαντά:
«Τό δέ τήν Πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ΄ ἐμόν ἐστιν οὔτ΄ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ. Κοινῇ γάρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν!»
(= «Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γιατί με κοινή απόφαση, όλοι με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας!»)

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΙA΄ έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις 29 Μαΐου 1453 υπερασπιζόμενος τη Βασιλεύουσα.
Ανέκαθεν ΕΤΣΙ πέφτουν οι Έλληνες!
Είτε πρόκειται για τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών, είτε για τους υπερασπιστές της Πόλης, είτε για τους υπερασπιστές του στρατοπέδου της ΕΛ.ΔΥ.Κ., είτε …, είτε …, είτε…

Έτοιμοι από αιώνες …

ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑ
Και ρίχτηκε με τ᾿ άτι του μες των εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,

και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ᾿ αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ᾿ αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π᾿ ακόμα χτες εστόλιζ᾿ ένα θρόνο,
κι εσφάλισε – οϊμένανε! – για πάντ᾿ αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν᾿ ελπίδες μόνο.

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ᾿ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς (mp3)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στην Γιαγιά της ΕΛ.ΔΥ.Κ.
22 Ιουνίου 2013, 11:24
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Τούτος ο τόπος είναι καταδικασμένος να γεννά Ήρωες. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Είμαστε ένας έθνος, απέναντι στο οποίο η Ιστορία στάθηκε σκληρή. Όμως, υπάρχουμε αδιάλειπτα εδώ από τέσσερις χιλιάδες χρόνια και μάλιστα μόνοι και ανόμοιοι από όλους τους βαρβάρους γύρω μας. Και (τι τραγικό και ηρωικό μαζί…) χωρίς το προνόμιο σε στιγμές κρίσιμες για την ύπαρξή μας να μας στηρίξει κανείς.

Τούτος ο τόπος, όμως, γεννά και Ηρωίδες. Όχι μόνο αυτές τις – αμέτρητες – καθημερινές ηρωίδες, που μέσα στη βαρβαρότητα του πολέμου, την προσφυγιά και τις στερήσεις ετοίμασαν γιους να τιμήσουν την Τιμή της Πατρίδας…
Όχι μόνο αυτές – τις αμέτρητες – ηρωίδες που με τα “γυναίκεια κλάματα”, θρηνώντας το λεβέντη τους, φώναξαν το Χρέος…
Αλλά και ηρωίδες, σαν την ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΒΡΑΑΜ, που κανένας άλλος τόπος δε μπορεί να γεννήσει…

«Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΒΡΑΑΜ, 78 ετών το φοβερό καλοκαίρι της εισβολής, από το κατεχόμενο σήμερα χωριό Λάρνακα της Λαπήθου (στην επαρχία Κερύνειας) παρέμεινε μέσα στη φωτιά του πολέμου και βοηθούσε ποικιλοτρόπως τους άνδρες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. που μάχονταν εναντίον του “Αττίλα”. Αρνήθηκε επανειλημμένα, όταν της υποδείχτηκε, να εγκαταλείψει την περιοχή.»

Καί πού να πήγαινε; Παιδιά και εγγόνια της ήταν τα παλικάρια της ΕΛ.ΔΥ.Κ.· τα παλικάρια που από πάνω τους πέρασαν οι ερπύστριες των τούρκικων αρμάτων· τα παλικάρια που έκαψαν οι βόμβες ναπάλμ της τούρκικης αεροπορίας· τα παλικάρια που κομμάτιασαν οι όλμοι των βαρβάρων…
Λίγο νερό μπορούσε να κουβαλήσει, για να βρέξουν οι λεβέντες της το πικρό τους στόμα, και το κουβαλούσε…
Λίγο ψωμί μπορούσε να προσφέρει, για να στυλωθούν οι λεβέντες της στα πόδια τους, και το πρόσφερε…
Ποια γιαγιά θα εγκατέλειπε τα εγγόνια της στη φωτιά, για να σώσει το σαρκίο της;

«Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΒΡΑΑΜ […] σκοτώθηκε στις 16 Αυγούστου 1974 από βόμβα του Τούρκου εισβολέα μαζί με πέντε άνδρες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. στο κτήριο της Σχολής Γρηγορίου, σε μικρή απόσταση από το στρατόπεδο των Ελλήνων.
Τάφηκε τον Αύγουστο του 1974 αγκαλιά με τα νεκρά εγγόνια της στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Και σαν αναγνωρίστηκαν τα οστά της με τη μέθοδο του DNA τάφηκαν, όπως ορίζουν τα πανάρχαια ελληνικά θέσμια, σε χωριστό τάφο στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας.»

