Αρχική » Θεωρίες Μάθησης (Σελίδα 2)

Αρχείο κατηγορίας Θεωρίες Μάθησης

Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Kατηγορίες

Ιστορικό

RSS Εκπαίδευση-ειδήσεις

Εξατομικευμένη Μάθηση (Personalized Learning)

fall-leaves.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι εντατικές έρευνες της νευροεπιστήμης και κλάδων της Ψυχολογίας επιβεβαιώνουν με τα πορίσματά τους τους διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης, αφομοίωσης, δόμησης και επαναχρησιμοποίησης από τα άτομα της παρεχόμενης πληροφορίας και γνώσης. Η Διαφορετικότητα, λοιπόν, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. Το ζήτημα είναι αν αναγνωρίζεται και από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα…

Προσωπικά θεωρώ ότι το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται επιτυχώς στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μαθαίνουν οι μαθητές. Για την ακρίβεια, μάλλον έχει ρίξει όλο το βάρος στους μαθητές: “αφού μαθαίνουν διαφορετικά, γιατί να τους διδάξουμε και διαφορετικά;” Εξάλλου, πώς μπορεί η υποθετικά προκύπτουσα ποικιλομορφία σε εκπαιδευτικά προγράμματα να ταιριάξει με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το εκπαιδευτικό σύστημα; Πώς θα αξιολογήσουμε και θα πιστοποιήσουμε σε εθνικό επίπεδο τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών μας, αν δεν τους διδάξουμε “ομογενοποιημένα”, όλους το ίδιο, ώστε να μην διαμαρτυρηθούν ότι δεν είχαν διδαχθεί το α ή το β;

Δυστυχώς, στο βωμό αυτής της ομογενοποίησης, της νοοτροπίας ότι “ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους” (one size fits all) βιώνουμε διαρκώς την αποτυχία του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος, που μετριέται με όρους όπως τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας των μαθητών σε πανελλαδικές εξετάσεις αλλά και το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπουν τις σχολικές τάξεις και αναζητούν άλλες διεξόδους στην βιοπάλη. Και θέλοντας να διασφαλίσουμε τον δήθεν επί ίσοις όροις διαγωνισμό των μαθητών, αποτυγχάνουμε να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις γνώσεις βασικών μαθημάτων. Όσοι μαθητές δεν μπορούν να προσαρμοστούν επιτυχώς σε αυτό το μοντέλο είναι οι «μη κανονικοί», οι «αδύναμοι», οι «απροσάρμοστοι», οι «αδιάφοροι», οι «ανίκανοι», οι «ταραξίες». Το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα συνεχίζει να εξαναγκάζει κάθε μαθητή σε μάθηση με έναν μόνο τρόπο, παρά την αυξανόμενη διαφοροποίηση και περιπλοκότητα του σημερινού κόσμου που απαιτεί επιλογή, ευκαιρίες και λύσεις πιο εξατομικευμένες.

Τι φταίει άραγε; Μήπως οι δάσκαλοι δεν έμαθαν για τα διαφορετικά στυλ μάθησης; Μήπως δεν ξέρουν να εφαρμόσουν άλλες στρατηγικές εξατομικευμένης διδασκαλίας; Μήπως ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα είναι απαγορευτικός για οποιαδήποτε παρέμβαση, πλην της επιβολής της τάξης και ησυχίας; Μήπως φταίει το πρόβλημα έλλειψης πόρων για την παιδεία ή ο έντονα γραφειοκρατικός χαρακτήρας που της έχουν προσδώσει; Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών;

Αναζητώντας τις αιτίες κατέφυγα στα χαρακτηριστικά της Εξατομικευμένης Μάθησης (Personalized Learning) και προσπάθησα να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Σε σύνοψη, αυτά που εντόπισα είναι τα εξής:

Με τον όρο «εξατομικευμένη ? προσωποποιημένη» μάθηση (personalized learning) αναφερόμαστε στη μάθηση που ανταποκρίνεται στις ατομικές ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των μαθητευόμενων, λαμβάνοντας υπόψη τα μοναδικά τους χαρίσματα, ταλέντα, χαρακτηριστικά, τις δεξιότητες, κλίσεις και επιθυμίες τους. Τα κύρια χαρακτηριστικά του μοντέλου της Εξατομικευμένης Μάθησης είναι η έμφαση στην συμμετοχή των γονέων του μαθητή στη διαδικασία μάθησης, οι τάξεις με μικρό αριθμό μαθητών, η προσωπική επαφή και αλληλεπίδραση μαθητή-δασκάλου, η απόδοση σημασίας στα διαφορετικά μαθησιακά στυλ, η κατευθυνόμενη από τον ίδιο μαθητή συμμετοχή του στη μαθησιακή διαδικασία, η πρόσβαση στην τεχνολογία, τα ποικίλα μαθησιακά περιβάλλοντα, τα προγράμματα επιμόρφωσης δασκάλων και γονέων και οι επιλογές στο αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων. Πρόκειται για τη μάθηση που στοχεύει στην ενεργότερη και παραγωγικότερη συμμετοχή του κάθε μαθητευόμενου σε διαδικασίες που θα αναπτύξουν τις δυνατότητές του και θα συμβάλλουν στην επιτυχία του.

Η Εξατομικευμένη Μάθηση έχει τις ρίζες της στο κίνημα της μάθησης στο σπίτι (homeschool), όπου και για δεκαετίες οι γονείς προσάρμοζαν τη μάθηση των παιδιών τους ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους. Για να υπάρξει Εξατομικευμένη Εκπαίδευση είναι απαραίτητο τα σχολεία να αυτό-διαχειρίζονται τα ίδια το πρόγραμμά τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Μια αποτελεσματική «τάξη» μάθησης υπερβαίνει τα αυστηρώς ορισμένα πλαίσια της τάξης με τους τέσσερις τοίχους σε ένα τυπικό σχολικό κτήριο. Η «υβριδική» προσέγγιση του μοντέλου της Εξατομικευμένης Μάθησης δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να επιδιώξουν επιλογές μάθησης που βελτιστοποιούν τις μαθησιακές τους δυνατότητες σύμφωνα με τις ατομικές τους ανάγκες.

Σε αντίθεση με το παρελθόν οπότε τα προγράμματα Εξατομικευμένης Μάθησης ορίζονταν ως «μη σχολική τάξη», «σχολείο στο σπίτι», «ανεξάρτητη μελέτη», «εξ αποστάσεως μάθηση» κλπ. σήμερα τα αντίστοιχα προγράμματα ενσωματώνουν τόσο σχολικά όσο και μη σχολικά περιβάλλοντα μάθησης, πρόσβαση στην τεχνολογία, υποστήριξη της σπιτικής μελέτης, μάθηση που βασίζεται στην κοινότητα καθώς και επιλογές ανεξάρτητης μελέτης.

Το μοντέλο Εξατομικευμένης Μάθησης αναγνωρίζει ότι κάθε μαθητής είναι ένα άτομο με διαφορετικό στυλ μάθησης, ρυθμό μάθησης, τρόπο μάθησης και διαφορετική άποψη για τη μάθηση. Αναγνωρίζει την αξία της εμπλοκής και συμμετοχής των γονέων στην εκπαίδευση των παιδιών τους και της συνεχιζόμενης επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και υποστηρίζει τη συνεργασία γονέων, μαθητών και δασκάλων, παρέχοντας πλήθος από επιλογές και ευκαιρίες, μέσα αλλά και εκτός σχολικής τάξης, έτσι ώστε τα προγράμματα μάθησης να είναι κομμένα και ραμμένα στις ατομικές ανάγκες και προτιμήσεις κάθε μαθητή. Έχει μειωμένο αριθμό μαθητών σε κάθε τάξη (15-20) και ενθαρρύνει τους γονείς να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη στην παρακολούθηση και εξασφάλιση της επιτυχούς μάθησης των παιδιών τους. Επιπλέον, συνδυάζει πολλαπλά επίπεδα αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών: εκτός από τις τελικές εξετάσεις καταγράφεται λεπτομερώς και συστηματικά η πορεία του μαθητή στις καθημερινές του επιδόσεις αλλά και μέσα από τον προσωπικό φάκελο επιτευγμάτων του (portfolios).

Η Εξατομικευμένη Μάθηση μπορεί να φέρει πίσω στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα χιλιάδες μαθητές που το εγκατέλειψαν επειδή δεν καλύπτονταν οι ανάγκες τους από το μοντέλο της κοινής για όλους σχολικής τάξης, αλλά και να κρατήσει και χιλιάδες μαθητές που είναι στα πρόθυρα να εγκαταλείψουν τη σχολική εκπαίδευση επειδή αποτυγχάνουν καθημερινά, ανανεώνοντας τις ελπίδες τους για επιτυχία σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους.

πηγή: http://www.theaplus.org/personalized_learning.html

εικόνα: http://greenopolis.com/myopolis/blogs/hlund05/climate-change-ruining-fall-foliage

WebQuests: μια χρήσιμη εκπαιδευτική εφαρμογή του διαδικτύου

Τα WebQuests είναι μια χρήσιμη εφαρμογή των ΤΠΕ (Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας) στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πρόκειται για ένα πρότυπο μαθήματος προσανατολισμένου στην αναζήτηση πληροφοριών κυρίως μέσω του παγκόσμιου ιστού (web). Οι μαθητές μαθαίνουν για ένα θέμα ύστερα από καθοδηγημένη έρευνα σε υλικό και δραστηριότητες που υπάρχουν στο διαδίκτυο.

webquests.jpg

Το μοντέλο αυτό αναπτύχθηκε από τον Bernie Dodge στο πανεπιστήμιο του San Diego το Φεβρουάριο του 1995. Η εφαρμογή των WebQuests στην σχολική διδασκαλία και πρακτική έχει στόχο να εντάξει τους μαθητές σε τρόπους έρευνας και σκέψης που απαιτούν οι νέες συνθήκες ζωής και εργασίας. Το πανεπιστήμιο του San Diego διατηρεί από το 1996 μια βάση δεδομένων με 2.500 περίπου παραδείγματα WebQuest από διάφορες επιστήμες, τα οποία μπορούν οι εκπαιδευτικοί να αναζητήσουν και να χρησιμοποιήσουν στη σχολική τάξη. Αλλά και η δημιουργία νέων WebQuests είναι σχετικά εύκολη, χωρίς να απαιτούνται ειδικές τεχνικές δεξιότητες. Εφόσον κάποιος μπορεί να δημιουργήσει ένα κείμενο με υπερσυνδέσμους (hyperlinks), μπορεί να δημιουργήσει και ένα WebQuest, είτε σε ένα έγγραφο κειμένου (Word), είτε σε ένα λογισμικό παρουσίασης (PowerPoint) ή ακόμα και σε ένα λογιστικό φύλλο (Ecxel).

Ένα WebQuest αναπτύσσεται γύρω από μια υλοποιήσιμη και ενδιαφέρουσα εργασία που έχει σχέση με την πραγματική ζωή (αυθεντική δραστηριότητα). Ξεφεύγει από την απλή απομνημόνευση ή την σύνοψη περιεχομένου ενός κειμένου και απαιτεί υψηλές δεξιότητες, όπως κριτική σκέψη, σύνθεση, ανάλυση, επίλυση προβλήματος και δημιουργικότητα, αφού δεν πρόκειται για παρουσίαση με άλλο τρόπο του περιεχόμενου των ιστότοπων, στους οποίους αναζητούν πληροφορίες οι μαθητές, ούτε και απλώς μια αλληλουχία εμπειριών και δραστηριοτήτων με τη βοήθεια του διαδικτύου. Θα πρέπει όλες ή ο κύριος όγκος των πηγών αναζήτησης να προέρχονται από το διαδίκτυο.

webquests1.jpg 

Ένα απλό εργαλείο συγγραφής WebQuests που δημιούργησε ο Bernie Dodge είναι το QuestGarden, το οποίο προσφέρει κατεύθυνση βήμα-βήμα και παραδείγματα. Κάποιος μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει ένα ήδη έτοιμο πρότυπο και να το προσαρμόσει στις ανάγκες του. Υπάρχουν όμως και άλλα εργαλεία συγγραφής WebQuests.

Τεχνικές για την ανεύρεση καλών πηγών στο διαδίκτυο και άλλες πολύτιμες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στον ιστότοπο του WebQuest (http://www.webquest.org/index.php), από όπου και προέρχονται οι παραπάνω πληροφορίες.

Εμπειρική μάθηση (experiential learning)

Σύμφωνα με το μοντέλο εμπειρικής μάθησης του David Kolb (1984), η εμπειρική μάθηση είναι μια διαδικασία κατασκευής γνώσης μέσα από τέσσερις τρόπους μάθησης: α) συγκεκριμένη εμπειρία (concrete experience), β) σχηματισμό αφηρημένων εννοιών (abstract conceptualization), γ) αντανακλαστική παρατήρηση (reflective observation), και δ) ενεργό πειραματισμό (active experimentation).

Οι παραπάνω τρόποι μάθησης αποδίδονται σχηματικά μέσα στον εμπειρικό κύκλο μάθησης.

experiential_learning_cycle.jpg

Οι εκπαιδευόμενοι με προτίμηση στην συγκεκριμένη εμπειρία μαθαίνουν καλύτερα από παραδείγματα παρά από θεωρίες. Επιλέγουν τη συμμετοχή σε ομάδες και έχουν ανεπτυγμένο το συναίσθημα. Τους αρέσει να συμμετέχουν σε δραστηριότητες και να εφαρμόζουν τις δεξιότητες που έχουν αποκτήσει. Είναι ακτιβιστές, τους αρέσει η πράξη και η εμπειρία. Γνωρίζουν εξ επαφής τα πράγματα και όχι από περιγραφές.

Οι εκπαιδευόμενοι με αντανακλαστική παρατήρηση κρίνουν όσα παρατηρούν προσεκτικά και προτιμούν να μαθαίνουν διατυπώνοντας κρίσεις. Επιλέγουν παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας, ακριβείς και σαφείς παρουσιάσεις εννοιών και βλέπουν τον καθηγητή τους περισσότερο ως αυθεντία παρά ως καθοδηγητή. Είναι αντανακλαστικοί, παρατηρούν και αναστοχάζονται. Μαθαίνουν με τη σκέψη και από συνυποδηλώσεις.

Ο σχηματισμός αφηρημένων ιδεών απευθύνεται σε μαθητευόμενους με ανεπτυγμένη την αναλυτική και αφαιρετική ικανότητα, τη λογική σκέψη και την αναζήτηση αιτίων. Κατανοούν περισσότερο τη συμβολική αναπαράσταση των εννοιών και των πραγμάτων και προτιμούν να τα προσεγγίζουν θεωρητικά, παρά να συμμετέχουν σε πειράματα και προσομοιώσεις. Έχουν αναπτυγμένη τη λειτουργία της σκέψης. Είναι οι θεωρητικοί, τους αρέσει να ανακαλύπτουν υποκείμενες έννοιες, αιτίες και σχέσεις. Μαθαίνουν κυρίως από περιγραφές και από κατανόηση των εννοιών.

Οι εκπαιδευόμενοι με ενεργό πειραματισμό αρέσκονται στην ενεργή συμμετοχή σε πειράματα και μαθαίνουν καλύτερα όταν ενεργούν με άλλους και αναλαμβάνουν εργασίες. Δεν τους αρέσουν οι θεωρητικολογίες και ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας με διαλέξεις και μονολόγους και είναι περισσότερο εξωστρεφείς. Είναι πραγματιστές, τους αρέσει να επιβεβαιώνουν με δοκιμή τη λειτουργία των πραγμάτων. Μαθαίνουν χρησιμοποιώντας κάτι και από ενδείξεις.

πηγές:

1) Kolb, D. (1984). Experiential learning: Experience as the source of learning and development. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice Hall

2) ATHERTON J S (2005) Learning and Teaching:  Experiential Learning   [On-line] UK: Available: http://www.learningandteaching.info/learning/experience.htm  Accessed: 18 October 2008

3) Correia, A. 2008. Moving from theory to real-world experiences in an e-learning community. Innovate 4 (4).  

http://www.innovateonline.info/index.php?view=article&id=495

Andragogy: αρχές διδασκαλίας ενηλίκων

Ενώ με τον όρο pedagogy αναφερόμαστε στην επιστήμη και τέχνη της διδασκαλίας των παιδιών, ο όρος andragogy επινοήθηκε αντίστοιχα για τη διδασκαλία των ενηλίκων. Μολονότι ο όρος επινοήθηκε από το 1833, από τον Γερμανό εκπαιδευτικό Alexander Kapp, χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τη δεκαετία 1970-1980 από τον Malcolm Knowles, που υποστήριξε ότι οι ενήλικες επιθυμούν να κατευθύνουν οι ίδιοι τη μάθησή τους και να έχουν την ευθύνη των αποφάσεών τους.Η εκπαίδευση των ενηλίκων θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις παρακάτω αρχές:

  • ετοιμότητα (readiness): η εκπαίδευση οφείλει καθαρά να απευθύνεται στις ανάγκες των μαθητευομένων ώστε να είναι έτοιμοι να μάθουν

  • εμπειρία (experience): η εκπαίδευση πρέπει να σέβεται και να στηρίζεται στην εμπειρία ζωής που οι μαθητευόμενοι φέρνουν στο μάθημα

  • αυτονομία (autonomy): η εκπαίδευση πρέπει να προσκαλεί τους μαθητευόμενους να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης, του περιεχομένου και των δραστηριοτήτων της μαθησιακής εμπειρίας

  • δράση (action): η σύνδεση ανάμεσα στην εκπαίδευση και την εφαρμογή αυτού που μαθαίνεται πρέπει να είναι ξεκάθαρη.

andragogy.png

Με βάση τις παραπάνω αρχές οι καταλληλότερες στρατηγικές διδασκαλίας είναι η μελέτη περιπτώσεων, το παιχνίδι ρόλων, οι προσομοιώσεις και η αυτοαξιολόγηση. Ειδικά στη μελέτη περίπτωσης οι μαθητές ενθαρρύνονται να ενισχύσουν αυτό που μαθαίνουν με επίγνωση από την εμπειρία της ζωής τους. Εφόσον σπάνια οι μελέτες περίπτωσης έχουν μοναδική λύση, καλούν τους μαθητές να ορίσουν και να υπερασπιστούν τα δικά τους συμπεράσματα και να αναστοχαστούν στην εφαρμογή αυτών των λύσεων και στη ζωή τους.

πηγή: Morland, D., and H. Bivens. 2004. Designing instructional articles in online courses for adult learners. Innovate 1(2).  http://www.innovateonline.info/index.php?view=article&id=8

Μια θεωρία μάθησης για τα εμπορικά ηλεκτρονικά παιχνίδια

Ο J. P. Gee στο άρθρο του What would a state of the art instructional video game look like? εξηγεί τη θεωρία μάθησης στην οποία στηρίζονται τα καλά εμπορικά βιντεοπαιχνίδια και υποστηρίζει ότι τα καλά διδακτικά παιχνίδια θα πρέπει να ακολουθήσουν την ίδια θεωρία.

Συγκεκριμένα αναφέρει ότι στα καλά ηλεκτρονικά παιχνίδια η γνώση δεν αντιμετωπίζεται σαν ένα σύνολο από πληροφορίες και γεγονότα, αποξενωμένα από το πλαίσιο αναφοράς τους, διαθέσιμα προς αποστήθιση. Αντίθετα, η γνώση γίνεται κατά κύριο λόγο δραστηριότητα και εμπειρία. Ασφαλώς, δεν είναι δυνατό οι εκπαιδευτικοί απλώς να προσφέρουν στους μαθητές διαδραστικά μαθησιακά περιβάλλοντα και να περιμένουν απλώς η γνώση να προκύψει από αυτά. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούν να εκφραστεί όλη η γνώση μόνο με λέξεις, αφού απαιτεί κάποιος να ενεργεί, να βρίσκεται, να βλέπει, να βιώνει τις εμπειρίες στις οποίες αναφέρονται αυτές οι λέξεις.

Την θεωρία μάθησης που στηρίζονται τα καλά εμπορικά ηλεκτρονικά παιχνίδια την αποκαλεί «κατανεμημένο αυθεντικό επαγγελματισμό» (distributed authentic professionalism). Για να την εξηγήσει, αναφέρει ως παράδειγμα το παιχνίδι Full Spectrum Warrior, στο οποίο ο παίκτης πρέπει να αποκτήσει επαγγελματικές δεξιότητες ενός στρατιωτικού που έχει υπό τις διαταγές του δύο ομάδες πεζικού και να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται όπως ένας επαγγελματίας στρατιωτικός. Οι εικονικοί στρατιώτες που διατάζει ο παίκτης του παιχνιδιού και οι αντίπαλοι κατέχουν συγκεκριμένους τύπους γνώσης και δεξιοτήτων (π.χ. τακτικές και σχηματισμούς μάχης) που πρέπει να μάθει και να χρησιμοποιήσει ο παίκτης για να κερδίσει. Η γνώση αυτή λοιπόν κατανέμεται ανάμεσα στον παίκτη, τις οδηγίες που του δίνονται από το λογισμικό σε συγκεκριμένες στιγμές και μπορούν να γίνουν κατανοητές μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς και δράσης, τους εικονικούς στρατιώτες που δέχονται τις διαταγές του και τους αντιπάλους. Η έννοια της αυθεντικότητας αναφέρεται στις συγκεκριμένες δεξιότητες και αξίες που συνοδεύουν συγκεκριμένες ταυτότητες και ρόλους και υιοθετούνται από κάποιο πρόσωπο όχι για χρήματα, αλλά επειδή νιώθει δεσμευμένος με το ρόλο του. Για παράδειγμα, οι φυσικοί έχουν συγκεκριμένες αξίες και υιοθετούν ένα συγκεκριμένο τρόπο θέασης του κόσμου που επηρεάζεται και επηρεάζει τις γνώσεις τους.

Κατά συνέπεια, ένα καλό διδακτικό βιντεοπαιχνίδι θα πρέπει να απηχεί τον αυθεντικό επαγγελματισμό από κάποιον χώρο (π.χ. φυσικός, μαθηματικός, λογοτέχνης, ιστορικός, αρχαιολόγος) και να επιλέγει τις δεξιότητες και τη γνώση που θα κατανεμηθεί, ενσωματώνοντας ανάλογα συστήματα αξιών και συσχετίζοντας τη διδασκαλία γνώσεων με συγκεκριμένα πλαίσια αναφοράς και καταστάσεις. Τέτοιες προσομοιώσεις μπορούν να αποτελέσουν μέρος ευρύτερων μαθησιακών συστημάτων που ασφαλώς περιλαμβάνουν κείμενο και άλλους μηχανισμούς. Έτσι η γνώση δεν γίνεται η αποδοχή και κυριαρχία πληροφορίας και γεγονότων, αλλά η συμμετοχή σε περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα σε γεγονότα, δεξιότητες και αξίες που εξυπηρετούν την απόδοση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας.

πηγή: Gee, J. 2005. What would a state of the art instructional video game look like?. Innovate 1 (6). http://www.innovateonline.info/index.php?view=article&id=80

Το βίντεο μεταφορτώθηκε από τα trailer που υπάρχουν στην επίσημη ιστοσελίδα του παιχνιδιού: http://www.fullspectrumwarrior.com/ 

Piaget και διδασκαλία

Στο έργο του ο Ελβετός ψυχολόγος Jean Piaget ασχολήθηκε με τα στάδια νοητικής ανάπτυξης, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι σε συγκεκριμένες ηλικιακές φάσεις κινούνται προς συνθετότερα επίπεδα σκέψης, κατακτώντας νέες έννοιες ή νοητικές δομές (σχήματα, schemas) με τις οποίες αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Με τις διαδικασίες της αφομοίωσης  (assimilation) νέων εμπειριών αλλά και της τροποποίησης (accommodation) των υπαρχόντων νοητικών δομών για να ταιριάξουν οι νέες εμπειρίες, επιτυγχάνεται πάλι η κατάσταση ισορροπίας (equilibrium = συμβατότητα εισερχόμενων εμπειριών με τα υπάρχοντα σχήματα).

developmental_stages.png 

Η αναπτυξιακή θεωρία βρίσκει εφαρμογή σε διδακτικές πρακτικές. Ο Piaget υποστηρίζει ότι η μάθηση θα πρέπει να είναι πηγαία και αυθόρμητη και ότι οι μαθητές κατασκευάζουν οι ίδιοι τη γνώση τους όταν είναι ψυχολογικά έτοιμοι και όταν οι εμπειρίες που γνωρίζουν βρίσκονται εντός ορίων του αναπτυξιακού τους επιπέδου. Η πραγματική γνώση δεν πρέπει να συγχέεται με την ευχέρεια σε απαντήσεις και την ενισχυμένη με άμεση διδασκαλία εξωτερική συμπεριφορά των μαθητών. Ο ρόλος του μαθητή στην μαθησιακή εμπειρία πρέπει να είναι ενεργός και το περιβάλλον μάθησης να προσφέρεται για χειρισμό και εξερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα σε αντικείμενα ή γεγονότα. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ενθαρρύνει τους μαθητές να ρωτούν και να πειραματίζονται, αποφεύγοντας οι ίδιοι να δίνουν αμέσως τις απαντήσεις και δημιουργώντας κλίμα αποδεκτικό λάθος απαντήσεων. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχύσουν την κοινωνική  γνώση ενισχύοντας τις ευκαιρίες αλληλεπίδρασης των μαθητών, την συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων, και μοντελοποιώντας οι ίδιοι τις κοινωνικές συμβάσεις. Στόχος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να είναι να οδηγήσει σταδιακά τους μαθητές σε συνθετότερα νοητικά σχήματα και περιπλοκότερα επίπεδα σκέψης, ευνοώντας την αναπτυξιακή τους πορεία.

πηγή: Joyce Bruce, Marsha Weil & Calhoun Emily (2000), Models of teaching, 6th ed., Boston: Allyn and Bacon, σελ. 263-269.

Παρατηρητική Μάθηση (Observational Learning)

από τη διεύθυνση: http://www.funderstanding.com/observational_learning.cfm

Αποκαλείται και  Θεωρία της κοινωνικής μάθησης (social learning theory) και αναφέρεται στηναλλαγή συμπεριφοράς ενός παρατηρητή όταν δει τη συμπεριφορά ενός προτύπου – μοντέλου. Η συμπεριφορά ενός παρατηρητή μπορεί να επηρεαστεί από τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες – που αποκαλούνται έμμεση-συμβολική ενίσχυση ή τιμωρία (vicarious reinforcement/punishment) – ενός μοντέλου συμπεριφοράς.

Ο παρατηρητής θα μιμηθεί τη συμπεριφορά ενός μοντέλου, αν αυτό περιέχει χαρακτηριστικά, όπως ταλέντο, ευφυΐα, δύναμη, καλή τύχη, ή δημοτικότητα, που ο παρατηρητής βρίσκει ελκυστικά ή επιθυμητά. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το μοντέλο θα επηρεάσει τον παρατηρητή. Όταν η συμπεριφορά του μοντέλου επιβραβεύεται, ο παρατηρητής είναι περισσότερο πιθανό να αναπαράγει την επιβραβευμένη συμπεριφορά. Όταν το μοντέλο τιμωρείται, ένα παράδειγμα έμμεση-συμβολικής τιμωρίας, ο παρατηρητής είναι λιγότερο πιθανό να αναπαραγάγει την ίδια συμπεριφορά. Η «απόκτηση» μιας συμπεριφοράς διαφέρει από την «εκτέλεση» μιας συμπεριφοράς. Μέσω της παρατήρησης, ο παρατηρητής μπορεί να αποκτήσει την συμπεριφορά χωρίς να την εκτελέσει. Ο παρατηρητής μπορεί αργότερα, σε καταστάσεις όπου υπάρχει κάποιο κίνητρο να λειτουργήσει έτσι, να επιδείξει την συμπεριφορά.

Οι διαδικασίες που εμπλέκονται στην μάθηση με παρατήρηση είναι η προσοχή (attention), η συγκράτηση (retention), η παραγωγή (production) και τα κίνητρα (motivation).

Για να μάθει ένας παρατηρητής πρέπει να προσέξει συμβαίνει γύρω του. Η προσοχή επηρεάζεται τόσο από τα χαρακτηριστικά του μοντέλου, όσο και από χαρακτηριστικά του παρατηρητή, όπως είναι οι προσδοκίες του παρατηρητή ή το επίπεδο συναισθηματικής διέγερσης (emotional arousal). Ο παρατηρητής πρέπει να θυμάται την συμπεριφορά που παρατήρησε. Αυτό συμβαίνει με την οργάνωση και κωδικοποίηση της πληροφορίας σε μια μορφή εύκολα ανακλητή ή μέσω της νοερής επανάληψης. Η αναπαραγωγή της συμπεριφοράς του μοντέλου από τον παρατηρητή δεν είναι πάντοτε εφικτή. Είναι διαφορετικό να παρακολουθείς τις ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ενός ζογκλέρ και άλλο να τις επαναλαμβάνεις στο σπίτι σου. Τέλος, ο παρατηρητής θα επιλέξει ανάλογα με τα κίνητρά του (παρουσία ενίσχυσης ή τιμωρίας στο μοντέλο ή στον ίδιο τον παρατηρητή) αν θα εκτελέσει ή όχι την συμπεριφορά που παρατήρησε.

Η σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο, την συμπεριφορά και το περιβάλλον αποκαλείται «τριαδική αμοιβαιότητα» (reciprocal determinism= αμοιβαία αιτιοκρατία?). Η συμπεριφορά του ατόμου και το περιβάλλον επηρεάζονται από τις γνωστικές λειτουργίες του ατόμου, τα εγγενή χαρακτηριστικά του, την προσωπικότητα και τις στάσεις του. Η συμπεριφορά ενός προσώπου μπορεί να επηρεάσει το αυτοσυναίσθημά του και τις στάσεις και πεποιθήσεις του για τους άλλους. Παρομοίως, το περισσότερο μέρος από αυτά που ξέρει ένα άτομο προέρχεται από περιβαλλοντικές πηγές, όπως τηλεόραση, γονείς και βιβλία. Το περιβάλλον επίσης επηρεάζει τη συμπεριφορά: αυτό που παρατηρεί ένα πρόσωπο μπορεί να επηρεάσει πάρα πολύ αυτό που κάνει. Οι μαθητές πρέπει έχουν ευκαιρίες παρατήρησης και μοντελοποίησης συμπεριφορών που έχουν θετική ενίσχυση.

Στο σχολείο θα πρέπει να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες συνεργατικής μάθησης, επειδή οι μαθητές μαθαίνουν περισσότερα όταν συνεργάζονται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Επιπλέον η αξιολόγησηθα πρέπει να στηρίζεται πρώτα στην διαμόρφωση ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος.

Κοινότητες Πρακτικής (Communities of Practice, CoPs)

από τη διεύθυνση: http://www.funderstanding.com/communities_of_practice.cfm

Η μάθηση είναι μια πράξη συμμετοχής σε μια «κοινότητα πρακτικής». Οι κοινότητες πρακτικής ως όρος εξερευνήθηκαν για πρώτη φορά από το Ινστιτούτο Έρευνας της Μάθησης, που προέρχεται τη Xerox Corporation στο Palo Alto, CA. Το Ινστιτούτο ακολουθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στην έρευνα της μάθησης, εμπλέκοντας γνωστικούς επιστήμονες, οργανωτικούς ανθρωπολόγους (εφαρμόζουν τις αρχές της Ανθρωπολογίας σε οργανισμούς και επιχειρήσεις) και παραδοσιακούς εκπαιδευτικούς.

Οι κοινότητες πρακτικής θεωρούν ότι η μάθηση είναι  κοινωνικό φαινόμενο, καθώς οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσα από τις  κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Η γνώση εντάσσεται στη ζωή των κοινοτήτων και στις διαμοιρασμένες αξίες, πεποιθήσεις. Είναι ένα με την πράξη, τις κοινωνικές σχέσεις και την ειδίκευση αυτών των κοινοτήτων. Μάθηση και συμμετοχή είναι το ίδιο πράγμα. Αλλαγή μάθησης σημαίνει και αλλαγή θέση στην κοινότητα. Αλλά και πράξη σημαίνει μάθηση. Παράλληλα, το επίπεδο της μάθησης καθορίζει και το κύρος ή την ικανότητα συνεισφοράς μέσα στην κοινότητα.

Οι διδάσκοντες πρέπει να αναγνωρίζουν τη μάθηση που λαμβάνουν οι μαθητές τους στις δικές τους κοινότητες. Μπορούν να οργανώνουν πρακτικές εργασίες και κοινωνικές σχέσεις που έχουν ένθετη τη γνώση, για παράδειγμα, μαθητείες (apprenticeships), σχολική μάθηση, μάθηση με υπηρεσίες (μέθοδος διδασκαλίας, μάθησης και συλλογισμού που συνδυάζει σχολικά μαθήματα με ουσιαστική υπηρεσία, συχνά εθελοντική υπηρεσία) κλπ. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δημιουργούν για τους μαθητές τους ευκαιρίες επίλυσης πραγματικών προβλημάτων με ενήλικους, σε πραγματικές μαθησιακές καταστάσεις.

Τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια: θεωρία διαφορετικών τρόπων σκέψης

από τη διεύθυνση: http://www.funderstanding.com/right_left_brain.cfm

Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου ελέγχουν δύο διαφορετικούς τρόπους (modes) της σκέψης. Τα π[ερισσότερα άτομα δείχνουν προτίμηση για τον έναν από τους δύο, ενώ ορισμένοι είναι επιδέξιοι και στους δύο τρόπους.

Στο αριστερό ημισφαίριο η σκέψη είναι λογική, διαδοχική, ορθολογική, αναλυτική, αντικειμενική και εξετάζει τα επί μέρους. Αντίθετα, στο δεξί ημισφαίριο η σκέψη είναι τυχαία, ενορατική, ολιστική, συνθετική, υποκειμενική και συνολική.

Τα σχολεία τείνουν να προτιμούν τους τρόπους σκέψης του αριστερού ημισφαιρίου,  ενώ υποβαθμίζουν τους τρόπους σκέψης του δεξιού. Τα σχολικά θέματα που απευθύνονται στο αριστερό ημισφαίριο εστιάζουν στη λογική σκέψη, την ανάλυση και την ακρίβεια. Τα θέματα του δεξιού ημισφαιρίου, από την άλλη, εστιάζουν στην καλαισθησία, τα συναισθήματα και την δημιουργικότητα.

Τα σχολεία χρειάζεται να δίνουν το ίδιο βάρος στις τέχνες, την δημιουργικότητα και τις δεξιότητες της φαντασίας και της σύνθεσης. Οι διδάσκοντες μπορούν να αυξήσουν τις δραστηριότητες μάθησης του δεξιού ημισφαιρίου ενσωματώνοντας περισσότερα πρότυπα, μεταφορές, αναλογίες, παιχνίδι ρόλων, οπτικές παραστάσεις και κίνηση μέσα στις δραστηριότητες ανάγνωσης, αριθμητικής και ανάλυσης. Παράλληλα, χρειάζονται νέες μορφές αξιολόγησης που να επιβραβεύουν τους μαθητές με ταλέντο και δεξιότητες του δεξιού εγκεφάλου.

Πολλαπλή Νοημοσύνη (Multiple Intelligences)

από τη διεύθυνση: http://www.funderstanding.com/multiple_intelligence.cfm

Ο ψυχολόγος Howard Gardner, εμπνευστής της θεωρίας της Πολλαπλής Νοημοσύνης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον επτά (7) διαφορετικοί τρόποι κατανόησης  του κόσμου. Πρόκειται για διαφορετικές “ευφυΐες”, δηλαδή σύνολα δεξιοτήτων που βοηθούν τα άτομα να αντιμετωπίζουν επιτυχώς καθημερινά προβλήματα.

Κάθε «νοημοσύνη» (intelligence) διαφέρει από άλλες ανθρώπινες ικανότητες, περιλαμβάνει λειτουργίες επεξεργασίας της πληροφορίας και διαφοροποιείται από τα στάδια ανάπτυξης.

Οι επτά νοημοσύνες είναι:

  1. Προφορική- Γλωσσική (Verbal-Linguistic): η ικανότητα χρησιμοποίησης λέξεων και γλώσσας

  2. Λογικο-μαθηματική (Logical-Mathematical): η ικανότητα για επαγωγική και παραγωγική σκέψη και επιχειρηματολόγηση, όπως και η χρήση αριθμών και η αναγνώριση αφηρημένων προτύπων.

  3. Οπτικο-χωρική (Visual-Spatial): η ικανότητα οπτικής αναπαράστασης αντικειμένων και διαστάσεων του χώρου και η δημιουργία εσωτερικών εικόνων και σχεδίων.

  4. Σωματο-κιναισθητική (Body-Kinesthetic): η σοφία του σώματος και η ικανότητα ελέγχου της φυσικής κίνησης

  5. Μουσικο-ρυθμική (Musical-Rhythmic): η ικανότητα αναγνώρισης τονικών μοτίβων και ήχων και η ευαισθησία σε ρυθμούς και κτύπους.

  6. Διαπροσωπική (Interpersonal): η ικανότητα για πρόσωπο-με-πρόσωπο επικοινωνίες και σχέσεις

  7. Ενδοπροσωπική (Intrapersonal): η πνευματικές, εσωτερικής καταστάσεις της ύπαρξης, ο αυτό-διαλογισμός και η συνειδητότητα.

Το  σχολείο δίνει έμφαση στην φραστική-γλωσσική και λογικο-μαθηματική ευφυΐα. Θα πρέπει το αναλυτικό πρόγραμμα να εντάσσει και τις τέχνες, την αυτό-συνειδητότητα, την επικοινωνία και την φυσική αγωγή (υγιεινή και γυμναστική). Οι μεθόδοι διδασκαλίας θα πρέπει να απευθύνονται σε όλες τις ευφυΐες, περιλαμβανομένου του παιχνιδιού ρόλων, της μουσικής εκτέλεσης, της συνεργατικής μάθησης, του αναστοχασμού (reflection), της οπτικής αναπαράστασης (visualization) και  της εξιστόρησης. Μέθοδοι αυτοαξιολόγησης μπορούν να βοηθούν τους μαθητές να κατανοήσουν τις ευφυΐες τους.

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση