Ταξιδεύοντας με τον…Καββαδία

 O Καββαδίας δημοσιεύει πρώτα, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλ(λ)ας και ύστερα με τ’ όνομά του, διάφορα νεανικά κείμενα. Ανάμεσά τους, «Το Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη», ιδιαίτερα σημαντικό επειδή, εκτός από πολλά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του κατοπινού έργου του Καββαδία, περιέχει και άλλη εκδοχή της ιστορίας που θα διηγηθεί στο ποίημα «Μαραμπού».

Το 1933 δημοσιεύεται η συλλογή Μαραμπού. Τα ποιήματά της διηγούνται ιστορίες ή παρουσιάζουν πορτρέτα πορνών ή ναυτικών με τεχνοτροπία σχετικά κλασική. Η προσωδία και η ρητορική είναι κι αυτές αρκετά παραδοσιακές, παρά τον έντονα προσωπικό χαρακτήρα του λόγου. Η εκπληκτική πρωτοτυπία του έργου έγκειται σε αρκετά στοιχεία της θεματικής, και πάνω απ’ όλα στην ιδιάζουσα φωνή του ποιητή, και σε ορισμένα σύμβολα, κυρίως στο κεραυνοβόλο σύμβολο του Μαραμπού.

Το Μάρτη του 1941 γράφει το μικρό πεζό Στο άλογό μου, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1945, αλλά θα γίνει προσιτό στο ευρύ κοινό μόνο με την έκδοση της Άγρας το 1987.

Το 1947 ο Καββαδίας δημοσιεύει τη δεύτερη συλλογή του, Πούσι, που περιέχει ποιήματα γραμμένα από το 1937 («Black and White») έως το 1946 («Θεσσαλονίκη», «Λύχνος του Αλαδδίνου»). Η συλλογή παρουσιάζει σημαντικές διαφορές με την πρώτη. Η μορφή των ποιημάτων είναι πολύ πιο πυκνή. […] Υπάρχει και κατακερματισμός του λόγου: παρατάσσονται πράξεις, εικόνες, σύμβολα, των οποίων ο συνταγματικός ειρμός παραμένει κρυμμένος. Το απροσδιόριστο των προσώπων (και συγκεκριμένα η δυσκολία τού να προσδιοριστεί το ποιον αντιπροσωπεύει η αντωνυμία εσύ: ένα συνομιλητή, τον ίδιο τον ποιητή, κάποιο αόριστο πρόσωπο; Δύο απ’ αυτούς εναλλάξ;) αυξάνει ακόμα περισσότερο τη δυσκολία. […]

Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται, ακόμα πιο σαφώς, στα ποιήματα που έγραψε ο Καββαδίας ανάμεσα στη δημοσίευση του Πούσι και της συγγραφή της Βάρδιας («Μουσώνας», «Γυναίκα», «Yara Yara» και «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia») ή αμέσως μετά την έκδοση της Βάρδιας («Fresco») και που δημοσιεύτηκαν μόνο το 1975, στην αρχή της τελευταίας συλλογής, Τραβέρσο. […]

Η Βάρδια, έργο μοναδικού πλούτου και πυκνότητας, παρουσιάζει υπό την οριστική και τέλεια μορφή τους όλα τα μυθικά στοιχεία των προηγούμενων έργων και άλλα πολλά. […]

Επιπλέον, η Βάρδια ανήκει ταυτόχρονα σε διάφορα λογοτεχνικά είδη: μυθιστόρημα, φανταστική αυτοβιογραφία, ποίηση […].

Αργότερα θα προεκτείνουν ή θα συμπληρώσουν τη Βάρδια δυο μικρά πεζά, το Λι, γραμμένο τα Χριστούγεννα του 1968, και Του Πολέμου, γραμμένο εννέα μέρες αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1969, και που δημοσιεύτηκαν μαζί μόνο το 1987. […]

Guy (Michel) Saunier, «Ετούτο κορμί το τόσο αμαρτωλό…». Έρευνα στον μυθικό κόσμο του Καββαδία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004, 10-12.

 

 

[…] Στα Μαραμπού το ποίημα ακολουθεί ομαλά την ανάπτυξη του θέματός του. Ο χρόνος της διήγησης είναι και χρόνος της εξέλιξης, με ελάχιστες διακοπές «προς εαυτόν». Αντίθετα στο Πούσι έχει βασικά καταργηθεί ο παραδοσιακός ομαλός χρόνος της αφήγησης, ή μάλλον η ίδια η αφήγηση, όπως την εννοούμε κανονικά, δεν υπάρχει. Ο μύθος σχεδιάζεται σύμφωνα με την ανάπλαση της μνήμης, δηλαδή με άλματα και αλληλοκαλύψεις παρόντος-παρελθόντος, με επινοήσεις της φαντασίας, που ενώνει πραγματικά περιστατικά με υποθέσεις. Το ποίημα κορμώνεται διαθεσιακά. Αυτή η τελικά ελλειπτική γραφή, όπου τα κενά αυξάνουν την εμβέλεια του ποιήματος, είναι τα στοιχεία με τα οποία προσεγγίζει σημαντικά τη νέα ποίηση. […]

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Μικρή συμβολή σε ένα αφιέρωμα για τον Νίκο Καββαδία». Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία, επιμ. Άντεια Φραντζή, Εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 1982, 64 (σειρά: Νεοελληνικές Ψηφίδες, 1).

 

 

Λίγο-πολύ οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του ’30 έγραψαν κάποτε έργα της θάλασσας: Ημερολόγιο Καταστρώματος ο ΣεφέρηςΑτλαντικό ο ΕγγονόπουλοςΣτροφές στροφάλων και Μεγάλο Ανατολικό ο ΕμπειρίκοςΕμβατήριο του Ωκεανού ο ΡίτσοςΜικρό Ναυτίλο ο Ελύτης κ.ο.κ., ενδεικτικά. Και άφθονα θαλασσινά μοτίβα από δίπλα (γοργόνες δίκλωνες, δελφινοκόριτσα κτλ.).

Εάν στο πάνθεον της γενιάς του ’30 ο θρόνος του Ποσειδώνα έχει δικαιωματικά κατακυρωθεί στον Οδυσσέα Ελύτη, που το απαστράπτον Αιγαίο του λ.χ. είναι μια αλληγορία του Ουτοπίας, και μια μορφή του Πρωτέα αναδύεται κρυσταλλική από τα ευγενικά νερά του Δ.Ι. Αντωνίου («σε συλλογίζομαι αγρυπνώντας / σ’ αυτό το τοπίο της μηχανής»), στον Καββαδία ανήκει τουλάχιστον η ακτή του Νηρέα, μολονότι η θάλασσα της ωριμότητάς του τείνει να χαρτογραφεί σταδιακά την ουτοπία κάθε Αλληγορίας, λογικής ή πλωτής.

Για πολλούς, ο Καββαδίας διατέλεσε μονάχα «ιδανικός και [μάλιστα] ανάξιος εραστής / των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», διαπλάθοντας μία χρωματουργία αντανακλάσεων και ιριδισμών, που δεν έχει μεγάλη σχέση με το «βαθύ γαλάζιο που αγαπήσαμε» στον Ελύτη.

Αλλά το χρώμα του Καββαδία προέρχεται από μελάνη σινική, είναι το έργο της υδρόγειας σουπιάς και αποκαλύπτεται κεντημένο «με το βελόνι» στο στήθος («κει που η τύψη μ’ άγγιζε κι έτρεχα σαν τρελός»), είναι δε προϊόν μόχθου και εργασίας· το χρώμα στον Ελύτη είναι ανταύγεια ρέμβης. Ο μεν καταφεύγει στη Γυναίκα-Θάλασσα που χορεύει μοιραία «πάνω στο φτερό του καρχαρία», ο δε διασχίζει μια πολυώνυμη θάλασσα γυναικών, με «γεύση τρικυμίας στα χείλη» και ανάλογη υδροχαρή διάπλαση.

[…]

[…] Τα ασύρματα ποιήματά του έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή γιατί αξιοποιούσαν τη φαντασμαγορία του ρομαντισμού, συνδέοντάς τη με τον ηλεκτρισμό της νεωτερικής ποίησης. […]

Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004 (2η έκδ.), 9-11.

 

 

[…] όσο και αν ο σημερινός αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με το σημερινό παγκοσμιοποιημένο (εικονικό) περιβάλλον του διαδικτύου και της εξάλειψης των αποστάσεων, η αντίληψη του χώρου δράσης των ποιημάτων του Καββαδία ως ενιαίου, η παγκοσμιότητα και η πληθώρα των γεωγραφικών αναφορών, η παράθεση λεπτομερειών από μέρη μακρινά, είναι το πρώτο στοιχείο που καθιστά το έργο του Καββαδία, ακόμη και σήμερα, λειτουργικό, γοητευτικό και συνάμα επίκαιρο.

Βέβαια, είναι πολύ πιθανόν ο αναγνώστης να μην γνωρίζει με ακρίβεια το κάθε τοπωνύμιο που αναφέρεται στα ποιήματα του Καββαδία (όπως αγνοεί και την κυριολεκτική σημασία πολλών ναυτικών ιδιωματικών λέξεων των ποιημάτων). Παρά την ύπαρξη όμως αυτού του φαινομένου, και της συνειδητής απουσίας διευκρινιστικού συνοδευτικού γλωσσάριου στα ποιητικά κείμενα, αυτά όχι μόνο παραμένουν λειτουργικά, αλλά και θέλγουν στην ανάγνωσή τους. Τούτο γιατί, έτσι ενταγμένα στο ποιητικό κείμενο, δεν μπορούν να αποσπαστούν από αυτό, δεν μπορούν να σταθούν αυτόνομα, ως όροι και λήμματα κάποιου ταξιδιωτικού οδηγού. Η παράθεσή τους λειτουργεί μέσα σε ολόκληρο το κειμενικό τους περιβάλλον ως αναπόσπαστο τμήμα αυτού, ως ψηφίδα ενός ενιαίου έργου. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση (ή το [μουσικό] άκουσμα) κάποιων οικείων μακρινών προορισμών, ή κάποιων εντελώς άγνωστων και ανοίκειων τοπωνυμιών ασκούν μια γοητεία στον αποδέκτη της γραφής του Καββαδία, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της γοητείας/μαγείας του έργου του. Άλλωστε εκτός από το επίπεδο της κυριολεξίας, τα τοπωνύμια λειτουργούν και σε επίπεδο μετωνυμίας και συμβολισμού. Η πληθώρα τόσων μακρινών και εξωτικών τοπωνυμίων συγκροτεί έναν μετωνυμικό άξονα που υποστηρίζει το εξωτικό/μαγικό στοιχείο που θέλγει τον αναγνώστη, που ενισχύει την επιθυμία φυγής από την πραγματικότητα. Το Μανδράς, η Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο τα συγκεκριμένα υπαρκτά λιμάνια που παρακολουθούμε να πηγαίνουν τα πλοία (και ενδόμυχα επιθυμούμε να πάμε και εμείς)· αποτελούν μετωνυμία του ταξιδιού, του εξωτικού, της περιπέτειας και της επιθυμίας φυγής.

Χρήστος Δανιήλ, Ξαναδιαβάζοντας τον Νίκο Καββαδία. Ποιητική και πρόσληψη, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2010, 70-71.

 

Η έμφαση στο βιωματικό χαρακτήρα της ποίησης του Καββαδία πιστεύω πως θα έπρεπε να μετριασθεί, καθώς η αυτονόητη σχέση του με το επάγγελμα του ναυτικού δεν συνοδεύεται με μια ποίηση που εξαντλείται στην κατάθεση αυτής της εμπειρίας […].

Η ποίηση στον Καββαδία αρχίζει ακριβώς στο σημείο που υπερβαίνει το βιωματικό υλικό και συνθέτει με κυρίαρχα πρότυπα τις φιλολογικές του εμπειρίες. Αλλά η ποιητική του οδηγείται στην πραγμάτωσή της όταν υπερβαίνει και αυτά τα φιλολογικά του πρότυπα και μετατρέπει την ποίηση της φυγής σε φυγή διά της ποίησης· γεγονός που, όπως υποστηρίζω, κατορθώνεται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση της μεικτής γλώσσας, αυτής που περικλείει το γνωστό και το άγνωστο με ισοδύναμο, σχεδόν, τρόπο. […] Κατά την άποψή μου […] δεν είναι το βίωμα που φορτίζει συγκινησιακά τις λέξεις αλλά αυτή και μόνη η αντιπαράθεση του οικείου με το ανοίκειο. Μέσα από κάθε ποίημα τα γνωστά στοιχεία ανοίγουν το δρόμο προς το άγνωστο και εκεί ακριβώς επιτυγχάνει ο Καββαδίας να μας οδηγήσει σε περιοχή επέκεινα του γνωστού και οικείου, σε περιοχή δυσδιάκριτου νοήματος, σε περιοχή σκοτεινότητας.

1 Σχόλιο


  1. Η ποίηση του Καββαδία έγινε γνωστή σε ευρύτερο κοινό μέσα από τις μελοποιήσεις ποιημάτων από τον Θάνο Μικρούτσικο. Δυστυχώς χτες Σάββατο 28/12/19 είχαμε την απώλεια του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη.

Αφήστε μια απάντηση