Την ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΒΡΑΑΜ φωτίζει το πιο δυνατό και εκτυφλωτικό φως.

Αυτή μαζί με άλλους διαλεχτούς μπορεί να κοιτά κατάματα το Φως, το αιώνιο φως που φωτίζει από το πρόσωπο της Λευτεριάς…
Αιωνία η μνήμη της!

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Θανάση Διάκο
22 Ιουνίου 2013, 11:05
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Ελληνική Επανάσταση
24986_10150191725345002_1369128_n

Θανάσης Διάκος

Μόλις έγειρε ο ήλιος στις 22 Απριλίου του 1821, η μάχη της Αλαμάνας κρίθηκε.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα βορειότερα από τα στενά των Θερμοπυλών, στη θέση “Ποριά”, παραδίπλα από το γεφύρι της Αλαμάνας, ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ αρνιέται να καβαλήσει την ψαριά φοράδα του και να οπισθοχωρήσει. Ζητάει από τα παλικάρια του να μείνουν στις θέσεις τους και να πολεμήσουν μέχρις ενός. Μένουν τριάντα.

Όλοι οι σύντροφοί του πέφτουν νεκροί. Από την πολλή χρήση έχει σκιστεί η κάνη του καριοφιλιού του και η πάλα του έχει κοπεί από βόλι λίγο παραπάνω από τη χούφτα. Έτσι, ζωντανός, αλλά τραυματισμένος στον ώμο, πέφτει στα χέρια των εχθρών.
Οι Τουρκαλβανοί αλλόφρονες θέλουν να τον χαλάσουν επί τόπου. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως, παλιός γνώριμός του από την αυλή του Αλή Πασά, δεν επιτρέπει στο όχλο να τον κατακρεουργήσει.

Με το σούρουπο, δεμένος μεταφέρεται στο Ζητούνι (Λαμία), στον τόπο που σήμερα βρίσκεται το κενοτάφιό του (κοντά στην πλατεία του Λαού) και ανακρίνεται. Ο Ομέρ Βρυώνης του προτείνει να ασπαστεί το Ισλάμ και να γίνει ανώτερος αξιωματικός του οθωμανικού στρατού. Περήφανα αρνιέται.
Το επόμενο πρωί ακολουθεί συνοπτική δίκη. Ο Χαλίλ Μπέης, τοπικός άρχοντας, πιέζει για παραδειγματική τιμωρία, για να τρομοκρατηθούν και προσκυνήσουν οι Γκιαούρηδες της περιοχής που σήκωσαν κεφάλι. Αποφασίζουν τη θανάτωσή του με ανασκολοπισμό.

Τη νύχτα της 23ης Απριλίου ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ υπομένει με ελληνική ψυχή το φρικτό μαρτύριό του.
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.» (Γαλλικό Grand Dictionnaire)

