ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ 2014 – 2015
ΘΕΜΑ: «Η πανίδα του τόπου μας»
Σχέδιο προγράμματος
Όνομα Επώνυμο Σχολείο Τάξη/Τμήμα
Αθανάσιος Χάψαλης Δημοτικό Σχολείο Εξαπλατάνου Δ΄
Τίτλος θέματος
«Η πανίδα του τόπου μας»
Υποθέματα
Σπονδυλωτά – Ασπόνδυλα
Έντομα
Ερπετά – Αμφίβια
Πτηνά
Ψάρια γλυκού νερού
Θηλαστικά
Σκοπός
Να γνωρίσουν οι μαθητές τα ζώα του τόπου μας και να μάθουν να σέβονται, να αγαπούν και να προστατεύουν το περιβάλλον.
Στόχοι
Να γνωρίσουν οι μαθητές τα είδη των ζώων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τον τρόπο ζωής, την τροφή τους, την προσφορά τους στον άνθρωπο. Να ασκηθούν στην παρατήρηση του περιβάλλοντος γύρω τους και να έρθουν σε άμεση επαφή με αυτό. Να προσεγγίσουν το θέμα διαθεματικά μέσα από τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τα μαθηματικά, τη μελέτη, τα εικαστικά. Να μάθουν να συνεργάζονται, να διατυπώνουν τη γνώμη τους, να καταγράφουν και να ελέγχουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Να αναπτύξουν δεξιότητες του καλού ομιλητή και ακροατή συμμετέχοντας σε συζητήσεις. Να εκφραστούν μέσα από τις δραστηριότητες που αναλαμβάνουν και να αποκτήσουν καλές συνήθειες εργασίας. Να αποκτήσουν δυνατότητες πρόσβασης στις πληροφορίες και να μπορούν να τις αξιοποιήσουν. Να υιοθετήσουν υπεύθυνες συμπεριφορές απέναντι στους συμμαθητές τους. Να ευαισθητοποιηθούν απέναντι σε προβλήματα και καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και να συμβάλλουν στην επίλυσή τους.
Σύνδεση με Μαθήματα/Ενότητες του προγράμματος σπουδών
Γλώσσα, Μαθηματικά, Ιστορία, Μελέτη, Θρησκευτικά, Αισθητική Αγωγή, Φυσική Αγωγή, Ξένη γλώσσα.
Δραστηριότητες
Οι μαθητές θα εργαστούν ομαδοσυνεργατικά. Θα συγκεντρώσουν και θα επεξεργαστούν πληροφορίες, θα γράψουν κείμενα, ποιήματα, θα κάνουν ζωγραφιές, θα φωτογραφίσουν, θα καταγράψουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους και όλα αυτά θα ανεβαίνουν σταδιακά στο ιστολόγιο της τάξης μας. (blogs.sch.gr/axapsalis)
Εκπαιδευτικό Υλικό
Βιβλιογραφία/Αρθρογραφία:
Εγκυκλοπαίδειες, βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις.
Πολυμεσικό/Ψηφιακό Υλικό:
Φωτογραφικές μηχανές, ψηφιακοί δίσκοι, διαδίκτυο, εκπαιδευτική τηλεόραση.
Ιστότοποι:
http://el.wikipedia.org/
http://www.livepedia.gr/
Δήμος Πέλλας http://www.giannitsa.gr/
Αναπτυξιακή Πέλλας http://www.anpe.gr/nomos.pellas
Ορειβατικός Σύλλογος Αριδαίας http://www.eosa.gr/
Εγκύκλιος Παιδεία http://egpaid.blogspot.com/
Δασαρχείο Αριδαίας http://dasarxeio.com/
Πανίδα http://www.panida.gr/
Πανίδα και Χλωρίδα http://docs.google.com
http://www.agro-tour.net/
Τρόποι/Τεχνικές Αξιολόγησης
α) Παρουσίαση εργασιών
Το υλικό που θα συγκεντρωθεί θα μπορούν να παρακολουθούν οι ενδιαφερόμενοι στο ιστολόγιο της τάξης μας καθώς θα ανεβαίνει σταδιακά στη διεύθυνση:
blogs.sch.gr/axapsalis
β) Ερωτηματολόγια
Στο τέλος θα συνταχθούν και θα συμπληρωθούν ερωτηματολόγια που θα βοηθήσουν στην αξιολόγηση του προγράμματος.
Παρατηρήσεις:
Το πρόγραμμα ξεκινά από 20 Σεπτεμβρίου και αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο. Από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Ιούνιο θα υλοποιηθεί το δεύτερο πρόγραμμα της Ευέλικτης Ζώνης «Η χλωρίδα του τόπου μας»
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Με τον όρο πανίδα εννοούμε το σύνολο των διαφόρων ειδών ζωικών οργανισμών (Σπονδυλωτών και Ασπόνδυλων) που απαντούν σε μία περιοχή.
Η γνώση μας για τα ζώα της Ελλάδας ξεκινά πολύ παλιά, ουσιαστικά από τον Αριστοτέλη που πριν από 2.300 χρόνια έγραψε το “Περί ζώων ιστορίαι”, όπου περιέγραψε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια περίπου 600 είδη. Σύμφωνα με πρόσφατες απογραφές (2004), στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 23.130 είδη ζώων της ξηράς και των γλυκών νερών. Σ’ αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα 3.500 είδη της θάλασσας. Αν προσθέσουμε έναν αριθμό ειδών που έχει καταγραφεί αλλά δεν περιλαμβάνεται στους σημερινούς καταλόγους, φθάνουμε σε ένα σύνολο περίπου 30.000 ειδών.
Η πανίδα της Ελλάδας δεν είναι καλά μελετημένη. Καλύτερα γνωστά είναι τα Σπονδυλωτά, ενώ τα μεγαλύτερα κενά υπάρχουν στα Ασπόνδυλα. Πιστεύεται ότι αν μελετηθεί η ελληνική πανίδα πλήρως, θα πρέπει να περιλαμβάνει περίπου 50.000 είδη! Από αυτά 555 είναι ψάρια (447 θαλάσσια και 108 είδη γλυκού νερού), 22 είναι αμφίβια, 61 είναι ερπετά, 436 είναι πουλιά, 111 είναι θηλαστικά (98 χερσαία και 13 θαλάσσια), 24.747 περίπου είναι ασπόνδυλα.
Αυτή η μεγάλη ποικιλότητα της πανίδας της χώρας μας εξηγείται όπως και η ποικιλότητα στη χλωρίδα. O ελληνικός χώρος λειτούργησε ως καταφύγιο στα ζώα της Βόρειας Ευρώπης που ήθελαν να αποφύγουν τους παγετώνες και η τεράστια ποικιλία οικοτόπων της χώρας μας (σ’ ένα μικρό γεωγραφικό χώρο απαντούν πολλοί διαφορετικοί τύποι περιβάλλοντος), βοήθησε στην ανάπτυξη διαφορετικών πληθυσμών άγριων ζώων, οι οποίοι έδωσαν νέα είδη και υποείδη, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά στη χώρα μας.
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας προκάλεσε το ενδιαφέρον του ανθρώπου από την αρχαιότητα. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς έχουν αναφορές στην Ελληνική φύση. Για παράδειγμα ο Όμηρος μιλάει για αγριοκάτσικα που έβοσκαν σε μεγάλους αριθμούς στα ελληνικά δάση.
Τα περισσότερα είδη άγριας ζωής εξαφανίστηκαν στην αρχή του 20ου αιώνα. Το μεγαλύτερο ζώο στην Ελληνική ύπαιθρο μετά την αρκούδα ήταν ο Λύγκας ο οποίος είχε εκλείψει, μα πρόσφατα ανακαλύφθηκαν ίχνη από ζώα που κατέβηκαν από την Αλβανία ή τα Σκόπια. Μόνο μερικά τσακάλια έχουν μείνει. Η καφετιά αρκούδα υπάρχει σε πολύ μικρό αριθμό στη Ροδόπη και στην Πίνδο επειδή προστατεύεται. Πρόσφατα εθεάθη μία στον Όλυμπο. Λύκοι έχουν μείνει πολύ λίγοι και αν δεν αποζημίωναν τους βοσκούς για τα ζώα που χάνουν από αυτούς δεν θα είχε μείνει κανένας. Αγριογούρουνα υπάρχουν σε αρκετές περιοχές της χώρας αλλά δυστυχώς επιτρέπεται το κυνήγι τους. Κάποιες αγριόγατες υπάρχουν σε Πίνδο και Ροδόπη μα είναι τόσο λίγες που ελάχιστοι τις έχουν δει.
Ελάφια υπάρχουν στην Πάρνηθα γύρω στα 400 και μια πολύ μικρότερη ομάδα στη Ροδόπη. Τα ζαρκάδια κοντεύουν να εξαφανιστούν. Στην Πάρνηθα υπάρχει ένα κοπάδι από Κρητικά αγριοκάτσικα “κρι-κρι” που τα είχαν εισάγει το 1961. Υπάρχουν και πολλά ενδημικά είδη αγριοκάτσικων στα μικρά νησιά του Αιγαίου, με πιο διάσημο αυτό της Γιούρας που το προστατεύουν μαζί με τις φώκιες του νησιού. Κοπάδια αγρίων αλόγων στη Ροδόπη τη Ζάκυνθο και αλλού έχουν δημιουργηθεί από οικόσιτα ζώα που αφέθηκαν ελεύθερα την εποχή των Βαλκανικών πολέμων και της ανταλλαγής πληθυσμών.
Μικρότερα ζώα όπως λαγούς, αλεπούδες, κουνάβια, ασβούς, σκαντζόχοιρους και χελώνες μπορούμε ακόμα να συναντήσουμε στην Ελληνική ύπαιθρο. 350 είδη πτηνών ζουν ή περνάνε από την Ελλάδα κατά την περίοδο της αποδημίας τους. Πολλά από αυτά είναι αρπακτικά κυρίως αετοί και γεράκια (Ασπροπάρης, χρυσαετός, σπιζαετός, πετρίτης κτλ) μπούφοι και κουκουβάγιες. Ο γύπας που είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό κοντεύει να εξαφανιστεί. Ένα κοπάδι που έχει επιζήσει στη Δαδιά το ταΐζουν οι δασοφύλακες γιατί τα ζώα που έτρωγε δεν υπάρχουν πλέον. Άλλα πτηνά όπως κοτσύφια, γερακότσιχλες, κίσσες, πετροχελίδονα, κοράκια, σπίνοι, πετροπέρδικες, κινδυνεύουν άμεσα από εξαφάνιση. Φάσσες, δρυοκολάπτες και άλλα, υπάρχουν στα περισσότερα βουνά και δάση.
Στα ελάχιστα ποτάμια που είναι καθαρά υπάρχουν μερικές βίδρες και μικρές υδρόβιες χελώνες. Συναντάμε και αρκετά είδη ψαριών του γλυκού νερού και ερπετά, κυρίως φίδια.
