Με αφορμή τη διαμάχη περί των νέων Προγραμμάτων Σπουδών της Ιστορίας
στην εγκύκλιο εκπαίδευση.
Για άλλη μία φορά ξέσπασε διαμάχη για ζητήματα της εκπαίδευσης. Τούτη τη φορά στο επίκεντρο βρέθηκε το μάθημα της Ιστορίας και η επιχειρούμενη αναθεώρηση του προγράμματος διδασκαλίας του στις δύο κατώτερες βαθμίδες από επιτροπή του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) υπό τον καθηγητή κ. Π. Βόγλη. Δίνεται λοιπόν αφορμή να εκφραστεί ένας προβληματισμός που συνοδεύει αναπόδραστα τον γράφοντα κατά τη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο εν λόγω προβληματισμός τροφοδοτείται από τρεις πηγές: καταρχάς από την αδιάλειπτη ανησυχία που συνοδεύει κάθε επιστημονική μέριμνα, κατά δεύτερο λόγο από την καθημερινή σχολική εμπειρία και, κατά τρίτο, από τον δημόσιο διάλογο, τελευταία εκδοχή του οποίου είναι η προαναφερθείσα διαμάχη. Σπεύδω βέβαια να ομολογήσω ότι το βασικό κίνητρο που καθοδηγεί την παρέμβαση συνίσταται από το γενικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον για τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν στο παρελθόν οι εντελλόμενοι με τη διαχείρισή του, και δη οι κρατικοί λειτουργοί.
Ας ξεκινήσουμε την περίσκεψη με κάποιες παραδοχές που αφορούν την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας στη μέση εκπαίδευση. Αν παραδεχθούμε ότι βασικός σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας δεν είναι η απομνημόνευση γεγονότων και χρονολογιών αλλά η καλλιέργεια κριτικής ιστορικής συνείδησης, τότε οι περισσότεροι μάλλον θα συμφωνούσαν με τη διαπίστωση της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος ως προς αυτόν τον στόχο. Μιλώντας για «κριτική ιστορική συνείδηση» εννοώ εκείνη την όξυνση της σκέψης που προκύπτει όταν τίθεται το ιστορικό παρελθόν ως αντικείμενο διερεύνησης. Αυτό σημαίνει ότι ο διδάσκων θα πρέπει να ανακινεί κατά τη διδασκαλία μια ερωτηματοθεσία η οποία φωτίζει άδηλες πτυχές και θέτει υπό εξέταση στερεότυπες βεβαιότητες, με προσδοκώμενα οφέλη τη δρομολόγηση μιας επιστημονικού τύπου αντιμετώπισης των αποριών και ― ενδεχομένως ― την εμβριθέστερη κατανόηση. Αυτή εν προκειμένω θα είναι η ιστορική γνώση.
Δυστυχώς κατά κανόνα ο παραπάνω στόχος ούτε τίθεται συστηματικά ούτε εξυπηρετείται σε καμία εκπαιδευτική βαθμίδα, εξ όσων γνωρίζω. Συνήθως το Κράτος ― και η πλειονότητα των λειτουργών του ― επαναπαύεται στο αναμάσημα της προσφερόμενης ιστοριογραφίας, περιορίζοντας την όποια κριτική στόχευση στην επεξεργασία επιλεγμένων κειμένων (πηγές). Βέβαια το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα γενικά εμφανίζει χρόνια αναπηρία στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, ρέποντας παγίως στη μηχανιστική αναπαραγωγή παραδεδομένων περιγραφών. Ο μηχανισμός της αναπαραγωγής μάλιστα εμφανίζεται κυρίαρχος όταν βασίζεται στο σχολικό ιστορικό εγχειρίδιο, το οποίο κάθε χρονιά λειτουργεί εν είδει Ευαγγελίου, ιδίως για τις περιβόητες πανελλαδικές εξετάσεις. Η απαξιωτική αυτή συνθήκη επιτείνεται στην περίπτωση του μαθήματος της Ιστορίας ― όπως και σε εκείνο της Λογοτεχνίας ― μέσα από την ανάθεσή του σε εκπαιδευτικούς άλλων ειδικοτήτων, και σε κάθε περίπτωση όχι σε Ιστορικούς, πρακτική η οποία μάλλον ενισχύει τον μηχανιστικό χαρακτήρα της διδασκαλίας.
Από την πλευρά των μαθητών, η απαξίωση εκδηλώνεται εκεί που το μάθημα της Ιστορίας ακολουθεί τη συνολική μοίρα των μαθημάτων γενικής παιδείας, τα οποία παραγκωνίζονται αμέσως μόλις το φροντιστήριο και οι προσωπικές επιδιώξεις εκδώσουν το σχετικό πρόσταγμα. Το πρόσκομμα αυτή τη φορά προέρχεται από ένα ολόκληρο σύστημα διακίνησης και εκμετάλλευσης της στερεότυπης ή παραδεδομένης γνώσης, το οποίο, ως πιο «παραγωγικό» και «χρήσιμο», προοδευτικά υποκαθιστά το κράτος στην εφαρμογή των οιωνδήποτε υποδείξεων. Στο σκεπτικό αυτό υποτάσσονται «ελεύθερα» όλοι οι μαθητές, υπακούοντας στους μάγους του άστρου της εύλογης χρησιμότητος.
Χαρακτηριστικό όμως δείγμα της αδυναμίας των κρατικών ιθυνόντων να επεξεργαστούν μία επιστημονικά και παιδαγωγικά αξιόπιστη πρόταση διδασκαλίας της ιστορικής σπουδής θεωρώ πως είναι τα εγχειρίδια που διδάσκονται στο Λύκειο και ειδικά στην Γ΄ Λυκείου, γενικής παιδείας και κατεύθυνσης. Η μεθοδολογική στόχευση των εν λόγω εγχειριδίων δεν είναι η προώθηση του επιστημονικού-κριτικού πνεύματος απέναντι στο παρελθόν αλλά η συνοπτική παρουσίαση ιστορικών περιόδων ή θεματικών ενοτήτων. Γι’ αυτό και τα κείμενα των εν λόγω εγχειριδίων εύλογα θα χαρακτηρίζονταν μέτριας ποιότητας περιλήψεις. Από εκεί και ύστερα αναλαμβάνει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός να εξουδετερώσει την όποια δημιουργική ή διερευνητική επιδίωξη του μαθητή, υποβάλλοντάς τον στην εξουθενωτική διαδικασία της αποστήθισης.
Πώς θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστεί η κατάσταση; Ζητούμενο καταρχάς είναι να συμφωνήσουμε ότι η παραπάνω διάγνωση του προβλήματος είναι ισχύουσα σε μεγάλο βαθμό. Ευτυχώς στα ίδια περίπου συμπεράσματα προβαίνει και η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ), η οποία σε σχετική της επιστολή (24-02-2017) προς τον Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) αναφέρεται σε «έλλειμμα ιστορικής παιδείας», «ουσιαστική αδιαφορία για τη σχολική Ιστορία» από μέρους των μαθητών, «μηχανική αποστήθιση και περιορισμό του κριτικού πνεύματος», ακατάλληλα εγχειρίδια, καταχρηστικές αναθέσεις του μαθήματος κλπ. Ποια θεωρεί όμως η ΠΕΦ ότι είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία; Σύμφωνα με την επιστολή:
α) Η αδιαφορία των μαθητών οφείλεται στα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών, τα οποία μεταχειρίζονται τις ιστορικές περιόδους ως περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, επιβάλλοντας μάλιστα την άνιση και αποσπασματική διδασκαλία τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μαθησιακά κενά. Επομένως αυτό που προτείνεται είναι «ισομερής και ισότιμη περιοδολόγηση», με παράλληλη αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος. Υποθέτω ότι επιδίωξη της ΠΕΦ είναι να διδάσκεται η Ιστορία «στο σύνολό της». Που σημαίνει ότι το πρόβλημα της άγνοιας επιλύεται με ποσοτικούς όρους: όλες οι περίοδοι, με περισσότερο χρόνο. Προφανώς οι συνάδελφοι της ΠΕΦ θεωρούν το παρελθόν σαν μία στατική εικόνα, η οποία θα πρέπει να παρουσιαστεί στους μαθητές σε όλο της το εύρος, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον και να λειτουργήσει στο σύνολό της. Μάλλον πρόκειται για αμήχανη λογική.
β) Η ΠΕΦ προτείνει επίσης τα νέα Προγράμματα Σπουδών «να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τη διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης του μαθητή, παράλληλα με την ελληνική εθνική συνείδηση». Και προσθέτει επ’ αυτού: «Η προσέγγιση του παρελθόντος θα πρέπει να γίνεται με βάση την ελληνική ιστορία.» Το σημείο αυτό επαναλαμβάνεται: «…διδασκαλία (…) της σύγχρονης ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας, με βάση πάντοτε την ελληνική Ιστορία» και η σκοπιμότητα είναι να αναδειχθεί «η ιστορική συνέχεια» και να διαμορφωθεί «εν τέλει ιστορική και εθνική συνείδηση». Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο οι παραπάνω παράμετροι συμβαδίζουν με την επιστημονική διάσταση του μαθήματος… Άραγε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η Ιστορία ως επιστήμη οφείλει εξ ορισμού να είναι ελληνοκεντρική και ότι επιβάλλεται να χρησιμοποιείται ως μέσο ενίσχυσης της όποιας εθνικής ταυτότητας; Μήπως η ιδεολογική αυτή «αξιοποίηση» του μαθήματος της Ιστορίας για την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας δεν συνέβαλε καίρια στην επιστημονική υποβάθμιση του μαθήματος και στην έντονα προπαγανδιστική επιδίωξη με την οποία έχουμε περιβάλει οτιδήποτε θεωρούμε «ιστορικό»;
Με τις θέσεις της επομένως η ΠΕΦ συμπαρατάσσεται με τους αρνητές του πνεύματος των νέων προγραμμάτων σπουδών, τα οποία, σύμφωνα με τον επικεφαλής της επιτροπής αναθεώρησης του ΙΕΠ, κ. Π. Βόγλη (Εφημερίδα των Συντακτών, 18-04-2017), προορίζονται να εισαγάγουν τη γενετική διάσταση και την πολυπλοκότητα στη μεθοδολογική αντιμετώπιση των ιστορικών φαινομένων. Υποθέτω ότι επιδιώκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο να ενσωματωθούν στις προδιαγραφές του μαθήματος επιστημολογικές τάσεις οι οποίες εκφράσθηκαν από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, κυρίως από τους Γάλλους ιστορικούς. Λόγου χάρη, επιδίωξη τώρα δεν θα είναι η εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας αλλά να δειχθεί πώς συγκροτήθηκε στα νεότερα χρόνια η νεοελληνική εθνική ταυτότητα. Κάτι τέτοιο όμως προφανώς προϋποθέτει άλλου είδους υπόδειγμα στην προσέγγιση του μαθήματος, το οποίο μάλλον συνάδει με την ενεργοποίηση της διερευνητικής προσέγγισης. Προϋποτίθεται εν προκειμένω ότι θα τεθεί υπό ερώτημα η διάσταση της συνέχειας στην ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους, ώστε να ανιχνευθεί η «αφύπνιση» (ή ανασυγκρότηση) της εθνικής ταυτότητας. Οπότε αυτόματα προκαλείται κλονισμός της παραδοσιακής προσέγγισης του Κ. Παπαρρηγόπουλου, η οποία αναδείχθηκε σε καθεστωτικό ιδεολόγημα από το νεοελληνικό κράτος στο εκπαιδευτικό του σύστημα.
Αξιοσημείωτο είναι εδώ ότι σε κείμενο που διακινήθηκε μέσω διαδικτύου (22-04-2017) και φέρει το όνομα του Σ. Τουλιάτου, Οργανωτικού Γραμματέα της ΠΕΦ, επικρίνεται το αναθεωρητικό πνεύμα των νέων προγραμμάτων με το επιχείρημα ότι η «αγωνιώδης αναζήτηση των ταυτοτήτων είναι μια υποκειμενική περιοριστική και διαχειριστική τάση, όπου η κάθε ομάδα διεκδικεί για τον εαυτό της το μεγαλύτερο μερίδιο των δικαιωμάτων, της εργασίας, των συνθηκών ζωής και τείνει σ’ έναν ηγεμονισμό». Οξυδερκής παρατήρηση, η οποία όμως, κατά τη γνώμη μου, περιγράφει εξίσου καίρια τον επιλήψιμο τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν το ιστορικό τους παρελθόν τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων ― μεταξύ αυτών και η Ελλάδα ―, μέσα από την επίσημη ιστορική τους περιγραφή. Τη συγκριτική αυτή αντιμετώπιση της ιστοριογραφίας δεν φαίνεται όμως να την υπολογίζει ο κ. Τουλιάτος.
Αντίθετα επιμένει στην «οριστική Ιστορία», με την έννοια της επιστημονικής καταγραφής και μελέτης των ιστορικών γεγονότων και της διατήρησης των «βασικών γραμμών». Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρ’ όλη την κοινωνική του ευαισθησία, ο κ. Τουλιάτος αντιμετωπίζει το ιστορικό παρελθόν σαν ένα στατικό εξωτερικό αντικείμενο, το οποίο έχει εν πολλοίς συντελεστεί και πλέον διατίθεται προς αναπαραγωγική μελέτη, κατά τα πρότυπα του ιστορικού θετικισμού. Γι’ αυτό και απορρίπτει την έννοια της Ιστορίας ως συνισταμένης του παρόντος. Μα πώς αλλιώς μπορεί να υπάρχει το οιοδήποτε παρελθόν παρά ως διάσταση του παρόντος; Και επομένως, υπό αυτήν την προοπτική, σε ποιο ιστορικό φαινόμενο θα αποδώσουμε μεγαλύτερη σημασία, στην εκδήλωση της «Βιομηχανικής Επανάστασης» ή στην εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης; Το σκεπτικό των νέων προγραμμάτων υποθέτω ότι θα απέδιδε περισσότερο βάρος στο πρώτο φαινόμενο, ενώ οι αντιρρησίες θα επέμεναν στο δεύτερο. Το κριτήριο των τελευταίων θα είναι η «ελληνοκεντρική» προοπτική. Το πρόβλημα που διαπιστώνεται είναι ότι η εθνοκεντρική ιστοριογραφική προοπτική, διότι περί αυτής πρόκειται, αποδίδεται πάντοτε διαμέσου της κρησάρας του άμωμου και του αξιόλογου, μια αμυντική πρακτική η οποία οδηγεί στην αποσιώπηση πολλών σελίδων «μαύρης» ελληνικής Ιστορίας (βιαιοπραγίες, εμφύλιοι πόλεμοι, δικτατορίες κλπ.), προς ενίσχυση βέβαια της εθνικής αυτοεκτίμησης.
Στις παρατηρήσεις που απηύθυνε εσχάτως το Προεδρείο της ΠΕΦ προς την επιτροπή του ΙΕΠ (ΑΠ 77 / 12-05-2017) υιοθετείται κατ’ ουσίαν το σκεπτικό Τουλιάτου: Καταγγέλλεται εν πολλοίς η κατ’ επιλογήν θεματική διάταξη του προγράμματος διδασκαλίας της ιστορικής ύλης, διότι ευνοεί την αυθαιρεσία του εκπαιδευτικού, και απαιτείται η διδασκαλία της γραμμικής ιστορικής συνέχειας. Καταγγέλλεται επίσης η απουσία της μέριμνας για προαγωγή της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Κατακρίνεται εξάλλου ο περιορισμός του διδακτικού εγχειριδίου σε βοηθητικό ρόλο και απορρίπτεται ο κατακερματισμός της διδασκόμενης ύλης ανά την επικράτεια. Τα νέα προγράμματα σπουδών χαρακτηρίζονται «αντιεπιστημονικά», διότι η Ιστορία είναι επιστήμη που «προσανατολίζεται προς τις γενικεύσεις, αφαιρέσεις και ανακαλύψεις κανονικοτήτων και νόμων» (!). Για τους παραπάνω λόγους η ΠΕΦ αρνήθηκε να προσέλθει σε διάλογο με τους αρμόδιους του ΙΕΠ. Ανάλογο δε σκεπτικό εκφράζει με ανακοίνωσή της και η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων (24-05-2017) ― σε άψογο πολυτονικό σύστημα.
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι οι αντιλήψεις περί γραμμικότητας του χρόνου και περί ιστορικής συνέχειας δεν αντέχουν πολύ στην κριτική. Εάν η συνέχεια αποτελούσε ιδιότητα του ιστορικού παρελθόντος, θα μπορούσαμε τότε να προβλέψουμε εύκολα την εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι. Ποιος όμως διαθέτει τέτοιου είδους ικανότητες; Μήπως μπορούσε κανείς να προβλέψει το αιματοκύλισμα στην πρώην Γιουγκοσλαβία ή, για να μην πάμε πολύ μακριά, την οικονομική κατακρήμνιση του ελληνικού κράτους λίγα χρόνια μετά την αποκορύφωση των Ολυμπιακών Αγώνων; Στην πραγματικότητα το ιστορικό γίγνεσθαι αποκαλύπτεται πολυσχιδές και αναπάντεχο, εμφανίζοντας αλλού συνέχειες, αλλού ασυνέχειες, επιτρέποντας μόνο στους νουνεχείς κάποια διόραση των προσιόντων, που λέει και ο ποιητής. Αλλά μας βολεύει γενικά να συγκαλύπτουμε την πολυσχιδία με τις αφαιρέσεις και τις γενικεύσεις μας, επιβάλλοντας την ευκολία της στερεότυπης ομοιομορφίας ― με άλλα λόγια, τη γραμμικότητα και τη συνέχεια ―, πλάθοντας μία χρηστική εικόνα για το παρελθόν.
Φοβάμαι λοιπόν ότι η στάση του Προεδρείου της ΠΕΦ κατάφερε να την ταυτίσει με αυτό ακριβώς που επέκρινε: με την αντιεπιστημονική και ιδεοληπτική προσέγγιση στη διδασκαλία της Ιστορίας. Υιοθετώ γι’ αυτό τη συνετή κριτική που ασκήθηκε από τη συνάδελφο Ά. Στριφτόμπολα (Εφημερίδα των Συντακτών, 24-05-2017). Επιφυλάσσομαι ωστόσο να παραδεχθώ πρόθυμα ότι η επιζητούμενη επιστημονικότητα εξασφαλίζεται αυτόματα με το νέο πλαίσιο διδασκαλίας που σχεδιάζει το ΙΕΠ. Η πικρή πείρα από τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και την εφαρμογή τους στη σχολική καθημερινότητα προδιαθέτει για ένα μέλλον ελάχιστα διαφορετικό. Και αυτό διότι η επιστημονικότητα του οποιουδήποτε μαθήματος δυστυχώς ή ευτυχώς δεν εξασφαλίζεται μόνον από το πρόγραμμα σπουδών ή από το σχολικό εγχειρίδιο. Εξασφαλίζεται τελικά και από τον δάσκαλο και την κατάρτιση που διαθέτει στην αντιμετώπιση του αντικειμένου του. Το ίδιο και η περιβόητη αντικειμενικότητα που επιδιώκει η ΠΕΦ. Το προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδών προτίθεται να ενισχύσει ― και σωστά, κατά τη γνώμη μου ― τον ρόλο και τις επιλογές του εκπαιδευτικού. Αρκετά πια με τον ασφυκτικό συγκεντρωτισμό της κρατικής εκπαίδευσης, ο οποίος τροφοδοτεί εντέλει τη φροντιστηριακή αγορά. Πολύ σωστά προβλέπεται η εισαγωγή νέων μέσων και ψηφιοποιημένων πηγών στη διδασκαλία. Αναρωτιέμαι ωστόσο κατά πόσο οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διαθέτουν την κατάλληλη κατάρτιση για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις και αν υπάρχει τόσο η κατάλληλη υποδομή όσο και η λειτουργική ευχέρεια στα σχολεία, ώστε να εφαρμοστούν οι σχεδιασμοί του ΙΕΠ. Αν στραφεί κανείς προς την εκπαιδευτική πραγματικότητα, μάλλον σκεπτικισμό και θλίψη θα αισθανθεί.
Ένας άλλος παράγοντας που καραδοκεί να υπονομεύσει τα σχέδια του ΙΕΠ είναι η προχειρότητα των επιλογών της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, δείγματα της οποίας δυστυχώς έχουμε υποστεί και εσχάτως. Θα πρόσθετα δε ότι η προχειρότητα στον πολιτικό σχεδιασμό είναι εκείνη που κατά κανόνα σφραγίζει με ημερομηνία λήξεως τέτοιες αναθεωρητικές προσπάθειες, οι οποίες διαρκούν μέχρι τις επόμενες εκλογές, οπότε μεταβάλλεται και η πολιτική καθοδήγηση του ΙΕΠ. Ώστε η κακοδαιμονία δεν έχει τέλος.
Ολοκληρώνω αυτές τις σκέψεις συντασσόμενος καταρχήν με τις αρχές που διέπουν το έργο της επιτροπής του ΙΕΠ, εκφράζοντας ωστόσο τον σκεπτικισμό μου για το τελεσφόρο της προσπάθειας. Δυστυχώς οι εμπεδωμένοι μηχανισμοί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν επιτρέπουν ούτε ελευθερία πνεύματος και επιλογών ούτε ανατροπές στα γνωστικά στερεότυπα. Το υπό διαμόρφωση πρόγραμμα σπουδών της Ιστορίας, για να εφαρμοστεί σωστά, θα απαιτούσε μία συνολικότερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, η οποία αφενός θα ενίσχυε την παιδαγωγική και επιστημονική επάρκεια του εκπαιδευτικού προσωπικού και αφετέρου θα έθετε ως κυρίαρχο στόχο την προαγωγή της δημιουργικής διερεύνησης της γνώσης, αντί για τη στείρα αναπαραγωγή λόγων. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι απέχουμε από κάτι τέτοιο, «παρασάγγας», θα έλεγε ένας φιλόλογος.
Και μια τελευταία, συγκεφαλαιωτική παρατήρηση. Στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας ελλοχεύει ένα οξύμωρο: διδάσκουμε το παρελθόν για να προετοιμάσουμε το μέλλον. Ουσιαστικά λοιπόν συγκρούονται δύο επιδιώξεις: οι μεν επιζητούν μέσω της Ιστορίας να διαμορφώσουν Έλληνες, οι δε επιδιώκουν να διαμορφώσουν πολίτες του ελληνικού κράτους, άσχετα από το αν θα είναι Έλληνες ή οτιδήποτε άλλο. Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογική μεταχείριση του ιστορικού παρελθόντος προδίδεται από την επιδίωξη. Το ζήτημα σε κάθε περίπτωση είναι ότι θα πρέπει να διατηρείται εκείνη η μεθοδολογική και λογική πειθαρχία που θα είναι σε θέση να τηρήσει αποστάσεις από την ιδεολογική επιδίωξη και να καταξιώσει την κριτική εξέταση προς όποια κατεύθυνση. Εκεί, αν επιτρέπεται, αναδεικνύεται ο πραγματικός δάσκαλος.
25 Μαίου 2017
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή (2-06-2017).
Ερανίσθηκε επίσης στην επιθεώρηση Νέα Παιδεία (162/Ιούνιος 2017).