Ο εγγονός ενός αυτόπτη μάρτυρα, ο γιατρός Κουνούπης, μετέφερε τα όσα είδε ο παππούς του:«Μετά το σούβλισμα του Διάκου, ο αφιονισμένος όχλος άναψε φωτιά πάνω στην οποία τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμη ΔΙΑΚΟ. Κάποιος Θανάσης Μάνθος πρόσδεσε ένα πανί βρεγμένο σε ένα ξύλο και το πλησίασε με τρόπο από απόσταση στο στόμα του. Μόλις υγράνθηκαν λίγο τα χείλη του, ξεψύχησε.»
Όπως μαρτυρούν, τόσο ο ανεψιός του ήρωα Κωνσταντίνος Κούστας αλλά και ο Κουνούπης, οι Τούρκοι μετά από έξι μέρες, όταν η δυσοσμία από το σώμα του ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟΥ αλλά και τα κομμένα κεφάλια των υπολοίπων αγωνιστών, που το περιστοίχιζαν, έγινε αφόρητη, υποχρέωσαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίσουν τον Διάκο και μαζί με τους υπόλοιπους Μάρτυρες να τους πετάξουν σ’ ένα μεγάλο λάκκο, στον οποίο οι Λαμιώτες έριχναν όλες τις ακαθαρσίες της πόλης μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Πρόκειται για μια τοποθεσία που βρίσκεται βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στο λόφο του Αγίου Λουκά και προς τη Μεραρχία Υποστήριξης. Στην περιοχή αυτή πετάχτηκε το άψυχο κορμί του Ήρωα για να σκεπαστεί με κοπριές, ώστε αφενός να λιώσει και να εξαφανισθεί γρηγορότερα, αλλά και να επιταθεί ο εξευτελισμός του.
Αιωνία η μνήμη του!

 ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

 



Στον Κώστα Μίτσιγγα
22 Ιουνίου 2013, 10:36
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός
31348_10150224907995002_5380417_n

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ, όταν την 20ή Ιουλίου του ᾿74 η Πατρίδα δεχόταν την απρόκλητη και βάρβαρη επίθεση της Τουρκίας, 17χρονος έφηβος μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, γιος του Κώστα και της Χρυστάλλας, ορφανός από πατέρα πριν γεννηθεί (1958), προσέτρεξε στο σάλπισμα της πατρίδας και κατατάχθηκε εθελοντικά στην Ε.Φ. για να προσφέρει τις υπηρεσίες του, για να αντισταθεί, για να πολεμήσει ενάντια στους Τούρκους επιδρομείς.
Ο 17χρονος έφηβος εθελοντής ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ έπεσε μαχόμενος την 20ή ιουλίου 1974 στις 3:30 το απόγευμα στα φυλάκια του Αγίου Κασιανού στη Λευκωσία και πέρασε στην Αθανασία.

Ο Λοχαγός (ΠΖ) Νικόλαος Καλογήρου διοικητής του 2ου Λόχου του 211 ΤΠ κατέθεσε:
«Ο εθελοντής ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ του Κώστα παρουσιάστηκε στην 2α διμοιρία στην περιοχή Αγίου Κασιανού και τοποθετήθηκε στο Φυλάκιο 1046 όπου και έπεσε μαχόμενος ηρωικώς, αμυνόμενος του πατρίου εδάφους κατά του Τούρκου εισβολέως.»
Και ο διμοιρίτης Νικόλαος Παλάλας κατέθεσε:
«Ο εθελοντής ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ του Κώστα κατά την ημέρα της ενάρξεως του πολέμου, στις 20/7/74 κατατάχθηκε στη διμοιρία μου εθελοντικώς και τοποθετήθηκε στο φυλάκιο όπου ήμουν και εγώ, το 1046 στον Άγιο Κασιανό. Εκεί τραυματίστηκε θανάσιμα διά σφαίρας εις το λαιμό, μαχόμενος εναντίον του εχθρού.»

Ο ήρωας έφηβος ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ κηδεύτηκε στις 30 Μαΐου του 2000 με την απόδοση των νενομισμένων τιμών, όταν με τη μέθοδο DNA ταυτοποιήθηκαν τα οστά του που ήταν θαμμένα, χωρίς κηδεία, σε ομαδικό τάφο στο Νέο Κοιμητήριο Λευκωσίας.

Έπεσε πριν προλάβει να ενηλικιωθεί.
Δεν είχε κλείσει ούτε τα 17 του χρόνια.
Δεν πρόλαβε να προσκληθεί για τη στρατιωτική του θητεία στην Ε.Φ. ούτε καν πρόλαβε να εκπαιδευτεί στον χειρισμό των όπλων.
Πρόλαβε όμως με ωριμότητα πολλών Ελληνικών αιώνων να αφουγκραστεί το προσκλητήριο της Πατρίδας για την υπεράσπιση της Ελευθερίας.

Πρόλαβε να τρέξει εθελοντής πολεμιστής, πρώτος από τους πρώτους, στα πρώτα φυλάκια του Αγίου Κασιανού απέναντι στον Τούρκο επιδρομέα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό.
Πρόλαβε να κερδίσει με την αρετή και την ένοπλη ανδρεία του τα εύσημα του ηρωισμού και την Αθανασία.
Πρόλαβε με τα ανδραγαθήματά του να κάνει περήφανους τους δικούς του και να θέτει όλους εμάς προ των ευθυνών και του χρέους μας.
Πρόλαβε να γραφτεί στα μητρώα των Αθανάτων Ηρώων της Ελληνικής ιστορίας, στα μητρώα μιας ηρωομάνας Πατρίδας, μια Πατρίδας με έφηβους Ήρωες.
Αιωνία η μνήμη του!

(Πηγή: http://www.ouranios.net/speeches_03.htm)

Τέσσερα παλικάρκα πασίν στον πόλεμον (mp3)

(Αφιερωμένο στους πολλούς σημερινούς εφήβους που δεν γνωρίζουν ούτε καν την ημερομηνία της Εισβολής, καθώς και στους γονείς και τους δασκάλους τους, που δε φρόντισαν να τους μάθουν…)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Παύλο Μελά
22 Ιουνίου 2013, 10:25
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Μακεδονικός Αγώνας
68036_10150309735865002_3027490_n

Παύλος Μελάς

Στις 12 Οκτωβρίου του 1904 ο Παύλος Μελάς με τις αντάρτικες ομάδες του Πύρζα και του Καραλίβανου ακροβολίζονται στο δάσος έξω από το χωριό Στάτιστα. Τους πιάνει, όμως, καταρρακτώδης βροχή και ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ διατάζει τους Άνδρες να μπουν στο χωριό για να βρουν καταφύγιο και να στεγνώσουν.
Βρίσκουν καταλύματα στα σπίτια του χωριού και ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ έρχεται σε συζητήσεις με τον μoυχτάρη και τους άλλους προεστούς για να τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και να οργανώσει την άμυνά τους κατά των κομιτατζήδων.

Σαν έγειρε ο ήλιος της άλλης μέρας (13 Οκτωβρίου), μία γυναίκα έντρομη μπαίνει στο χωριό φωνάζοντας πως είδε τουρκικό στρατό να έρχεται από το Κονοπλάτι.
Ειδοποιούνται αμέσως όλα τα καταλύματα. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ διατάζει τους Άνδρες να μείνουν στις θέσεις τους και να μην πυροβολήσει κανείς τους μέχρι νεωτέρας.

Μια ομάδα του τουρκικού αποσπάσματος, το οποίο είχε εν τω μεταξύ ειδοποιήσει ο εξαρχικός Μήτρος Βλάχος, πλησιάζει το μαχαλά που βρίσκεται το σπίτι, στο οποίο έχει καταλύσει ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ με τέσσερα Παλικάρια.
Με τους υποκόπανους των όπλων αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα του απέναντι σπιτιού, όπου είναι κρυμμένοι άλλοι εφτά και, καθώς δεν παίρνουν απάντηση, φωνάζουν:
«-Θα κάψουμε το σπίτι!»

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ με τον Ντίνα έχουν πιάσει τα παράθυρα και κοντά τους είναι ο Στρατινάκης· ο Πύρζας φυλάει πίσω από την πόρτα και ο Πέτρος είναι πιο πίσω. Σε λίγο οι στρατιώτες αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα αυτού του σπιτιού.
Τότε ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ σηκώνει το ντουφέκι του και πυροβολεί· αρχίζουν όλοι να πυροβολούν. Οι Τούρκοι σκορπίζουν και πιάνουν θέσεις. Πυροβολούν και αυτοί και σε λίγο σταματά το τουφεκίδι.

Τότε ο Στρατινάκης προτείνει να κατέβουν στο κάτω μέρος του σπιτιού για να μην τους βάλουν φωτιά και καούν. Κατεβαίνουν από την ξύλινη ανεμόσκαλα στο μικρό στάβλο από κάτω. Ο Παύλος Mελάς είναι κοντά στην πόρτα. Κοιτάζει από τη χαραμάδα έξω τον τούρκο στρατιώτη που πλησιάζει και τον πυροβολεί.

Αρχίζει να νυχτώνει και ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ με τα τέσσερα Παλικάρια βγαίνουν στην αυλή. Τότε ακούγεται ένας πυροβολισμός και ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ γυρίζει πίσω λέγοντας:
«-Στη μέση με πήρε, παιδιά…»

Μπαίνει μέσα και κάθεται· φωνάζει κοντά του τον Πύρζα, βγάζει το σταυρό από το λαιμό του, του τον δίνει και του λέει:
«- Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το ντουφέκι μου στο Μίκη (το γιο του). Και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα.»
Ξεζώνεται και τον παίρνουν τα αίματα· η σφαίρα έχει τρυπήσει το κεμέρι του και πέφτουν λίρες κατά γης.

Αρχίζει να πονάει και όσο περνάει η ώρα πονάει περισσότερο. Ο Πύρζας είναι δίπλα του. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ονομάζει τα παιδιά του και λέει συνέχεια «πονώ» και «σκοτώστε με».
Δεν μπορεί πια να κουνηθεί. «Πονώ» είπε σιγά και ξεψύχησε…

Ο Πύρζας παίρνει τα χαρτιά και τα άλλα πράγματα του ΜΕΛΑ και αφήνει το σώμα στη φροντίδα των χωρικών που το θάβουν έξω από το χωριό σε μέρος ασφαλές. Οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί τίποτα.

Λίγες μέρες αργότερα ο Κύρου από το Ζέλοβο στέλνει πίσω το Ντίνα να φέρει το σώμα. Ο Ντίνας φθάνει στη Στάτιστα και ξεθάβει το σώμα, όταν φαίνεται τουρκικός στρατός. Τότε κόβει βιαστικά το κεφάλι, το βάζει σε ένα σακίδιο και το πηγαίνει στο Ζέλοβο και από εκεί στο Πισοδέρι, όπου ο Παπα-Σταύρος το θάβει με όλες τις τιμές στο παρεκκλήσι της Αγ.Παρασκευής εμπρός από την Ωραία Πύλη.

Οι Τούρκοι στο μεταξύ παίρνουν το ακέφαλο σώμα και το φέρνουν στην Καστοριά, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο σκοτωμένος Αρχηγός. Τότε ο επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ζητά με επιμονή να ενταφιάσει το σώμα του χριστιανού και τελικά κατορθώνει να του το παραδώσουν. Την άλλη μέρα Κυριακή πριν τον όρθρο το θάβει στο ναό των Ταξιαρχών κοντά στη μητρόπολη της Καστοριάς.

Ο θάνατος του ΜΕΛΑ διαδίδεται σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον κλαίνε. Το τέλος του είναι εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Έχει το νόημα της θυσίας, συνταράζει ολόκληρο το Έθνος και παρακινεί πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.
Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας είναι υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ γίνεται υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού. H θυσία του πετυχαίνει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και δείχνει στον κόσμο ολόκληρο πως ο ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν έχει χαθεί.

(Διασκευασμένο κείμενο από την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” της Εκδοτικής Αθηνών)

Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι! 
Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ᾿ ακούς λογάκια και φιλιά
και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράκτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες,
πλατιά του ονείρου μας η γή και απόμακρη. Και γέρνεις εκεί και σβείς γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις σαν πιο κοντά.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Σε κλαίει λαός (mp3)

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στον Μαύρο Καβαλάρη
22 Ιουνίου 2013, 10:11
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Μικρασιατική Εκστρατεία
39237_10150252098305002_5564278_n

Νικόλαος Πλαστήρας

«Όποιος βλέπει την Πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι σαν να την καταστρέφει ο ίδιος…»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ – Μαύρος καβαλάρης (1883-1953)

Αυτή τη ρήση του έκανε πράξη μέχρι την τελευταία ανάσα της ζωής του ο εκ Μορφοβουνίου Καρδίτσας στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της νεότερης Ελλάδας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, που πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953.
Πέθανε φτωχός παρά τη σταδιοδρομία του στα ανώτατα αξιώματα της στρατιωτικής και πολιτικής ιεραρχίας (διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός). Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά φίλου του, ενώ η περιουσία που άφησε κληρονομιά ανερχόταν σε 216 δραχμές και δέκα δολάρια!
Πέθανε, όμως, πλούσιος από ικανοποίηση της προσφοράς προς την Πατρίδα, από την αγάπη και την εκτίμηση των άδολων Ελλήνων πατριωτών, καθώς και από την αναγνώριση της πολυεπίπεδης και πολυσύνθετης δράσης του σε καιρούς δύσκολους για το Έθνος από την ψυχρή Ιστορία.

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ ήταν παρών σε όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αγώνες της νεότερης Ελλάδας.
Η τελευταία, ενδοξότερη και τραγικότερη πολεμική του δράση ήταν στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως διοικητής του 5/42 Συντάγματος Πεζικού. Το Σύνταγμα του Πλαστήρα ήταν η μόνη στρατιωτική μονάδα που μέσα στην πανωλεθρία του Αυγούστου του 1922 εφάρμοσε ακριβώς τους κανόνες σύμπτυξης-υποχώρησης με απόλυτα πειθαρχημένο τρόπο. Έσωσε έτσι ελληνικά στρατιωτικά τμήματα από αφανισμό, καθώς και άμαχο ελληνικό πληθυσμό της Μ. Ασίας.

Στη φωτογραφία ο Μαύρος Καβαλάρης στην Κεντρική Πλατεία της Καρδίτσας.
Το σύμπλεγμα, απούσης της Πολιτείας, κατασκευάστηκε με έρανο της Ένωσης Επιστημόνων Καρδίτσας τη δεκαετία του ᾿80…

Αιωνία η μνήμη αυτών που νίκησαν την ύλη και ασκήτευσαν στο ναό της μεγάλης Ιδέας, της ΠΑΤΡΙΔΑΣ!

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Στους επιζήσαντες πολεμιστές των μαχών του ᾿74
22 Ιουνίου 2013, 09:31
από ΔΗΜΗΤΡΗΣ Φ | Κάτω από: Κυπριακός Ελληνισμός
16832_455781380001_247295425001_10691346_1702600_n

Αύγουστος του ᾿74
226 ΤΠ

Η υπέρτατη Τιμή και Δόξα ανήκει στους Ηρωικούς Νεκρούς μας των μαχών του ᾿74.
Σε Αυτούς, που όντας πάνω στον ανθό της νιότης, όταν απειλήθηκαν από το κύμα της βαρβαρότητας και της βίας, προτίμησαν να προτάξουν τα στήθη τους και να μην κατασπιλώσουν την τιμή τους.
Σε Αυτούς που δεν λιποτάχτησαν, δεν δείλιασαν, δεν σήκωσαν λευκό πανί, δεν τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Σε Αυτούς που, αν και γνώριζαν τη χαρά της ζωής, είχαν το μεγαλείο να την αξιολογήσουν στη ζυγαριά του θανάτου με το αίμα τους.

Ανάλογο σεβασμό με τους Ηρωικούς Νεκρούς μας οφείλουμε στους επιζήσαντες πολεμιστές των μαχών του ᾿74.
Ανέβηκαν και αυτοί στις πιο ψηλές κορφές του Αγώνα μονάχοι, με συντρόφους την απόφαση και το κορμί τους.
Αγωνίστηκαν χωρίς βαριές αρματωσιές πολεμικής τέχνης και πείρας, αλλά με συναίσθηση ότι η Ελευθερία είναι ευψυχία.
Η Τύχη δεν παρέδωσε το κορμί τους στην καταστροφή και την ψυχή τους στην Αθανασία.

Στη φωτογραφία του Αυγούστου του ᾿74 διακρίνονται ΑΝΔΡΕΣ του 226 ΤΠ της Εθνικής Φρουράς, που είχε βαρύτατες απώλειες κατά την υπεράσπιση του πατρίου εδάφους.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!




Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων