Μεγάλη Παρασκευή: Η κορύφωση του Θείου Δράματος

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρα απόλυτου πένθους για όλη τη Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας. Κορυφώνεται το Θείο Δράμα και γίνεται η σταύρωσή του Χριστού το ξημέρωμα της ίδιας ημέρας. Στην “Ακολουθία των Παθών” που τελείται, θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον Σταυρόν και τον θάνατον, σύμφωνα με το Συναξάρι της ημέρας.

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μια ξεχωριστή ημέρα για τους ορθοδόξους πιστούς. Γνωρίζουμε ότι το σεπτό Θείο Πάθος λειτούργησε λυτρωτικά για μας. Λυπούμαστε για τα αμαρτήματά μας, για την κατάπτωσή μας και προπαντός για τη Θεοκτονία. Παράλληλα όμως χαιρόμαστε που η Μεγάλη Θυσία του Χριστού έγινε αιτία και μέσον απολύτρωσης του ανθρωπίνου γένους. Η ανάσταση που επακολούθησε το θάνατο του Σωτήρος, έγινε η απαρχή και της δικής μας ανάστασης.

Τα γεγονότα εν συντομία

Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο ο οποίος Τον ανακρίνει με ποικίλους τρόπους. Αφού ομολογεί διπλούν ότι ο Ιησούς είναι αθώος, για να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους, νίπτοντας τας χείρας του, Tον καταδικάζει σε θάνατο. Τον μαστιγώνει σαν δραπέτη δούλο Tον Δεσπότη των όλων και Τον παραδίδει για να σταυρωθεί.

Ο Ιησούς, αφού παραδίδεται στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι.

Στη συνέχεια, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας τον Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης. Εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην Eνάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Η θεία ψυχή του Ιησού Χριστού κατεβαίνει στον Άδη. Το «Πρωτευαγγέλιο», η πρώτη χαρμόσυνη υπόσχεση του Θεού στους πεσμένους Προπάτορες, αρχίζει να εκπληρώνεται.

Η σημασία της ημέρας

Ο Κύριος μας υφίσταται μαρτύριο ατιμίας, βιώνει την άκρα ταπείνωση και ανεβαίνει με τον Σταυρό του στον Γολγοθά. Σηκώνει τον Σταυρό, αλλά συγχρόνως σηκώνει και όλες τις αμαρτίες της ανθρωπότητας.

Ακόμη και επάνω στον Σταυρό δείχνει την αγάπη Του, καθώς ο αναμάρτητος Θεός συγχωρεί τους σταυρωτές του, συγχωρεί όσους τον εγκατέλειψαν, συγχωρεί την αχαριστία και την ασέβεια όλων των ανθρώπων, λέγοντας «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Παρακαλεί έτσι τον Ουράνιο Πατέρα Του να μην λογαριάσει την αμαρτία τους αυτήν. Η Θεία συγκατάβαση, η συγχωρητικότητα και η ανεξικακία του Κυρίου μας, εκφράζονται με το παράπονό Του μέσα από το ιβ΄ Αντίφωνο του Όρθρου της Μ. Παρασκευής: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε».

Οι λειτουργίες της εκκλησίας

Όπως γίνεται από την αρχή της Μ. Εβδομάδας, κάθε απόγευμα ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας. Έτσι, λοιπόν, σήμερα Μεγάλη Παρασκευή η Εκκλησία τιμά τα γεγονότα του Μεγάλου Σαββάτου: α) την Ταφή Του Κυρίου και β) την Κάθοδο Του στον Άδη, όπου κήρυξε σε όλους τους νεκρούς.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, μέχρι λίγο πριν τις 11:00 το πρωί τελείται η Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών όπου οι γυναίκες μοιρολογούν και κλαίνε για τον Χριστό ενώ άλλοι προσκυνούν και αποτείνουν φόρο τιμής στον σταυρωθέντα Χριστό. Στη συνέχεια, στις 12.00 το μεσημέρι, τελείται η Ακολουθία της Αποκαθηλώσεως, δηλαδή η Ταφή Του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο τον Φαρισαίο (μέλος του Μ. Συμβουλίου και κρυφό μαθητή του Κυρίου). Τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Κύριος, νεκρός. Το ύφασμα αυτό λέγεται Επιτάφιος. Το βράδυ ψάλλονται τα Εγκώμια και γίνεται η περιφορά του Επιταφίου.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ψάλλονται σε τρεις στάσεις (μέρη) τα λεγόμενα Εγκώμια, μικρά τροπάρια πολύ αγαπητά στο λαό, αγνώστου ποιητή. Τα πιο γνωστά είναι «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ», «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι» και «Ὢ γλυκύ μου ἔαρ».

Άκουσε τα εγκώμια εδώ

Στη συνέχεια γίνεται η περιφορά του Επιταφίου εκτός του ναού και στα όρια της ενορίας.

Μετά την περιφορά του Επιταφίου, σε πολλές εκκλησίες, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, οι προσκυνητές ψάλλουν το μοιρολόι της Παναγίας για τον Υιό της που είναι εὐρύτατα διαδεδομένο σ᾿ όλο τον ελληνικό χώρο. Αποτελεί έναν ἀφηγηματικὸ θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του, μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής Του μάνας, εκφράζοντας τη συμπόνοια, την ταύτισή μας με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγίας. Παρά τις κατά τόπους διαφορές του μοιρολογιού, υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο.

Το μοιρολόι της Παναγίας («Σήμερα μαύρος ουρανός»)

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι,

για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει Δείπνον Μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τις προσευχές της έκανε για τον Μονογενή της.

Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

«- Παύσε Κυρά μ’ τις προσευχές, σώσον και τις μετάνοιες.

Και Τον Υιό Σου πιάσανε και στον χαλκιά Τον πάνε.

Σαν κλέφτη Τονε πιάσανε και σαν φονιά Τον πάνε.

Και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί Τον τυραννάνε.

– Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρούνια.

Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

– Συ Φαραέ, που τά ΄φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις.

– Βάλτε τα δυο στα χέρια Του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά Του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του».

Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.

Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

Και τρία μυροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.

Κι όταν της ήρθε ο λογισμός, κι όταν της ήρθε ο νους της,

ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει,

ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, Κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κυρά μ’ ανέση.

– Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω Υιόν Μονογενή και Κείνον Σταυρωμένον;

Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.

Το μονοπάτι έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα.

– Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.

– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του Γιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον Διδάσκαλόν σου;

– Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τονε δείξω,

μήτε και δυνατή καρδιά για να σ’ το ομολογήσω.

Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,

όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

όπου φορεί στην κεφαλή ακάθινο στεφάνι;

Εκείνος είν’ ο υιόκας σου και ο Διδάσκαλός μου.

Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

– Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;

– Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

Μόνο το Μέγα Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θα ’χεις χαρά μεγάλη!

Έθιμα

Όλη την ημέρα οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την Ελλάδα. Παραδοσιακά απαγορεύεται πάσα εργασία, γίνεται αυστηρότατη νηστεία και απαγορεύεται η κατάποση του λαδιού. Ακόμη και σήμερα σε κάποια χωριά οι κάτοικοι δεν στρώνουν καν τραπέζι. Δεν τρώνε γλυκά για την αγάπη του Χριστού, που τον πότισαν ξύδι. Ταχινόσουπα, μαρούλι ή φακές με ξύδι είναι τα συνήθη φαγητά. Στην Κρήτη συνηθίζουν να βράζουν σαλιγκάρια και να πίνουν το ζουμί τους, που είναι σαν χολή. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, φτιάχνεται ένα ομοίωμα του Ιούδα το οποίο είτε καίγεται είτε πυροβολείται και εν συνεχεία καίγεται. Τη Μεγάλη Παρασκευή απαγορεύεται  η χρησιμοποίηση φωτιάς και μαχαιριού, γι’ αυτό το αρνί δεν σφάζεται ποτέ την Μεγάλη Παρασκευή, και γενικά δεν επιτρέπεται να γίνονται δουλειές αυτήν την ημέρα.

Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής είναι αφιερωμένο στους νεκρούς. Όλοι όσοι έχουν νεκρούς, πηγαίνουν στο νεκροταφείο και στολίζουν τους τάφους συγγενών και φίλων με λουλούδια, ανάβουν το καντήλι, βάζουν λιβάνι.

Χαρακτηριστικό των παλαιότερων ετών ήταν η ευγενής άμιλλα ανάμεσα στις ενορίες για τον ομορφότερα στολισμένο Επιτάφιο. Πρώτα πήγαιναν τα λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου οι ελεύθερες και ύστερα οι παντρεμένες.  Στην περιφορά του Επιταφίου προπορεύεται η μπάντα ή η χορωδία και παίζει πένθιμα εμβατήρια, ακολουθούν οι ιεροψάλτες, ο κλήρος, οι μυροφόρες, τα εξαπτέρυγα, πρόσκοποι και οι πιστοί που ψέλνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της λιτανείας. Σε όλη τη διαδρομή οι πιστοί ραίνουν τον επιτάφιο με λουλούδια και αρώματα, κρατώντας αναμμένα κεριά. Στο τέλος, κάτω από τον Επιτάφιο περνούσαν όλοι από μία φορά, ενώ πίστευαν πως, αν τα ζωηρά παιδιά περάσουν τρεις φορές, θα γίνουν φρόνιμα… Τρεις φορές έπρεπε να περάσουν και οι άρρωστοι για ν’ αναρρώσουν. Τα λουλούδια που παίρνουν οι πιστοί από τον Επιτάφιο θεωρούνται ευλογημένα και τοποθετούνται στο εικονοστάσι του σπιτιού. Παλιότερα, οι γυναίκες έφτιαχναν με αυτά φυλαχτά για τους ναυτικούς, ενώ ορισμένοι τα χρησιμοποιούσαν και σαν γιατρικό για τον πονοκέφαλο.

Μεγάλη Παρασκευή στην Ίμβρο

Αληθινά μεγάλη μέρα! Οι μητέρες από πολύ πρωί έφερναν τα παιδιά της στην εκκλησία, για να χαιρετήσουν τον Εσταυρωμένο, και πριν σκύψουν να φιλήσουν τα πόδια του, απέθεταν στην βάση του Σταυρού λουλούδια, πολλά λουλούδια, πρώιμα ανοιξιάτικα, πασχαλιές, βιολέτες, μενεξέδες και ξερό βασιλικό. Τα λουλούδια τούτα τα μοίραζαν οι ιερείς το βράδυ μετά την Αποκαθήλωση στους πιστούς, που έρχονταν να χαιρετήσουν τον Επιτάφιο.
Όσες μητέρες η αδελφές που είχαν ιδιαίτερο λόγο να ανησυχούν για το παιδί ή τον αδελφό ή τον άνδρα που ήταν άρρωστος, η στρατιώτης ή ξενιτεμένος, έβγαιναν με ένα καλάθι που είχε μέσα λάδι, κεριά, λίβανο και λουλούδια, για να προσκυνήσουν και να ανάψουν τα καντήλια σε όλα τα εξωκλήσια που ήταν γύρω στα χωριά.
Το απόγευμα, μετά τον Εσπερινό και την Αποκαθήλωση, δεύτερο προσκύνημα στον καταστόλιστο με λουλούδια Επιτάφιο. Τον είχαν στολίσει οι κοπέλες του χωριού με πολλή φροντίδα. Τα παιδιά περνούσαν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από τον Επιτάφιο, για να είναι άτρωτα από κάθε κακό όλο τον χρόνο.
(Από το βιβλίο «Αντριάνα, το τζιβαέρι της Ίμβρου»)