Εμπνευσμένο από το “Ο Ιησούς σταμάτησε στο Έμπολι” του Carlo Levi.
Μια συγκλονιστική ταινία μικρού μήκους.
Κάντε ΚΛΙΚ πάνω στην εικόνα για να δείτε την ταινία μικρού μήκους.
…το πνευματικό δημιούργημα μιας ομάδας Ελλήνων πολιτών, μόνιμων κατοίκων του εξωτερικού, το οποἰο υλοποιείται απὀ μια ομἀδα Ελλἠνων επιστημόνων και πλαισιώνεται από εθελοντές, με σκοπό να προσφέρουν την απάντηση τους στις ανθρωπιστικές ανάγκες του Ελλαδικού χὠρου, που βιώνει μια απο τις πιο βαθιές κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις στην ιστορία του.
H ταινία καταπιάνεται με την κρίση και τις επιπτώσεις της στην καθημερινότητα του διπλανού μας. Αφενός μας δείχνει με χαρακτηριστικό τρόπο, τις συνθήκες που μπορεί να βιώσει μια οικογένεια λόγω της ανέχειας και αφετέρου αφήνει μια νότα αισιοδοξίας μέσω της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς που είναι το κυρίαρχο και διαχρονικό μήνυμα της ταινίας.
Οι μαθητές καταφέρνουν να μας διδάξουν πως με απλούς και σχεδόν ανέξοδους τρόπους μπορούμε-εφόσον σκύψουμε για λίγο πάνω από τα προβλήματα του «πλησίον» μας- να βοηθήσουμε κάνοντας διπλό καλό. Τόσο στον διπλανό μας, όσο και στην ψυχή μας. Και αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της προσφοράς.
Το σενάριο και σ’ αυτή την ταινία είναι μαθητικής εμπνεύσεως και συγκεκριμένα αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς 4 μαθητριών.
Το κινηματογραφικό έργο συμμετέχει στον 4ο πανελλήνιο διαγωνισμό μαθητικών ταινιών μικρού μήκους «Ένας πλανήτης … μια ευκαιρία», που συνδιοργανώνουν η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας και η Διεύθυνση Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στα μέσα Μαρτίου 2014.
ΥΓ. Η ταινία έλαβε τιμητική διάκριση (τρίτη θέση).
Ο άλλος άνθρωπος. The other person inside us. from story studios on Vimeo.
— Σήκω ἀπάνω, παιδί μου, εἶπε· πεινᾶς;
— Ὄχι, ἔφαγα.
Τί ἔφαγες;
Ἅπλωσε τὸ χεράκι του, τοῦ ἔδειξε τὸ χῶμα.
— Χῶμα.
Ἀνακυκλώθηκε τὸ αἷμα τοῦ παπα-Γιάνναρου, μούγκρισε σιγά, σὰ νὰ τὸν ἔσφαζαν.
«Ἄτιμος εἶναι ὁ κόσμος ἐτοῦτος», συλλογίστηκε, «ἄτιμος, ἄδικος. Θεέ μου, πῶς τὸν κρατᾶς στὴν ἀγκαλιά σου καὶ δὲν τὸν τινάζεις κάτω νὰ γίνει χίλια κομμάτια· νὰ ξαναγίνει λάσπη καὶ νὰ πλάσεις καινούριο κόσμο καλύτερο; Δὲν εἶσαι πολυέσπλαχνος, δὲν εἶσαι παντοδύναμος; Δὲ βλέπεις τὸ παιδὶ ἐτοῦτο ποὺ πεινάει καὶ τρώει χῶμα;»
Ἔσκυψε ντροπιασμένος τὸ κεφάλι, πῆρε δρόμο.
— Ἐγὼ φταίω, ἐγώ, μουρμούριζε, ἐμεῖς φταῖμε, οἱ ἀνθρῶποι, καὶ τρώει τὸ παιδὶ ἐτοῦτο χῶμα, ὄχι, δὲ φταῖς ἐσύ, Χριστέ μου, ἥμαρτον!
Θυμήθηκε, κι ἡ καρδιά του ράισε, μιὰ φορὰ ποὺ πῆγε στὴν Πόλη, νὰ προσκυνήσει τὸν καινούριο Πατριάρχη· τὸν κάλεσε ἕνας παλιὸς φίλος του ραβίνος, ἂν θέλει, ἂν δὲν τὸ θεωρεῖ ἁμαρτία, νὰ κοπιάσει στὸ σπίτι του, στὴν Ὀβραϊκή· γιόρταζαν τὴν ἀρχιχρονιά τους, καὶ μερικοὶ Ὀβραῖοι ἀρτίστες θά ’παιζαν ἕνα μικρὸ δραματικὸ ἔργο, σχετικὸ μὲ τὴ μεγάλη γιορτή τους. Ὁ ραβίνος κάθισε δίπλα του καὶ τοῦ ξηγοῦσε· κι ἀπ’ ὅλα ποὺ εἶδε κι ἄκουσε, στὴν ὀβραίικη αὐτὴ βραδιά, μερικὰ λόγια τοῦ καρφώθηκαν στὴ μνήμη, σὰ μαχαίρια· κι ἀπὸ τότε ἔτρεχε ἡ θύμησή του αἷμα. Εἶχαν σκαρώσει μιὰν πρόχειρη σκηνὴ στὴν κρεβατοκάμαρα τοῦ ραβίνου, τράβηξαν τὴν αὐλαία καὶ πρόβαλε στὴ σκηνὴ ἕνας ἄντρας χλωμός, σκελεθρωμένος, καὶ τραβοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι ἕνα παιδάκι. Πίσω ἀπὸ τὴν αὐλαία ἀκούγουνταν τραγούδια καὶ γέλια, τ’ ἀρχιχρονιάτικα τραπέζια ἦταν στρωμένα κι οἱ ἀνθρῶποι ἔτρωγαν κι ἔπιναν καὶ γλεντοῦσαν. Μερικοὶ πλούσιοι κοιλαράδες, ποὺ κάθουνταν στὸ βάθος τῆς σκηνῆς, σηκώθηκαν:
«Τὰ τραπέζια εἶναι στρωμένα», εἶπαν, «πᾶμε νὰ φᾶμε!»
Ἔφυγαν, κι ἀπόμειναν ὁλομόναχοι ὁ χλωμὸς ἄντρας μὲ τὸ παιδάκι του.
«Πᾶμε σπίτι, μπαμπάκα», παρακαλοῦσε τὸ παιδί.
«Γιατί, παιδί μου; τί νὰ κάμουμε;»
«Πεινῶ· πᾶμε σπίτι νὰ φᾶμε!»
«Ναί, ναί… Μὰ ἄκουσε, Δαβάκι μου· δὲν ἔχουμε στὸ σπίτι τίποτα νὰ φᾶμε.»
«Ἕνα κομμάτι ψωμάκι.»
«Μήτε ψίχουλο, Δαβάκι μου.»
Τὸ παιδὶ σώπασε. Ὁ πατέρας του τοῦ χάδεψε τὸ κεφάλι, ἔσκυψε.
«Δαβάκι, ξέρεις τί γιορτὴ εἶναι σήμερα;»
«Ναί.»
«Γιά πές μου, Δαβάκι μου, τί κάμαμε σήμερα;»
«Προσευχηθήκαμε, πατέρα.»
«Ναί, κι ὁ Θεός, βλογημένο τ’ ὄνομά του, τί ἔκαμε;»
«Μᾶς συχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας.»
«Λοιπόν, Δαβάκι μου, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς συχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας, πρέπει νά ’μαστε χαρούμενοι, ἔ;»
Τὸ παιδάκι σώπαινε.
«Θυμᾶσαι, Δαβάκι μου, πέρυσι ποὺ ζοῦσε ἡ μαμά σου, τραγουδούσαμε τότε στὸ τραπέζι μιὰν καινούρια μελωδία, ἕνα τραγουδάκι – τὸ θυμᾶσαι;»
«Ὄχι.»
«Νὰ σοῦ τὸ θυμίσω ἐγὼ τώρα. Μὰ τραγούδα κι ἐσὺ μαζί μου…»
Κι ὁ ἄντρας ἄρχισε μὲ σπαραχτικιὰ φωνὴ νὰ τραγουδάει μιὰ μελωδία. Μιὰ θλιμμένη, ἀπελπισμένη μελωδία ποὺ ξέσκιζε τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τὸ παιδὶ τραγουδοῦσε κι αὐτὸ μαζί του κι ἔκλαιε.
Ὁ παπα-Γιάνναρος σφούγγιξε τὰ μάτια του μὲ ἀγανάχτηση. Κοίταξε γύρα του μήπως τὸν εἶδε κανένας. Κρατήθηκε· μὰ ἡ μελωδία ἐτούτη σήμερα ἀκόμα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, τοῦ ξέσκιζε τὴν καρδιά του. Σὰ νά ’σπαζε ἡ φτενὴ κρούστα ποὺ σκεπάζει τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου, καμωμένη ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἔγνοιες καὶ τὶς βολικὲς ἀναντρίες καὶ τινάζουνταν, λευτερωμένη, ἡ πλανταμένη ἐτούτη μελωδία, ἀβάσταχτη. Ὅ,τι φοβερὸ ψυχανεμίζουνταν μέσα του, στὰ ὑπόγεια τοῦ σπλάχνου του, καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ βγάλει στὸ φῶς καὶ νὰ τὸ δεῖ, ἡ μελωδία ἐτούτη τὸ λευτέρωσε, κι ὁ παπα-Γιάνναρος κοίταζε τὰ σωθικά του καὶ τὰ σωθικὰ τοῦ κόσμου μὲ φρίκη.”