«Στα παλιά τα Σινεμά»

Το βιβλίο με τον τίτλο «Στα παλιά τα Σινεμά» αποτελεί ένα ενδιαφέρον χρονικό των κινηματογράφων στην Ελλάδα από την πρώτη εμφάνιση της νέας τέχνης, το Νοέμβρη του 1896 στην Αθήνα, μέχρι την περίοδο της μεγάλης άνθησης, τη δεκαετία του 70.

Ο κόσμος της λευκής οθόνης παρουσιάζεται μέσα από μια διαφορετική γωνία. Όχι αυτή των δημιουργών αλλά των θεατών, αυτών που άλλοτε δίνουν αληθινή μάχη για την κατάκτηση μιας θέσης στην σκοτεινή αίθουσα κι άλλοτε αψηφούν τις αληθινές βόμβες που πέφτουν δίπλα τους και συνεχίζουν να παρακολουθούν την ταινία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

1. Μια αρκετά μικρή ανακοίνωση στην εφημερίδα Άστυ της 29 Νοεμβρίου 1896 ειδοποιούσε τους Αθηναίους ότι από την ημέρα εκείνη «άρχεται η λειτουργία του Κινηματοφωτογράφου, δι ου παριστώνται αι φωτογραφίαι εν κινήσει». Παρέχεται ακόμα η πληροφορία ότι οι παραστάσεις θα επαναλαμβάνονται κάθε μισή ώρα από τις 9πμ ως τις 12 και από τις 2μμ ως τις 7μμ. Η τιμή του εισιτηρίου έχει προσδιοριστεί στις 2,20 δρχ. Τα παιδιά μέχρι 7 ετών θα πληρώνουν μισό. Ο χώρος όπου στήθηκε ο πρώτος κινηματογράφος στην Αθήνα ήταν ένα άδειο, εκείνη την περίοδο, κατάστημα στο ισόγειο της οικίας της Ιφιγένειας Α. Συγγρού στην οδό Κολοκοτρώνη πίσω από την Παλιά Βουλή και δίπλα στην Πανελλήνιο Αγορά. (…)

Όσοι λοιπόν έκαναν τον κόπον να ανέβουν την οδό Σταδίου έβλεπαν ανηρτημένη σε ένα από τα ισόγεια καταστήματα της οικίας Συγγρού μία μεγάλη επιγραφή που έγραφε “Cinematofotographe Edison”. Η επιγραφή τη νύχτα φωτιζόταν από τέσσερις ηλεκτρικές «λυχνίες Έδισων». Μέσα στο κατάστημα ήταν εγκατεστημένο ένα κινητοσκόπιο του Έντισον «εκ των επιτυχεστέρων του είδους αυτού». Προβάλλονταν δέκα ταινιούλες των εργαστηρίων του μεγάλου εφευρέτη διαρκείας 30 δευτερολέπτων περίπου η καθεμία.

Περισσότερες πληροφορίες για το καθαυτό κινηματογραφικό μέρος αυτής της ιστορική προβολής, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γέννησε στους πρώτους έλληνες θεατές η νέα τέχνη, δίνει ένα, λίγο μεγαλύτερο αυτή τη φορά, άρθρο της εφημερίδας Αστυ που δημοσιεύτηκε στις 7 Δεκεμβρίου.

Αι δέκα σκηναί, τας οποίας επιδεικνύει ήδη και αι οποίαι είνε διάφοροι παριστώσι χορούς ιαπωνικούς, αφίξεις σιδηροδρόμων, τοπία παρισινά με αμάξας παρελαυνούσας, κολυμβήματα αγρίων, μαθήματα ιππασίας, παρελάσεις ιππικού, οφιοειδείς χορούς της Λόε Φούλερ κτλ. κτλ. και είναι απολύτως επιτυχείς.