ΕΙΔΗ ΠΑΝΙΔΑΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Στην περιοχή του Νομού Πέλλας έχει καταγραφεί ένας σημαντικός αριθμός άγριας πανίδας. Ανάμεσα σ’ αυτά τα είδη είναι:
Ιχθυοπανίδα: Άγρια πέστροφα, Μουστακάτα
8 είδη αμφίβιων και 19 είδη θηλαστικών: Αγριόγατα, Αγριόγιδο, Αγριογούρουνο
Αλεπού, Αρκούδα, Ασβός, Βίδρα, Ζαρκάδι, Κουνάβι, Λαγόγυρος, Λαγός, Λύκος, Νυχτερίδα
Σκαντζόχοιρος, Σκίουρος, Τυφλοπόντικας
137 είδη ορνιθοπανίδας: Αγριόκοτα, Αετογερακίνα, Αετομάχος, Αιγίθαλος
Ασπροκωλίνα, Βασιλαετός, Βουνοτσίχλονο, Βραχοκιρκίνεζο, Γερακίνα, Γιδοβυζάχτρα
Γυπαετός, Δρυοκολάπτης, Δρυομυγοχάφτης, Καρβουνιάρης, Καρδερίνα, Κιρκινέζι
Κοκκινολαίμης, Κραυγαετός, Λιβαδόκιρκος, Μακρινούρης, Μαυρόγυπας
Μαυροπελαργός, Μυγοχάφτης, Πετρίτης, Σαΐνι, Σταχτοπετροκλής, Τσίφτης
Φυλλοσκόπος, Χιονόστρουθος
Όρνια: Ασπροπάρης, Σταυραετός, Φιδαετός, Χρυσαετός
Ερπετά: 5 είδη οχιών, Λαφιάτης ή Λαφίτης, Νερόφιδο, Γραικοχελώνα, Ονυχοχελώνα
Η ΚΑΦΕ ΑΡΚΟΥΔΑ
Η αρκούδα, είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό στην Ευρώπη. Ζει 20 με 25 χρόνια, είναι ιδιαίτερα ευφυές, ευκίνητο, μοναχικό ζώο και κυκλοφορεί το ξημέρωμα, το σούρουπο και τη νύχτα. Αποτελεί σύμβολο δύναμης, άγριας ομορφιάς και μοναχικότητας.
Το σώμα της καλύπτεται από πυκνό καφέ, αδιάβροχο τρίχωμα και έχει τριγωνικό κεφάλι, μικρά μάτια και αυτιά. Έχει μικρή ουρά. Το ύψος ενός ενήλικου αρσενικού ατόμου στον τράχηλο μπορεί να φθάσει τα 1,10 μ, το συνολικό μήκος από την άκρη της μουσούδας ως την πολύ μικρή ουρά κυμαίνεται από 1,70 – 2,20 μ., ενώ αν σηκωθεί όρθια, στα δυο της πόδια, το ύψος της φτάνει τα 2 μέτρα. Το βάρος ενός ενήλικου θηλυκού κυμαίνεται από 70 έως 150 κιλά, ενώ το ενήλικο αρσενικό είναι συνήθως πιο μεγαλόσωμο και ζυγίζει από 110 έως 280 κιλά. Η αρκούδα έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή και όσφρηση. Αντίθετα, η όρασή της είναι λιγότερο ανεπτυγμένη, βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μέτρων αλλά δεν μπορεί να διακρίνει άνθρωπο σε απόσταση 300 μέτρων.
Η καφέ αρκούδα προτιμά τα μικτά δάση κωνοφόρων (πεύκη, ελάτη) και φυλλοβόλων (οξυά, δρυς) που βρίσκονται στην υψομετρική ζώνη μεταξύ 900 και 1700 μέτρων. Τους θερινούς μήνες συναντάται σε καλλιέργειες και οπωρώνες. Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο, τρέφεται κατά προτίμηση με καρπούς του δάσους, όπως βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες και χόρτα. Της αρέσει βέβαια και το μέλι! Συμπληρώνει το διαιτολόγιό της με μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και άλλα μικρά ζώα, καθώς έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο. Το θηλυκό άτομο γεννάει, στην ειδικά διαμορφωμένη φωλιά, ένα ως δύο και σπανιότερα τρία μικρά, κάθε 2-3 χρόνια, στα μέσα του χειμώνα (Ιανουάριο – Φεβρουάριο) και ενώ βρίσκεται σε κατάσταση χειμέριου ύπνου. Τα νεογνά ζυγίζουν μόλις 300 – 400 γραμμάρια, είναι γυμνά και τυφλά.
Ο πληθυσμός της καφέ αρκούδας στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 350 – 400 περίπου. Ζουν σε δύο ανεξάρτητους πληθυσμούς, οι οποίοι δεν επικοινωνούν γεωγραφικά μεταξύ τους. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός ζει στην περιοχή της οροσειράς της Πίνδου και ο δεύτερος ζει στην περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σταθερές ενδείξεις για παρουσία αρκούδας στον ορεινό άξονα Βόρα-Ολύμπου και στη Στερεά Ελλάδα μέχρι και την ορεινή Ναυπακτία, περιοχές όπου το είδος δεν είχε καταγραφεί τα προηγούμενα 70 χρόνια. Η καφέ αρκούδα είναι απόλυτα προστατευόμενο είδος με βάση την εθνική νομοθεσία. Στην Ελλάδα περίπου το 30% της περιοχής εξάπλωσής της περιλαμβάνεται σε προστατευόμενες περιοχές (Εθνικά Πάρκα, Εθνικούς Δρυμούς).
Ο ΛΥΚΟΣ
Ο Λύκος είναι σαρκοφάγο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των κυνιδών και θεωρείται ένας από τους προγόνους του σκύλου, με τον οποίο μοιάζει, ιδιαίτερα με τα λυκόσκυλα.
Το ύψος του φτάνει τα 80 – 90 εκατοστά, το μήκος του το 1,5 μέτρο και το βάρος του τα 40 – 50 κιλά. Το σώμα του είναι δυνατό και τ’ αυτιά είναι πάντα όρθια και τριγωνικά. Το χρώμα του ποικίλλει, ανάλογα με την εποχή του χρόνου και τον τόπο που ζει. Αρχίζει από σταχτόγκριζο και φτάνει μέχρι ανοιχτό αμμοκίτρινο. Το κεφάλι του είναι μεγάλο σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του και καταλήγει σ` ένα μακρύ και μυτερό ρύγχος. Τα μάτια του μεγάλα και λοξά και το μέτωπό του παρουσιάζει κλίση προς τα πίσω. Τα σαγόνια του είναι οπλισμένα με μεγάλους κοφτερούς κυνόδοντες. Το μήκος της ουράς του κυμαίνεται από 30 ως 50 εκατοστά.
Η κατασκευή του λύκου, με ψηλά πόδια και φαρδύ πέλμα, του επιτρέπουν να περπατά με άνεση στο χιόνι. Διανύει μεγάλες αποστάσεις σε αναζήτηση της τροφής του και μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα 40 – 50 χιλιόμετρα την ώρα. Σημαντική ιδιότητα για την εξεύρεση της λείας, είναι η όσφρηση, η οποία είναι και η ισχυρότερη αίσθηση του λύκου, καθώς μπορεί να εντοπίσει το θήραμα σε απόσταση 3 χιλιομέτρων, μόνο από τη μυρωδιά. Κινείται σε μεγάλα υψόμετρα αλλά και σε πεδινές περιοχές που γειτονεύουν με δάση. Στη διατροφή του περιλαμβάνονται μικρά ζώα, καρποί, ακόμα και αγροτικά ζώα. Δεν έχει μόνιμη κατοικία και κινείται διαρκώς σε αναζήτηση περιοχών που του εξασφαλίζουν τροφή. Κυνηγά συνήθως τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρύβεται σε υπόγειες στοές ή κοιλότητες βράχων.
Ο λύκος είναι διαδεδομένος σ’ όλη την εύκρατη ζώνη της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Στην Ελλάδα απαντά κυρίως στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει και μέχρι τη Θεσσαλία. Οι αγέλες των λύκων περιλαμβάνουν συνήθως 6 ή 7 μέλη και σχεδόν ποτέ δεν υπερβαίνουν τα 13 με 15 μέλη. Ο λύκος εξαφανίστηκε από την Πελοπόννησο στο τέλος της δεκαετίας του ‘30. Σήμερα υπολογίζεται ότι ζουν 700 λύκοι σε όλο σχεδόν το ηπειρωτικό ανάγλυφο της χώρας, βόρεια της Βοιωτίας. Στις περιοχές αυτές, ο λύκος επιβιώνει σε πολλές μικρές και απομονωμένες μεταξύ τους ομάδες.
Η ΑΛΕΠΟΥ
Η αλεπού είναι ανώτερο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια Κυνίδες. Το πιο γνωστό είδος είναι η Κόκκινη αλεπού, της οποίας το τρίχωμα είναι κοκκινωπό, με μαυριδερά το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό μέρος των ποδιών της, ενώ το άκρο της ουράς της είναι πάντα λευκό. Εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο.
Το μεγαλύτερο είδος είναι η κόκκινη αλεπού, η οποία φτάνει σε μήκος έως και τα 90 εκατοστά και ζυγίζει 7 – 10 κιλά. Το εντυπωσιακό είναι ότι η ουρά της φτάνει σε μήκος έως και τα 60 εκατοστά, δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη συγκριτικά με το σώμα της. Στα περισσότερα είδη, τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας. Το τρίχωμα της, πολύ πυκνό τον χειμώνα, περνά από μια ανοιξιάτικη αλλαγή στη διάρκεια της οποίας, η γούνα πέφτει σε κομμάτια. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία χρωματισμών, ξεκινώντας απ’ το ζωηρό κόκκινο ως το καστανό σκούρο.
Είναι ένα από τα άγρια σαρκοφάγα που ξέρει καλύτερα να προσαρμόζεται στις μεγάλες μεταβολές που έκανε ο άνθρωπος στον βιότοπο. Τη συναντούμε έτσι μέσα σε πυκνά δάση και σε θαμνώδεις περιοχές, σε πάρκα και στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, σε δημόσιους σκουπιδότοπους, όπου της αρέσει να ψαχουλεύει. Μοιάζει όμως να προτιμά πιο πολύ δασώδεις περιοχές, πολύ πυκνές. Αντίθετα με τα ξαδέλφια της που ζουν σε αγέλες, η αλεπού προτιμά τη μοναξιά και μόνο όταν μεγαλώνει τα παιδιά της φτιάχνει προσωρινές κοινότητες, οι οποίες παραμένουν αθέατες ζώντας μέσα σε υπόγεια λαγούμια. Πέρα από αυτό, ζει, κυνηγά και κοιμάται πάντα μόνη.
Σαν τη γάτα, η αλεπού δραστηριοποιείται μόλις πέσει το σκοτάδι. Ακόμα και ο τρόπος που κυνηγά μοιάζει στης γάτας, παραμονεύοντας και καταδιώκοντας το θήραμα. Διαθέτει όπως ακριβώς και η γάτα ευαίσθητα μουστάκια και προεξοχές στη γλώσσα. Περπατά στα δάχτυλα των ποδιών και με το κομψό βάδισμά της μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο του μικρού αιλουροειδούς. Υπάρχουν και είδη αλεπούς που έχουν νύχια που μπαινοβγαίνουν, επιτρέποντάς τους να σκαρφαλώνουν σε δέντρα και απρόσιτα σημεία.
Όλα τα είδη αλεπούδων είναι παμφάγα. Το διαιτολόγιό τους αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από ασπόνδυλα. Ωστόσο, καταναλώνουν και τρωκτικά, λαγούς, κουνέλια και άλλα μικρά θηλαστικά, καθώς και ερπετά, φίδια, αμφίβια, χόρτα, μούρα ενώ δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση και σε φρούτα, ψάρια, πτηνά, αυγά, σκαθάρια, έντομα και όλα σχεδόν τα είδη μικρών ζώων. Κάθε αλεπού καταναλώνει κάθε χρόνο από 6.000 ως 10.000 αρουραίους, ποντικούς και τυφλοπόντικες.
ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟ
Το αγριογούρουνο ζει και αναπαράγεται σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, στη βόρεια Αφρική, στην κεντρική και νότια Ασία, στη βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν παντού από χιλιάδες χρόνια, ενώ σήμερα ζει στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, στη Σάμο, στην Πελοπόννησο και στη Λέσβο. Είναι είδος δασόβιο.
Ζει στα πυκνά θαμνώδη δάση πλατύφυλλων, βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς. Συχνά όμως μετακινείται για αναζήτηση τροφής σε ελώδεις εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δάση ή ακόμα σε μεγάλα υψόμετρα το καλοκαίρι. Ζει κατά μέσο όρο 10 χρόνια. Σε σπάνιες περιπτώσεις όμως φτάνει και παραπάνω από 15. Σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα 170-200 κιλά. Έχει πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση και ακοή ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη και όπως τα περισσότερα θηλαστικά δεν βλέπει τα χρώματα.
Το τρίχωμά του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες. Το κυρίως τρίχωμα είναι τρίχες μακριές, σκληρές και αραιές ενώ το πυκνό υπόστρωμα είναι τρίχες μαλακές και κοντές για να το προφυλάσσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Το τρίχωμα αλλάζει δυο φορές τον χρόνο, τον Οκτώβριο και τον Μάιο. Είναι πολύ δυνατό ζώο και όταν τρέχει μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα έως 40 χιλιόμετρα την ώρα. Το κοντόχοντρο χαρακτηριστικό σχήμα του αγριόχοιρου οφείλεται στο μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι του. Τα αυτιά του είναι σχετικά μεγάλα, τα οποία κινεί συνεχώς για να συλλάβει και τον πιο ανεπαίσθητο ήχο. Η μύτη έχει μακριά κατάληξη η οποία του επιτρέπει με την βοήθεια των δοντιών του να σκάβει για να βρει την τροφή του. Οι 4 κυνόδοντες εμφανίζονται αμέσως μετά την γέννησή του. Οι κυνόδοντες της πάνω σιαγόνας είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι απ’ αυτούς της κάτω και όλοι έχουν διεύθυνση προς τα πάνω. Τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερους κυνόδοντες από τα θηλυκά.
Γίνεται επικίνδυνο όταν πρόκειται να υπερασπιστεί τα μικρά του ή όταν είναι τραυματισμένο. Έχουν σημειωθεί θανάσιμοι τραυματισμοί κυνηγών από αγριόχοιρους. Ο αγριόχοιρος είναι παμφάγο ζώο. Τρέφεται κυρίως με βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα, καρπούς, ρίζες, βολβούς (τα οποία βγάζει σκάβοντας το έδαφος), πατάτες, καλαμπόκια, μανιτάρια, σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά και ψοφίμια.
O ΛΑΓΟΣ
Ο λαγός είναι φυτοφάγο θηλαστικό το οποίο ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών. Το μήκος του φτάνει τα 75 εκατοστά και η ουρά του τα 8 εκατοστά. Το βάρος του φτάνει τα 4-6 κιλά. Το τρίχωμά του αποτελείται από κοντές τρίχες σαν μαλλί και μακριές σαν στάχυα. Αλλάζει χρώμα ανάλογα με την εποχή και το περιβάλλον και είναι γρήγορο και ευκίνητο ζώο. Τρέχει με 70 χιλιόμετρα την ώρα αλλά ποτέ σε ευθεία, ώστε να παραπλανεί τους διώκτες του. Μπορεί να πηδήξει πάνω από 5 μέτρα.
Τη φωλιά του την κατασκευάζει σε μικρό βάθος το καλοκαίρι και μεγαλύτερο τον χειμώνα. Γεννά 4 φορές τον χρόνο 1 – 4 μικρά. Ο λαγός ψάχνει την τροφή του τη νύχτα και κρύβεται στα σπαρτά, τους θάμνους και κάτω από μεγάλες πέτρες, ενώ του αρέσει να ροκανίζει και τον φλοιό των δέντρων. Οι λαγοί των δασών είναι πιο σκούροι, από τους λαγούς των πεδιάδων. Τα μάτια τους βαλμένα πλάγια είναι χρυσά. Προσφέρουν περιορισμένο πεδίο όρασης από εμπρός. Ξεχωρίζει για τα αυτιά του, που είναι μακριά. Ο χαρακτηριστικός ρυθμός του ζώου οφείλεται στα πίσω πόδια του.
Ο λαγός υπάρχει σχεδόν παντού και σε όλον τον κόσμο. Βέβαια είναι ένα ζώο των πεδιάδων, τον βρίσκουμε όμως και σε βουνά σε υψόμετρο 1880 μέτρων. Εκτιμά τα ξηρά, υγιή και αεριζόμενα εδάφη, όπως μεγάλα δάση δίπλα σε πεδιάδες, παράκτιες περιοχές με καλλιέργειες κλπ. Προτιμά να μένει στις πεδιάδες κατά τις όμορφες μέρες μέσα στον χειμώνα, όταν ο ήλιος κάνει την εμφάνιση του. Ο λαγός διαθέτει μια ζωτική περιοχή 300 στρεμμάτων περίπου που την μοιράζεται με τους άλλους λαγούς.
Ο λαγός είναι χορτοφάγος και πολύ εκλεκτικός στην επιλογή της τροφής του. Αυτή αποτελείται από μεγάλη ποικιλία και εξαρτάται από τις εποχές του έτους. Τρώει φύτρες, κονδύλους, φρούτα, μπουμπούκια, λαχανικά, καρότα, φύλλα από καρπούς δημητριακών. Τον χειμώνα τρώει φύλλα θάμνων, φλοιούς, βλαστάρια νεαρών κωνοφόρων. Η ακοή του είναι φοβερά ισχυρή και αντιλαμβάνεται σχεδόν τα πάντα που συμβαίνουν γύρω του. Επίσης η κατασκευή των πίσω ποδιών του δίνει στον λαγό φοβερή δύναμη ειδικά στην ανηφόρα και υπό κανονικές συνθήκες δεν υπάρχει κυνηγός να τον προλαβαίνει σε ταχύτητα σε ανηφορικά μέρη. Εχθροί του είναι όλα σχεδόν τα μεγάλα αρπακτικά, τα φίδια, ο αετός και τα μεγάλα γεράκια, το κουνάβι, η αλεπού και βεβαίως ο άνθρωπος.
Ο ΑΕΤΟΣ
Ο αετός είναι ένα ζώο που όλοι θαυμάζουν για την περηφάνια και την ελευθερία που εκφράζει. Η επιβλητική ομορφιά του μαγεύει. Για πολλούς είναι σύμβολο ισχύος και δύναμης. Ο αετός είναι από τα πιο μεγαλόσωμα πτηνά και ανήκει στην τάξη των Ιερακόμορφων.
Οι φτερούγες του είναι αυτές που το κάνουν να μοιάζει ακόμα πιο όμορφο. Φτάνουν σε μήκος τα 2,5 μέτρα. Τα θηλυκά είναι πάντα πιο μεγαλόσωμα από τα αρσενικά αφού το σώμα τους ξεπερνά το 1 μέτρο ενώ τα αρσενικά τα 90 – 95 εκατοστά. Ο αετός προτιμά να μένει σε απόκρημνα βουνά. Είναι αυτόνομο και ελεύθερο ζώο. Δεν φημίζεται για την κοινωνικότητά του. Είναι στην κυριολεξία ένα ανεξάρτητο ζώο.
Είναι σαρκοφάγο πτηνό και σε αυτό βοηθά το γαμψό ράμφος και τα νύχια του τα οποία είναι πολύ μυτερά, γυριστά ώστε να μπορεί να αρπάζει την λεία του. Συνήθως ο αετός τρέφεται με ζωντανά ζώα, σαύρες, ποντικούς, λαγούς, χελώνες, μικρά αρνιά, κατσίκια, αλεπούδες, μικρούς λύκους. Πολλές φορές είναι δυνατό να επιτεθεί και εναντίον του ανθρώπου, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε άμυνα ή προσπαθεί να σώσει από τον άνθρωπο που πλησίασε στη φωλιά του τα μικρά του. Τα τραύματα που προκαλεί ο αετός είναι πραγματικά φοβερά, αφού τόσο το ράμφος του, όσο και τα νύχια του είναι πάρα πολύ κοφτερά.
Η όρασή του είναι το μεγαλύτερο όπλο του αφού είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να δει από πολύ ψηλά. Το βράδυ όμως είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσει το ισχυρό όπλο του. Έτσι παραμένει στη φωλιά του όπου νιώθει ασφαλής. Ο αετός κυνηγά τη λεία του παρακολουθώντας την από ψηλά, αιωρούμενος για πολύ πάνω από αυτή και ξαφνικά κλείνει τα φτερά και ορμά προς τα κάτω και την αρπάζει. Ο αετοί ζουν πάντα σε ζευγάρι και χτίζουν τη φωλιά τους σε ψηλά και απρόσιτα βουνά. Το θηλυκό, μια φορά τον χρόνο, την άνοιξη, γεννάει 1 – 3 αυγά που τα κλωσάει 40 – 55 περίπου ημέρες, ανάλογα με το είδος του αετού. Όταν τα μικρά βγουν από το αυγό, είναι χωρίς φτερά. Τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας τα ανατρέφουν με μεγάλη επιμέλεια μέχρι που να μεγαλώσουν και να γίνουν ικανά να ζήσουν μόνα τους.
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ
Γένος ημερόβιων αρπακτικών πτηνών. Ανήκει στην οικογένεια Ιερακίδες. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 60 είδη. Τα γεράκια ζουν σε ορεινές περιοχές αλλά και σε δασώδεις πεδιάδες. Φτιάχνουν την φωλιά τους σε ψηλές κορυφές, σε δέντρα, σε ερειπωμένα κτήρια ή χρησιμοποιούν εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πουλιών.
Ζουν σε όλη την Ευρώπη και την Ασία, εκτός από την αρκτική, καθώς και σε πολλά μέρη της Αφρικής όπου καταφεύγουν για να περάσουν τους δύσκολους χειμώνες. Μπορεί όμως να διαχειμάσουν ακόμη και στην Β. Ευρώπη. Στον ελλαδικό χώρο απαντούν συνολικά 12 είδη που είτε ζουν μόνιμα στη χώρα (επιδημητικά), είτε έρχονται μόνο το χειμώνα ή το καλοκαίρι, είτε απλώς χρησιμοποιούν τη χώρα ως πέρασμα κατά τις δύο μεταναστεύσεις (εαρινή και φθινοπωρινή) προς τον Βορρά ή προς τον Νότο (μεταναστευτικά).
Τα ενήλικα γεράκια διαθέτουν λεπτά δρεπανοειδή φτερά, που τα βοηθούν να πετούν με υψηλή ταχύτητα και να αλλάζουν γοργά ταχύτητα. Τα νεότερα γεράκια, στα πρώτα χρόνια της πτήσης τους, έχουν μακρύτερο φτέρωμα, για να εξυπηρετούνται γενικότερες ανάγκες πτήσης ενός αρπακτικού. Με αυτόν τον εξοπλισμό μαθαίνουν τις βασικές δεξιότητες της πτήσης για να γίνουν αποτελεσματικοί και εξαίρετοι κυνηγοί στη φάση της ενηλικίωσης. Το σώμα τους είναι επίμηκες, εύρωστο και φτάνει σε μήκος τα 33-35 εκατοστά. Η ουρά τους είναι λεπτή και έχει μήκος περίπου 24 εκατοστά. Οι φτερούγες τους είναι μακριές και μυτερές. Έτσι εξασφαλίζουν ένα ελαφρύ και γρήγορο πέταγμα. Το κεφάλι, ο λαιμός και η ουρά είναι γκριζωπά, ενώ η ράχη είναι καστανόχρωμη. Το κάτω μέρος του λαιμού, το στήθος και η κοιλιά έχουν άσπρο ή πολύ ανοιχτό κίτρινο χρώμα. Τα πόδια είναι κίτρινα, κοντά και καλύπτονται από φτερά. Τα δάχτυλα φέρουν γαμψά και δυνατά νύχια. Το χρώμα του ράμφους είναι καστανοκίτρινο και είναι κοντό και γαμψό έτσι ώστε να τα βοηθά να κόβουν τη λεία τους. Τρέφονται με ποντίκια, μικρά πουλιά και έντομα.
Τα γεράκια επιτίθενται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα αλλά πουλιά ή σε μικρά θηλαστικά και τα χτυπούν με το στήθος τους πριν τα συλλάβουν με τα γαμψά τους νύχια. Επιχειρούν μικρές μεταναστεύσεις την άνοιξη και το φθινόπωρο και μόνο τότε συγκεντρώνονται σε ομάδες. Θεωρούνται ωφέλιμα για τη γεωργία επειδή μερικά τρέφονται με έντομα. Παλαιότερα ήταν περιζήτητα για το κυνήγι. Τα γύμναζαν να κυνηγούν άλλα πουλιά, ιδίως φασιανούς και ερωδιούς.
Η ΧΕΛΩΝΑ
Οι χερσαίες χελώνες ζουν αποκλειστικά στην ξηρά και υπάρχουν σήμερα περίπου 50 είδη. Τρέφονται κυρίως με φυτά, αλλά θεωρείται παμφάγο ζώο. Τους χειμερινούς μήνες οι χελώνες πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Στη χώρα μας ζουν κυρίως στη βόρεια και κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά (Εύβοια, Μήλο, Κύθνο, Θάσο, Σαμοθράκη, Λήμνο, Κω, Χίο). Γενικώς δε θεωρούνται απειλούμενα είδη αλλά ο πληθυσμός τους έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω του ανθρώπου.
Καθοδηγούνται από την όσφρηση και η όρασή τους είναι αρκετά καλή με δυνατότητα διάκρισης των βασικών χρωμάτων. Το οπτικό τους πεδίο καλύπτει 360 μοίρες, σε αντίθεση με το οπτικό πεδίο του ανθρώπου που καλύπτει 160 μοίρες. Δεν έχουν δόντια, αλλά οι σιαγόνες τους έχουν κοφτερές άκρες και σχηματίζουν ράμφος. Το καβούκι της χελώνας είναι ζωντανός ιστός και μέσα στην κοιλότητά του προστατεύονται τα ζωτικά όργανα του ζώου. Το δέρμα της σκεπάζεται με φολίδες, ιδιαίτερα χοντρές στα μπροστινά πόδια.
Η χελώνα χρησιμοποιεί τη θερμότητα του περιβάλλοντος ως κύρια πηγή θερμότητας του σώματός της, μετακινούμενη από τον ήλιο στη σκιά και αντίστροφα. Έχει επίσης ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση του τόπου επιλέγοντας συγκεκριμένα μέρη διαβίωσης. Τον χειμώνα οι χελώνες πέφτουν σε χειμέρια νάρκη και ξυπνάνε την άνοιξη, στις αρχές του Μάρτη. Τότε δραστηριοποιούνται με το δυνατό αισθητήριο της όσφρησης προς αναζήτηση τροφής. Είναι ζώα χορτοφάγα αλλά και μακρόβια. Η διάρκεια ζωής τους μπορεί να ξεπεράσει τα 100 χρόνια.
Το θηλυκό γεννά μέχρι και 12 αυγά σε φωλιά σκαμμένη μέσα στη ζεστή γη. Στη συνέχεια εγκαταλείπει τελείως τα αυγά, τα οποία θα εκκολαφθούν με τη θερμότητα του ήλιου. Τον Σεπτέμβριο με τις πρώτες βροχές που θα μαλακώσει το έδαφος, το αυγό θα σκάσει και ένα μικρό χελωνάκι που θα ζυγίζει περίπου 10 γραμμάρια θα γεννηθεί. Όταν μεγαλώσει το βάρος του θα είναι 100 φορές περισσότερο από αυτό. Στα πρώτα του 5 χρόνια το κέλυφός του θα είναι ακόμα πολύ μαλακό, πράγμα που το κάνει πολύ ευάλωτο και εύκολη λεία σε ζώα όπως αλεπούδες, σκύλους, αρουραίους, πουλιά, φίδια κλπ. Όταν όμως μεγαλώσει, ο μοναδικός εχθρός του είναι ο άνθρωπος.
Η ΟΧΙΑ
Η οχιά είναι δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνών ή βιπεριδών. Ζει σ` όλα σχεδόν τα μέρη της Γης, από τις τροπικές μέχρι τις πολικές ζώνες, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Στην Ελλάδα τα γνωστότερα είδη είναι η “έχιδνα η ασπίς” (κοινώς οχιά και αστρίτης), που μπορούμε να συναντήσουμε στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες και η “αμμοδύτης” ή όχεντρα που ζει κάτω από θάμνους, χόρτα και πέτρες σ` όλη την Ελλάδα και αναγνωρίζεται από το κεράτινο εξόγκωμα πάνω στο ρύγχος.
Το σώμα της οχιάς έχει σχήμα κυλίνδρου, χρώμα σταχτί προς το ξανθό και καλύπτεται από φολίδες, όπως και το κεφάλι. Επίσης, στη ράχη το φίδι έχει σκούρα σχέδια σε σχήμα τεθλασμένης γραμμής, ενώ στο κεφάλι τα σχήματα που έχει σχηματίζουν το γράμμα Χ ή Λ. Το μήκος φθάνει στα αρσενικά μέχρι 60 εκατοστά. Τα θηλυκά έχουν πιο μικρό μήκος. Το κεφάλι της είναι πιο πλατύ προς τα πίσω και διακρίνεται έντονα από το σώμα. Η ουρά της είναι κοντή. Έχει δυνατή όραση ακόμα και στο σκοτάδι, ενώ η ίριδα των ματιών της έχει την ιδιότητα να αλλάζει ανάλογα με την ένταση του φωτός.
Στην άνω γνάθο είναι εξοπλισμένη με δύο μυτερά δόντια, μεγαλύτερα από τα κοινά που έχει, τα οποία συνδέονται με αδένες που εκκρίνουν δηλητήριο. Όταν η οχιά δαγκώσει τη λεία, τότε πιέζονται οι αδένες και εκκρίνεται δηλητήριο, το οποίο μέσω των δοντιών περνά στην πληγή του θύματος. Η οχιά χρησιμοποιεί το χρώμα της και την ακινησία για να «εξαφανιστεί» στο περιβάλλον της. Όταν νιώθει ότι απειλείται και όταν δεν μπορεί να αποφύγει την πιθανή απειλή, φουσκώνει και ξεφουσκώνει το σώμα της προσπαθώντας να φανεί πιο μεγαλόσωμη και πιο επικίνδυνη, ενώ επιτίθεται με δάγκωμα ως την έσχατη λύση για να αποφύγει τους εχθρούς της. Ακόμα και τότε μόνο ένα στα τρία δαγκώματα περιλαμβάνουν την έγχυση δηλητηρίου, καθώς το δηλητήριο είναι πολύτιμο για να σκοτώσει την τροφή της και να επιβιώσει και δεν το χρησιμοποιεί αν μπορεί να το αποφύγει.
Η οχιά είναι από τα λίγα φίδια της Ελλάδας που δε γεννά αυγά αλλά τα κρατά στο σώμα της και γεννά απευθείας νεαρά άτομα. Κάθε χρόνο το δέρμα της αλλάζει, ενώ ανήκει στα είδη που πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οι ενήλικες οχιές τρέφονται με μικρά ζώα, όπως ποντίκια, άλλα ερπετά, βατράχους, σαύρες, πουλιά, έντομα κ.ά.
Η ΠΕΣΤΡΟΦΑ
Η πέστροφα είναι ψάρι των γλυκών νερών που ανήκει στην οικογένεια των Σολομονίδων. Περιλαμβάνει πληθυσμούς που ζουν αποκλειστικά στα γλυκά νερά, καθώς και πληθυσμούς που ζουν στη θάλασσα (θαλασσοπέστροφες) και στη συνέχεια ανεβαίνουν πίσω στα ποτάμια. Οι θαλασσοπέστροφες περνούν από ένα μέχρι πέντε χρόνια σε γλυκά νερά και από μισό χρόνο μέχρι πέντε χρόνια σε θαλασσινό.
Η πέστροφα είναι ένα ψάρι μεσαίου μεγέθους, με μήκος περίπου 70 εκατοστά και βάρος ένα κιλό. Μπορεί να ζήσει μέχρι 38 χρόνια. Έχει λεπτό σώμα, μερικές φορές με οβάλ προφίλ, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζει. Τα λέπια της είναι μικρά. Έχει δυο ραχιαία πτερύγια. Το ουραίο πτερύγιο είναι δίλοβο, με την πίσω άκρη μερικές φορές ίσια. Το χρώμα της διαφέρει ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Γενικά, έχει ράχη γκριζογάλανη ή καστανή ανοιχτή και λαμπερά ασημί πλευρά, που μερικές φορές πλησιάζουν στο χρυσαφί ή στο κοκκινωπό. Έχει μαύρα στίγματα στη ράχη και κόκκινα-πορτοκαλί στα πλευρά. Τα στίγματα είναι πιο έντονα στις πέστροφες που ζουν στα βαθιά νερά. Το στόμα της είναι μεγάλο και εκτείνεται πίσω από τα μάτια.
Η πέστροφα ζει σε ορεινά ποτάμια με πετρώδη πυθμένα, άφθονη βλάστηση στις όχθες και ομαλή και ταχεία ροή νερού. Προτιμά περιοχές με κρύα νερά, άφθονο οξυγόνο και είναι ψάρι που υποφέρει από την μόλυνση του νερού. Όταν αντιληφθεί την παρουσία ανθρώπου, καλύπτεται πίσω από τις πέτρες και τη βλάστηση στις όχθες. Είναι σαρκοφάγο ψάρι και έχει δόντια. Τρέφεται με καρκινοειδή, μαλάκια, σκουλήκια, έντομα, ακόμα και άτομα του ίδιου είδους, αν αυτά είναι μικρότερου μεγέθους. Τρέφεται πάντα με μικροοργανισμούς που βρίσκονται σε κίνηση. Η καλή όραση που διαθέτει τη βοηθά στον εντοπισμό της τροφής, αφού τρέφεται με οργανισμούς που τους εντοπίζει καθώς κινούνται. Οι μεγαλύτερες πέστροφες είναι ενεργοί κυνηγοί και τρέφονται με μικρότερα ψάρια, ενώ όσο μεγαλύτερες γίνονται οι πέστροφες τόσο μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους είναι τα άλλα ψάρια.
Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει από τον Δεκέμβριο και διαρκεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, ανάλογα με τις θερμοκρασίες του νερού. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής μετακινείται σε μικρότερα ρέματα, σε θέσεις με χαμηλή και ομαλή ροή νερού και πυθμένα με χαλίκια. Το θηλυκό αφήνει τα αυγά του σε κοιλότητες που σχηματίζει στον πυθμένα του ρέματος και τα σκεπάζει με βότσαλα. Τα αυγά της πέστροφας είναι πολύ ευαίσθητα στις έντονες πλημμύρες και στα θολά νερά. Η πέστροφα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από διάφορες απειλές, η κυριότερη από τις οποίες, είναι η ληστρική και παράνομη αλιεία από τον άνθρωπο.
Η Δ΄ ΤΑΞΗ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