Οχιά της Μήλου

Η Οχιά της ΜήλουMacrovipera schweizeri (Βέρνερ, 1935) είναι ένα ιοβόλο είδος φιδιού της οικογένειας των Βιπεριδώνενδημικό των Κυκλάδων.[1][2]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συγκεκριμένο είδος οχιάς είναι το μικρότερο από τα συγγενικά είδη. Συναντάται συνήθως έως 60 με 70 εκατοστά, ενώ η μεγαλύτερη οχιά της Μήλου, που έχει παρατηρηθεί ποτέ έφτανε τα 105 εκατοστά[3]. Κατά μέσο όρο το μέγιστο μήκος που φτάνει είναι τα 98,5 εκ. [4]

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελεί ενδημικό είδος των Κυκλάδων. Συγκεκριμένα απαντάται στη Μήλο και τα κοντινά της νησιά ΣίφνοΚίμωλο και Πολύαιγο.[4] Ως τυπική περιοχή δίδεται η νήσος Μήλος (στα γερμανικά).

Κατάσταση διατήρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος κατατάσσεται στα απειλούμενα στην Κόκκινη λίστα της IUCN με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: B1ab(iii,v) (v3.1, 2001).[5] Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά το εύρος εξάπλωσης του είδους εκτιμάται σε λιγότερα των 5.000km², ο πληθυσμός του είναι κατακερματισμένος, ή συναντάται σε λιγότερες των πέντε τοποθεσιών. Επιπρόσθετα, παρατηρείται, εκτιμάται ή προβάλλεται διαρκής μείωση στην περιοχή, έκταση ή ποιότητα του ενδιαιτήματος, και του αριθμού των ενήλικων ατόμων.[6] Η Οχιά της Μήλου κατατάσσεται στα απειλούμενα γιατί πληροί τα ανωτέρω κριτήρια: το εύρος εξάπλωσής της είναι λιγότερο των 100km², το εύρος και η ποιότητα των ενδιαιτημάτων του επιδεινώνεται, και ο αριθμός των ενήλικων ατόμων περιορίζεται λόγω της καταδίωξης και συλλογής ατόμων.[5] Προστατεύεται αυστηρά με βάση το Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης.[7]

Βίδρα

Κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευρωπαϊκή βίδρα στέκεται όρθια στο Ζωολογικό κήπο της Κολωνίας, Γερμανία

Η ευρωπαϊκή ενυδρίδα είναι το ευρύτερα απαντώμενο είδος ενυδρίδας και το όνομα ευρωπαϊκή δεν ανταποκρίνεται στην ακτίνα κατανομής του, καθώς περιλαμβάνονται τμήματα της Ασίας και της Αφρικής πέραν της Ευρώπης. Θεωρείται εξαφανισμένο είδος στο Λίχτενσταϊν, τις Κάτω Χώρες και την Ελβετία. Οι πυκνότεροι πληθυσμοί απαντώνται στην ακτή της Νορβηγίας.

Η διατροφή της συνίσταται κυρίως σε ψάρια, αλλά συμπεριλαμβάνονται επίσης πτηνά έντομαβάτραχοι και μικρότερα θηλαστικά. Η ποικιλία της διατροφής της προϋποθέτει καθαρούς όγκους νερού, στους οποίους περιλαμβάνονται λίμνεςποτάμιαρυάκια, όσο παρέχουν επαρκείς ποσότητες τροφής. Ζουν επίσης σε παράκτιες περιοχές, που διαθέτουν όμως πρόσβαση σε γλυκό νερό, το οποίο χρειάζονται για να καθαρίζουν τη γούνα τους.

Τους αρέσει να περιπλανώνται, ιδίως τη νύχτα, κυνηγώντας τη λεία τους και αναζητώντας νέους ψαρότοπους. Πολλές φορές παίζουν γλιστρώντας στη λάσπη των όχθεων ή στο χιόνι.

Συμπεριφορά και αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βίδρες ζουν μόνες τους στα όρια της επικράτειάς τους, που ορίζεται από 1-40 χλμ, (συνήθης μέσος όρος περίπου 18 χλμ.) ανάλογα με την πυκνότητα της διαθέσιμης τροφής. Τα άρρενα και θήλεα άτομα ζευγαρώνουν οποιαδήποτε στιγμή του έτους μέσα στο νερό. Μετά από περίοδο κύησης 63 ημερών γεννιούνται 1-4 κουτάβια, εξαρτώμενα από τη μητέρα τους επί ένα περίπου έτος. Το αρσενικό ασχολείται λίγο ή καθόλου με τη φροντίδα των νεογνών.

