Η Ορθόδοξη Εκκλησία, την Μεγάλη Τρίτη τιμά αρχικά τη δριμύτατη καταγγελία του Ιησού κατά των θρησκευτικών αρχηγών του Ισραήλ, των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Ταυτόχρονα όμως η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στην παραβολή των δέκα παρθένων, την παραβολή των ταλάντων και το υπέροχης ποιητικής ομορφιάς τροπάριο της Κασσιανής. Ας τα δούμε σιγά σιγά.
Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και πλησίαζε προς το εκούσιο Πάθος, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές για να τους προετοιμάσει. Μερικές, μάλιστα, τις έλεγε για να καυτηριάσει και να χτυπήσει τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Μια από αυτές είναι και η παραβολή των δέκα παρθένων.
Η πρώτη παραβολή
Σύμφωνα με την παραβολή, δέκα παρθένες περίμεναν τον Νυμφίο (Χριστό) να έρθει. Οι πέντε φρόνιμες είχαν προνοήσει να πάρουν μαζί τους λάδι ώστε να φωτίζουν τα λυχνάρια τους. Αντίθετα οι άλλες πέντε ήταν μωρές αφού δεν είχαν μεριμνήσει για το λάδι. Στη μέση της νύχτας ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Να ο Νυμφίος, έρχεται! Βγείτε όλες να Τον προϋπαντήσετε!». Εκείνες έψαχναν τότε να βρουν λάδι για να ανάψουν τα σβησμένα λυχνάρια τους κι έτσι δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο (έμειναν «εκτός νυμφώνος»).
Με αυτήν την παραβολή, ο Ιησούς μας διδάσκει τη μεγάλη σημασία της ελεημοσύνης. Θέλει ακόμη να μας τονίσει την προνοητικότητα και την εγρήγορση που πρέπει να έχουμε για να είμαστε έτοιμοι πριν μας προλάβει το τέλος του θανάτου.
Η δεύτερη παραβολή
Κάποιος άνθρωπος πριν φύγει για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του. Σε έναν δούλο έδωσε πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο τάλαντα και σ’ άλλον ένα κι έπειτα αναχώρησε. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα δούλεψε και μ’ αυτά κέρδισε και άλλα πέντε. Το ίδιο έκανε και αυτός που πήρε τα δύο, κερδίζοντας άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, έθαψε στη γη το κέρμα του κυρίου του. Ύστερα από καιρό επέστρεψε ο κύριος των δούλων και οι δούλοι τον ενημέρωσαν τι είχαν κάνει με τα χρήματα. Ικανοποιήθηκε πολύ με τους δύο πρώτους δούλους που είχαν αυξήσει τα αρχικά χρήματα αλλά καθόλου με τον τελευταίο που έθαψε το κέρμα στη γη. Τότε ζήτησε να πάρει το τάλαντο του τρίτου δούλου, εκείνος ο δούλος που είχε τα δέκα τάλαντα.
Με την παραβολή των ταλάντων, ο Κύριος μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και να καλλιεργούμε τα πνευματικά χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός με σκοπό να τα αυξήσουμε. Έχοντας έτσι, στην καρδιά μας την αγάπη, να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στους συνανθρώπους μας.
Το τροπάριο της Κασσιανής
Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, ψάλλεται στις εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης. Το τελευταίο τροπάριο που ψάλλεται στην ακολουθία, αναφέρεται στη μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας. Η γυναίκα αυτή, άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο, τα σκούπισε με τα μαλλιά της και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της. Το πολύ γνωστό και όμορφο τροπάριο είναι της ευσεβούς Κασσιανής, ποιήτριας του Βυζαντίου που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ.
Η μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, Ευφροσύνη, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα πανέμορφες παρθένες από όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Αφού τις υποδέχτηκε, η Ευφροσύνη έδωσε εντολή στον Θεόφιλο να δώσει το χρυσό μήλο σ’ εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του.
Ο νεαρός αυτοκράτορας θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα;», υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Όμως η Κασσιανή αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του: «Ναι, αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστού.
Ο Θεόφιλος, είτε γιατί του κακοφάνηκε η απάντηση είτε γιατί η ευφυΐα της γυναικός τον τρόμαξε, έδωσε το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα. Τότε η Κασσιανή έγινε μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και την ποίηση.
Άκουσε το τροπάριο Κασσιανής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.