Ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς και συνθέτες και θεωρείται ιδρυτής της Εθνικής Μουσικής Σχολής καταφέρνοντας να συνδυάσει την κλασσική μουσική με το παραδοσιακό στοιχείο και το δημοτικό τραγούδι.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 σε αστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός από την Σάμο και η μητέρα του είχε καταγωγή από τη Σμύρνη. Νεαρός ακόμα βρέθηκε στην Αθήνα όπου παράλληλα με το σχολείο του ξεκίνησε και μαθήματα πιάνου.
Το 1899 θα ολοκληρώσει το γυμνάσιο στην Κωνσταντινούπολη και ενώ μετά τον θάνατο του πατέρα του η μητέρα του τον προορίζει για γιατρό εκείνος θα ακολουθήσει και με τη σύμφωνη γνώμη του θείου του το όνειρό του να σπουδάσει περαιτέρω μουσική. Ο Καλομοίρης θα βρεθεί στη Βιέννη να σπουδάζει πιάνο και ανώτερα θεωρητικά ενώ μετά το γάμο του με την σύζυγό του Χαρίκλεια Παπαμόσχου θα διδάξει μουσική στο Χάρκοβο της Ουκρανίας όπου θα παραμείνει από το 1906 μέχρι το 1910 όντας καθηγητής στο Λύκειο Ομπολένσκι.
Το 1910 θα αποφασίσει να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Ελλάδα ενώ το 1908 είχε παρουσιάσει το πρώτο του συνθετικό έργο στο Ωδείο Αθηνών δημιουργώντας αίσθηση στα μουσικά πράγματα της εποχής.
Με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη ο Καλομοίρης θα διοριστεί καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών θέλοντας να δημιουργήσει μία εθνική σχολή όπως άλλα αντίστοιχα κινήματα σε ευρωπαϊκές χώρες.
Επηρεασμένος από τις μουσικές των πιο εξελιγμένων μουσικά χωρών της Ευρώπης όπως η Γερμανία, η Ρωσία, η Νορβηγία και η Γαλλία, ο Καλομοίρης εργαζόταν αδιάκοπα ώστε να δημιουργήσει την εθνική μουσική με βασικά στοιχεία την παράδοση και το δημοτικό τραγούδι. Μάλιστα διαφωνούσε ανοιχτά με την επτανησιακή σχολή, την οποία κατηγορούσε για ‘ιταλισμό’ ενώ ήταν αντίθετος και σε πιο σύγχρονα ρεύματα όπως εκείνο του εξπρεσιονισμού.
Οι εμπνεύσεις του πήγαζαν σε μεγάλο βαθμό και από την νεοελληνική ποίηση και ο ίδιος είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής. Υποστήριζε τον δημοτικισμό και διατηρούσε φιλίες με τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Νίκο Καζαντζάκη.
Αρχικά ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο το 1919 το οποίο και διεύθυνε ενώ το 1926 συνέστησε το Εθνικό Ωδείο όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Κατάφερε να βάλει τη μουσική στην καθημερινότητα του Έλληνα καθώς μέχρι τότε υπήρχαν ωδεία μόνο στην Αθήνα. Στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη μαθήτευσε και η αξεπέραστη φωνή της όπερας Μαρία Κάλλας, ενώ πλήθος τραγουδιστών αποφοίτησαν από τις τάξεις του με λαμπρή πορεία στο μουσικό χώρο.
Ο Καλομοίρης υπήρξε ένας αστείρευτος μουσουργός. Συνέταξε 222 έργα από ορχηστρικά κομμάτια, όπερες, μουσικές δωματίου και έργα για φωνή και ορχήστρα και για φωνή και πιάνο καθώς και έργα για παιδιά. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα έργα του ‘Ο Πρωτομάστορας’ που συνέθεσε το 1915 αφιερώνοντάς το στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ‘Το Δαχτυλίδι της Μάνας ’ το 1917, η ‘Συμφωνία της Λεβεντιάς’ το 1929 και τα ‘Μαγιοβότανα’ σε ποίηση Κωστή Παλαμά.
Εκτός από την ενασχόλησή του με τις μουσικές συνθέσεις ασχολήθηκε και με την συγγραφή μουσικοπαιδαγωγικών έργων πάντα γραμμένα στη δημοτική ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των Ελλήνων της εποχής εκείνης, ενώ ίδρυσε μελοδραματικό θίασο καθώς δεν υπήρχε από την κρατική σκηνή. Έγραψε κριτικές και άρθρα και αναδείχθηκε ακαδημαϊκός το 1946 όντας μάλιστα και ο πρώτος μουσικός μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1919 έλαβε και το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Η μεγάλη αυτή μουσική προσωπικότητα που αγάπησε όσο τίποτα άλλο την ελληνική παράδοση και θέλησε να την ενσωματώσει και να την εξελίξει μέσα από την μουσική οδό άφησε την τελευταία του πνοή το 1962 πριν προλάβει να ακούσει ζωντανά το έργο του ‘Κωνσταντίνος Παλαιολόγος’ το οποίο είχε ολοκληρώσει το 1961 και το οποίο παίχτηκε πρώτη φορά το 1962 μετά το θάνατό του στο Ηρώδειο.
Πηγή: capital.gr