Ευριπίδης, Ελένη, στιχ. 1151-1157 (χορός)
Άμυαλοι είναι όσοι επιζητούν τη δόξα με τις λόγχες και με τα δυνατά πολεμικά δόρατα, λογαριάζοντας αστόχαστα πως μ᾿ αυτό τον τρόπο θα πάψουν οι συμφορές των ανθρώπων· γιατί αν προσπαθήσεις να διεκδικήσεις το δίκιο σου με το αίμα, η διαμάχες δε θα λείψουν από τους ανθρώπους
ἄφρονες ὅσοι τάς ἀρετάς πολέμῳ λόγχαισί τ᾿ ἀλκαίου δορός κτᾶσθε, πόνους ἀμαθῶν θνατῶν καταπαυόμενοι· εἰ γάρ ἄμιλλα κρίνει νιν αἵματος, οὔποτ᾿ ἔρις λείψει κατ᾿ ἀνθρώπων πόλεις