Με τον όρο γκόσπελ (αγγλικά: gospel, ευαγγέλιο) αναφερόμαστε στη μουσική η οποία προήλθε από την παράδοση της εκκλησιαστικής λειτουργίας προτεσταντικών εκκλησιών στην Αμερική, και αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, με σαφείς μουσικές επιρροές από τα σπιρίτσουαλς και τα μπλουζ.
Χαρακτηριστικό της μουσικής γκόσπελ είναι οι εκφραστικοί αυτοσχεδιασμοί σε στιλ ρετσιτατίβο (είδος μουσικής απαγγελίας), το μελισματικό τραγούδι και η πληθωρική εκφραστικότητα.
Μέσα στους ναούς, οι πιστοί και οι κήρυκες περιέρχονται σε έκσταση και τραγουδούν, ενώ επιφωνήματα, ευχές και επιδοκιμασίες ακούγονται από το εκκλησίασμα. Οι Πεντηκοστιανές κυρίως εκκλησίες, ακολουθώντας την επιταγή του Ψαλμού 150 της Παλαιάς Διαθήκης “πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον”, “εν ψαλτηρίω και κιθάρα”, “εν χορδαίς και οργάνω”, επέτρεψαν την χρήση μουσικών οργάνων στις εκκλησίες τους, όπως το ντέφι, το πιάνο, το εκκλησιαστικό όργανο, το μπάντζο, η κιθάρα κ.ά.