Σακχαρώδης Διαβήτης και Άσκηση

Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας ο διαβήτης αποτελεί μια χρόνια ασθένεια κατά την οποία το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή όταν ο οργανισμός δε μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη που παράγει. Η υπεργλυκαιμία, δηλαδή τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, μακροπρόθεσμα μπορούν να επιφέρουν πολλές αρνητικές επιδράσεις στη λειτουργία του οργανισμού του ανθρώπου, και κυρίως στο νευρικό και κυκλοφορικό σύστημα. Τα στατιστικά στοιχεία παγκοσμίως αναφέρουν ότι ο διαβήτης αποτελεί αιτία για το 5% όλων των θανάτων ετησίως ενώ το ποσοστό των θανάτων που οφείλονται στο διαβήτη αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% μέσα στα επόμενα 10 χρόνια εάν δεν παρθούν δραστικά μέτρα.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, το 2000 υπήρχαν 850.000 διαβητικά άτομα ενώ η πρόβλεψη για το 2030 είναι ότι αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί σε 1.100.000 άτομα, εκτός εάν υπάρξουν στοχευμένες δράσεις για την αντιμετώπιση του. Απώτερος στόχος ενός στοχευμένου προγράμματος έγκειται στην πρόληψη του διαβήτη, όπου αυτό είναι δυνατόν, και όπου αυτό είναι ανέφικτο στην ελαχιστοποίηση των επιπλοκών που δημιουργούνται από την ασθένεια με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ποιότητας ζωής. Όσον αφορά την πρόληψη, δύο από τους παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αποτελεσματικών στόχων σχετίζονται με τη σωστή διατροφή και την άσκηση. Με δεδομένο ότι περίπου το 80-90% των περιπτώσεων του διαβήτη σχετίζεται με την παχυσαρκία η σωστή διατροφή σε συνδυασμό με την άσκηση θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση του σωματικού βάρους. Παράλληλα, η άσκηση βοηθάει στον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο με το να αυξάνει τη δράση της ινσουλίνης, που είναι η ορμόνη που σηματοδοτεί το πέρασμα του σακχάρου από το αίμα στο κύτταρο. Ωστόσο, αυτοί οι δύο παράγοντες, σε συνδυασμό με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, εξακολουθούν να αποτελούν αποτελεσματικούς τρόπους και για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Οι πρόσφατες οδηγίες της Αμερικανικής Επιστημονικής Εταιρείας για το Διαβήτη, της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Εταιρείας για την έρευνα στο Διαβήτη και του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου έχουν αναγνωρίσει τη σημαντικότητα της άσκησης σαν παρεμβατικό μέσο για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Τα διαβητικά άτομα τύπου 2 μπορούν να κάνουν τόσο αερόβια άσκηση (π.χ. περπάτημα, γρήγορο βάδισμα, jogging κ.λ.π.) όσο και άσκηση με αντιστάσεις. Ο συνδυασμός των δύο μορφών άσκησης συνιστάται επειδή προσδίδει ποικιλία και αυξάνει την παραμονή του ασθενούς στο πρόγραμμα άσκησης. Τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα το οποία έχουν ελεγχόμενο το διαβήτη θα πρέπει να καταναλίσκουν περίπου 12000 θερμίδες εβδομαδιαίως σε σωματικές δραστηριότητες, κάτι που αντιστοιχεί σε 170-200 λεπτά άσκησης ή 19 χιλιόμετρα γρήγορου βαδίσματος την εβδομάδα. Στην περίπτωση που ένα διαβητικό άτομο θελήσει να κάνει πιο έντονη άσκηση συνιστάται η πραγματοποίηση ενός τεστ κοπώσεως για να αποφευχθούν επιπλοκές που σχετίζονται με ισχαιμία του μυοκαρδίου.
Υπάρχουν πολλές αναφορές που υποδεικνύουν πως η συμμετοχή των διαβητικών ατόμων σε ένα πρόγραμμα άσκησης θα αυξήσει την αντοχή και τη δύναμη τους, θα βοηθήσει στη μείωση των επιπλοκών που σχετίζονται με την ασθένεια και θα οδηγήσει σε καλύτερη ποιότητα ζωής.
Δρ. Θανάσης Τζιαμούρτας
Επίκουρος Καθηγητής Βιοχημείας της Άσκησης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Επικεφαλής Εργαστηρίου Βιοχημείας της Άσκησης, Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης & Αποκατάστασης

Η ΕΡΕΥΝΑ 14 Νοεμβρίου 2008, αρ. φύλλου 15056, σελίδα 30

Αφήστε μια απάντηση