Σχόλιο πάνω στην πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδας.
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της ΑΒ (20-06-2011): Το έλλειμμα είναι πολιτικό!
Ανάμεσα στις πολλές δυσάρεστες συνέπειες που προέκυψαν από τις εξελίξεις στα πράγματα της χώρας κατά την τελευταία διετία θα πρέπει να συγκαταλέξουμε και την επιδείνωση του πάθους εκείνου που θα αποκαλούσαμε «λογοπέδη» (σχηματίζω τη λέξη κατά την «ορχιπέδη»), κατά το οποίο η κυοφορία έγκυρου θεωρητικού λόγου πλήττεται και ακυρώνεται από τον στρόβιλο που προκαλούν οι επικρατούσες συνθήκες απαξίωσης και αναξιοπιστίας στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Το πάθος έχει ασφαλώς διπλή αιτία: Στην εσωτερική του διάσταση προκύπτει από την αντικείμενη απουσία νοημάτων και στόχων που να συντάσσουν και να ενεργοποιούν κοινωφελώς κάποια σημαντική μερίδα (έστω) της πολιτικής κοινότητας. Στην εξωτερική του διάσταση προκύπτει από τη στέρηση μέρους της κυριαρχικής μας δυνατότητας για πολιτική αυτοτέλεια, εξαιτίας του καθεστώτος επιβολής αποφάσεων και στόχων από ξένα κέντρα εξουσίας. Ο Πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου μάλιστα επεσήμανε από την πρώτη στιγμή και με παρρησία τη δεύτερη αυτή αλήθεια ― αποσιωπώντας επιμελώς όμως την πρώτη.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεωρητικό αλλά και έντονα πολιτικό. Η υγιής λειτουργία μιας δημοκρατίας στηρίζεται εν πολλοίς στον παραγόμενο θεωρητικό και πολιτικό λόγο που θα ειδοποιήσει, θα εμπνεύσει, θα συσπειρώσει και θα ενεργοποιήσει τους πολίτες προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις και επιλογές, έστω κι αν αυτές επιλογές δεν είναι πάντοτε ευχάριστες για όλους.
Δυστυχώς διαπιστώνεται και πάλι ότι η παρούσα πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστη και ανίκανη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Και αυτό διότι δεν έχει ακόμη καταφέρει να αποτινάξει το στίγμα της πολιτικής αναξιοπιστίας το οποίο φέρει, κατά τη γνώμη μου, από τη στιγμή που παραχώρησε μεγάλο μέρος της πολιτικής μας αυτοτέλειας απρογραμμάτιστα και χωρίς την έγκριση του λαού. Με άλλα λόγια, έπραξε χωρίς να θέσει με ευθύτητα τα προβλήματα, τους στόχους και τις συνέπειες των αποφάσεων ενώπιον της πολιτικής κοινότητας, χωρίς διαβούλευση και άρα χωρίς τη σχετική νομιμοποίηση. Ακόμη και σήμερα η Κυβέρνηση εξακολουθεί να εισηγείται δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα, εξουθενωτικά για πλήθος πολιτών, τη στιγμή που η ίδια πριν έναν χρόνο διακήρυττε ότι αυτά δε θα απαιτηθούν. Με απλά λόγια, είναι φανερό ότι οι ιθύνοντες είτε απέτυχαν είτε μας περιπαίζουν συστηματικά.
Σπεύδω ωστόσο να διευκρινίσω ότι δε συμμερίζομαι τη στάση των εσχάτως «αγανακτισμένων πολιτών», οι οποίοι απαξιώνουν αδιάκριτα πρόσωπα και θεσμούς. Η όποια προσωπική μου πολιτική αγανάκτηση υφίσταται αλλά κατάγεται από πολύ παλιά και έχει περισσότερο πικρόχολη γεύση, αν και δείχνει λιγότερο εκρηκτική. Εκφράστηκε συστηματικά ως διδασκαλία, ως ψήφος διαμαρτυρίας, ως αρθρογραφία, ως λογοτεχνία, ως θεωρητική ενασχόληση… ακόμη και ως κοινωνική απομόνωση εν τω μέσω κομματικού νεποτισμού ή ρουσφετοκουμπαροσυγγενοκρατίας.
Θεωρώ λοιπόν ότι ναι μεν τα προβλήματα της χώρας έχουν γνώριμες και βαθιές ιστορικές ρίζες αλλά ότι για τη σημερινή κρίσιμη εκδήλωσή τους θα πρέπει να ανατρέξουμε στις παρακμιακές καταστάσεις που εμπεδώθηκαν μετά την πρώτη τετραετία της μεταπολιτευτικής διακυβέρνησης, όταν η επέλαση των πράσινων ή βένετων κομματικών «ημετέρων» στον κρατικό και τον ευρωπαϊκό κορβανά επετράπη χωρίς ανασχετικά μέτρα και χωρίς τη δημιουργία δομών κοινωνικής δικαιοσύνης, αξιοκρατίας και ανταποδοτικότητας. Αποδειχθήκαμε πολιτικά οικτρά κατώτεροι των περιστάσεων: με δεδομένη αρχικά μια πλατιά λαϊκή συσπείρωση και με εκπεφρασμένη τη βούληση για ριζοσπαστικές αλλαγές, η Ελλάδα του ’81 θα μπορούσε να έχει θέσει ισχυρά εχέγγυα για το μέλλον της. Αντ’ αυτού μας εξώθησαν στην καταναλωτική σπατάλη, την υπερίσχυση του κομματικού νεποτισμού και της ευνοιοκρατίας, με λίγα λόγια στη διαφθορά, επιτείνοντας έτσι την καθεστηκυία στρεβλωμένη αντίληψη της νεοελληνικής κοινωνίας περί του πολιτικού αγαθού, περί δημοκρατικών διαδικασιών και περί ευρωπαϊκής προοπτικής. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο λαός δε συναίνεσε στο έγκλημα.
Την επόμενη κιόλας δεκαετία, οδηγηθήκαμε στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, λες και διαθέταμε ήδη την οικονομική επιφάνεια ή τον αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό για να διαχειριστούμε μια τέτοια επιχείρηση. Αφού παρήλθαν τα πανηγύρια, απομείναμε με τα ρημαγμένα στάδια, τις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις που στοίχισαν δισεκατομμύρια ― όλα δανεικά ― και με τα σκάρτα συστήματα που μας πούλησαν μέσα από αθέατες δωροληψίες ― για να μη μιλήσουμε για το εθνικό καραγκιοζιλίκι του κου Κεντέρη και της κας Θάνου. Θα έπρεπε, αναλογίζομαι, όλ’ αυτά να είχαν προκαλέσει καιρό πριν κύματα λαϊκής αγανάκτησης ή έστω την ταπεινή επίγνωση της φαυλότητας. Αλλά και πάλι δεν μπορώ να πω ότι ο λαός δε συναίνεσε, όπως ο αριστοφανικός Δήμος, που αρέσκεται στο μαλακότερο μαξιλαράκι για τα οπίσθιά του.
Δεν ωφελεί λοιπόν να αγανακτείς εσχάτως, έχοντας θέσει τις προτινές επιλογές σου στο απυρόβλητο. Οφείλαμε να ήμαστε από πολύν καιρό αγανακτισμένοι για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και θα επικρατεί για άγνωστο καιρό ακόμη ― ακόμη και τώρα που μιλάμε. Διότι και τώρα οι κρατικοί μηχανισμοί λειτουργούν για τον πολίτη κυρίως μέσω γνωριμιών, διότι η εκπαίδευση παραπαίει με το δεδομένο σύστημα και το ανεπαρκές προσωπικό, διότι κάποιοι εξακολουθούν να αμοίβονται πλουσιοπάροχα ενώ άλλοι αγωνίζονται για τον επιούσιο και διότι το μεγάλο ποσοστό της διαφθοράς παραμένει ανέγγιχτο, αν δε διογκώνεται κιόλας. Ούτε τα «κλειστά επαγγέλματα» άνοιξαν ούτε οι φοροφυγάδες νουθετήθηκαν ούτε οι χρηματισμοί ούτε τα ρουσφέτια σταμάτησαν. Όλα αυτά τα γνωρίζει και η χωλή Μαρία, ωστόσο δεν την είδαμε να αγανακτεί τόσον καιρό, με την ψήφο της έστω…
Και τώρα, εμείς που παρακολουθούσαμε την πορεία προς τον γκρεμό, πώς είναι δυνατό να περιμένουμε τη σωτηρία από τους ίδιους ανθρώπους που μας βοήθησαν να πέσουμε σ’ αυτόν;
Κατά τη γνώμη μου, την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί δεν αρκεί μια κλίκα κυβερνητική για να την αντιπαλέψει. Αυτή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να διαχειριστεί το χρέος των πατεράδων προς τα δισέγγονά τους. Στη θέση που περιήλθαμε απαιτείται νέα σύνταξη και αντίδραση της ίδιας της πολιτικής κοινότητας, άρα μια νέα πολιτική συμφωνία με όρους υψηλής αξιοπιστίας και εγκυρότητας λόγου, στη βάση της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αναμόρφωσης. Απαιτείται επομένως η διατύπωση και ικανοποίηση ρηξικέλευθων αιτημάτων ανάλογης ηθικής και πολιτικής εμβέλειας, ώστε να ανακτηθεί το απαξιωθέν πολιτικό αγαθό. Πρόκειται ακριβώς για εκείνη την πολιτική ανασύνταξη που τα υπάρχοντα κομματικά μορφώματα, για διάφορους το καθένα λόγους, αδυνατούν να σηματοδοτήσουν. Γι’ αυτό παρακολουθούμε την κρίση να επιδεινώνεται: απουσιάζει ο αποτελεσματικός πολιτικός λόγος που θα εκφράσει και θα εφαρμόσει μια νέα πολιτική πρόταση εν ονόματι του ελληνικού λαού.
Εντέλει, το έλλειμμα χρέους και η συνακόλουθες αντιδράσεις των αγορών φανερώνουν μια πολιτική, οικονομική και πολιτισμική υστέρηση την οποία θα πρέπει να αναλάβει ευθαρσώς ολόκληρος ο ελληνικός λαός, αναθεωρώντας όψιμα τα ιδεολογικά και πολιτικά του στερεότυπα. Διότι, αν μία όψη του προβλήματος είναι η οικονομική υστέρηση, η οποία στα πλαίσια ενός αγοραίου συστήματος κρίνεται με όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, μια άλλη όψη του είναι η πολιτική υστέρηση, η οποία κρίνεται κυρίως με όρους δημοκρατικής νομιμοποίησης και διαλόγου. Μια εξίσου σημαντική όμως διάσταση αποτελεί και η πολιτισμική υστέρηση, την οποία συνήθως στις φιλονικίες μας δε θίγουμε καθόλου και η οποία ― κατά τρόπο απρόσμενο! ― θα έλεγα ότι μετριέται με όρους ηθικής και κοινωνικής αγωγής. Είναι δε πολύ πιθανό αυτή η τελευταία να βρίσκεται στη βάση της όποιας πολιτικής, άρα και της οικονομικής υστέρησης.
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλοτε, ο ελληνικός λαός έχει ανάγκη από έναν νέο, περισσότερο ειλικρινή, δίκαιο και ρηξικέλευθο πολιτικό λόγο, ο οποίος θα αναλάβει την ανασύνταξη των ηθικών και κοινωφελών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να μπορέσουμε καταρχάς να πιστέψουμε στο μέλλον. Όσοι υπηρετούν στις πνευματικές επάλξεις αυτού του τόπου, καθώς και όλοι οι πολίτες που αναζητούν λύση στο αδιέξοδο και κινητοποιούνται, οφείλουμε να τον αναζητήσουμε.
20-06-2011
Χάρης Ταμπάκης