“Κρίση”_Ποίημα
Πού να στραφούμε η πολιτεία σαν αδιαφορήσει,
και στα κιτάπια της λησμονιάς μάς καταχωρίσει;
Με το γοερό αναστεναγμό της φτώχειας δυσφορήσει
και τον αγώνα γι’ αλλαγή με κατάρες αναθεματίσει;
Ο τυφώνας της κρίσης το ντουνιά όλο εγγίζει,
ψυχές, καρδιές, τις ζωές μας τσακίζει.
Σαπιοκάραβο η χώρα, στραβά αρμενίζει,
καπετάνιος φερτός τη ρότα του ρυθμίζει.
Μόν’ δυο στους χιλιάδες μπορούν και χαμογελούν,
μα εσένα και μένανε εντελώς μας ξεχνούν.
Τα χτισμένα, αδέρφια, σε μια στιγμή τα χαλούν,
απάνω σε χαλάσματα φουντώνουν, θρασομανούν.
Απ’ το θρόνο της εξουσίας πονηρά μειδιάζουν,
υποσχέσεις και τάματα στη σειρά αραδιάζουν.
Με στομφώδεις εξαγγελίες μας παραμυθιάζουν,
εμπνεύσεις της ψευτιάς καθημερινά μας μοιράζουν.
Σε μέθη της αφθονίας θησαυρούς συσσωρεύουν,
το χαμό του λαού λογαριάζουν και μαγειρεύουν.
Οικογένειες Ελλήνων πλήττουν, ξεπαστρεύουν,
σύντροφοι, τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν.
Στο χείλος του γκρεμού μας σπρώχνουν, μας τραβούν,
ποσώς τους καίει κι ας λυγίζουν και ξεψυχούν.
Το σκοινί της σωτηρίας από όλους αποτραβούν,
μας γυρίζουν την πλάτη, με ξένους συμμαχούν.
Μ’ έλκηθρο της Ρουσίας στην πατρίδα καταφθάνουν,
τρία άτια καλπάζουν, τον ερχομό τους σημάνουν.
Κοπιάζουν οι κατακτητές να μας αποτρελάνουν,
συνταγές τροϊκανές ολημερίς να εξυφάνουν.
Με μέτρα κι αντίμετρα τη χώρα θα εξυγιάνουν,
χάπια χρυσωμένα το φαρμάκι θα γλυκάνουν.
Τον καθάριο αέρα μας βάλθηκαν να μιάνουν,
βροντοφωνάζω, φίλοι, αυτοί θα μας αποκάνουν!
Ο Ρωμιός αδυνατεί κι αρνείται να πιστέψει
πως ο ηγέτης τον γελά και δέχεται να τον κλέψει.
Με πείσμα και θυσία τα της πατρίδας θα διαφεντέψει,
κι ας ξέρει από πριν πως ποτέ δε θα ξεμπερδέψει.
Το κεφάλι ψηλά με περηφάνια θα σηκώσει,
μαυριδερή καταχνιά κι ας τον έχει ψυχοπλακώσει.
Πλανάται όποιος θαρρεί πως θα τον ναρκώσει,
την αντρίκια παλικαριά του πως θα τσαλακώσει.
Ο Έλλην σα δαιμονιστεί, φωτιά και λάβρα θα ξεσπάσει,
η κραυγή της απόγνωσης το σύμπαν θα διαπεράσει.
Η οικουμένη θ’ αποζητά της ρωμιοσύνης την κράση,
με πνεύμα ηρωικό Ελλήνων ν’ αντιδράσει.
Δημητριάδου Χριστίνα