Η βίδρα κυνηγά συνήθως το βράδυ, ενώ περνά την ημέρα της σε λαγούμι με υποβρύχια είσοδο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1.  Ruiz-Olmo, J., Loy, A., Cianfrani, C., Yoxon, P., Yoxon, G., de Silva, P.K., Roos, A., Bisther, M., Hajkova, P. & Zemanova, B. (2008). Lutra lutra στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.

Ορεινός Γορίλας

mountain gorilla

Ο Ορεινός Γορίλας ή Ορεσίβιος Γορίλας ή Γορίλας του Βουνού ζει σε δασικές εκτάσεις ορεινών περιοχών στην κεντρική Αφρική. Το πυκνό τρίχωμά του τον βοηθά να επιβιώσει σε υπερβολικά ψυχρές θερμοκρασίες. Το γεγονός όμως ότι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί πλησιάζουν όλο και περισσότερο τις εστίες του, τον αναγκάζει να ανέβει σε ακόμη μεγαλύτερα υψόμετρα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει εξαιτίας των ακραίων καιρικών συνθηκών, σύμφωνα με τη WWF. Ο πληθυσμός του Ορεινού Γορίλα έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια.

mountain gorilla

Wikipedia

Ο δράκος του Κομόντο

komodo dragon 1

Μεγάλη σαύρα που κατοικεί στα νησιά γύρω από την Ινδονησία, ο Δράκος του Κομόντο είναι η μεγαλύτερη ζωντανή σαύρα του κόσμου, αφού μερικές φορές μπορεί να φτάσει τα 3 μέτρα σε μήκος, ενώ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, καθώς είναι γνωστό ότι επιτίθεται και καταβροχθίζει κυριολεκτικά οποιοδήποτε έμβιο ον, ακόμα και ανθρώπους. Συναντάται στα νησιά ΚομόντοΡίνκαΦλόρεςΓκίλι Μοτάνγκ και Γκίλι Ντασάμι. Ανήκει στους βαράνους.

Στο στόμα του δράκου υπάρχουν περίπου 60 μικρά και αιχμηρά δόντια, σχεδιασμένα για να τεμαχίζουν και να σκίζουν σάρκα. Αυτή η σαρκοβόρα σαύρα μπορεί να καταναλώσει ένα γεύμα έως και 80 τοις εκατό το βάρος του σώματός του. Οι Κομόντο καταβροχθίζουν οποιοδήποτε είδος κρέατος μπορούν να βρουν, ακόμα και αν αυτό είναι ένας νεαρός Κομόντο ή ένας άνθρωπος. Κυνηγούν ή στήνουν ενέδρα σε όλα τα ζώα του οικοσυστήματός τους, δηλαδή είναι τα κορυφαία αρπακτικά.

Οι Δράκοι του Κομόντο είναι σχετικά γρήγορα ερπετά και μπορούν κινηθούν με ταχύτητες έως και τα 20 χιλιόμετρα την ώρα. Αν και προηγούμενες μελέτες πρότειναν ότι το σάλιο του δράκου του Komodo περιέχει μια ποικιλία από εξαιρετικά σηπτικά βακτήρια που θα βοηθούσαν στην εξάλειψη του θηράματος[3][4], έρευνα του 2013 πρότεινε ότι τα βακτήρια στο στόμα των δράκων του Komodo είναι συνηθισμένα και παρόμοια με αυτά που βρίσκονται στο άλλα σαρκοφάγα. Οι δράκοι του Komodo έχουν καλή στοματική υγιεινή. Για να αναφέρουμε τα λόγια του Bryan Fry: «Αφού τελειώσουν το τάισμα, θα περάσουν 10 με 15 λεπτά γλείφοντας τα χείλη και τρίβοντας το κεφάλι τους στα φύλλα για να καθαρίσουν το στόμα τους… Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που πιστεύουν, δεν έχουν κομμάτια σάπια σάρκα από τα γεύματά τους στα δόντια τους, καλλιεργώντας βακτήρια». Ούτε οι δράκοι του Komodo περιμένουν το θήραμα να πεθάνει και το παρακολουθούν από απόσταση, όπως κάνουν οι οχιές. Οι παρατηρήσεις τους να κυνηγούν ελάφια, κάπρους και σε ορισμένες περιπτώσεις βουβάλια αποκαλύπτουν ότι σκοτώνουν το θήραμα σε λιγότερο από μισή ώρα.[5][6] Η παρατήρηση του θηράματος που πεθαίνει από σήψη θα εξηγηθεί στη συνέχεια από το φυσικό ένστικτο των νεροβούβαλων, που δεν είναι ιθαγενείς στα νησιά όπου ζει ο δράκος του Komodo, να τρέξουν στο νερό αφού ξεφύγουν από μια επίθεση. Το ζεστό, γεμάτο με κόπρανα νερό θα προκαλούσε τότε τις λοιμώξεις. Η μελέτη χρησιμοποίησε δείγματα από 16 αιχμάλωτους δράκους (10 ενήλικες και έξι νεογνά) από τρεις ζωολογικούς κήπους των ΗΠΑ.[7]

Οι δράκοι του Komodo δεν επιτρέπουν σκόπιμα στο θήραμα να δραπετεύσει με θανατηφόρους τραυματισμούς, αλλά προσπαθούν να σκοτώσουν το θήραμα εντελώς χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό τραυμάτων και απώλειας αίματος. Έχουν καταγραφεί ότι σκοτώνουν άγρια ​​γουρούνια μέσα σε δευτερόλεπτα,[40] και παρατηρήσεις δράκων Komodo που παρακολουθούν το θήραμα για μεγάλες αποστάσεις είναι πιθανώς παρερμηνευμένες περιπτώσεις θηράματος που δραπετεύει από μια επίθεση πριν υποκύψει στη μόλυνση.[8] Δράκοι Komodo έχουν παρατηρηθεί να γκρεμίζουν μεγάλα γουρούνια και ελάφια με τις δυνατές ουρές τους.[9][10] Είναι σε θέση να εντοπίσουν πτώματα χρησιμοποιώντας την έντονη όσφρησή τους, η οποία μπορεί να εντοπίσει ένα νεκρό ή ετοιμοθάνατο ζώο από απόσταση έως και 9,5 km (5,9 μίλια).

Οι δράκοι του Komodo τρώνε σκίζοντας μεγάλα κομμάτια σάρκας και καταπίνοντάς τα ολόκληρα ενώ κρατούν το σφάγιο κάτω με τα μπροστινά τους πόδια. Για μικρότερα θηράματα μέχρι το μέγεθος μιας κατσίκας, τα χαλαρά αρθρωμένα σαγόνια, τα εύκαμπτα κρανία και το επεκτάσιμο στομάχι τους επιτρέπουν να καταπίνουν το θήραμα ολόκληρο. Το άπεπτο φυτικό περιεχόμενο του στομάχου και των εντέρων ενός θηράματος συνήθως αποφεύγεται.[11] Άφθονες ποσότητες κόκκινου σάλιου που παράγουν οι δράκοι του Komodo βοηθούν στη λίπανση του φαγητού, αλλά η κατάποση εξακολουθεί να είναι μια μακρά διαδικασία (15–20 λεπτά για να καταπιείτε μια κατσίκα). Ένας δράκος του Komodo μπορεί να προσπαθήσει να επιταχύνει τη διαδικασία χτυπώντας το κουφάρι σε ένα δέντρο για να το πιέσει κάτω από το λαιμό του, μερικές φορές χτυπώντας τόσο δυνατά που το δέντρο γκρεμίζεται.[11] Ένας μικρός σωλήνας κάτω από τη γλώσσα που συνδέεται με τους πνεύμονες της επιτρέπει να αναπνέει ενώ καταπίνει.[12]

komodo dragon 1

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF

Χρυσό τσακάλι

tsakalio

Το χρυσό τσακάλι (Canis aureus – Κύων ο χρυσός), ένα από τα τρία είδη τσακαλιού που απαντώνται, είναι ένα μεσαίο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των κυνιδών. Απαντάται στη νοτιοανατολική και κεντρική Ευρώπη (μέχρι την Αυστρία και την Ουγγαρία), τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή. Στην Ελλάδα το βρίσκουμε στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στις Σέρρες, τη Χαλκιδική, την Αττική, τη Φωκίδα, την Πελοπόννησο και τη Σάμο, ενώ υπάρχουν καταγραφές σε Μαγνησία, Θεσπρωτία, Πρέβεζα και Αιτωλοακαρνανία.[2][3][4][5][6] Μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 επιβίωνε ακόμα στην Κέρκυρα.[7][8] Τα παλαιότερα ευρήματα τσακαλιού στην Ευρώπη βρέθηκαν στους Δελφούς και στον Κίτσο και χρονολογούνται από το 5000-4500 π.Χ..[9] Είναι παμφάγο και οπορτουνιστικό ζώο, με αποτέλεσμα η διατροφή να διαφέρει ανάλογα με τις εποχές του έτους. Τρέφεται με σκουπίδια, φρούτα, φυτά και μικρά ζώα, όπως αμφίβια, τρωκτικά και έντομα, ενώ μπορεί να φάει και αιγοπρόβατα.[10] Συγγενεύει περισσότερο με το λύκο και με το κογιότ παρά με άλλα ζώα που αποκαλούνται τσακάλια.[11] Έχουν αναγνωριστεί 6 υποείδη. Μέχρι πρόσφατα τα ζώα που έμοιαζαν με τσακάλια στη βόρεια και ανατολική Αφρική κατατάσσονταν στο είδος αυτό, αλλά γονιδιακές έρευνες απέδειξαν ότι αποτελούν ένα νέο είδος λύκου, τον αφρικάνικο χρυσό λύκο Canis anthus.[11]

iiiiii

https://el.wikipedia.org//

Φησητήρας

αρχείο λήψης 1

Κάπου στα ανοιχτά του Ιονίου, μερικές μαμάδες φυσητήρες «προσέχουν» τα παιδιά των άλλων θηλυκών της ομάδας, όσο αυτές έχουν καταδυθεί στα σκοτεινά υποβρύχια φαράγγια προς αναζήτηση βαθυπελαγικών καλαμαριών. Κατά τη διάρκεια της κατάδυσης, τα ζώα χρησιμοποιούν ένα πολύπλοκο ηχοεντοπιστικό σύστημα -σαν σόναρ- το οποίο εκπέμπει ήχο και λαμβάνει εικόνα για να εντοπίσουν τη λεία τους.

Οι φυσητήρες (Physeter macrocephalus), το τρίτο μεγαλύτερο ζώο του πλανήτη με τον μεγαλύτερο εγκέφαλο που έχει καταγραφεί ποτέ, έχουν βρει στις ελληνικές θάλασσες ένα ιδανικό «σπίτι». Οι θηλυκές με τα νεαρά ζώα, ζουν σε κοινωνικές ομάδες που μπορεί να φτάσουν και τα 13 άτομα ενώ τα αρσενικά ζουν μόνα. Μέσα στις κοινωνικές ομάδες, τα νεαρά ζώα μαθαίνουν να καταδύονται για να εντοπίσουν την τροφή τους, να προστατεύονται αλλά και να αλληλοβοηθούνται.

Δεν είναι εύκολο όμως να είσαι φυσητήρας στις μέρες μας..! Οι ανώτεροι αυτοί θηρευτές της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας και ρυθμιστές της υγείας του θαλάσσιου περιβάλλοντος απειλούνται με εξαφάνιση εξαιτίας ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Οι κυριότερες απειλές που αντιμετωπίζουν είναι η αυξημένη ναυτιλιακή κίνηση, η μείωση της τροφής, η υποβάθμιση των οικοτόπων τους, η ρύπανση (πλαστική και χημική), ο υποθαλάσσιος θόρυβος που προκαλείται από τις σεισμικές δοκιμές για την εξόρυξη υδρογονανθράκων και οι ναυτικές ασκήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τα τελευταία χρόνια, το 50% των εκβρασμένων φυσητήρων έχει συγκρουστεί με πλοία.

Ελληνική Τάφρος: μια θαυμαστή άβυσσος

Το σπίτι των φυσητήρων της Μεσογείου βρίσκεται στην ελληνική θάλασσα. Η Ελληνική Τάφρος, με τα υποβρύχια φαράγγια της και τους γκρεμούς της, περιλαμβάνει το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου (το φρέαρ των Οινουσσών 5.121μ) και είναι το καταφύγιο πλέον 200 περίπου φυσητήρων. Τα μεγάλα βάθη της είναι ιδανικά για τις βουτιές του ζώου, που μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και 90 λεπτά για να βρει τροφή. Η Τάφρος είναι ταυτόχρονα από τα μοναδικά μέρη της Μεσογείου, όπου οι θηλυκές γεννούν και μεγαλώνουν τα μικρά τους αλλά και όπου κοινωνικές ομάδες και μοναχικοί αρσενικοί συνυπάρχουν όλο τον χρόνο. Αυτόν τον μαγικό και τόσο ιδιαίτερο θαλάσσιο κόσμο, στα ανοιχτά του Ιονίου, θέλουμε να σώσουμε και μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε.

images
https://www.wwf.gr/ti_kanoume/fysh/apeiloumena_eidh/fysitires/

Μαυρόγυπας

Aegypius monachus

Το όνομα του γένους προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Ο Αιγυπιός (Aegypius), και ο Νεόφρων (Neophron), υπήρξαν τα τραγικά πρόσωπα της ιστορίας μιας παράνομης ερωτικής σχέσης με τη μητέρα τού δευτέρου Τιμάνδρα και, της τελικής μεταμόρφωσης όλων σε πτηνά από τον Δία.

Η λατινική λέξη monachus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής «μοναχός, καλόγερος» και, σχετίζεται με τη χαρακτηριστική μορφολογία του πάνω μέρους του σώματος του πτηνού, που μοιάζει με πανωφόρι Καθολικού μοναχού.

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους (Cinereus Vulture) παραπέμπει στο χαρακτηριστικό σταχτόγκριζο χρώμα τού πτερώματός του.

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του σχετίζεται, επίσης, με το χρώμα του πτερώματος του πτηνού, μόνο που δεν είναι ακριβώς μαύρο. Πιθανότατα, η κατά Κανέλλη ονομασία, οφείλεται στη διάθεση να δειχτεί η έντονη αντίθεση με το χρώμα τού άλλου μεγάλου γύπα της ελληνικής πανίδας, τού όρνιου.

wikipedia

ζυγαινα σφιροκεφαλος

σφιροκεφαλος

Ο καρχαρίας Σφυρί έχει αδιαμφισβήτητο σχήμα κεφαλής που μοιάζει με σφυρί. Οι καρχαρίες Hammerhead τρέφονται με σαρδέλες, ρέγγα και σκουμπρί. Κάποτε πιστεύεται ότι τα ζώα θα σκότωναν το θήραμά τους με το κεφάλι τους. Σήμερα είναι γνωστό ότι το ασυνήθιστο σχήμα του κεφαλιού χρησιμεύει για καλύτερη αντίληψη.σφιροκεφαλος

Γκρίζος λύκος

lykoi 1

Ο γκρίζος λύκος (κοινώς λύκος) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος. Απαντάται σε εκτεταμένες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου, κυρίως όμως στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη του (εξαιρούνται τα διακριτά υποείδη σκύλος και ντίνγκο). Η επιστημονική ονομασία του είδους (sensu lato) είναι Canis lupus και περιλαμβάνει 36-40 υποείδη, αναλόγως του ταξινομικού φορέα.[1][2]

Οι λύκοι στην Ελλάδα σήµερα υπολογίζονται γύρω στα 1.100 άτοµα, δηλαδή πάνω από 180 αγέλες,[3] ζουν στα βουνά της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας. Αντιθέτως, έχουν εξαφανιστεί από την Πελοπόννησο και την Κρήτη, όπου ζούσαν παλιά.

lykoi 4

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CF%82_%CE%BB%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%82

Δελφίνι

ΔΕΛΦΙΝΙ

Τα δελφίνια είναι θαλάσσια θηλαστικά, που ανήκουν στην ίδια τάξη με τις φάλαινες. Υπάρχουν περίπου 18 γένη δελφινιών και 40 είδη. Η ονομασία αναφέρεται κυρίως στα “γνήσια δελφίνια” της υπο-οικογένειας των Δελφινιδών, που όμως επεκτείνεται και σε άλλα είδη (“μη γνήσια δελφίνια”), όπως αυτά της οικογένειας των Πλατανιστιδών και των Στενιδών

Το μέγεθος των ενηλίκων ποικίλλει από 1,2 μέτρα και 40 κιλά, όπως το δελφίνι του είδους Maui’s Dolphin, μέχρι 9,5 μέτρα και 10 τόνους, όπως η όρκα. Απαντώνται σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου, καθώς και σε ορισμένα μεγάλα ποτάμια, όπως είναι ο Αμαζόνιος και ο ποταμός Γιανγκτσέ της Κίνας. Είναι ζώα σαρκοβόρα και τρέφονται κυρίως με ψάρια και καλαμάρια. Τη νύχτα τα θηλυκά κοιμούνται στην επιφάνεια του νερού, ενώ τα αρσενικά αναδύονται κάθε μισή ώρα για να αναπνεύσουν. Η οικογένεια Δελφινίδες είναι η μεγαλύτερη των Κητωδών και από εξελικτική άποψη σχετικά νέα. Τα δελφίνια εμφανίστηκαν πριν από περίπου δέκα εκατομμύρια χρόνια, κατά το Μειόκαινο. Τα δελφίνια θεωρούνται από τα πλέον ευφυή ζώα και έχουν καταστεί δημοφιλή στους ανθρώπους εδώ και πολλούς αιώνες για την παιχνιδιάρικη συμπεριφορά τους και τη φιλική τους εμφάνιση.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%AF%CE%BD%CE%B9

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση