Ελεύθερος στοχασμός

"Όποιος ελεύθερα συλλογάται συλλογάται καλά" Ρ. Φεραίος

Αρχεία για ‘ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ’


Τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Ελλάδα

Τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Ελλάδα
Πρώτη καταχώρηση: Πέμπτη, 25 Δεκεμβρίου 2014, 08:39

Χριστούγεννα: Ημέρες χαράς και γιορτής. Τα σπίτια και οι πόλεις φορούν τα γιορτινά τους, αποκτώντας φως και χρώμα, ενώ οι κουζίνες πλημμυρίζουν από αρώματα παραδοσιακών εδεσμάτων.

Πολλά από τα έθιμα αντικατοπτρίζουν τις αγωνίες των ανθρώπων της υπαίθρου, των γεωργών και των κτηνοτρόφωνΤο «καλές γιορτές» και το «χρόνια πολλά» αντηχούν σε κάθε σημείο συνάντησης, ενώ οι ήχοι από τα τρίγωνα και τα κάλαντα των παιδιών δονούν με χαρούμενες νότες την ατμόσφαιρα.

Με δεκάδες έθιμα, που παντρεύουν τις χριστιανικές παραδόσεις με τα αρχαιοελληνικά ήθη, οι κάτοικοι της χώρας τιμούν μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικές γιορτές, λίγες ημέρες πριν από την έλευση της νέας χρονιάς.

Μάλιστα πολλά από αυτά τα έθιμα αντικατοπτρίζουν τις αγωνίες των ανθρώπων της υπαίθρου, των γεωργών και των κτηνοτρόφων.

Η «Ζούγκλα» σάς βάζει στο κλίμα των ημερών, παρουσιάζοντάς σας μερικά μόνο από τα ελληνικά έθιμα:

Το χριστόψωμο

Το «ψωμί του Χριστού» ζυμώνεται την παραμονή των Χριστουγέννων με ιδιαίτερη ευλάβεια. Απαραίτητο στολίδι του είναι ο χαραγμένος σταυρός.

Ανήμερα των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σε όλους όσοι παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, όπου ο Χριστός έδωσε τον Άρτο σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του.

Στην Κεφαλλονιά

Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου μέλους της. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά χιαστί και πάνω τους την «κουλούρα».

Όλοι κάνουν έναν κύκλο γύρω ακουμπώντας ο καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών…», ρίχνει λάδι στα δαυλιά και τους βάζει φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
 

Στην Κρήτη

Το χριστόψωμο το παρασκευάζουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα, και καθώς ζυμώνουν λένε: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».

Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλιά.

Στη Μάνη

Κάθε οικογένεια φουρνίζει τα χριστόψωμα στον φούρνο του σπιτιού. Παρασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια, ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.

Στους Σαρακατσάνους

Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πιο περίτεχνο είναι για τον Χριστό. Πάνω του σκαλίζουν έναν μεγάλο σταυρό-φεγγάρι με πέντε λουλούδια.

Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη όλη η ζωή της στάνης.

Στη Σπάρτη

Σε κάθε σπίτι δυο τρεις μέρες πριν ζυμώνουν καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη, ενώ τα υπόλοιπα τα κάνουν με αμύγδαλα και καρύδια.

Η κουλούρα της Ζακύνθου

Στο νησί του Ιονίου οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού, το οποίο ανακατεύουν με πολλά αρωματικά βότανα, καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι.

Αφού το στολίσουν με περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε ξυλόφουρνο και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή σύναξη.

Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων η οικογένεια συγκεντρώνεται στο εορταστικό τραπέζι, το οποίο φιλοξενεί στο κέντρο του τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα, που σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι.

Δίπλα στην αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος.

Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί ο αρχηγός της οικογένειας τη σταυρώνει τρεις φορές και χύνει πάνω της λαδόκρασο, ψάλλοντας το γνωστό απολυτίκιο «Η γέννησις σου, Χριστέ…».

Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα, σηματοδοτώντας τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Χριστού. Μετά αρχίζουν οι ευχές.

Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας, στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.

Χριστουγεννιάτικο στεφάνι

Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες πλεξούδες από σκόρδα, πάνω στις οποίες καρφώνουν γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους.

Την εξώπορτα των σπιτιών κοσμεί, επίσης, ένα στεφάνι από έλατο, διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φέρνει τύχη στους ενοίκους του σπιτιού.

Το τάισμα της βρύσης

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων πραγματοποιείται το «τάισμα της βρύσης» σε χωριά της κεντρικής Ελλάδας.

Οι κοπέλες πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το άκραντο, δηλαδή το αμίλητο, νερό.

Σε όλη τη διαδρομή παραμένουν σιωπηλές. Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.

Για να έχουν καλή σοδειά, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Μάλιστα, όποια κοπέλα φτάνει πρώτη στη βρύση θα είναι η πιο τυχερή όλο τον χρόνο.

Έπειτα, ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό.

Με το ίδιο νερό ραντίζουν τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα, και διώχνει τα ξόρκια.

Το πάντρεμα της φωτιάς

Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά». Παίρνουν ένα ξύλο από δέντρο με θηλυκό όνομα, όπως η κερασιάς, και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, όπως ο βάτος. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα, είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν δαιμονικά όντα, σαν τους καλικάντζαρους.

Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία την ημέρα των Χριστουγέννων, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου, ενώ τα αγόρια βάζουν αγριοκερασιάς. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αποτελεί καλό σημάδι, γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.

Τα Χριστόξυλα

Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας από τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει στο σπίτι του.

Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε, και μαγαρίσουν το σπίτι.

Το βράδυ της παραμονής ο νοικοκύρης βάζει το Χριστόξυλο στο τζάκι και το ανάβει, αφήνοντάς το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Η στάχτη αυτή προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται ζεσταίνει τον Χριστό στη φάτνη.

Οι καλικάντζαροι

Στη Σκιάθο οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να πάνε στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα.

Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του, γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους είναι τρομακτική, ενώ οι σκανταλιές τους απερίγραπτες. Το μόνο που τους τρομάζει είναι η φωτιά.

Οι Μωμόγεροι της Δράμας και τα Ραγκουτσάρια

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας απαντάται το έθιμο των Μωμόγερων, που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.

Η ονομασία τους προέρχεται από το «μίμος» ή το «μώμος» και το «γέρος», και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων, ή στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, και έχουν τη μορφή γέρων.

Οι Μωμόγεροι, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους.

Όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές απαντά στην Κοζάνη και στην Καστοριά υπό την ονομασία «Ραγκουτσάρια».

Tο αναμμένο πουρνάρι

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι και του έβαλε φωτιά.

Το σκοτεινό βουνό γέμισε χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Από τότε λοιπόν στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να ευχηθεί κρατά ένα κλαδί από πουρνάρι ή από όποιο άλλο δέντρο βρει. Στον δρόμο το ανάβει.

Το ίδιο συμβαίνει και στα Γιάννενα, με τη διαφορά ότι δεν κρατούν κλαδί, αλλά μια χούφτα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε, και καλημερίζουν.

Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη.

Η Γουρουνοχαρά

Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στα Γρεβενά αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας περιλαμβάνει χοιρινό κρέας. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γίνεται με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.

Τρεις τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθορίζουν με ποια σειρά θα σφάξουν το γουρούνι τους. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνται 5 με 6 άνδρες.

Επιμέλεια: Μανώλης Φουσκολαγουδάκης

Επτά χριστουγεννιάτικες ιστορίες – Από το Νίκο Δήμου

Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.   Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια – με πάγο και χιόνι – και τα νότια – με φοινικιές και αστέρια.   Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.   Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!   Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω.   Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι – και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι – και τόσο λιγότερο ελπίζω.   Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές – όλοι έχουμε ανάλογες. Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας άνθρωπος από τις εμπειρίες του. Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει – καμιά φορά τις εμπορεύεται.   Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – πού αλλού; – από τα παιδικά μου χρόνια.

Ιστορία πρώτη. Αθήνα, Δεκέμβρης 1944.

Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά. Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.   Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού – κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα. Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)   Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.   Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.   Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε – και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.   Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.   Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.   Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.   Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.

Ιστορία δεύτερη. Δεκέμβριος 1951.

Ο αρχάγγελος Στο σχολείο, γιορτή για τα Χριστούγεννα. Ετοιμάζουμε μία μικρή τελετή. Εγώ θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες…» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα παίξει ένα μουσικό κομμάτι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που πάντα ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο.   Ρωτάω τον καθηγητή που οργανώνει την γιορτή τον μεγάλο μουσικολόγο (εμείς τον παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω Δούνια. Είναι, μου απαντάει, το Κοντσέρτο των Χριστουγέννων του Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα fatto per la notte di Natale) Από τότε, κάθε φορά μου ακούω αυτή την μελωδία, θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με έμαθε να αγαπώ και να καταλαβαίνω την μουσική. Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo. Αρχάγγελος που ήρθε στη γη.

Ιστορία τρίτη. Μόναχο, Δεκέμβρης 1959.

Το κρύο και η ζέστη.   Για όλους – εκτός από τα παιδιά – γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν – έχουν το ζωντανό παρόν. (‘Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, άλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα). Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του ’73;» – «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του ’65;»).   Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του ’59. Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο – λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ – παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες…   Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες – έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός. Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς – πόσο σκληρές είναι γι’ αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας…   Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές – τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.   Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία… ‘Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα – παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ – και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. ‘Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά – ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν’ ακούσουν τη λειτουργία του Μπάχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ – με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.   Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ – μου χαλούσε το στομάχι άλλά γι’ αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο – ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία – πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.   Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο – ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» – ρώτησε ο άγνωστος – «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;»   Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες – ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.   Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων – ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη. ‘Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες – μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα.   Και το πιο όμορφο – το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή – τι θα έβαζες μέσα;)   Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια – πιο δικοί από τους δικούς μου.   Κάποια στιγμή – από ευγένεια – είπα να φύγω. Μα, καθίστε – όχι, όχι! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!   Άρχισα λοιπόν να του λεω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι – όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ’ ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας». Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.

Ιστορία Τέταρτη. 1963 – Οι Πατέρες.

Μία παρέα φίλοι, σκεπτόμαστε να κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι. Κάποιος μας μιλάει για την Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από την Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέμε και ξεκινάμε προπαραμονή. Ο ένας διαθέτει Ι. Χ. στριμωγνόμαστε και δρόμο.   Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαμε στην Δαύλεια – και όταν με το καλό σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως την μονή είχε πέσει το σούρουπο. Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.   Όταν όμως είδαμε την μονή με τα καντήλια της να τρεμοσβύνουν στο σύθαμπο, αναγαλλιάσαμε. Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη – να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας.   Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουμε. Μόνον η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα. Καμία απόκριση.   Φωνάζουμε. Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στην μεταλλική πόρτα. Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καμία.   Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. ‘Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό παγωμένο χιόνι, πως θα βγάλουμε την νύχτα; Δύο στο αυτοκίνητο, δύο ξάπλα στη γη αγκαλιασμένοι μέσα σε μία παλιοκουβέρτα, που βρέθηκε στο πορτμπαγκάζ κι ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι. Αλλαγή βάρδιας κάθε τόσο. Δεν κοιμήθηκε βέβαια κανένας.   Χαράματα, στις έξη ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα. Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε – τόση φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μην μας ακούσατε;   “Κάτι ακούσαμε”, λεει ατάραχος ο καλόγερος, “αλλά δεν ξέραμε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογημένοι, δεν φωνάζατε: ‘Πατέρες! Πατέρες!’ να καταλάβουμε πως ήσασταν καλοί Χριστιανοί, να σας ανοίξουμε;” Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση είναι δεδομένη: “Πατέρες! Πατέρες!”

Ιστορία Πέμπτη. 1972 – Το δώρο της Πίπση.

Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.   Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!)   Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.   Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μία γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές – και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο – κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο. Φερόταν σαν άγρια γάτα – αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική.   Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. ‘Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων – υπέργρια. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν – κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια.   Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Έκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει – μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε – αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα.   Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και – δεν πιστεύω τα μάτια μου – μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει – και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση – που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα!   Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε – και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά.   Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.

Ιστορία έκτη. 1973 – Λιγότερα! Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο.

Ο πιο μουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.   Ετοιμάζω την χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρίας – και ξαφνικά έχω μία διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο – και το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο – χωρίς χρώματα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδρομείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Όλες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο. Κατακλυζόμαστε από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές.   Το κείμενο μιλούσε – φαινομενικά – για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.   Είθε ο νέος χρόνος να μας φέρει λιγότερα λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν, λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται, λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται, λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο, λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση, λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη. Κι αν τύχει και φέρει μαζί λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση Ίσως τότε μας χαρίσει λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη λιγότερη επιπολαιότητα και λιγότερη αυθάδεια. Ίσως τα λιγότερα είναι περισσότερα…

Ιστορία έβδομη. 1984 – Η έκπληξη.

Παραμονή Χριστουγέννων κι εμένα με τρώει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα.) Πήγε μεσημέρι και δεν είχε ακόμα χτυπήσει το κουδούνι για τα κάλαντα. Το είχα γράψει και στην εφημερίδα που έγραφα, πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες, χορτάτοι πια, δεν κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουνε στα μακρινά σπίτια.   Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην πόρτα. Ανοίγω και τι να δω! Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του και η ‘Ασπα και κόσμος πολύς. Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια. Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην ξέρω τι να κάνω, πως να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό. Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Που το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν;   Να, είπε ο Νιόνιος μετά, παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα – γι αυτό ήρθαμε! Μία φορά και μένα η γκρίνια μου βγήκε σε καλό! Πηγή: www.lifo.gr

“Το κοριτσάκι με τα σπίρτα”

Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα

 Το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» («The little match girl») είναι μία από τις πιο γνωστές και διαχρονικές ιστορίες του διάσημου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κι ένα από τα πλέον αγαπημένα παραμύθια μικρών και μεγάλων.
Η ιστορία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845. Λέγεται πως ο Άντερσεν την εμπνεύστηκε από μια ξυλογραφία του γνωστού Δανού καλλιτέχνη, Γιόχαν Τόμας Λόντμπι, που είχε τυπωθεί σ’ ένα ημερολόγιο του 1843. Στη ξυλογραφία αυτήν απεικονίζoταν ένα φτωχό παιδί να πουλάει σπίρτα. Άλλοι υποστηρίζουν πως ο συγγραφέας την εμπνεύστηκε μετά από ένα ταξίδι του στην Μπρατισλάβα, το 1841, όπου έγινε μάρτυρας της καταστροφής της πόλης Ντέβιν από πυρκαγιά, και είδε πολλές μητέρες να ψάχνουν για τα χαμένα τους παιδιά.
Το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» δεν είναι το κλασικό παραμύθι με το ευτυχισμένο τέλος που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε – αν και για τη μικρούλα ήταν μάλλον αυτό που επιθυμούσε περισσότερο. Τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει είναι κάπως ‘σκληρά’, αλλά απόλυτα ρεαλιστικά: οι περισσότεροι από μας, ιδίως την εποχή των γιορτών, κατακλυζόμαστε από μια καταναλωτική μανία άνευ προηγουμένου. Προσπερνάμε έτσι, πολλές φορές αυτά που έχουν την πραγματική σημασία στη ζωή ή αδιαφορούμε, χαμένοι στις προσωπικές μας ανάγκες κι επιθυμίες, εκείνους που έχουν σταθεί λιγότερο τυχεροί από εμάς και μας ικετεύουν, με ένα απλωμένο χέρι ή με ένα παρακλητικό βλέμμα, να τους αφιερώσουμε λίγα λεπτά από το χρόνο μας.
Η μικρή ηρωίδα της ιστορίας αντιπροσωπεύει τη φτώχια, την απελπισία, τη μοναξιά και τον πόνο. Έχοντας απομείνει ολομόναχη στον κόσμο, δεν έχει πλέον κανέναν να στραφεί, κανέναν να τη βοηθήσει. Καταλήγει λοιπόν στο σημείο να χαίρεται, όταν βλέπει τη νεκρή γιαγιά μπροστά της και καταλαβαίνει πως θα πεθάνει! Από την άλλη, οι δευτερεύοντες ήρωες, οι περαστικοί που αδιαφορούν στη θέα της μικρούλας, είναι άνθρωποι που –δυστυχώς υπάρχουν παντού γύρω μας. Είναι η προσωποποίηση της αδιαφορίας για τον συνάνθρωπο, της αναλγησίας, του εγωισμού. Είναι εκείνοι που, χαμένοι στις υποχρεώσεις τους ή στην ανάγκη τους να εντυπωσιάσουν, έχουν ξεχάσει ποιο είναι το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων: η αγάπη και η προσφορά.
Εκτός από το κλασικό, πρωτότυπο τέλος της ιστορίας, έχουν δημοσιευτεί κι άλλες βερσιόν σε παιδικά βιβλία, όπου η ταλαιπωρημένη μικρούλα βρίσκει τελικά την ευτυχία, όταν μια οικογένεια την ανακαλύπτει να στέκεται ξεπαγιασμένη στα σκαλιά του σπιτιού της και αποφασίζει να την υιοθετήσει. Έτσι, το κοριτσάκι βρίσκει έναν πατέρα, μία μητέρα και αδέλφια, που την αγκαλιάζουν και την καλωσορίζουν στο σπιτικό και την καρδιά τους.
Έχοντας διαβάσει προσωπικά και τις δύο εκδοχές, μπορώ να πω πως μου άρεσαν εξίσου. Στην πρωτότυπη το κοριτσάκι σταματάει μεν να ταλαιπωρείται και να βασανίζεται, ακολουθώντας τη γιαγιά του σ’ ένα μέρος χωρίς κρύο και φόβο, αλλά και η εναλλακτική, με το απόλυτο happy end της, με γέμισε με ελπίδα και μ’ έκανε να χαμογελάσω. Όπως και να έχει, μιλάμε για μια ιστορία γεμάτη κοινωνικά μηνύματα, που θα πρέπει να εντυπωθούν καλά στο μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη-αποδέκτη. Αυτό είναι που έχει την περισσότερη σημασία. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, αυτές τις Άγιες μέρες κι εκείνους που δεν είναι τόσο τυχεροί όσο εμείς. Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια, τα αυτιά, την αγκαλιά και την καρδιά μας.

 

 

Δείτε το στο slideshare.net

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων