Λόγοι Διονυσίου Σουρλή,
Ιατρού Παθολόγου
Αξιότιμε κύριε εκδότα,
Παρακαλώ συγχωρήσατέ μου που καταχρώμαι τον χρόνο και την προσοχήν σας, καθότι δεν επιδίδομαι συχνάκις εις την τριβήν των δημοσίων λόγων και αντιδικιών. Αρκούμαι κατά κανόνα εις τας μικροπρεπείς προστριβάς και διενέξεις εντός του οικογενειακού κύκλου, μεριμνών επισταμένως μη διαρρεύσωσι αύται εκτός των ορίων της οικίας ημών, ως πράττει κάθε ευσυνείδητος συμπολίτης και οικογενειάρχης.
Ωστόσο, αφενός η ιδιότης μου του ιατρού παθολόγου ― έστω και ανενεργός εξαιτίας προσφάτου συνταξιοδοτήσεως ― και αφετέρου η ετέρα ιδιότης μου, του ενεργού πολίτου ― την οποία αρνούμαι πεισματικώς να απεμπολήσω ―, με παρώθησαν από κοινού να σας απευθύνω την παρούσαν επιστολήν διαμαρτυρίας, η οποία πολύ αμφιβάλλω εάν εντέλει θέλει αποβή εις προσωπικόν μου όφελος. Και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
Γνωρίζετε, υποθέτω, ότι δεδομένης της απέλπιδος καταστάσεως εις την οποία έχει περιέλθει το ελληνικόν κράτος, η απόμαχος τάξις των συνταξιούχων, της οποίας πλέον τελώ άρτι γαλουχηθέν μέλος, διεξάγει αγώναν άνισον, προκειμένου να διατηρήση την φυσικήν παρουσίαν της μεθ’ ημών και να αναβάλη την πρώιμον αναχώρησίν της από τον μάταιον ετούτον βίον των μνημονίων και των μνημοσύνων. Εις τον αυτόν αγώνα συρόμενος και ο γράφων, ως ιατρός, δύναμαι να γνωρίζω ότι από τα υγιεινότερα των μέτρων διατηρήσεως της οργανικής υγείας αποτελούν οι ημερήσιοι περίπατοι κατά τας εξοχάς, καθώς συνιστούσε αρχαιόθεν και ο συνάδελφος Ακουμενός (5ος αι. π.Χ.). Το αυτό δε πράττουσι πλήθος συμπολίται, αγόμενοι και φερόμενοι κατά την οδόν του Αγίου Ιωάννου του Ρηγανέως ή κατά τας άλλας παραπλεύρους οδούς, τας διακλαδιζομένας επί της περιοχής του Τροχού. Ο υποφαινόμενος δε προτιμώ την πλήρην τέλεσιν του κύκλου Αγρίνιον – Τροχός – Άγ. Ιωάννης – Αγρίνιον, διά το μάκρος μα και το ευάρεστον της φυσικής διαδρομής.
Φευ! Οποία αγανάκτησις! Εάν τις κατεγίνετο να παραστήση συνοπτικώς το κατάντημα της πατρίδος και των εν αυτή ανθρώπων, δεν ήθελεν εύρη παραστατικοτέραν αυτής τοπιογραφίαν. Διότι από το σημείον της υπεραγοράς «Λίδλ» και εκείθεν, άρχεται το βασίλειον της αυθαιρεσίας και της εγκαταλείψεως, όπου κυριαρχούν τα κάθε λογής διεσπαρμένα απόβλητα, καταβάλλοντας αυθωρεί την όποιαν ορθήν ιδέαν περί πολιτισμού ή δημοσίου χώρου ενδέχεται να διαθέτει ο συνειδητός πολίτης. Πέρα από κάθε λογής διεσπαρμένες συσκευασίες, πέρα από τα οικοδομικά υλικά και τα σακίδια αγορών, εις τον προχθεσινόν μου περίπατον συνήντησα παραπεταμένον εν κυλιόμενον κάθισμα γραφείου, ο ιδιοκτήτης του οποίου προφανώς δεν ηδύνατο να επινοήσει άλλην τινα μέθοδον απαλλαγής από την παρουσίαν του, παρά την πυρπόλησιν αυτού παραπλεύρως της δημοσίας οδού!
Εντούτοις η αυθαιρεσία ― και η άνοια, επιτρέψατέ μοι ― δεν λήγουν εδώ. Στρέψας τις εις την κυρίαν οδόν του οικισμού «Τροχός» αντικρύζει τας κατηρεφείς παριάς της κοίτης του χειμάρρου της «Ερημήτιδος», όπου διαδοχικά προβάλλουν σχηματισθέντες σωροί παντοίου είδους απορριμμάτων. Πατροπαράδοτον έθιμον των παροικούντων των Ερημήτιδαν, ως φαίνεται, αποτελεί η απόρριψις των αποβλήτων των εις την κοίτην του χειμάρρου, ο οποίος χρησιμεύει κατά περίστασιν ως απορριμματαγωγόν, δεδομένου ότι με την πρώτην νεροποντήν το ρεύμα θα παρασύρει τα κατακρημνισθέντα αντικείμενα περαιτέρω, ως και τη λεκάνην της Λυσιμαχείας. Η αποτρόπαιος ταύτη εικόνα συμπληρούται με την αυθαίρετον εναπόθεσιν παντοίων απορριμμάτων κατά μήκος της οδού ήτις συνδέει τον οικισμόν του Τροχού μετά της οδού του Ρηγανέως, ετέρα δε εστία ρυπάνσεως δημιουργείται ακριβώς επί της διασταυρώσεως η οποία έπεται του ιδιωτικού αθλητικού γηπέδου των «Ελπίδων». Δια του λόγου το αληθές, συνοδεύω την παρούσαν επιστολήν μου με φωτογραφικάς αποτυπώσεις αι οποίαι ελήφθησαν δια φορητής τηλεφωνικής συσκευής κατά τας εξορμήσεις μου ανά τα εν λόγω χωρία. Ως διεπίστωσα κατόπιν συντόμου αυτοψίας, εις ορισμένα σημεία και επί των πρανών του χειμάρρου έχουν απορρριφθεί εσμός χάρτινων εντύπων, οικοσκευαί, μεταλλικά στοιχεία οροφοκατασκευής, προϊόντα εκδοράς ζώων (!!!), τα συνήθη οικοδομικά υλικά και λοιπά και λοιπά μνημεία αδιαφορίας και περιφρονήσεως του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.
Κατόπιν τούτων των λυπηρών διαπιστώσεων, επιτρέψατέ μοι να επισημάνω τα εξής: α) Οι εν λόγω εστίες ρυπάνσεως δεν εδημιουργήθησαν προσφάτως αλλά αποτελούν έργον μακροχρόνου και επαναλαμβανομένης και διεστραμμένης συμπεριφοράς, ήτις εργάζεται μάλλον εις την βάσιν εθιμικού δικαίου, δίκαιον οριζόμενον κατά τρόπον αυθαίρετον και σκαιόν ― άρα ουχί δίκαιον. Εκ τοιαύτης αδικοπραγίας εντέλλεται όπως μη λοιδορώμεν αδιακρίτως τα μνημονιώδη δεινά δια πάσαν βάσανον και πάσαν διαστροφήν, προβάλλοντες εις εαυτούς το οικτρόν προσωπείον του θύματος, ώστε να επιτύχωμεν την άφεσιν των προσβολών άτινας διεπράξαμεν, και εισέτι διαπράττομεν, κατά του δημοσίου συμφέροντος και εις δόξαν της αυθαιρεσίας ημών. Ένιοι κλέπτουσι, ένιοι ρυπαίνουσι, ημείς ανεχόμεθα και επομένως φέρομεν ευθύνην.
β) Αναρωτάταί τις διατί, παρά την μακροχρόνια παγίωσιν της καταστάσεως, παρά την εξόφθαλμον παραβίασιν και προσβολήν του δημοσίου χώρου, παρά την αδήριτον ανάγκην προστασίας των υδάτινων πόρων και διαδρομών, ουδέποτε αι Αρχαί δεν εκινήθησαν δια τα δέοντα, προκειμένου να συνετίσωσι τους παραβάτας και να εξαλείψωσι το φαινόμενον. Ηλίου φαεινότερον θεωρώ ότι οι αυθαίρετοι αποβλητόλοφοι της Ερημίτιδος γειτνιάζουν με ιδιοκτησίας εκ των οποίων τροφοδοτούνται τακτικώς και αδιαλείπτως διά παντός είδους υλικών. Τι πράττει η Υπηρεσία Καθαριότητος και Περιβάλλοντος του Δήμου; Τι πράττει η Δημοτική ή άλλη αστυνομική αρχή επ’ αυτού;
γ) Επιτρέψατέ μου, εξάλλου, να υπογραμμίσω την ευθύνην του ιατρικού δυναμικού της πόλεως, και δη του Ιατρικού Συλλόγου, ευθύνη και μέριμνα του οποίου θα όφειλε επίσης να αποτελεί η υγιεινή του αστικού και του περιαστικού περιβάλλοντος. Πώς ανεχόμεθα, αγαπητοί συνάδελφοι, επί τόσα έτη τοιαύτην διαγωγήν, η οποία μόνον κινδύνους εγκυμονεί δια την δημοσίαν υγείαν; Διατί επιτρέπομεν ως θεαταί να μακροημερεύη τοιαύτη πρακτική και δεν καθιστάμεθα πολέμιοι της αβελτηρίας των Αρχών και αντίπαλοι της παραβατικότητος τινων αχαρακτήριστων ιθαγενών; Θα αναμένομεν τα πρώτα κρούσματα επιδημίας, θα αναμένομεν τας πρώτας εκτεταμένας πυρκαϊάς ή την μη αναστρέψιμον μόλυνσιν των υδάτων δια να δράσωμεν; Απαντήσατέ μοι.
δ) Ευλόγως αναρωτάταί τις κατόπιν αυτών διατί οι παροικούντες τας διαφόρους εστίας ρυπάνσεως, αφενός οι επαγγελματίαι της δημοσίας οδού ― ήτοι οι ιθύνοντες της υπεραγοράς «Λίδλ», ο κατεργαζόμενος είδη αλουμινίου επιχειρηματίας, οι ιδιοκτήται του αθλητικού κέντρου των «Ελπίδων» και του παιδικού σταθμού «Μαγικός Αυλός» και λοιποί ― αφετέρου οι κάτοικοι του οικισμού Τροχού, των οποίων η υγεία και η περιουσία πρωτίστως υποβαθμίζονται ή κινδυνεύουν, ανέχονται το φαινόμενον και δεν διαμαρτύρονται εντόνως και δεν το καταπολεμούν.
Κύριε εκδότα, μην έχετε αμφιβολίαν. Κοστίζομεν τόσα πολλά εις δανειοδοτήσεις, διότι πράττομεν τόσα ολίγα και εξ αυτών τα πλείστα ασκόπως, δια την κοινωνίαν και το μέλλον αυτής. Δυστυχώς, όπως διαπιστώνετε, ό,τι θα ηδύνατο να αποτελέσει έξοχον περίπατον αναψυχής δια τους ταλαιπώρους κατοικούντας την τσιμεντούπολιν του Αγρινίου, μεταβάλλεται ταχυρρύθμως εις υπερμεγέθη κάδο απορριμμάτων και ελεεινή χαβούζα. Ό,τι θα διετίθετο λίαν ευκόλως ίνα μετασκευασθή εις τόπον χλοερόν, τόπον αναψύξεως παρακείμενον του πολεοδομικού συγκροτήματος Αγρινίου και περιχώρων ― εννοώ την κοίτιν και το περιβάλλον της Ερημήτιδος ― εγκαταλείπεται αδιαφόρως εις τας αυθαιρέτους πρακτικάς ορισμένων πλην, αλίμονον, αρκετών, ώστε το όνειδος να συσσωρεύεται και να πληθαίνει ανεμπόδιστον.
Κύριε εκδότα, δια της επιστολής ταύτης θεωρώ ότι δεν εκπληρώ ειμή μόνον έν καθήκον ταπεινόν και ελάχιστον, ως πολίτης και δη ιατρός. Προτίθεμαι ωστόσο να κινηθώ και να αναζητήσω περαιτέρω ευθύνας, κρίνων και αποτιμών λόγους και έργα προσώπων. Δεν αποκλείω δε να ευρεθούν και οι συνοδοιπορούντες εις την οδόν ταύτην ― εις την οποίαν θέλω να πιστεύω ότι συνοδεύετε και υμείς ―, οδός η οποία άγει επέκεινα της παλαιάς και εφθαρμένης Ψωροκωσταίνης, εις κοινωνίαν υπευθύνων και ελευθέρων πολιτών.
Συγχωρήσατέ μοι παρακαλώ υστάτως το αρχαΐζον φθέγμα και την έκτασιν.
Ταπεινός συμπολίτης σας,
Διονύσιος Σουρλής,
Συνταξιούχος Ιατρός Παθολόγος
Υστερόγραφον: Η εικών συνοδεύουσα το κείμενον απεικονίζει σύνθεσιν του εικαστικού Αρμάνου (Arman) από τη σειρά «Απορριμματοδόχοι» (γαλλιστί: «Poubelles»), εν έτει 1961.