Σαράντα και, πενήντα παρά

Δεν ξέρω πώς κατάφερα να επιβιώσω.

Ανήκω σε μια γενιά που βρισκόταν μόνιμα σε αναμονή, πέρασα την παιδική μου ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένω δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσω, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστώ, έπρεπε να περιμένω να κάτσουν όλοι στο τραπέζι πριν αρχίσω να τρώω, τις Κυριακές έπρεπε να μείνω νηστικός όλο το πρωί για να κοινωνήσω, στον εκκλησιασμό έπρεπε να περιμένω το Είδομεν το φως το αληθινό για να σπαράξω από τη θέση μου. Μη θυμηθώ την Δευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή (σπανακόρυζο ? φασόλια ? φακές) και την ατέλειωτη προσμονή της Σαρακοστής.

Ακόμα και ο πονόκοιλος περνούσε με την αναμονή.

Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψω ότι είμαι ακόμα ζωντανός.

Η κούνια μου ήταν φτιαγμένη από μέταλλο και είχε κοφτερές γωνίες. Δεν είχαμε πολυμορφικό αυτοκίνητο, πόρτες ασφαλείας, αλουμινένια παράθυρα, προστατευτικά στα μπαλκόνια, ασφάλειες στα ντουλάπια, οι χλωρίνες και τα φάρμακα άνοιγαν μ’ ένα κλικ.

Ακόμα και τα παιχνίδια μου ήταν βίαια. Πέρναγα ώρες ολόκληρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα και πατίνια για να κάνω κόντρες κατρακυλώντας στην Παλαιολόγου και μόνο τότε ανακάλυπτα ότι δεν είχα βάλει φρένα. Κατηφορίζαμε με χίλια την Περικλέους, δυο απάνω στο ποδήλατο και ο Γιώργος μου έκλεινε και τα μάτια. Πόση εμπιστοσύνη του είχα που δεν του έλεγα να τραβήξει τα χέρια του; Τα μπινελίκια ήταν ψεύτικα. Μια φορά σφηνωθήκαμε μέσα σ’ ένα σωρό από άμμο, όπως στα Μικιμάους και το ποδήλατο από πάνω. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν χτύπησε σοβαρά, δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση.

Ήπια χαμομήλια, τσάγια, μέλια, λεμόνια, μου έκαναν εντριβές, βεντούζες, κομπρέσες, ξεματιάσματα, φόρεσα φυλαχτά και Μάρτηδες.

Έβγαινα από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, έπαιζα όλη τη μέρα και δεν γυρνούσα στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Αν σπάγαμε κανένα κόκκαλο, τίποτε δόντια, ούτε αστυνομίες ούτε μηνύσεις ούτε καν παράπονα από τους γονείς. Δεν υπήρχε νόμος για να τιμωρήσει τους υπεύθυνους, δεν υπήρχαν και υπεύθυνοι. Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Μια φορά είχα πετύχει τον Βαγγελάκη τον Δίελα στο δοξαπατρί και τον πήγα αιμόφυρτο σε μια γειτόνισσα. Έκανα μια βδομάδα να βγω από το σπίτι από την ντροπή μου, όχι γιατί τον πέτυχα, όχι γιατί τον μάτωσα, αλλά γιατί έπαιζα μαζί του πετροπόλεμο, ενώ ήταν πέντε χρόνια μικρότερός μου.

Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλο και μάθαμε να το ξεπερνάμε. Τι έχω τραβήξει δεν λέγεται. Καθόλου δεν με εμπόδισε να μεγαλώσω φυσιολογικά σαν όλους. Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, όπου τα βρίσκαμε, σουβλάκια απαραιτήτως μια φορά την εβδομάδα αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι.

Ταξίδευα σε αυτοκίνητο χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Έκανα ταξίδια 8 ώρες ως τα Γιάννενα, πέντε άτομα σε ένα Φολξβάγκεν και δεν υπέφερα ποτέ από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».

Ανέβαινα στο ποδήλατο ?ο Θεός να το κάνει? κι έφτανα από τη Φιλαδέλφεια ως τον Πύργο της Βασιλίσσης, αργότερα οδηγούσα μοτοσικλέτα χωρίς κράνος και δίπλωμα και μετά αυτοκίνητο χωρίς ζώνη και δίπλωμα, έμαθα μόνος μου να οδηγώ ένα παλιό Τάουνους στην αλάνα του Απόλλωνα. Είχε τις ταχύτητες στο τιμόνι και ήταν πισωκίνητο, έκανα και κολιές. Έκανα ατέλειωτα χιλιόμετρα με ωτο-στοπ, έφτασα μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο.

Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

Δεν είχα Πλειστέισον, Νιντέντο, βίντεο, ντιβιντί, ίντερνετ, εσεμές, είχα ένα ραδιοφωνάκι της γιαγιάς μου κι άκουγα ερασιτεχνικούς. Πολύ αργότερα, ένιωσα μεγάλη περηφάνια όταν βγήκε στον αέρα ο 984. Τηλεόραση αποκτήσαμε για να βλέπουμε τον Άγνωστο Πόλεμο, εμείς κι όλη η γειτονιά μαζί μας, στο σπίτι μας.

Είχα πολλούς φίλους. Συνήθως δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, εφτάπετρο, αμπάριζα, μήλα. Μέναμε στο διάδρομο τρέχοντας και παίζοντας μέχρι να έρθει το βράδυ, μέχρι να δούμε τον ήλιο να γίνεται μαβής πίσω από τα νταμάρια και να ξεκινάει το Άλεν τη βραδινή του προβολή. Καμιά φορά κανονίζαμε να βγούμε μαζί και βγαίναμε. Στην Κηφισιά μόνοι μας, στην Πειραϊκή μόνοι μας -πριν γίνουμε 14, στο πάρκο απέναντι από τον Σκουραδάκη, τον παλιό, μέχρι το πρωί, ξάπλα στο γκαζόν. Τραγουδούσαμε τα στιχάκια του Τζιμ Μόρισον, του Ντύλαν, των Πινκ Φλόιντ, του Σαββόπουλου κι όλο το Γούντστοκ. Μετά στη Φραγκοσυριανή, στο Ταξίμι, η Αθηναϊκή κομπανία, ο Καϊξής. Δεν ζητούσαμε άδεια, κινητά δεν είχαμε και δεν ανησυχούσε κανείς. Ή τουλάχιστον δεν μας το έδειχνε, έτσι ώστε να γίνουμε ψυχωτικοί.

Θυμάμαι ακόμη απ’ έξω τα τηλέφωνα του Νότη, του Γιώργου, του Μπαφ, του Στέλιου, του Αλέξη, της Βένιας, της Σάσας, της Κατερίνας?

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όσοι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα κι όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση, καμιά φορά κι εγώ. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Έδωσα εξετάσεις στην πέμπτη για να βγάλω την τάξη, με Δημοτική, έδωσα εξετάσεις στην έκτη με καθαρεύουσα, εισαγωγικές στο Γυμνάσιο, εξετάσεις κάθε χρόνο Φλεβάρη και Ιούνιο, εισαγωγικές στο Λύκειο, εξετάσεις σε κάθε χρονιά, μετά Πανελλήνιες. Πάντα ήμουν από τους πρώτους στα μαθήματα, από τους πρώτους και στο χαβαλέ. Μεντεσίδης, Μέρτικας, Μπέσιος, Μπέτζελος, Μπλίκας, Μπουκουβάλας στον πίνακα.

Διάβαζα πάντα κοντά στη μάνα μου, που με πρόσεχε, δεν πήγα ποτέ αδιάβαστος, της έδειχνα και της έλεγα όλα μου τα μαθήματα, εκτιμούσα το χρόνο και τον κόπο της, τη θεωρούσα τον εξυπνότερο άνθρωπο στον κόσμο, ώσπου κατάλαβα στο Γυμνάσιο ότι η μάνα μου είχε τελειώσει την τρίτη Δημοτικού και μόλις και μετά βίας κατάφερνε να διαβάσει. Τώρα είμαι πια σίγουρος ότι τότε ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο.

Ο καλύτερός μου δάσκαλος ήταν ο Γιάννης ο Μιχελάκης μόλις δυο τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Τον άκουγα να μου μιλάει με τις ώρες κάτω από το σπίτι του για το σύμπαν, για τους πλανήτες, για τις μηχανές, για το Θεό? Είχα απορίες και είχε απαντήσεις. Στο δρόμο, μπροστά στην πόρτα του Γιώργου του μπακάλη. Μετά, ο Κώστας ο Γιαννόπουλος, αυτός ακόμα μεγαλύτερος. Στο σπίτι του γνώρισα τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και μετά τον Ρίτσο, τον Νερούντα, τον Λόρκα, τον Θεοδωράκη. Χατζηδάκης δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο και στη ζωή μου. Ο Κώστας είναι ο μόνος άνθρωπος που, όπως κι εγώ, δεν θεώρησε ποτέ τα βιβλία ιδιοκτησία. Τι να τα κάνει άλλωστε; Τα ήξερε απ’ έξω.

Πηγαίναμε για μπάνιο στη Βούλα, στο Καβούρι, στον Άλιμο, στο Έδεμ, περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς λεφτά, γουίντσερφ, τζετ σκι και τέτοια. Μια πετσέτα και ένα γενναίο σάντουιτς με ντομάτα αληθινή και φέτα.

Στα δεκάξι μου είχα γνωρίσει όλες τις Κυκλάδες και τις Σποράδες. Δούλεψα πολλά χρόνια σε μπαρ, σε ταβέρνες, σε σουβλατζίδικα, σε κινηματογράφους, είχα πάντα αρκετά λεφτά χωρίς να ζητάω χαρτζιλίκι. Πέρασαν μπροστά μου ένα σωρό πειρασμοί, ποτά, ναρκωτικά, τζόγος, παρανομία, δεν κόλλησα πουθενά.

Ερωτευόμουν ασταμάτητα, από το Δημοτικό μέχρι προχτές. Πώς χτυπούσε η καρδιά μου όταν έπιανα την Ντορέτα στο κυνηγητό, πόσο έντονα μύριζαν οι γαζίες την Άνοιξη του ’82. Ξέρω προσωπικά όλα τα δέντρα του άλσους, αυτά που μείναν κι αυτά που χάθηκαν από φωτιά ή από μπουλντόζα, όλα τα παρκάκια, όλα τα παγκάκια, όλα τα πεζούλια. Ξέρω πού βγαίνουν ακόμα άγριες φρέζες.

Είμαι σίγουρος ότι εγώ, παιδί αμόρφωτων επαρχιωτών βιοπαλαιστών του ?60, μεγάλωσα με μεγάλη ασφάλεια και σε μεγάλη ελευθερία. Βίωσα απέραντη εμπιστοσύνη, έζησα αποτυχίες και επιτυχίες και απέκτησα υπευθυνότητα και αυτογνωσία.

Γιατί ως γονιός και ως δάσκαλος είμαι τόσο λιγότερο φιλελεύθερος από τους γονιούς και τους δασκάλους μου;

Γιατί τα παιδιά μου και οι μαθητές μου είναι αγενείς, κακομαθημένοι και αδιάφοροι;

Τι είναι αυτό που δικαιολογεί μια τόσο άσχημη εξέλιξη μέσα σε μόλις δυο δεκαετίες;

Κατηγορίες: Γενικά | Γράψτε σχόλιο