Το άγχος των παιδιών στο σχολείο

 

Τα περισσότερα παιδιά βιώνουν άγχος κατά τη διάρκεια της ομαλής ανάπτυξής τους. Οι αγχώδεις διαταραχές αποτελούν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες διαταραχές κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο, ορίζονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή, καθώς η φύση τους είναι σύνθετη και υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές (Weissberg, Gullota, Hampton, Ryan & Adams, 1998). Η συχνότητα εμφάνισης στον παιδικό πληθυσμό κυμαίνεται μεταξύ 5-17% και εμφανίζονται συχνότερα στα κορίτσια (Ollendick, King & Murris, 2002). Το άγχος ορίζεται ως ένα πολύπλοκο μοτίβο κινητικών, υποκειμενικών και φυσιολογικών αντιδράσεων απέναντι σε μια αληθινή ή υποτιθέμενη απειλή (Κάκουρος, Ε. Μανιαδάκη, Κ. 2005), ένα γενικευμένο και αόριστο συναίσθημα εσωτερικής έντασης (Λεονταρή, 1996).

Το άγχος αποτελεί  φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας που οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία, προετοιμάζει το παιδί για δράση και το προφυλάσσει από διάφορους κινδύνους (Ιεροδιακόνου, 1988). Επιπλέον, ως προσαρμογή θέτει τον οργανισμό σε κατάσταση ετοιμότητας για να τον προειδοποιήσει πως κινδυνεύει από κάτι και να τον κινητοποιήσει προς ορισμένες συμπεριφορές. Από την άλλη,  όταν το βίωμα του άγχους είναι σε υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και επίμονο στο χρόνο χαρακτηρίζεται παθολογικό (Herbet, 1998). Παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του ατόμου προτρέποντας τον οργανισμό σε αποφυγή της δύσκολης κατάστασης. Παρερμηνεύει τις πραγματικές απειλές και προκαλεί πανικό, ένταση και φόβο, διαταράσσει την ψυχική του ηρεμία και την ομαλή ροή της καθημερινότητας. Ειδικά στη εφηβεία τα παιδιά βρίσκονται πολύ συχνά σε κατάσταση έντονου άγχους.

Οι ενήλικες πιστεύουν ότι τα παιδιά δεν έχουν προβλήματα, συνεπώς δεν έχουν και άγχος. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά βιώνουν το άγχος και την ένταση στις διάφορες φάσεις της ανάπτυξής τους (Αγγελοσοπούλου & Ζαφειροπούλου, 2012). Από την αρχή της ζωής τους παρουσιάζουν τα πρώτα σημάδια άγχους, τότε που επιζητούν επίμονα να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες τους, όπως το φαγητό, ο ύπνος, η φροντίδα. Καθώς μεγαλώνουν, βιώνουν το άγχος αποχωρισμού από τους γονείς όταν θα πάνε στον παιδικό σταθμό, το άγχος για τον ερχομό ενός μωρού, το φόβο για τους ξένους, το σκοτάδι, το σχολικό άγχος, το άγχος των εξετάσεων, και ούτω καθεξής. Με λίγα λόγια, καθώς μεγαλώνει το παιδί μεγαλώνει και το άγχος του, το οποίο έρχεται να συνοδεύσει όλες εκείνες τις καινούριες καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει για πρώτη φορά στη ζωή του!

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που τα παιδιά έχουν άγχος. Το γεγονός ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν καινούριες και άγνωστες καταστάσεις, ενώ αισθάνονται ανασφάλεια για το αν θα καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα (Ζαφειροπούλου, 2000). Συνεπώς, παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση βιώνουν περισσότερο άγχος, σε σύγκριση με παιδιά τα οποία είναι πιο σίγουρα για τον εαυτό τους. Επίσης, η ανασφάλεια για το μέλλον τους είναι έντονη κι έτσι γίνονται πιο επιρρεπείς στο άγχος.

Τα παιδιά αντιδρούν στο άγχος διαφορετικά από ότι οι ενήλικες (Αγγελοσοπούλου &Ζαφειροπούλου, 2012). Τα συμπτώματα του άγχους στα παιδιά δεν προκαλούν πάντα επιβλαβείς συνέπειες στο περιβάλλον τους. Όταν τα παιδιά αγχωθούν, οι τρόποι αντίδρασής τους εξαρτώνται από την ηλικία, το αναπτυξιακό στάδιο και την αιτία του άγχους που βιώνουν. Επιπλέον, οι τρόποι αυτοί αλλάζουν καθώς μεγαλώνουν και διαπραγματεύονται επαρκώς ή ανεπαρκώς τις προκλήσεις του περιβάλλοντος.

Αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο τι ίδιο το παιδί προσλαμβάνει και βιώνει, προσωπικά –υποκειμενικά, κάθε φορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Κάτι που για ένα παιδί είναι θέμα ρουτίνας, για κάποιο άλλο μπορεί να αποτελεί μεγάλη δυσκολία.

Οι ψυχολογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί στο σχολείο, μπορεί να εκδηλωθούν από τις πρώτες κιόλας ημέρες της φοίτησής του. Για μερικά παιδιά, η είσοδος στο σχολείο είναι ένα γεγονός γεμάτο σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.  Αποτελεί την πρώτη εμπειρία παρατεταμένης απομάκρυνσης από το σπίτι. Για πολλές συνεχείς ώρες κάθε εργάσιμης ημέρας, το παιδί απομακρύνεται, από τις γνωστές και οικείες συνήθειες του σπιτιού,  από έναν τρόπο ζωής όλο παιχνίδι και ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και στοργή.  Το παιδί με την είσοδό του στο σχολείο, μεταφέρεται από ένα σχετικά «κλειστό» σύστημα, όπου οι κανόνες και οι απαιτήσεις του είναι γνωστές και προβλέψιμες, σε ένα σύστημα  «ανοιχτό», όπου η ζωή, τις πρώτες τουλάχιστον εβδομάδες, είναι γεμάτη από απροσδόκητα και απρόβλεπτα γεγονότα.

Οι απαιτήσεις και οι εντάσεις του καινούριου περιβάλλοντος είναι πολλές. Το παιδί πρέπει να διαθέτει αρκετή ευελιξία και αυτοέλεγχο για να μπορέσει να τις αντιμετωπίσει. Η σχολική ζωή προβάλλει στο παιδί απαιτήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά στη συγκέντρωση της προσοχής του, την ικανότητα να κάθεται στη θέση του ήσυχο και να εργάζεται για την ολοκλήρωση του έργου που κάθε φορά αναλαμβάνει, οι οποίες του είναι ουσιαστικά πρωτόγνωρες. Πολλά παιδιά, ακόμα και από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ασχολούνται με τα καθήκοντα αρκετές ώρες (καλύπτοντας μάλιστα και νυχτερινές ώρες), χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη καθοδήγηση για τον τρόπο που μπορούν να δουλέψουν και να οργανωθούν. Αυτού του είδους η πίεση, σε συνδυασμό με αντικειμενικές δυσκολίες που μπορεί να έχει το παιδί όπως μαθησιακές δυσκολίες ή δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, σύντομα θα συνοδευτεί από διαμαρτυρίες, γκρίνια και την ανάπτυξη του σχολικού άγχους.

 

Περιγραφή διαταραχών  άγχους που παρουσιάζονται συχνότερα στο σχολικό πλαίσιο

 

Άγχος αποχωρισμού

Το παιδί νιώθει υπερβολική ανησυχία όταν χρειάζεται να αποχωριστεί σημαντικούς ανθρώπους και κυρίως τους γονείς (Ιεροδιακόνου, 1988). Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί μια φυσιολογική αναπτυξιακή διεργασία που βιώνει το παιδί στους επτά μήνες και μέχρι τη πρώιμη προσχολική περίοδο. Όταν αυτό αναγνωρίζεται ως πρόβλημα συχνά το παιδί νιώθει πανικό και δευτερογενώς ανησυχεί για δυνάμει κινδύνους που απειλούν την οικογένεια του όταν αυτό απομακρύνεται από αυτήν ή το αντίστροφο. Εκφράζεται  διαφορετικά ανάλογα με την ανάπτυξη του παιδιού. Στα παιδιά 5-8 χρονών συνήθως εμφανίζεται με άρνηση να πάνε σχολείο γιατί ανησυχούν μήπως ένα αγαπημένο τους πρόσωπο πάθει κάτι κακό. Από τα 9-12 χρόνια τα παιδιά αναφέρουν ένταση κατά τον αποχωρισμό. Από τα 13-16 χρόνια αρνούνται να πάνε σχολείο και παραπονιούνται για σωματικές ενοχλήσεις.

Σχολική φοβία

Η σχολική φοβία χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος και σθεναρή άρνηση να πάει συστηματικά στο σχολείο. Εκδηλώνεται ως απέχθεια προς το σχολείο. Το μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίζεται στην Α΄ και Β΄ τάξη του δημοτικού σχολείου.  Θεωρείται ως μία οξεία εκδήλωση ενός μόνιμου άγχους αποχωρισμού που μετατοπίζεται από την πραγματική του πηγή (την απομάκρυνση από το σπίτι) σ’ ένα ερέθισμα που είναι το σχολείο, το οποίο μέχρι χθες ήταν ουδέτερο. Το συναίσθημα αυτό έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλωθεί ή να ενταθεί, όταν συνυπάρξουν και άλλοι παράγοντες  όπως ένα αυταρχικός και τιμωρητικός δάσκαλος, πολυπληθείς τάξεις. Οι διάφορες εκδηλώσεις της σχολικής φοβίας, είτε είναι ψυχοσωματικά συμπτώματα, είτε αιτιάσεις για το σχολείο, αποβλέπουν κυρίως στο να πείσουν τους γονείς να επιτρέψουν στο παιδί να μην πάει στο σχολείο. Μπορεί να έχει προηγηθεί αλλαγή σχολείου, αρρώστια και παραμονή στο σπίτι, θάνατος ή ασθένεια γονέα κ.α

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή

Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή και η κοινωνική φοβία είναι οι πιο συνηθισμένες στη μέση παιδική ηλικία (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002). Τα  παιδιά βιώνουν τα ίδια συμπτώματα άγχους με τους ενήλικες, ωστόσο αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο, γεγονός που κάνει δυσκολότερη τη διάγνωση της διαταραχής κατά την παιδική ηλικία. Επιπλέον η διαταραχή δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, καθώς τα συμπτώματά της δεν προκαλούν επιβλαβείς συνέπειες στο περιβάλλον των παιδιών. Η ανησυχία δεν αφορά ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή συνθήκη. Ανησυχεί για το πώς θα τα καταφέρει ή για διάφορα μελλοντικά συμβάντα. Δυσκολεύει περισσότερο τα παιδιά και τις σχέσεις τους, συγκριτικά με άλλες μορφές άγχους.

Άγχος επίδοσης

Η αφετηρία του τοποθετείται στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον (αντίδραση του παιδιού στις αξιολογήσεις των «σημαντικών άλλων» ). Πρόκειται για προϊόν μάθησης και μπορεί να τροποποιηθεί. Είναι ένας συνδυασμός του συνολικού προγράμματος και των σχολικών εργασιών τους. Μπορεί το πρόγραμμά είναι τόσο φορτωμένο που δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί σε όλες τις υποχρεώσεις του για το σχολείο. Μπορεί το παιδί να αντιμετωπίζει δυσκολία στην επίλυση  ασκήσεων ή να δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί.

Άγχος των εξετάσεων

Στο σχολικό πλαίσιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το άγχος των εξετάσεων που αφορά το ένα τρίτο των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο. Εμφανίζεται το αρνητικό αυτό συναίσθημα όταν το άτομο βιώνει μία διαδικασία αξιολόγησης (Ρασιδάκη & Παντελή, 1999). Όταν οι εξετάσεις αποτελούν για το μαθητή μια ευκαιρία να αποδείξει στους γύρω του ή στον εαυτό του την ικανότητα και την αξία του. Συνδέεται με το φόβο που νιώθουμε μήπως απογοητεύσουμε τον εαυτό μας και ματαιώσουμε τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι για μας.  Η αξιολόγηση γίνεται αντικείμενο κρίσης από εκπαιδευτικούς και συμμαθητές. Από την εικόνα αυτή εξαρτώνται α) το κύρος του στην τάξη β) η ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων του γ) οι σχέσεις του με τους γονείς. Ενισχύεται από τις ανισότητες στη μάθηση. Σχετίζεται και με τις συνθήκες συμφόρησης που επικρατούν: ο μαθητής πρέπει να κερδίσει την επωνυμία του- στην εφηβεία ανάγκη για προβολή και αποδοχή. Στην Α/θμια και Β/θμια εκπαίδευση έχει διαπιστωθεί πως κατά κανόνα παιδιά με υψηλό άγχος εμφανίζουν χαμηλότερη επίδοση από τα μη – αγχώδη παιδιά.

Σχέση άγχους και μάθησης & σχολικής επίδοσης

Το άγχος απασχολεί τόσο πολύ τις γνωστικές διεργασίες ώστε να ελαττώνεται η προσοχή και να μειώνεται η ικανότητα του μαθητή για αποτελεσματική απόδοση. Το άγχος απορροφά μεγάλο μέρος της χωρητικότητας της μνήμης. Το άτομο που βρίσκεται  υπό το κράτος του άγχους παρουσιάζει δυσχέρειες  όχι μόνο προς την εκμάθηση νέου υλικού αλλά διακατέχεται και από ανησυχητικές εκδηλώσεις όπως  έμμονη, ανασταλτικότητα, φοβίες, διαταραχές του λόγου κ.α. Επιπλέον δημιουργείται έντονη συναισθηματική φόρτιση και έτσι αποδιοργανώνεται και η συμπεριφορά. Το άγχος συνδέεται με την αρνητική αυτοαντίληψη και τη χαμηλή σχολική επίδοση.

 

 

 

Παράγοντες που προκαλούν άγχος στα παιδιά στο σχολείο μπορούν να διαχωριστούν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς. Εσωτερικοί παράγοντες θεωρούνται το αναπτυξιακό ιστορικό του (ειδικές συνθήκες, προβλήματα υγείας, γενετικοί παράγοντες, κ.α), η προσωπικότητα του παιδιού (χαμηλή αυτοεκτίμηση, εσωστρέφεια, δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής, εξάρτηση από ενηλίκους, συμμόρφωση, υψηλές προσδοκίες του ίδιου του παιδιού) ή οι μαθησιακές δυσκολίες. Στους εξωτερικούς παράγοντες τοποθετείται αρχικά η οικογένεια. Συνήθως, τα άγχη των παιδιών σχετίζονται υπερβολικό έλεγχο στην οικογένεια, υπερπροστασία, αποφυγή (οι γονείς αποφεύγοντας καταστάσεις καθοδηγούν τα παιδιά να φοβούνται και να ανησυχούν), αρνητικές προσδοκίες, απουσία συναισθηματικής ζεστασιάς και έκφραση αρνητικών συναισθημάτων, συγκρούσεις, διαφωνίες και λεκτική/ σωματική βία (Μπίμπου- Νάκου, 2004). Επιπλέον, εξωτερικοί παράγοντες άγχους θεωρούνται α) κοινωνικοί παράγοντες (χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πολιτισμικές συνθήκες), β) γεγονότα ζωής (καθημερινά μικροσυμβάντα ή σημαντικά γεγονότα όπως ασθένεια, θάνατος, απώλειες, αποχωρισμοί), γ) ο εκπαιδευτικός (οι στάσεις και αντιλήψεις του, οι διδακτικές του ικανότητες, οι κοινωνικές του δεξιότητες, ο τρόπος αξιολόγησης που χρησιμοποιεί) και  δ) το σχολείο (ο μεγάλος αριθμός μαθητών, τα βιβλία, οι σχολικές εργασίες, οι εξετάσεις,  το σχολικό κλίμα, bulling (εκφοβισμός ). Πιο συγκεκριμένα, στο σχολειό παράγοντες άγχους μπορούν να θεωρηθούν τα εξής:

Οι συνέπειες του άγχους σε ένα παιδί είναι ορατές στην υγεία, στη σκέψη, στο συναίσθημα και την συμπεριφορά του. Σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνους στην κοιλιά, σφίξιμο στο στήθος, δύσπνοια, εμετούς, πονοκέφαλους, ενούρηση, δυσκοιλιότητα, μουδιάσματα, εφίδρωση, ξηροστομία, αλλαγές στην όρεξη, τάση για λιποθυμία, κ.α. Στη σκέψη παρουσιάζει αδυναμία συγκέντρωσης προσοχής, σκέψεις αποτυχίας και ανικανότητας, σκέψεις θανάτου αγαπημένων προσώπων κ.α. Όσον αφορά το συναίσθημα, το παιδί μπορεί να δείχνει στεναχωρημένο, μελαγχολικό, ντροπαλό, δειλό, φοβισμένο, να κλείνεται στον εαυτό του, ανήσυχο, να δείχνει κουρασμένο ή εκνευρισμένο. Στη συμπεριφορά παρατηρείται απομόνωση, έλλειψη συμμετοχής σε δραστηριότητες, φοβίες, αϋπνίες, ίσως και επιθετικότητα (εκρήξεις θυμού). Ακραίες μορφές άγχους είναι ο ψυχαναγκασμός (επαναλαμβανόμενες πράξεις τελετουργικά),  τριχοτιλλομανία, τικ, τραυλισμός, νυχτερινή ενούρηση, εκλεκτική αλαλία, σχολική φοβία.

Τα μικρά παιδιά συχνά μιλούν για τις φοβίες τους που σχετίζονται με το σχολείο και μπορεί να ζητούν τη διαβεβαίωση από τους γονείς πως θα μείνουν μαζί τους τις σχολικές ώρες ή να αναρωτιούνται αν πρέπει να πάνε στο σχολείο. Συχνά διαμαρτύρονται για στομαχόπονους και πονοκεφάλους, ή μπορεί να γίνονται ασυνήθιστα νευρικά. Πολλά παιδιά μπορούν να παρουσιάσουν δυσκολίες στον ύπνο ή μπορεί να αρχίσουν να ζητούν να κοιμούνται με τους γονείς τους. Συμπεριφέρονται σαν παιδία μικρότερης ηλικίας, η ομιλία τους αλλάζει, ξαφνιάζονται έντονα και τρομάζουν σε διάφορους θορύβους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αναπτύξουν σχολική άρνηση και να μην μπορούν να μπουν στο κτίριο ή στο σχολικό λεωφορείο. Ακόμα όμως και αν τα καταφέρουν, μπορεί να κλαίνε και να διαμαρτύρονται για έντονους πόνους χωρίς να είναι σε θέση οι δάσκαλοι να τα ηρεμήσουν. Αυτά τα παιδιά προσπαθούν να αποφύγουν μια κατάσταση που τα κάνει να φοβούνται. Τα παιδιά που έχουν σχολικό άγχος ταλαιπωρούνται από αυτό καθημερινά. Δεν είναι κάτι που το έχουν τη μια μέρα και την άλλη όχι.

Σε γενικές γραμμές ένα αγχωμένο παιδί στο σχολείο α) δεν θέλει να αποχωριστεί τους γονείς τους και να μπει στην τάξη,  β) παραπονιέται για σωματικές ενοχλήσεις  γ) δεν παρακολουθεί εύκολα τα μαθήματα δ) δυσκολεύεται να μάθει και να μοιραστεί δραστηριότητες με τα άλλα παιδιά στην τάξη ε) χαρακτηρίζεται ως μαθητής με χαμηλή επίδοση καθώς δεν μπορεί να «αποδείξει τι αξίζει» σε μια γραπτή ή προφορική δοκιμασία (Barret & Pahl,2006) στ) δεν είναι δημοφιλές ανάμεσα στους συμμαθητές του ι) μπορεί να παρουσιάζει έντονη εξάρτηση από ενήλικες κ) μπορεί να εκφράζει επιθετικά συναισθήματα αλλά να νιώθει και μεγάλη ανησυχία/ ενοχές  για αυτά (Herbet, 1998). Το προφίλ του άγχους στη σχολική ηλικία θα μπορούσε να συνοψιστεί στο γεγονός ότι τα παιδιά εσωτερικεύουν τα προβλήματά τους (Achenbach, 1991).

Πολλές φορές ένα σύμπτωμα μπορεί να αποτελεί φυσιολογική αντίδραση για μία ορισμένη ηλικία, να είναι δηλαδή μεταβατικής υφής, χωρίς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού. Όπως ένα σωματικά υγιές παιδί είναι δυνατό να περάσει μία συνήθη παιδική ασθένεια, χωρίς να διαταραχθεί σοβαρά η σωματική του υγεία, έτσι και ένα ψυχικά υγιές παιδί μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα ελαφριάς μορφής προβληματικής συμπεριφοράς, χωρίς σοβαρές συνέπειες στην ψυχολογική του ανάπτυξη. Αν όμως το άγχος είναι συχνό, έντονο και επίμονο πρέπει να ζητείται η γνώμη ειδικού για έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση.

Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και τα παιδιά μας δίνουν έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες για να αξιολογήσουμε το άγχος (Μπίμπου- Νάκου, 2004). Η αναγνώριση αυτών των δυσκολιών σχετίζεται με το πλαίσιο αναφοράς του παιδιού (σπίτι, σχολείο, διάλειμμα). Χρησιμοποιούνται ειδικά ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις και  παρατήρηση.  Οι εκπαιδευτικοί είναι σε θέση να παρατηρήσουν προσεκτικά τα παιδιά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τις επιθυμίες τους (π.χ. παιδιά που δηλώνουν τις επιθυμίες τους ως απαιτήσεις λόγω της παντοδύναμης σχέσης του παιδιού με την οικογένεια), την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και  τον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τα συναισθήματά τους (π.χ. παιδιά που καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες χωρίς αναφορά στα συναισθήματα τους με συνέπεια να τους λείπει το προσωπικό νόημα και η ενεργητική αλληλεπίδραση στο σχολείο).

Στην αντιμετώπιση και διαχείριση του άγχους στα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι με το παιδί: το σχολείο, οι εκπαιδευτικοί, οι ψυχολόγοι και πρώτοι από όλους οι ίδιοι οι γονείς.

Το σχολείο αποτελεί ιδανικό χώρο για την εφαρμογή υπηρεσιών ψυχικής υγείας, καθώς μπορεί να προωθήσει προληπτικά προγράμματα που στοχεύουν στην αποτροπή της ανάπτυξης των διαταραχών άγχους μέσω θετικών στρατηγικών αντιμετώπισης του. Μπορεί επίσης να συμβάλλει με  τη διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την ενθάρρυνση της γονικής εμπλοκής (αμφίδρομη ενημέρωση, ενεργότερη συμμετοχή του γονέα, κινητοποίηση εσωτερικών κινήτρων για το μαθητή). Στο σχολείο οι ατομικές διαφορές πρέπει να γίνονται σεβαστές, τα λάθη να αντιμετωπίζονται ως ευκαιρία για βελτίωση, η επικοινωνία να είναι ανοιχτή, να υπάρχει ευελιξία στην εφαρμογή των κανόνων και να υπάρχει διαρκής υποστήριξη των μαθητών.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι κρίσιμος και μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί που βιώνει έντονο άγχος ενθαρρύνοντας το να ζητήσει στήριξη σχετικά με τις ανησυχίες του, ωθώντας το να χρησιμοποιήσει τεχνικές αποβολής άγχους και στρατηγικές ηρεμίας και φροντίζοντας για την σταθερότητα και ασφάλεια του περιβάλλοντος. Ακόμη ο εκπαιδευτικός μπορεί να παρέχει στο μαθητή τη δυνατότητα εναλλακτικών τρόπων εξέτασης, να του επιτρέπει να αναχωρεί από την τάξη όταν αισθάνεται την ανάγκη, να τον εκθέτει σταδιακά σε καταστάσεις που του πυροδοτούν άγχος στο σχολικό πλαίσιο, να τον ενθαρρύνει να συμμετέχει σε ομαδικές δραστηριότητες και να αναπτύσσει γύρω του ένα όσο το δυνατόν περισσότερο υποστηρικτικό περιβάλλον.

Οι γονείς είναι σημαντικό να προσπαθήσουν να ακούσουν, να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τα συναισθήματα των παιδιών χωρίς να τα κατακρίνουν ή να τα υποτιμούν. Για να διευκολύνουν την προσαρμογή του παιδιού μπορούν να συζητήσουν μαζί του την καθημερινότητα και τη ρουτίνα του σχολείου έτσι ώστε να κάνουν τα πράγματα πιο προβλέψιμα. Πολλά παιδιά μπορεί να είναι γνωστικά έτοιμα για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του σχολείου, αλλά μπορεί να αισθάνονται ανασφάλεια με τον εαυτό τους και την κοινωνική τους προσαρμογή. Το κουκλοθέατρο μπορεί να αποδειχθεί μια πολύ εύκολη λύση για να διδαχτεί και να εξασκηθεί το παιδί πάνω σε κοινωνικές καταστάσεις που το αγχώνουν όπως για παράδειγμα η γνωριμία με συμμαθητές και δασκάλους. Γενικά να αφήνουν το παιδί να παίζει  γιατί μέσα από το παιχνίδι καταφέρνει να εκφράζει συναισθήματα και να αναπαράγει δυσάρεστα περιστατικά.

Η επικοινωνία των γονιών με το δάσκαλο ή τη δασκάλα του παιδιού και η ενημέρωση για τα συναισθήματα του παιδιού είναι εξίσου σημαντική. Όταν οι δάσκαλοι γνωρίζουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, τότε είναι σε θέση να τα προσεγγίσουν διαφορετικά και να τα βοηθήσουν να χαλαρώσουν. Αν το παιδί παραπονιέται για σωματικά συμπτώματα, οι γονείς πρέπει αρχικά να συμβουλευτούν ένα γιατρό για να σιγουρευτούν για τη σωματική υγεία του παιδιού. Όταν τα παιδιά είναι σωματικά υγιή, δε θα πρέπει να επιτρέπουν οι γονείς τις απουσίες από το σχολείο. Οι γονείς πρέπει να καθησυχάσουν τα παιδιά λέγοντας πως είναι φυσιολογικό να αισθάνονται φόβο και άγχος σε νέες καταστάσεις. Αυτή η νευρικότητα όμως δε σημαίνει πως πρέπει να τα κρατάει στο σπίτι ή πως δεν μπορούν να περάσουν καλά. Μπορούν να υπενθυμίσουν στο παιδί προηγούμενες νέες καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει που αν και έμοιαζαν δύσκολες στην αρχή, κατάφερε να ανταπεξέλθει. Επίσης, είναι σημαντικό οι γονείς να ανιχνεύσουν τόσο ρωτώντας το παιδί όσο και τους δασκάλους του, για τη πιθανότητα να έχει πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού ή πειραγμάτων (συχνές αιτίες σχολικού άγχους). Οι αλλαγές στο σπίτι όπως μετακόμιση, διαζύγιο, θάνατος μπορεί να είναι ιδιαίτερα οδυνηρές για τα παιδιά και να χρειάζεται να μιλήσουν άμεσα με τους γονείς ή και με ειδικό για τις ανησυχίες τους.

Τέλος αλλά εξίσου σημαντικό, είναι να αναρωτηθούν οι γονείς αν αποτελούν οι ίδιοι την πηγή άγχους για το παιδί. Σε μερικές περιπτώσεις είναι οι γονείς αυτοί που δε θέλουν να αποχωριστούν το παιδί γιατί είναι για αυτούς το συναισθηματικό τους αποκούμπι. Έτσι τα παιδιά μπορεί να μη θέλουν να αποχωριστούν τη μαμά για παράδειγμα, γιατί ανησυχούν για αυτήν και νιώθουν ότι τους χρειάζεται. Άλλες φορές μπορεί οι γονείς να βλέπουν τα παιδιά τους ιδιαίτερα ευάλωτα ή ντροπαλά και γίνονται υπερπροστατευτικοί μαζί τους με αποτέλεσμα να μην ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία τους. Τα παιδιά όμως καθώς μεγαλώνουν και κάνουν την είσοδό τους στο σχολείο θα χρειαστούν την ώθηση, την ενθάρρυνση και την επιβράβευση των γονιών για τα μικρά τους βηματάκια προς την ανεξαρτησία. Οι υπερβολικές απαιτήσεις και οι υπέρμετρες φιλοδοξίες των γονιών μπορούν να αποτελέσουν πηγή άγχους για τα παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες και να σέβονται τις διαφορετικές ανάγκες και ρυθμούς μάθησης των παιδιών. Να αγαπούν, να αποδέχονται και να καμαρώνουν τα παιδιά τους για αυτό που είναι. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να τα βοηθήσουν να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίσουν για την ώρα τις προκλήσεις του σχολείου, αλλά και αργότερα τις προκλήσεις της ζωής!

H προσέγγιση που κερδίζει έδαφος στις θεραπείες για την διαχείριση του άγχους στα παιδιά είναι η γνωστική προσέγγιση (Fontana, 1990). Το παιδί μέσα από αυτήν την προσέγγιση αρχίζει να αναγνωρίζει την εμπειρία του άγχους είτε ως φυσιολογικές σωματικές αντιδράσεις είτε ως συγκεκριμένες σκέψεις, προσδοκίες, γνωστικά σχήματα, συναισθήματα και δραστηριότητες. Στόχος είναι η σταθεροποίηση και η γενίκευση της αλλαγής διαχρονικά ώστε να περιοριστούν σημαντικά οι πιθανότητες για επανεμφάνιση αντίστοιχων δυσκολιών στις σχέσεις του παιδιού με το περιβάλλον του (Kendall, 1994). Το παιδί συζητά τους τρόπους με τους οποίους συνήθως προγραμματίζει να «τα βγάλει πέρα» και σε ποιο βαθμό πιστεύει ότι τα σχέδια του εφαρμόζονται και είναι βοηθητικά. Οι γνωστικές προσεγγίσεις τις περισσότερες φορές προσανατολίζονται χρονικά  στις 12 με 16 εβδομάδες).

 

Αντί επιλόγου

Παρ’ όλο που το άγχος αναγνωρίζεται συχνότερα στα παιδιά συγκριτικά με άλλες δυσκολίες, τα διάφορα πλαίσια (θεσμικά ή μη) τις αντιμετωπίζουν είτε ως ήπιες αποκλίσεις από το φυσιολογικό επίπεδο ανάπτυξης των παιδιών είτε ως ένα σταθερό χαρακτηριστικό που συνδέεται με την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα των παιδιών και το οποίο τα ίδια τα παιδιά και οι οικογένειες τους πρέπει να μάθουν να το αντιμετωπίζουν επαρκώς (Αγγελοπούλου & Ζαφειροπούλου, 2012). Γνωρίζουμε πως τα παιδιά με προβλήματα άγχους διατρέχουν δυο έως τέσσερις φορές αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν άγχος ως ενήλικοι (Pine, Cohen, Gurley, Brook &Ma, 1998). Ακόμη το άγχος διαχρονικά επιβαρύνει περισσότερο τη λειτουργία και τη δραστηριότητα των ατόμων και ιδιαίτερα τις διαπροσωπικές σχέσεις παιδιών και εφήβων. Έτσι, πρωτεύουσα σημασίας είναι η έγκαιρη αναγνώριση του άγχους ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά

Επιπλέον, στον χώρο της εκπαίδευσης καθώς τα προβλήματα άγχους δεν συνδέονται με διασπαστική συμπεριφορά κα απειθαρχία στην τάξη, δεν συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών. Εκπαιδευτικοί, γονείς και ειδικοί ενώ αναγνωρίζουν και εντοπίζουν τα παιδιά με άγχος, συχνά θεωρούν πως δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό, το υποτιμούν. Ωστόσο το άγχος κάνει τα παιδιά να υποφέρουν. Κάποιες από τις επιπτώσεις της μη έγκαιρης αντιμετώπισης του άγχους στα παιδιά είναι η σχολική αποτυχία, η μη ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων και η κατάθλιψη. Το άγχος λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τη συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού, δεσμεύοντας την ενέργεια και το δυναμικό του.

Το σχολείο μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά προς το παιδί και την οικογένεια του καθώς παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη, τον έγκαιρο εντοπισμό καθώς και την παιδαγωγική αντιμετώπιση των δυσκολιών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

  1. Achenbach, T.M. (1991). Manual for the Child Behavior Checklist/4-18. Burlington, VT: University of Vermont Department of Psychiatry.
  2. Αγγελοπούλου, Α. & Ζαφειροπούλου, Μ. (2012). Ο Αγχόσαυρος, Αθήνα, Εκδ. Πεδίο, 11-46
  3. Barret, P., Farrell, L., Ollendick,T., & Dadds, M. (2006). Long- term outcomes of an Australian universl revention trial of anxiety and depression symptoms in children and youth: An evaluation of the Friends program. Journal of clinical Child and Adolescent psychology, 35 (3), 403- 411.
  4. Ζαφειροπούλου, Μ. (2000). Κατανοώντας τη συμπεριφορά μας. Ο ρόλος της μάθησης στην πρόσκτηση και εξέλιξη της συμπεριφοράς. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 269-294.
  5. D.(1990). Άγχος και η αντιμετώπιση του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  6. Herbert, M. (1998), Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας επιμ. Ι. Παρασκευόπουλος. Τόμος Α΄, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 165-218
  7. Ιεροδιακόνου, Χ. (1988). Οι νευρώσεις των παιδιών και των εφήβων. Στο Γ. Τσιάντης & Σ. Μανωλοπουλος (επιμ), Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής, Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτη, 203-234
  8. Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2005), Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων, Αθήνα, Τυπωθήτω, 165-195
  9. Καραδήμας Ε. X. (2011). Στρες και διαχείριση του στρες στον σχολικό πληθυσμό. Στο: Α. Καλαντζή-Αζίζι και Μ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Προσαρμογή στο σχολείο Πρόληψη και αντιμετώπιση δυσκολιών, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 405-422
  10. Kendall, P. C. (1994). Treating anxiety disorders in children: Results of a randomized clinical trial. Journal of Consulting and Clinical Psychology, Vol 62(1),  100-110.
  11. Μπίμπου- Νάκου, Ι. (2004). Το άγχος και η Φοβία σε παιδιά. Στο: Α. Καλαντζή-Αζίζι και Μ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Προσαρμογή στο σχολείο Πρόληψη και αντιμετώπιση δυσκολιών, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 287-321
  12. Ollendick,S., King, N.J,  & Muris,P. (2002). Fears and phobias in children: Phenomenology, epidemiology and etiology. Child and Adolescence Mental Health, 7(3), 98-106
  13. Pine,D., Cohen,P., Gurley,D.,  Brook, J., & Ma,Y. ( 1998).The risk for early-adulthood anxiety and depressive disorders in adolescences with anxiety and depressive disorders. Archives of general Psychiatry, 55, 56-64.
  14. Ρασιδάκη, Χ. & Παντελή, Σ. (1999). Επιτυχία σε πρώτο Πλάνο Πώς να Κερδίσεις το παιχνίδι στο σχολείο. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 37-43
  15. Weissberg,P.R., Gullota,T.P., Hampton,R.L., Ryan, B.A.,  & Adams,G.R. (1998) (eds).Establishing preventive services: Issues in children’ s and families’ lives. Thousand Oaks,CA:Sage.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατηγορίες: Γενικές γνώσεις

ΜΑΥΡΙΔΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ


Περισσότερες πληροφορίες

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Σύμβολο κράτησης θέσης avatar
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση