Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες “βίρα-μάινα”
την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
από τα βάθη φτάνει στους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα



6 σχόλια μέχρι τώρα

  1.    ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΟΥΤΣΕΛΙΟΥ στις 11th Μάρτιος 2011 7:46 μμ      

    Μας ταιράζει γάντι για την τρέλα, δεν ξέρω για το βιγλάτορα ήλιο αν έχει άλλη υπομονή.

  2.    ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΟΥΤΣΕΛΙΟΥ στις 11th Μάρτιος 2011 9:52 μμ      

    Χαράξου κάπου
    με οποιονδήποτε τρόπο
    και μετά πάλι
    σβήσου
    με γενναιοδωρία(Σηματολόγιον)

    Γεωργία

  3.    ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΟΥΤΣΕΛΙΟΥ στις 11th Μάρτιος 2011 11:27 μμ      

    Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

  4.    Βούλα στις 12th Μάρτιος 2011 9:05 πμ      

    Άλλαξα επιτέλους τον τρόπο υποβολής σχολίων.

  5.    stathis στις 12th Μάρτιος 2011 6:02 μμ      

    Μου αρέσει το μπλογκ σας. Το τρελοβάπορο του Ελύτη με τη μελοποίηση είναι τέλεια επιλογή 🙂
    Δεν πρόσεξα follow link ή RSS ή κάτι τέτοιο για να μη σας χάσω..

  6.    Ανώνυμος στις 12th Μάρτιος 2011 7:54 μμ      

    Αρχίσαμε μία λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση…
    Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν’ αναζητήσουμε μία γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα ‘πρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα,περισσότερο αίμα,περισσότερο νερό,περισσότερη φωτιά,περισσότερον Έρωτα!
    ΒΑΘΟΣ,Η θητεία του καλοκαιριού, Προσανατολισμοί,εκδ. Ίκαρος 1987
    Ελένη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

  • Ο μικρός πρίγκιπας “εξημερώνεις δημιουργείς δεσμούς”

  • Το δέντρο των περιλήψεων της Γ τάξης

    Οι μαθητές της Γ τάξης διάβασαν βιβλία, έγραψαν περιλήψεις γι΄αυτά και στόλισαν με αυτές το δέντρο των περιλήψεων. Τις ανάρτησαν και στη σελίδα τους. Είθε το δέντρο σας παιδιά να δώσει καλούς καρπούς.
  • Ελεύθεροι Πολιορκημένοι – Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά

  • Διονύσιος Σολωμός – Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι Σχεδίασμα Γ΄ – Ὁ Πειρασμός.

    Ἔστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη, κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα, καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος. Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα, 5 Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη, καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους, κι᾿ οὗλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια. Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα. Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ‘ναι κι ἄσπρο, ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὣς τὸν πάτο, μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα, ποὺ ῾χ᾿ εὐωδίσει τ’ς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο. Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ‘δες; Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε, οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι, γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη, μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι, κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.
  • Οδυσσέα Ελύτη: Λακωνικόν

    O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο. Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος, Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, Xειμώνα ελάχιστε, H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
  • N. Βρεττάκος, Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο (για την Ελένη)

    Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας. Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος. Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες. Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα, ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας. Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής. (Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο). Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης, δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ, γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος, αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του. Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά. εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας, τ ην Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι, που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο. Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε. Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι, Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι. Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί, με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους. Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος. Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε. (Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
  • Γυάλινα Γιάννενα

    Μιχάλης Γκανάς
    Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά κι ανάτελλε τα ζωντανά του, καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες, αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην οφθαλμού και κάστρα πατημένα. Θa'ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα, στο χιόνι και στον άγριο καιρό γυάλινα και μαλαματένια. Κι όσο πήγαινε η μέρα, σαν το βαπόρι σε καλά νερά, είδα και μιναρέδες κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν....

  • Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β’ Τόμος] (1978) Γιάννη Ρίτσου

    Σχήμα τής απουσίας ΙΧ 1978 Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της, χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη, χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της - ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε. Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει, φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
  • Απόσπασμα από τη σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου 1956

    Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.