Οδυσσέας Ελύτης – ο ποιητής του Αιγαίου
Εκπαιδευτικός : κ. Γιώτα Εζανίδου
Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ έφυγε... Κάτοχος της χάρης που φέρουν μόνο οι περιούσιοι, μας μίλησε για την αξία του έσω Ελληνισμού, τον ΄Ερωτα, το χρώμα των λέξεων, το άφθαρτο γαλάζιο, το Αιγαιοπελαγίτικο όνειρο.
Και ενώ τώρα εκείνος ταξιδεύει μακριά, όλα αυτά θα μείνουν για πάντα εδώ. Δικά μας. Πόσα και πόσα πολλά δεν χρωστάμε σ' αυτόν
Κομμάτια απ' την ομορφιά
τ' ανθρώπινου μεγαλείου
είναι η πατρίδα μου,
διάσπαρτη γύρω απ' τον ομφαλό
της γης και στα πόδια της το Αιγαίο
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
-Με έμαθε να αφουγκράζομαι τις θάλασσες μας, τα κυκλαδίτικα σπίτια, τις αμμουδιές μας : «Αφησα την καρδιά μου χάμω σαν το κοχύλι μες στην άμμο»
-Με έμαθε να σέβομαι την ιστορία του τόπου μου: « Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη»
-Με έμαθε να αγαπώ την ελληνική γλώσσα : «Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου»
-Με έμαθε να ακολουθώ μια αισθητική φωτεινή και αέρινη σαν τους στίχους του: «Λάμπει, λάμπει κι η χαρά μου σαν τα μάρμαρα της Πάρου»
-Με έμαθε να λούζομαι από το φως του ηλιάτορα : « Φωτιά ναι ' το πηγούνι του χρυσάφι το πιρούνι του»
-Μ' έμαθε να χαλαρώνω με τη διαδοχή των λέξεων : «Σαν ποταμός εξ' αίματος εξάδελφος του Ευξείνου»
-Μ΄έμαθε να βρίσκω δρόμους στα αδιέξοδα: «Eίναι φορές που βγαίνω στον αέρα λες και διαβάζω την Ιλιάδα»
-Μ΄ έμαθε να απολαμβάνω τη χαρά μου : «Xείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Στις 19 Οκτωβρίου 1979 οι Έλληνες ξύπνησαν με μια ευχάριστη είδηση. Το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας είχε απονεμηθεί από τη Σουηδική ακαδημία στον Οδυσσέα Ελύτη.
Ήταν η δεύτερη-και η τελευταία μέχρι σήμερα- φορά που το σημαντικό αυτό βραβείο απονεμόταν σε Έλληνα. Ο πρώτος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης... Αυτή τη φορά με την απονομή του βραβείου Νόμπελ είχε κάθε λόγο να χαίρεται και το Ηράκλειο.
Εδώ είχε γεννηθεί και ανατραφεί ο Οδυσσέας Ελύτης, από το Ηράκλειο ξεκίνησε αυτή η διαδρομή που τον έφερε στην λογοτεχνική καταξίωση, στον Όλυμπο των ποιητών... Γι' αυτό άλλωστε και τον τίμησε το Ηράκλειο... Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης όπως ήταν το όνομα της οικογένειάς του γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο. Τελευταίος από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά μεγάλωσε στη συνοικία των Εφτά Μπαλτάδων, Αριάδνης και Πασιφάης γωνία.
Η καταγωγή και από τους δυο γονείς του ήταν από τη Μυτιλήνη.
Στην Κρήτη είχαν έρθει από το 1895 όταν ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης και ο αδερφός του Θρασύβουλος αποφάσισαν να κατασκευάσουν εδώ εργοστάσιο σαπωνοποιίας.
Το 1914, ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. . Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου και μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός
Όμως Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας .Το 1935 δημοσιεύονται τα πρώτα του ποιήματα και το 1939 εγκαταλείπει τις νομικές σπουδές και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στο Πρώτο Σώμα στρατού. Μετά από ένα χρόνο στα πεδία των μαχών μεταφέρθηκε τραυματισμένος στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη .
Το 1958 δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος,. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό».
Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες .Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέπτεται και τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απήχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική , και αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκό.
Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Την απονομή του Νομπέλ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα
Έργο
Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '40. Ένας μεγάλος ποιητής που.το έργο του έχει επανηλειμμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού γιατί επηρεάστηκε από αυτόν και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.).
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο»[5]. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα.
Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν πολλοί κριτικοί της διαπιστώνοντας πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού[5].
Γενικά στα ποιήματά του διακρίνει κανείς μια βαθιά αίσθηση της ζωής, υγεία και σφρίγος που εξωτερικεύονται με την παράθεση συνεχώς απροσδιόριστων εικόνων, συνειρμικά δεμένες μεταξύ τους. Ο λόγος του είναι συναισθηματικά φορτισμένος
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Φυλλομετρώντας τη μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή του θα πρέπει να σταθεί κανείς στις ποιητικές συλλογές :
- «Προσανατολισμοί», (1940)
- «Ηλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα», (1943)
- «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», (1946)
- «Το Άξιον Εστί», (1959)
- «Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό», (1960)
- «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά», (1971)
- «Ο ήλιος ο ηλιάτορας», (1971)
- «Το Μονόγραμμα», (1972)
- «Τα Ρω του Έρωτα», (1973)
- «Τα Ετεροθαλή», (1974)
- «Σηματολόγιον», (1977)
- «Μαρία Νεφέλη», (1978)
- «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», (1982)
- «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», (1984)
- «Ο Μικρός Ναυτίλος», (1988)
- «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας», (1991)
- «Δυτικά της λύπης», (1995)
- «Εκ του πλησίον»
- «Η ποδηλάτισσα»
- «Ήλιος ο πρώτος», (1943)
[Επεξεργασία] Πεζά, δοκίμια
- «Η Αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», (1942)
- «2χ7 ε» (συλλογή μικρών δοκιμίων)
- «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», (1973)
- «Ανοιχτά χαρτιά» (συλλογή κειμένων), (1973)
- «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», (1977)
- «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», (1975)
- «Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά», (1990)
- «Ιδιωτική Οδός», (1990)
- «Εν λευκώ» (συλλογή κειμένων), (1992)
- «Ο κήπος με τις αυταπάτες», (1995)
[Επεξεργασία] Μεταφράσεις
- «Δεύτερη γραφή»
- «Σαπφώ»
- «Η αποκάλυψη», (1985
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΓΙΟΥ ΣΥΛΛΑ ΚΑΙ ΕΛΥΤΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΥΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ στις 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008
Εμείς είμαστε μικροί. Αυτός ήταν μεγάλος. Εμείς είμαστε αμύητοι αναγνώστες της ποίησης. Αυτός τρανός δημιουργός της. Πώς τολμάμε λοιπόν εμείς να τον πλησιάσουμε; Η βραδιά θα δείξει, αν ήταν θάρρος ή αποκοτιά, τόλμη ή απερισκεψία.
Για να το δοκιμάσουμε, βασιστήκαμε σε τρία βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του ποιητή.
Το πρώτο είναι ότι πίστευε στην τυχαία και αυθόρμητη συνάντηση του αναγνώστη με την ποίηση. Η ποίηση δεν περιγράφεται, δεν την εξηγεί ο ποιητής, δεν μας λέει τι θέλει να πει. Η ποίηση υπάρχει. Και τη συναντά ο αναγνώστης - προγυμνασμένος ή όχι. Η ποίηση, αλλιώς μπορεί να μιλήσει σ' εμάς, αλλιώς σ' εσάς τους μεγάλους. Γι' αυτό μη μας ρωτάτε " τι θέλει να πει ο ποιητής εδώ ή εκεί", ρωτήστε μας, απλά, τι λέει στην ψυχούλα μας, αυτός ή εκείνος ο στίχος.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό, είναι ότι ο Ελύτης χαιρόταν ιδιαίτερα να βλέπει την ανταπόκριση της ποίησής του σε νέους με άλλη ιδιοσυγκρασία. Θεωρούσε πως είναι ένα παρθένο αλλά και εύφορο έδαφος. Εμείς είμαστε, ακόμη, άγραφα χαρτιά σχετικά με την ποίηση.
Τέλος ένα τρίτο, είναι ότι ο ποιητής αγωνιζόταν με όπλα την ομορφιά και την αθωότητα. Θεωρούσε ότι η ποίηση είναι μια πηγή αθωότητας, γεμάτης από επαναστατικές δυνάμεις. Ομορφιά, αθωότητα, επαναστατική ορμή νομίζουμε, ότι χαρακτηρίζει κατ' εξοχήν, τη δική μας ηλικία.
Αφήστε μας λοιπόν να προσπαθήσουμε κι αν έχουμε κάνει λάθη, θα το δείξει ο χρόνος
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
ΜΑΡΙΝΑ
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ
στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού
Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού
Του μικρού Βοριά παράγγειλα
να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
και στο παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
που μόλις ανασαίνει
Με πιάνει το παράπονο
γιατί στον κόσμο αυτόνα
Τα καλοκαίρια τα 'χασα
κι έφτασα στο χειμώνα
Σαν το καράβι που άνοιξε
τ' άρμενα κι αλαργεύει
θωρώ να χάνονται οι στεριές
κι ο κόσμος λιγοστεύει.
Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές
γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί