Ιούν 29 2014

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος επιδιώκουν με την ατομική τους θεωρία την ερμηνεία της εσωτερικής, αληθινής πραγματικότητας με τέτοιους όρους έτσι, ώστε να μπορεί να ερμηνευτεί κατ’ αντιστοιχία και η εξωτερική, φαινομενική πραγματικότητα. Η αληθινή πραγματικότητα αναφέρεται στην πραγματικότητα του ὅντος, των υλικών σωματιδίων και της κίνησής τους.

Οι έννοιες αυτές έχουν θεωρητική αξία αλλά οι δύο ατομικοί φιλόσοφοι τις χρησιμοποιούν για να γίνει αντιληπτός και ο εξωτερικός κόσμος.

Παράλληλα, εφόσον η φαινομενική πραγματικότητα ερμηνεύεται με τους όρους της νοητικής (αληθινής), θα αποκατασταθεί και η δική της αλήθεια (πραγματικότητα).

Η θεωρία των ειδώλων των ατομικών φιλοσόφων εντάσσεται στις αναπαραστατικές θεωρίες για τη γνώση καθώς:

1. περιγράφει το διαμεσολαβητικό ρόλο

που διαδραματίζουν τα κινούμενα ἄτομα μεταξύ των αντικειμένων και υποκειμένου νου

2. η γνώση που αποκτά ο νους μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας

δεν ανταποκρίνεται στην αληθινή πραγματικότητα καθώς ποτέ δεν έρχεται σε επαφή με τα άτομα αυτά καθαυτά ή το κενό αλλά αντιλαμβάνεται μόνο την εικόνα τους

3. με την εμπειρία δεν παράγεται πραγματική γνώση

καθώς η διαμεσολάβηση αυτή που συντελείται μεταξύ των ατόμων και του αισθητηρίου οργάνου παραποιεί την πραγματική τους φύση.

Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρεις λειτουργίες της ψυχής, δηλαδή όσες σχετίζονται με:

1. τη θρέψη, την αύξηση και την αναπαραγωγή των οργανισμών, που συναντώνται σε όλα τα έμβια (και τα φυτά)

2. την αντίληψη και την εκούσια κίνηση που συναντάται στα ζώα.

Την αντίληψη, ο Αριστοτέλης τη θεωρεί μια παθητική λειτουργία ανάμεσα στο αισθητήριο όργανο (παθητικός πόλος) και την αισθητή ποιότητα του φαινομένου (ενεργητικός πόλος). Οι δύο πόλοι υπάρχουν δυνάμει και καθίστανται ἐνεργείᾳμόνο όταν επενεργούν μεταξύ τους. Επίσης συνδέονται με μία αυτόματη, φυσική και άμεση σχέση, γεγονός που οδηγεί τον Αριστοτέλη να θεωρεί αυτήν την πρωταρχική αίσθηση αξιόπιστη και αληθινή.

3. τη φαντασία και το νου, προνόμια μόνο του ανθρώπου.

Το ουσιαστικό ζήτημα που δημιουργείται είναι το πώς συντελείται η μετάβαση από αυτό το πρωταρχικό επίπεδο της αντίληψης στη διανοητική διαδικασία σύλληψης ενός αντικειμένου (π.χ. το μέλι) που συγκεντρώνει διάφορες πρωτογενείς ποιότητες. Πώς δηλαδή ο νους καταφέρνει να επεξεργάζεται τα δεδομένα των επιμέρους αισθήσεων (π.χ. χρώμα, γεύση, υφή) και να τα αναγάγει σε μία καθολική αντίληψη δηλαδή ότι «αυτό το κίτρινο, γλυκό, μαλακό σώμα είναι μέλι»;

Ο Αριστοτέλης δεν ακολουθεί τις παλιότερες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες η αισθητηριακή αντίληψη συντελείται απλά με αλληλεπίδραση Υποκειμένου – Αντικειμένου αλλά ενισχύει και αυτονομεί το ρόλο της ψυχής στην όλη δραστηριότητα.

Αυτό που συμβαίνει επομένως είναι πως

«… το γενικό αισθητήριο όργανο (κοινό αἰσθητήριο) που, επειδή σ’ αυτό οι αντιλήψεις διατηρούνται ως παραστάσεις (φαντασίαι), γίνεται έδρα του μνημονικού, και του ακούσιου (μνήμη) και του σκόπιμου (ἀνάμνησις), ταυτόχρονα όμως γίνεται και η έδρα της γνώσης που έχουμε για τις δικές μας εσωτερικές καταστάσεις».

«εἰ δήἐστιν ἡ φαντασία καθ” ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι καὶ μὴ εἴ τι κατὰ μεταφορὰν λέγομεν, μία τις ἔστι τούτων δύναμις ἢἕξις καθ” ἃς κρίνομεν καὶἀληθεύομεν ἢ ψευδόμεθα; τοιαῦται δ” εἰσὶν αἴσθησις, δόξα, ἐπιστήμη, νοῦς».

Μετάφραση:

«αν λοιπόν η φαντασία είναι η λειτουργία με την οποία λέμε ότι δημιουργείται μέσα μας κάποια εικόνα, και αν δεν παίρνουμε τον όρο μεταφορικά, τότε η φαντασία είναι μία ικανότητα ή έξη από εκείνες από τις οποίες ξεχωρίζουμε τα πράγματα και με τις οποίες βρισκόμαστε ή στην αλήθεια ή στην πλάνη. Τέτοιες ικανότητες είναι η αίσθηση, η γνώμη, η γνώση, ο νους».

Σε αντίθεση με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο οι Στωικοί απορρίπτουν την αντίθεση μεταξύ ύλης και μορφής και επιδιώκουν να εξομοιώσουν τις δύο έννοιες.

Οι αναπαραστάσεις των Στωικών χαρακτηρίζονται από δύο σημαντικά στοιχεία τα οποία αποτελούν παράλληλα και κριτήρια εγκυρότητας, «κριτήριο ἀληθείας» της όλης διαδικασίας. Το πρώτο γνώρισμα είναι η ἐνάργεια, αυτό δηλαδή που καθιστά κάθε μία αναπαράσταση διακριτή από τις υπόλοιπες, η προφάνειά της. Το στοιχείο αυτό δίνει τη δυνατότητα στην ψυχή να κατανοήσει, «καταληπτική φαντασία» τη συγκεκριμένη αναπαράσταση. Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η επιρροή από τον Αριστοτέλη, καθώς ακολουθείται το ίδιο σχήμα:

εξωτερικό ερέθισμα àαισθήσεις àψυχή àφαντασία γνώση

Τα ζητήματα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας απασχολούν και τη μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη, η οποία όμως υφίσταται μια καθοριστική επιρροή, αυτή του Χριστιανισμού. Η δημιουργία του κόσμου είναι έργο του Θεού συνεπώς κάθε απόπειρα Μεταφυσικής σκέψης στρέφεται γύρω από αυτόν. Επομένως η σχέση φιλοσοφίας και πίστης αποτελεί ένα από τα μείζονα ζήτημα της μεσαιωνικής σκέψης και ο ρόλος της Εκκλησίας είναι καθοριστικός. Όσο η φιλοσοφία επιδιώκει να θεμελιώσει και να διαμορφώσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας γίνεται η «σχολική» επιστήμη της Εκκλησίας, αποτελεί τη Σχολαστική φιλοσοφία.

Με βάση τις αντιλήψεις γύρω από το ζήτημα αυτό διακρίνονται τρεις περίοδοι της Σχολαστικής φιλοσοφίας:

α) πρώτη περίοδος

επηρεάζεται από τον Πλατωνισμό και εν συντομία πρεσβεύει πως οι γενικές έννοιες (τα καθόλου) είναι πραγματικές οντότητες και πως είναι πριν από τα πράγματα.

β) δεύτερη περίοδος

χαρακτηρίζεται από την Αριστοτελική επιρροή και υποστηρίζει πως τα καθόλου υπάρχουν ως πραγματικές οντότητες όμως μέσα στα αισθητά πράγματα. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου, είναι ο Αβελάρδος, ο Αλβέρτος ο Μέγας και ο Θωμάς ο Ακινάτης.

γ) τρίτη περίοδος

κυριότερος εκπρόσωπός της είναι ο Occam, ο οποίος αντικρούει και τα δύο ρεύματα διατυπώνοντας το δικό το νομιναλισμό υποστηρίζοντας ότι το καθόλου αποτελεί απλά γλωσσικό σημείο, δηλωτικό των πολλών επιμέρους πραγμάτων, χωρίς αυθυπαρξία πέραν του νου, ενώ μόνο τα επιμέρους έχουν αυτοτελή ύπαρξη.

O Ακινάτης θεωρεί τις αναπαραστάσεις των σωμάτων αναπόσπαστο στοιχείο της γνωσιακής διαδικασίας, υποστηρίζει πως είναι αδύνατο για το μυαλό να καταλάβει οτιδήποτε χωρίς είδωλα, καθώς και ότι ο νους μπορεί να γνωρίσει τα πράγματα μόνο στη νοητή τους μορφή, την οποία αποκτά μέσω της αφαίρεσης από τα φαντάσματα. Όταν ο άνθρωπος επιχειρεί να σκεφτεί κάτι, αμέσως δημιουργεί στο μυαλό του εικόνες που τις χρησιμοποιεί ως νοητά παραδείγματα, ανάμεσα στα οποία «κοιτά» για να βρει αυτό που ψάχνει. Προσδίδει έναν εργαλειακό, θα λέγαμε, χαρακτήρα στις παραστάσεις-ιδέες, στα species, μόνο που τους αναγνωρίζει διπλό ρόλο στη νοητική λειτουργία

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια




RSS Σχόλιων

Αφήστε μια απάντηση