Αι άμαξαι τρέχουν, οι ίπποι κινούνται, η θάλασσα κυλιέται ήρεμα, ο άνεμος πνέει, τα φορέματα κυματίζουν, οι σιδηρόδρομοι παρέρχονται, η Λόε Φούλλερ κορδακίζει και περιστρέφει ως όφιν πολύχρωμον την παράδοξον, την μοναδικήν και ξακουστήν εσθήτα της, και νομίζει τις ότι έχει έμπροσθέν του ανθρώπους κινουμένους, πρόσωπα ζωογονούμενα από αίμα, σώματα παλλόμενα από νεύρα. Η απάτη της ζωής εις τας μυρίας της εκφάνσεις παρελαύνει έμπροσθέν μας.

Είναι το 1899 που το θέατρο «Βαριετέ», στη γωνία των οδών Σταδίου και Αριστείδου, εντάσει στο πρόγραμμά του και κινηματογραφικές εικόνες. Δεν πρόκειται για αυτόνομες προβολές αλλά συμπλήρωμα σε άλλα νούμερα του Βαριετέ. Εδώ κάνουν και την πρώτη τους εμφάνιση και οι αδελφοί Ψυχούλη συνοδεύοντας την φτωχή κινηματογραφική τους παράσταση με μαριονέτες.

Οι αδελφοί Ψυχούλη, που ξεκίνησαν από το Βόλο, είναι οι πρώτοι που άσκησαν με συνέπεια αυτό το επάγγελμα για πολλά χρόνια δίνοντας παραστάσεις σε όλη την ελληνική επαρχία. Δυστυχώς δεν σώθηκε καμία πληροφορία γι αυτούς τους πρωτοπόρους κινηματογραφιστές. Πάντως μετά την Αθήνα, έκαναν μια εντυπωσιακή εμφάνιση στη Σύρο, την ακμαιότερη ελληνική πόλη της εποχής, παρουσιάζοντας τις εικόνες τους σαν συμπλήρωμα σε μια παράσταση νευροσπάστων.

«Τας των νευροσπάστων παραστάσεις διαδέχονται αι του κινηματογράφου εικόνες, δι ων ο θεατής πραγματικώς βλέπει και μεταφέρεται εις άλλους τόπους, διότι τόσον καλώς αναπαρίσταται επί της σκηνής ζώσα και κινουμένη η ζωή» έγραψαν οι εφημερίδες του νησιού συμπληρώνοντας ότι οι αδελφοί Ψυχούλη υποστηρίχτηκαν πάρα πολύ από τους Συριανούς οι οποίοι εκτίμησαν σ αυτούς «το ευηπόληπτον και τα ευγενή αισθήματα».

2. Αλλά το καλοκαίρι του 1900 ο κινηματογράφος κάνει την πιο εντυπωσιακή, μέχρι τώρα, εμφάνισή του στην Ερμούπολη της Σύρου. Είναι και πάλι ο κινηματογράφος του Έντισον που πρέπει να τον έφερε στο νησί κάποιος ξένος κατ ευθείαν από το εξωτερικό. Αυτός ο κινηματογράφος χαρακτηρίζεται σαν ο «μέγιστος κινηματογράφος του κόσμου» και όχι τυχαία αφού συνοδεύεται και από ένα άλλο «θαύμα» το «μεγάλου αμερικανού», τον «φωνογράφο Έδισσων» ο οποίος «δύναται να ακουσθεί από 20 χιλ. ακροατάς εις απόστασιν 500 μέτρων»!

Οι προβολές, που διαρκούν μια βδομάδα περίπου (τις τελευταίες μέρες του Ιουλίου και τις πρώτες του Αυγούστου), γίνονται στο θερινό θέατρο «Ορφεύς» και το πρόγραμμα είναι εξαιρετικά πλούσιο. Προβάλλονται καθημερινά 18 διαφορετικές ταινίες με εικόνες επικαίρων από όλο τον κόσμο, κωμικά σκετς κλπ. Μέσα σ΄ αυτές και μια άγνωστη, μέχρι τώρα, «ελληνικού ενδιαφέροντος» ταινία που φέρει τον εξόχως σκανδαλιστικό τίτλο «Συμπλοκή τεσσάρων δεσποινίδων εν Νεαπόλει Αθηνών εν τω κοιτώνι των»!

Γι αυτές τις προβολές κυκλοφορούν και ειδικές αφισσέτες, οι πρώτες στο είδος τους στην Ελλάδα, κάνοντας τη Σύρο πρωτοπόρο και σε αυτό. Οι τοπικές εφημερίδες δίνουν μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός.

Τον Ιούλιο: «Κινηματογράφος έκτακτος πολύ κόσμον συναθροίζει, διότι αληθώς το θέαμα είνε περίεργον και αξιοθέατον».

Τον Αύγουστο: «Από του παρελθόντος Σαββάτου δίδει εν τω ρωμαντικωτάτω θεάτρω Ορφεύς εν μέσω πολλού και εκλεκτού κόσμου παραστάσεις ο προ ημερών αφιχθείς μέγιστος κινηματογράφος και φωνογράφος του Έδισσων μετ΄αρκετής οπωσδήποτε επιτυχίας. Δεν πρέπει να λείψη κανείς…»

3. Στη Θεσσαλονίκη όμως που ο κινηματογραφικός πυρετός έχει καταλάβει τους πάντες οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες στήνουν κινηματογράφους στα πιο απίθανα μέρη. Το Γενή Χαμάμ μετατρέπεται το 1925 στον κινηματογράφο ΑΙΓΛΗ, μια μεγάλη αποθήκη στο ΜΟΝΤΕΡΝ και το τζαμί Χαμζά Μπέη στο ΑΛΚΑΖΑΡ¹! Αυτό όμως που πρέπει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία είναι το σινέ “GERUSALEME”. Περιγράφει ο Κ. Τομανάς:

Ένα πρωτότυπο θερινό σινεμά ήταν το GERUSALEME. Ένα μεγάλο ιστιοφόρο που, χωρίς τα κατάρτια του, ήταν αραγμένο κοντά στο μουράγιο, απέναντι από το σημερινό καφενείο ΑΙΓΑΙΟΝ. Το μετέτρεψε σε θερινό κινηματογράφο ένας τετραπέρατος εβραίος επιχειρηματίας. Μια φαρδιά σανίδα με κάγκελα εκατέρωθεν, οδηγούσε από το μουράγιο στο κατάστρωμα, όπου είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα και η οθόνη, ένα μεγάλο λευκό καραβόπανο, που κυμάτιζε σαν σημαία στο βραδινό αεράκι, με αποτέλεσμα οι εικόνες να μην είναι και τόσο καθαρές. (…)

Είναι τον Ιούλιο του 1925 που ο ανταποκριτής του Κινηματογραφικού Αστέρος στη Θεσσαλονίκη επισημαίνει την παρουσία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ενός πλωτού κινηματογράφου με το όνομα «Κουρσάλ». Στις 2 Αυγούστου, κι αφού πήρε γεύση από μια προβολή πάνω στο πλοίο, τηλεγραφεί: «Κουρσάλ. Κάθε βράδυ, συγκεντρώνει αρκετόν πλήθος κόσμου, που ζητεί να βρή λίγη δροσιά στον πρωτότυπον αυτόν πλωτόν κινηματογράφο. Και είνε αλήθεια απόλαυσις να περνά κανείς την ώρα του στο πρωτότυπο αυτό κέντρον, προ παντός ότι λικνίζεται από ελαφρά κύματα». Το μόνο παράπονό του είναι ότι προβάλλει παλιές ταινίες.

Αλλά έρχεται το φθινόπωρο και μαζί το τέλος του «Κουρσάλ» κι η απομυθοποίησή του: «Το Κουρσάλ, ο περίφημος πλωτός Κινηματογράφος έλαβε πάλιν την μορφήν παληομαούνας και κατέλαβε την προτέραν του θέσιν μεταξύ των ρημαγμένων καραβιών».

¹. To Αλκαζάρ, ο «μαντροκινηματογράφος» εξελίχθηκε στον πολυτελέστερο θερινό κινηματογράφο της Αθήνας. Ήταν μάλιστα ο πρώτος θερινός στην Ελλάδα που εγκατέστησε μηχανήματα ομιλούντος κινηματογράφου το καλοκαίρι του 1930.

Ένα σχόλιο στο «Στα παλιά τα Σινεμά»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *