Αρχεία για ΑΓΙΟΙ

ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

29 Ιουνίου 2014

Των δύο μεγάλων και κορυφαίων αποστόλων του Χριστού, του Πέτρου και του Παύλου, τη μνήμη εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
Στις εικόνες των ζωγραφίζονται οι δύο απόστολοι να κρατούν την Εκκλησία, που συμβολικά εικονίζεται με ένα μικρό βυζαντινό ναό.
 Γιατί και οι δύο αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι οι στύλοι και οι ακρογωνιαίοι λίθοι, επάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το ιερό ίδρυμα της Εκκλησίας του Χριστού. Και συνημμένοι και οι δύο σε μία εορτή, εικονισμένοι σε μία εικόνα, συμβολίζουν την ενότητα της πίστεως, την ενότητα της Εκκλησίας, που απετελέσθη από ετερογενή στοιχεία, την περιτομή-τους Εβραίους – προς τους όποιους εστράφη το ιεραποστολικό έργο του Πέτρου, και τα έθνη-τους ειδωλολάτρες – για τον εκχριστιανισμό των οποίων κοπίασε ο απόστολος των Εθνών, ο Παύλος. 
Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που προκάλεσε τη σύσταση κοινής εορτής των δύο κορυφαίων, όταν το έτος 258 στις 29 Ιουνίου ο πάπας Σΐξτος ο Β’ μετεκόμιζε τα οστά τους στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης. Και ήταν τόσο επιτυχής η συζυγία αυτή, ώστε πολύ γρήγορα η εορτή αυτή έγινε παγκόσμιος, εορταζομένη «εν πάσαις ταις κατά τόπον αγίαις του Θεού εκκλησίαις».
 Οι άλλες εορτές των αποστόλων και αυτή η μνήμη του θανάτου των επισκιάσθηκαν από την νέα εορτή. Γι’ αυτό και σπάνια θα βρει κανείς ναό τιμώμενο στο όνομα ενός μόνο από τους δυο κορυφαίους και εικόνα που να εικονίζει τον ένα μόνο από αυτούς. 
Αντιθέτως δεν υπάρχει πόλις ή χωριό που να μη έχει ναό ή παρεκκλήσιο επ’ ονόματι των δύο μεγάλων αποστόλων. Άπειρες είναι οι εικόνες τους. Κοινή η τιμή, κοινή η προσκύνηση, κοινός ο εορτασμός, όπως κοινό ήταν το έργο τους και κοινή η αποστολή τους και κοινή η δόξα τους.
Ειδικά στην Θεσσαλονίκη επιδεικνύουν και σήμερα τον τόπο όπου κήρυξε ο απόστολος των Εθνών, στο αρχαίο παρεκκλήσιο της Μονής Βλατάδων και τον τόπο όπου καταδιωκόμενος κατέφυγε, στο μικρό σπήλαιο – αγίασμα κοντά στην ομώνυμο του συνοικία.
( Ι. Μ. Φουντούλη-καθηγητή Παν/μίου Θεσ/νίκης)
(Απο τη Κατερινα Κ.και το FB)

Όσιος Αντώνιος ο νέος εκ Βεροίας

17 Ιανουαρίου 2014
images-stories-photogallery-toixografies-antonios_veroia-KOIMHSH_SAINT__ANTONIOS-web-517×300
KOIMHSH_SAINT__ANTONIOS-web 

Όσιος Αντώνιος ο νέος εκ Βεροίας 


Ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο νέος, ο οποίος ασκήτεψε στην σκήτη Βεροίας κοντά στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονος, γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας από γονείς ενάρετους και θεοσεβείς. Προσπάθησαν να δώσουν στο γιο τους Αντώνιο μόρφωση και αγωγή καθαρά Χριστιανική. 

Πότε ακριβώς γεννήθηκε ο άγιος δεν γνωρίζουμε. Μελετώντας όμως τη βιογραφία του οσίου πατρός ημών Διονυσίου, του εν Ολύμπω ασκήσαντος, συμπεραίνουμε ότι, ο όσιος πατήρ Αντώνιος είχε αποθάνει λίγα έτη προ της αφίξεως του Αγίου Διονυσίου, στη σκήτη Βεροίας, πλησίον της οποίας κείται η μονή του Τιμίου Προδρόμου. Απέθανε δηλαδή ο Όσιος Αντώνιος προ του 1550. 

Γνωρίζοντες δε ότι έζησε περί τα 90 έτη, πρέπει να τοποθετήσουμε τη ζωή και ακμή αυτού μεταξύ των ετών 1450 – 1540. 

Η βαθειά θρησκευτικότητά του, η οποία αναπτύχτηκε και κυρίευσε την προσωπικότητά του από της παιδικής ακόμη ηλικίας, στρέφει την καρδία του προς το ιδεώδες του ασκητισμού. Παρ’ όλον τον πλούτο τον οποίον διέθετε η οικογένειά του καμία αγάπη δεν αισθάνεται προς την κοσμική ζωή και τις απολαύσεις της. Αισθάνεται φλογερά την επιθυμία να εγκαταλείψει τα πάντα και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Και δεν αργεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αυτή. 

Αναχώρησε αμέσως για τη μονή του Τιμίου Προδρόμου, η οποία βρισκόταν τότε εν ακμή και είχε και άλλους μοναχούς, είναι δε κτισμένη στους πρόποδες των Πιερίων όρων άνωθεν του Αλιάκμονος ποταμού. Εκεί γίνεται δεκτός μετά μεγάλης χαράς υπό του Προεστώτος της μονής και των λοιπών μοναχών. 

Αφού περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, επιδίδεται μετά φλογερού ζήλου στην ασκητική ζωή. Οι εξαιρετικές ασκητικές αρετές του πολύ νωρίς διαλάμπουν και προκαλούν τον θαυμασμό των συνασκητών του. Είναι πράος, ταπεινός, εργατικός, νηστεύει διαρκώς και προσεύχεται. Αλλ’ η ψυχή του ζητεί κάτι ανώτερο. Ζητεί την τελεία απομόνωση από κάθε ανθρώπινη επαφή για να αφοσιωθεί τελείως στον Χριστό. 

Και ιδού, μία μέρα ζητεί από τον Προεστώτα της μονής να του επιτρέψει την αναχώρηση στην ερημική σκήτη για να είναι εκεί μόνος με μόνο τον Θεό «συνών και ηδόμενος» όπως ψάλλουμε στην παράκλησή του. Ο Προεστώς μη θέλοντας να εμποδίσει τον Αντώνιο στην πραγματοποίηση της φλογερής αυτής επιθυμίας του, του επιτρέπει να αναχωρήσει. Αποχαιρετά τους συνασκητές του και φεύγει. 

Πολλές μέρες ερευνά τις όχθες του ποταμού Αλιάκμονος για να βρει κατάλληλο σπήλαιο, το οποίο να μεταβάλει σε ναό λατρείας Εκείνου που αγάπησε η ψυχή του. Επί τέλους βρίσκει τελείως απομονωμένο σπήλαιο απέναντι της σημερινής θέσης «Σταυρός» επί της όχθης Αλιάκμονος προς τα Πιέρια όρη, το οποίο και μετέβαλε σε σκήτη. Μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε περίπου πενήντα έτη σε αυστηρή άσκηση, τρώγοντας μόνο χόρτα από εκείνα που φύτρωναν πέριξ του σπηλαίου. 

Στην αρχή υπέστη φοβερά επίθεση των δαιμόνων για να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Άλλοτε τον έδερναν, άλλοτε του παρουσίαζαν το ρεύμα του ποταμού διογκωμένο, που απειλούσε να παρασύρει και αυτόν και το σπήλαιο. Πλην όμως ο άγιος επέμενε και διά της προσευχής και νηστείας νίκησε αυτούς και τους ανάγκασε να φύγουν και να τον αφήσουν ήσυχο στη σκήτη του. Τα γεγονότα αυτά εδηγείτο, ένας ιερέας των γύρω χωριών, ο μόνος που γνώριζε το σπήλαιο και από καιρού εις καιρό επισκέπτονταν τον ασκητή Αντώνιο και μετέδιδε σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Αφού λοιπόν, μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε πενήντα έτη, σε ηλικία ενενήντα και πλέον ετών παρέδωσε εν ηρεμία και γαλήνη την αγία ψυχή του, στον Νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό. 

Μία μέρα στην απέναντι του σπηλαίου όχθη του ποταμού, είχαν μεταβεί για κυνήγι μερικοί Βεριείς. Σε μια στιγμή τα κυνηγετικά σκυλιά τους αρχίζουν να γαυγίζουν κοιτάζοντας προς την αντίπερα όχθη. Ευθύς οι κυνηγοί στρέφουν τα βλέμματά τους προς τα κεί και βλέπουν έναν άνθρωπο να κινεί το χέρι του και να τους καλεί να πάνε εκεί. Οι κυνηγοί νομίζοντας ότι πρόκειται περί άλλου κυνηγού, που τους καλούσε σε βοήθεια, σπεύδουν αμέσως και αφού πέρασαν τον ποταμό βρέθηκαν στο σημείο όπου είδαν τον άνθρωπο να τους καλεί. Πλην όμως δεν βλέπουν κανένα. 

Ενώ δε ερευνούν τα πέριξ, μία θαυμάσια ευωδία τους προσελκύει στην είσοδο του σπηλαίου. Εισέρχονται σ’ αυτό και ώ! του θαύματος,βρίσκουν το σώμα του Αγίου εξαπλωμένο νεκρό και άνωθεν κανδήλα καίουσα. Εκ τούτου αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται περί σκηνώματος αγίου ανδρός, και μετ’ ευλαβείας προσκύνησαν αυτό. 

Αναχωρούν στην Βέρροια και παρουσιάζονται στον τότε Μητροπολίτη, στον οποίο ανέφεραν τα διατρέξαντα. Ο Μητροπολίτης, του οποίου το όνομα είναι άγνωστο, κρίνοντας τα θαυμαστά ταύτα περιστατικά, που του διηγήθηκαν οι κυνηγοί πείσθηκε ότι πρόκειται περί αγίου λειψάνου. Χωρίς χρονοτριβή συγκεντρώνει όλο τον ιερό κλήρο της Βεροίας και ακολουθούμενος υπό πλήθους λαού, μεταβαίνει στην σκήτη προς παραλαβή του ιερού λειψάνου. Όταν έφθασαν εκεί βρήκαν το άγιο σκήνωμα όπως είχαν διηγηθεί οι κυνηγοί. Τότε εν ψαλμοίς και ύμνοις, παραλαμβάνουν αυτό για να το φέρουν στην Βέροια. Πριν όμως περάσουν τον Αλιάκμονα εγείρεται μεγάλη φιλονικία μεταξύ των χωρικών της περιοχής και των Βεροιανών. Οι μεν χωρικοί θέλουν να κρατήσουν τον άγιο εκεί και να ανεγείρουν προς τιμή του ναό, οι δε Βεροιείς επιμένουν να μεταφέρουν αυτόν στην πόλη τους. Τότε ο Μητροπολίτης για να μη λάβει η φιλονικία μεγαλύτερες διαστάσεις προτείνει να τοποθετήσουν το σκήνωμα του αγίου σε άμαξα συρόμενη υπό βοών, την οποία να αφήσουν ελεύθερη, να οδηγήσει ο άγιος όπου επιθυμεί να μείνει. Αυτό και έγινε. Οι βόες σύρουν την άμαξα μόνοι. Διαβαίνουν τον ποταμόν, διέρχονται τα ενδιάμεσα χωριά, χωρίς να σταματήσουν. Είναι φανερό ότι προχωρούν προς την Βέροια. Πράγματι αφού έφθασαν στην πόλη, μόνοι τους χωρίς να οδηγούνται από κανέναν, κατευθύνονται προς το τέμενος της Υπεραγίας Θεοτόκου πλησίον του οποίου βρισκόταν η οικία του αγίου. 

Εκεί σταμάτησαν, και όχι μόνον δεν θέλουν να προχωρήσουν αλλά σχεδόν και φωνή αφήνουν ότι εδώ επιθυμεί να μείνει ο άγιος. Τότε ο αρχιερέας και ο κλήρος παραλαμβάνουν το άγιο σκήνωμα και τοποθετούν αυτό εντός του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έκτοτε χιλιάδες πιστών συνέρεαν σε τιμητική προσκύνηση του αγίου σκηνώματος, το οποίο έγινε πηγή πολλών θαυμάτων. Καταστραφέντος του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ανεγέρθη στην θέση του νέος Ιερός Ναός εις τιμήν αυτού τούτου του Αγίου Αντωνίου. 

Αλλά και αυτός ο ναός τη νύκτα της 4ης Φεβρουαρίου 1898 αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά, προξενηθείσα εξ απροσεξίας των κανδυλαπτών. Στην θέση του ανεγέρθη νέος μεγαλοπρεπής ναός σωζόμενος μέχρι σήμερα, διά δωρεάς της Ευδοξίας Μαλακούση, η οποία δώρησε όλη την περιουσία της εις τον Άγιο. Τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς ναού έγιναν την 12ην Σεπτεμβρίου 1904 επί Μητροπολίτου Βεροίας Κυρίου Κωνσταντίνου Ισαακίδη, του Πρότερου Νεοκαιρείας. Δύο φορές το χρόνο, ήτοι την 1ην Αυγούστου και την 17ην Ιανουαρίου γίνεται μεγαλοπρεπής πανήγυρις. Χιλιάδες πιστών συρρέουν από όλα τα μέρη της Μακεδονίας, στα οποία έχει φτάσει η φήμη του Αγίου Αντωνίου, πάσχοντες από διάφορες ασθένειες παραμένουν στους γύρω ξενώνες, εκκλησιαζόμενοι και προσευχόμενοι για να λάβουν την θεραπεία. 

Ο Θεός, η ακένωτος πηγή του ελέους και των θαυμάτων «απολουσίαις δωρεαίς κατακοσμών τους αγίους» εξακολουθεί και σήμερα διά των πρεσβειών του Αγίου Αντωνίου, να θαυματουργεί και να θεραπεύει ανίατες ασθένειες, πολλών Χριστιανών, που με αληθινή πίστη ζητούν με τις προσευχές τους την επέμβαση του Αγίου. 

Τοιούτος υπήρξε ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος, ο οποίος διά της αγγελικής αυτού πολιτείας αφ’ ενός και διά των απείρων θαυμάτων του αφ’ ετέρου κατέστη ο Πολιούχος της Βεροίας και το καύχημα πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων. 

Αυτού ταις ικεσίαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.


Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού στις 7 Ιανουαρίου.

6 Ιανουαρίου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελεί την γέφυρα μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανάγγειλε την έλευση του Χριστού. Υπήρξε δε ο μόνος από τους από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει τον Χριστό αφού έζησε στα χρόνια του.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ from pkallika on Vimeo.

Πατέρας του ήταν ο Ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η ενάρετη Ελισάβετ. Τόσο ο Ζαχαρίας όσο και η Ελισάβετ ήταν σε μεγάλη ηλικία, όταν ο άγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στον Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ αγόρι το οποίο θα πρέπει να το βαπτίσει Ιωάννη. 
Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι΄αυτό τιμωρήθηκε να χάσει την φωνή του έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί.  Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οκτώ ημέρες μετά την γέννησή του, όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μία  πινακίδα «Ιωάννης» και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.
Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του διέμενε στην έρημο της Ιουδαίας. Κατόπιν εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη κηρύττοντας για την έλευση του Σωτήρα και βαπτίζοντας πολλούς που έρχονταν να τον ακούσουν.
Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να τον βαπτίσει. Ο Άγιος αναγνωρίζοντας ποιόν έχει απέναντι του και θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο, αρνείται να τον βαπτίσει λέγοντας πως ούτε τα λουριά από τα παπούτσια του δεν είναι άξιος να λύσει.
Ο Ιησούς του λέει πως έτσι πρέπει να γίνει για να εκπληρωθεί το σχέδιο του Θεού και ο Ιωάννης βαπτίζει τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Μετά την βάπτιση, αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης «δείχνει» τον Ιησού Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Δύο από τους μαθητές του, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας αργότερα έγιναν μαθητές του Χριστού.
Ο Ιωάννης έλεγξε τον Ηρώδη Αντίπα διότι είχε πάρει ως σύζυγό του την Ηρωδιάδα γυναίκα του αδελφού του.
Το τέλος του Ιωάννη είναι γνωστό σε όλους μας.
Κατά τη διάρκεια που ο Ιωάννης βρισκόταν στη φυλακή, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει στον κόσμο για τον Ιωάννη  « Σας βεβαιώνω πως μάνα δεν γέννησε πιο μεγάλο προφήτη από τον Ιωάννη τον βαπτιστή»
Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομά του μετά από την Παναγία στις προσευχές και τις δεήσεις.
Επίσης η Εκκλησία τιμώντας τον Ιωάννη, τον τοποθετεί στο τέμπλο όλων των ναών δίπλα στον Χριστό και δίνει μόνο στη Παναγία και τον Ιωάννη την τιμητική εορτή της Συνάξεως. Η Σύναξη της Παναγίας, μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα και η σύναξη του Ιωάννη μία ημέρα μετά τα Θεοφάνια, τιμώντας αυτά τα δύο μεγάλα πρόσωπα της Θρησκείας μας, που συμμετείχαν σε δύο μεγάλα γεγονότα: τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνια.

Ο Προφήτης Δανιήλ και οι Άγιοι Τρεις Παίδες Ανανίας, Αζαρίας και Μισαήλ

17 Δεκεμβρίου 2013
Profhths_Danihl_01

Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ. αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα, ήταν από βασιλικό γένος και γεννήθηκε στην Άνω Βηθαρά.
Νήπιο ακόμα, οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Με την πρόνοια του Ναβουχοδονόσορα, ο Δανιήλ (που ο αυτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) με τους τρεις Εβραίους νεαρούς, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, σπούδασαν στην αυτοκρατορική αυλή. Επειδή η απόδοσή τους στις σπουδές ήταν άριστη, όταν ενηλικιώθηκαν ο βασιλιάς τους έδωσε μεγάλη θέση στο κράτος. Μάλιστα ο Δανιήλ είχε το χάρισα να ερμηνεύει όνειρα και αργότερα προφήτευσε και τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου.
 
Κάποτε όμως ο Ναβουχοδονόσωρ, έκανε δική του χρυσή εικόνα και απαίτησε απ’ όλους τους αξιωματούχους και το λαό να την προσκυνήσουν. Ο Δανιήλ έλειπε σε αποστολή. Ήταν όμως οι τρεις παίδες, που δεν προσκύνησαν την εικόνα. Αμέσως καταγγέλθηκαν στο βασιλιά. Αυτός τους είπε ότι, αν πράγματι δεν προσκύνησαν, τους περιμένει το καμίνι της φωτιάς. Τότε οι τρεις παίδες απάντησαν: «Άκου βασιλιά, ο ουράνιος Θεός, τον οποίο εμείς λατρεύουμε, είναι τόσο δυνατός, που μπορεί να μας βγάλει σώους και αβλαβείς από το καμίνι της φωτιάς και να μας σώσει από τα χέρια σου. Αλλά και αν ακόμα δεν το κάνει, να ξέρεις ότι τους θεούς σου δε λατρεύουμε και την εικόνα σου δεν προσκυνάμε».
Πράγματι, όταν τους έριξαν στη φωτιά, οι τρεις παίδες βγήκαν σώοι και αβλαβείς. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με το Δανιήλ, όταν ο Δαρείος τον έριξε στο λάκκο των λεόντων, επειδή έκανε την προσευχή του, ενώ ο βασιλιάς είχε διατάξει για 30 μέρες να μη κάνει κανείς ιδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας το θαύμα ο Δαρείος, κράτησε το Δανιήλ στην αυλή του, όπου παρέμεινε και πέθανε σε βαθιά γεράματα, πιθανότατα, στα Σούσα.