Μνήμες από την Αττάλεια

Παρακάτω παραθέτουμε τις αναμνήσεις προσφύγων από την Αττάλεια, όπως μας τις διηγήθηκε η συμμαθήτριά μας Ευτυχία Νταή αλλά και όπως τις βρήκαμε σε διάφορες ιστοσελίδες.

Ευτυχία

Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει ποτέ για την Αττάλεια. Η Αττάλεια είναι μια πόλη της Μικράς Ασίας που από αυτήν έχω πολλούς συγγενείς. Οι τρεις συγγενείς που έχω γνωρίσει είναι η προγιαγιά μου η Έλλη, η θεία μου η Δέσποινα και ο παππούς μου ο Γιώργος.

Ήταν φθινόπωρο του 1922, όταν οι Τούρκοι  ανακοίνωσαν στους Ατταλειώτες ότι είχαν 8 μόνο μέρες να μαζέψουν ότι πιο πολύτιμο είχαν μέσα σ’ ένα σεντόνι και να φύγουν.  Όσοι πρόλαβαν, μπήκαν μέσα στις ελάχιστες βάρκες που είχαν και έφυγαν. Αυτοί που δεν πρόλαβαν, έχασαν τη ζωή τους με έναν τραγικό τρόπο.

Όταν οι Ατταλειώτες πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα, η πρώτη τους σκέψη ήταν που θα μείνουν από ‘δω και στο εξής. Σκέφτηκαν λοιπόν με τα υλικά αγαθά που είχαν να δημιουργήσουν παράγκες. Οι παράγκες ήταν μικρά καταλύματα τα οποία  δημιουργούνται από: ξύλα, κάδους , σκοινιά κ.α.

Όταν οι μετανάστες άρχισαν να φτιάχνουν την ζωή τους στην Ελλάδα δεν ήταν καλοδεχούμενοι από τους Έλληνες. Τους χάλαγαν τις παράγκες γιατί πίστευαν ότι οι Μικρασιάτες θα τους έκλεβαν τις δουλειές. Όπως και στα χωράφια όταν θέριζαν, οι Έλληνες τους τα κατέστρεφαν.

Εν τέλει οι Έλληνες συμφιλιώθηκαν με τους Μικρασιάτες και έτσι κάπως τελείωσε το μαρτύριο των μικρασιατών. “

 

Οικογένειες προσφύγων από την Αττάλεια στην Ερμιόνη

Η Αγγελική Πεχλιβάνογλου, από την Αττάλεια, σύζυγος του Παντελή Πεχλιβάνογλου, ο οποίος πέθανε 5 μήνες πριν τη καταστροφή, μόλις άρχισε η τραγωδία με τα 5 παιδιά της, Μιχάλη, Γιώργο, Κώστα, Παναγιώτη, τον επτάχρονο Σταύρο και την μητέρα της Ελέγκω (Ελένη), μπήκε στο καράβι και βγήκε στην Ερμιόνη. Το πρώτο βράδυ στοιβάχτηκαν στη εκκλησία των Ταξιαρχών για να περάσουν τη νύκτα. Ξημερώνοντας άρχισαν να αναζητούν χώρο να εγκατασταθούν και με κάποιες λίρες που είχαν κατορθώσει να φέρουν μαζί τους, νοίκιασαν μια μικρή κάμαρα στο ισόγειο σπίτι της γερόντισσας καλόγριας Άννας Κουτούβαλη, με ενοίκιο 30 δρχ. τον μήνα. Στη μικρή αυτή σκοτεινή καμαρούλα, που δεν έμπαινε το φως της ημέρας, η διαβίωσή τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ωστόσο, δεν τους ένοιαζε, ένοιωθαν ελεύθεροι και δεν κινδύνευαν να τους σφάξουν οι Τούρκοι. Η Παπάννα, όπως αποκαλούσαν τη σπιτονοικοκυρά, τους επέστρεψε το πρώτο νοίκι και τους ανακοίνωσε ότι δε θα ξαναπληρώσουν, διότι ο γιος της Λάζαρος δεν ήθελε να παίρνουν χρήματα από τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι πρόσφυγες για να εξαλείψουν οτιδήποτε τους θύμιζε την Τουρκία και να μη μείνει στα παιδιά τους κανένα στίγμα από την οδυνηρή προσφυγιά, τα επώνυμα με την κατάληξη –ογλου, που σημαίνει παιδί, τα άλλαζαν προς το ελληνικότερο. Έτσι οι Πεχλιβάνογλου δήλωσαν στο Δημοτολόγιο Ερμιόνης το επώνυμο Πεχλιβανίδης. Η οικογένεια Πεχλιβανίδη έμεινε στην Ερμιόνη μέχρι το Πάσχα του 1923 και έφυγαν για το Θησείο. Σε οικόπεδο που είχε επιτάξει το Κράτος για τους πρόσφυγες, έστησαν ιδιόκτητη παράγκα, εγκαταστάθηκαν και άρχισαν αμέσως δουλειά. Ξεκίνησαν ως μικροπωλητές και γυρολόγοι με πάγκους και καροτσάκια πουλώντας ρούχα και διάφορα άλλα είδη σε όλους στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Αθήνας και του Πειραιά. Τα παιδιά συγχρόνως σπούδαζαν και σε λίγα χρόνια τα μεγαλύτερα αδέλφια αξιοποιώντας τις σπουδές και το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, δημιούργησαν τη μεγάλη εκδοτική εταιρεία “ΑΒΕΕ ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ-ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ” και το γνωστό μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας “ΑΤΛΑΝΤΙΣ” που αργότερα συγχωνεύτηκαν και δημιουργήθηκε η εταιρεία “ΑΤΛΑΝΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ- ΠΕΧΛΒΑΝΙΔΗ”. Τα δύο μικρότερα αδέλφια έγιναν πολιτικοί μηχανικοί και δημιούργησαν μεγάλη τεχνική εταιρεία που κατασκεύασε μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα.

Ο Παπά-Γιώργης Καπόγλου, γιος του παπα-Θανάση Καπόγλου, ήταν ένας από τους 8 ιερείς της Αττάλειας. Πριν χειροτονηθεί ιερέας ήταν Φαρμακοποιός και διατηρούσε Φαρμακείο στην Αττάλεια. Με την εγκατάστασή του στην Ερμιόνη άλλαξε το επώνυμό του σε Παπαθανασίου τιμώντας έτσι τον πατέρα του Παπά-Θανάση. Αρχικά, τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον Ι.Ν. Παναγίας Ευαγγελίστριας στο Θερμήσι και λειτουργούσε επίσης στον Ι.Ν. Ταξιαρχών στο Πλέπι. Ο θάνατος ενός παιδιού του από ελονοσία, λόγω της λίμνης της Θερμησίας, τον ανάγκασε να μετακινηθεί στον Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγία) της Ερμιόνης.

Με την πρεσβυτέρα του Αικατερίνη (Κατίγκω) απέκτησαν 4 αγόρια τον Θανάση, τον Παντελή, τον Παναγιώτη και τον Αντώνη και 2 κορίτσια την Ελένη και τη Δέσποινα.

Ο Αντώνης πέθανε από ελονοσία στο Θερμήσι. Ο Παναγιώτης ήταν μέλος του ΕΑΜ Ταύρου και σε μπλόκο των Γερμανών στη περιοχή Νέα Κοσμοτά του Ταύρου το 1942 συνελήφθη, φυλακίστηκε και στις 6 Μαΐου 1943 οδηγήθηκε στα κάτεργα της Γερμανίας όπου βασανίστηκε σκληρά και τελικά υπέκυψε.

Ο παπα-Γιώργης ήταν ένας αγνός άνθρωπος, ολιγαρκής και σεβαστός από όλους τους πιστούς της ενορίας του. Δύο χρόνια μετά, με τη μετακίνηση πολλών Ατταλιωτών για τον Πειραιά, έφυγε με την οικογένειά του από την Ερμιόνη και τοποθετήθηκε εφημέριος στη ξύλινη εκκλησία της Τζικοπαναγιάς της Ατταλιώτισσας, στο Ταύρο. Ο μεγαλύτερος γιος του Θανάσης, έμεινε στην Ερμιόνη, παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Δήμητρα Παπαδάκη, κόρη του Μιχάλη Παπαδάκη και απέκτησαν τον Γιώργο (1937) και τον Μιχάλη (1950). Ο Θανάσης έγινε καλός ράφτης και το πρώτο μαγαζί του ήταν στο σπίτι του Γιώργου Σπετσιώτη (Κοκαλιάρη). Αργότερα έφτιαξε δικό του σπίτι και ραφείο στο σημερινό σπίτι του Σταμάτη Σχοινά (Μπίρλαλα).

Ήταν ένας ήσυχος και ευγενής άνθρωπος, αφοσιωμένος στην οικογένεια και τη δουλειά του, πολύ κοινωνικός με πολλές φιλίες. Η Δήμητρα πέθανε νέα και ο Θανάσης παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με την Αργυρούλα Γιαννάκου, κόρη του Δημήτρη Γιαννάκου και απέκτησαν την Κατερίνα (1954), τον Δημήτρη (1956) και τον Παναγιώτη (1966). Ο καπετάνιος γιος του Δημήτρης, με μετριοπάθεια μου είπε: “Γιώργο για τον πατέρα μου μόνο καλά λόγια έχω ακούσει.” Στο ραφείο του Θανάση εργάστηκαν πολλές κοπέλες από την Ερμιόνη και το Ηλιόκαστρο και μερικές εξελίχθηκαν σε πολύ καλές ράφτριες. Είχε μεγάλη πελατεία, όχι μόνο από την Ερμιόνη, αλλά και από τα γύρω χωριά. Πέθανε το 1974 από εγκεφαλικό. Ο αδελφός του παπα-Γιώργη, ο μεγάλος δημοδιδάσκαλος Νίκος Καπόγλου που υπηρετούσε στην Τραπεζούντα, Ρόδο και Καστελόριζο, προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην εκπαίδευση των παιδιών που ζούσαν κάτω από την Ιταλική κατοχή σχετικά με τις εθνικές παραδόσεις, τον ελληνικό πολιτισμό και την παιδεία και διέπρεψε ως χορογράφος και θεατρολόγος.

Ο θρυλικός παπα-Σέργιος, ήταν ο δεύτερος ιερέας που ήλθε στην Ερμιόνη. Στην Αττάλεια είχε μεγάλη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Με την παπαδιά του είχαν αποκτήσει 8 παιδιά, 3 αγόρια και 5 κορίτσια. Οι Τούρκοι θεωρούσαν τους ιερείς και δασκάλους υπεύθυνους για τη διατήρηση του Χριστιανισμού, επειδή εμπόδιζαν τους νέους να ακολουθήσουν τον Μουσουλμανισμό και δεν τους αιχμαλώτιζαν αλλά τους θανάτωναν με σφαγή. Ο παπα-Σέργιος, για να αποφύγει αυτή τη τιμωρία των Τούρκων, ξύρισε τα γένια του, μεταμφιέστηκε σε γυναίκα και με τα 10 μέλη της οικογένειάς του και τις δύο αδελφές του μπήκε στο καράβι και βρέθηκε στην Ερμιόνη. Το πρώτο βράδυ έμειναν σε κάποια εκκλησία και μετά στο σχολείο του Συγγρού που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Σε λίγους μήνες διορίστηκε εφημέριος στον Άγιο Δημήτρη του Πειραιά και έφυγε, αφήνοντας στην Ερμιόνη την οικογένειά του προσωρινά. Αργότερα έγινε εφημέριος της Τσικοπαναγιάς στον Ταύρο και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί με την οικογένειά του. Ένα από τα κορίτσια του η Κατίνα, ήταν η μητέρα του αείμνηστου μεγάλου μας ηθοποιού Θύμιου Καρακατσάνη.

Η Δέσποινα Τουρμουσόγλου, με τον άντρα της Μιχάλη, που διατηρούσε στην Αττάλεια επιχείρηση επεξεργασίας μεταξοσκώληκα και τα παιδιά τους Γεσθημανή, Μαρία και τον 11χρονο Παναγιώτη, ανάμεσα σε χιλιάδες γυναικόπαιδα βρέθηκαν στην προκυμαία της Αττάλειας. Με αγωνία περίμεναν να επιβιβαστούν σε κάποια βάρκα που θα τους μεταφέρει σε κάποιο πλοίο, για το πολυπόθητο ταξίδι σε τόπους άγνωστους αλλά σωτήριους, σε τόπους της μητέρας πατρίδας. Ο μικρός Παναγιώτης ήταν γνωστό πειραχτήρι των μεγάλων και ιδιαίτερα των Τούρκων.

Η Δέσποινα και ο Μιχάλης έχουν καταφέρει να βάλουν τα κορίτσια στη βάρκα και απομένει ο Παναγιώτης, ο οποίος βρισκόμενος ακόμα στη στεριά, έτοιμος να πηδήξει στη βάρκα, σαν πειραχτήρι, στη χαρά του είπε κάτι προσβλητικό σε έναν Τούρκο στρατιώτη και αυτός θυμωμένος τον κτύπησε με το όπλο του, με αποτέλεσμα ο Παναγιώτης να λιποθυμήσει ελαφρά και να μείνει έξω από τη βάρκα, που είχε ήδη απομακρυνθεί από τη προκυμαία. Η Δέσποινα μέσα στη βάρκα βλέποντας το μονάκριβό της αγόρι ξαπλωμένο στη στεριά άρχισε να ουρλιάζει και να σπαράζει από τις φωνές και τα κλάματα. Με κόπο ο Μιχάλης την κρατούσε να μην πέσει στη θάλασσα. Κάποιος άλλος Τούρκος στρατιώτης, γνωστός της οικογένειας, βλέποντας το περιστατικό, σηκώνει γρήγορα τον Παναγιώτη βλέπει ότι έχει τις αισθήσεις του και γνωρίζοντας ότι ο μικρός είναι καλός κολυμβητής τον πετάει στη θάλασσα προς την κατεύθυνση της βάρκας. Ο μικρός πέφτοντας στο νερό συνέρχεται τελείως και κολυμπάει με δύναμη και λαχτάρα να φτάσει στην οικογένειά του. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια ανεβαίνει στη βάρκα, χώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του και όλοι μαζί φτάνουν στο λιμάνι της Ερμιόνης. Κατά την εγγραφή τους στην Κοινότητα δηλώνουν το επώνυμο Κωνσταντινίδης. Ο Μιχάλης φυσικά δεν μπορούσε να ασκήσει στην Ερμιόνη την τέχνη της επεξεργασίας του μεταξοσκώληκα που έκανε στην Αττάλεια και έμαθε την τέχνη του σιδηρουργού και του πεταλωτή.

Ένα χρόνο μετά, η οικογένεια χωρίς τον Παναγιώτη ακολούθησε τους υπόλοιπους Ατταλιώτες στον Πειραιά. Ο Παναγιώτης έμεινε στην Ερμιόνη, έγινε τσαγκάρης και όσοι τον γνώρισαν τον περιγράφουν ως ένα σπουδαίο τεχνίτη και άριστο οικογενειάρχη, έναν ιδιαίτερα δημιουργικό, ευγενή, πράο και καλλιεργημένο άνθρωπο, λάτρη του καλού γούστου. Παντρεύτηκε την Αργυρούλα, κόρη του παπά-Δημήτρη Μπαρδάκου και αδελφή του Μακαριστού Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκου και απέκτησαν τρεις κόρες, τη Δέσποινα, την Μαρία και την Μαντίκα και ένα γιο τον Μιχαλάκη. Καθημερινά ο Παναγιώτης έβαζε το γραμμόφωνό του στη αυλή του σπιτιού του και μαζευόντουσαν εκεί όλα τα κορίτσια της γειτονιάς, φίλες της κόρης του και τους μάθαινε ευρωπαϊκούς χορούς, ταγκό, βαλς, φοξαγκλέ, άγνωστους μέχρι τότε στην Ερμιόνη. Η αυλή του είχε μετατραπεί σε χοροδιδασκαλείο και όλα τα ζευγάρια της Ερμιόνης μάθαιναν από τον Παναγιώτη να χορεύουν τις καντρίλιες. Κέρδισε το λαχείο συντακτών και με τα χρήματα έκτισε στο οικόπεδο του πεθερού του κοντά στο λιμάνι μια όμορφη μονοκατοικία, με μεγάλο κήπο (κήπος Μαρουλά) και αργότερα την πούλησε στον Ανδρέα Βογανάτση.

Η αδελφή του Παναγιώτη, Μαρία, στην Αττάλεια ήταν αρραβωνιασμένη με τον Μιμίκο Τσολμεκτσόγλου (στα Τούρκικα σημαίνει αγγειοπλάστης). Ο Μιμίκος που το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών βρέθηκε στον Πειραιά, έμαθε από γνωστό του ότι η Μαρία ήταν στην Ερμιόνη, ήλθε την βρήκε, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Νίκο και την Δέσποινα. Έμαθε την τέχνη του σιδηρουργού και άνοιξε δικό του μαγαζί. Μετά από 4 χρόνια έφυγαν για τον Πειραιά, αλλά με την έναρξη της κατοχής επανήλθαν και παρέμειναν μέχρι το 1945.

Ο Ατταλιώτης Παντελής Αναμουρλόγλου ήλθε με το καράβι στην Ερμιόνη, παντρεύτηκε την αδελφή του Θόδωρου Κωνσταντινίδη Ελένη και ήταν ο πρώτος πρόσφυγας που δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά στο τόπο μας. Πανέξυπνος επιχειρηματίας και εξαίρετος ζαχαροπλάστης, άνοιξε αμέσως ζαχαροπλαστείο στην καρδιά της πόλης, απέναντι στο ιερό της Παναγίας, στο πατρικό σπίτι του Ανδρέα Κρητικού. Το μαγαζί αυτό διατήρησε μέχρι που η κίνηση σταμάτησε να υπάρχει στην αγορά του “φιδίσιου δρόμου” και μεταφέρθηκε στη παραλία του λιμανιού όπου άνοιξε μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο, με συνεργάτη το Θόδωρο Κωνσταντινίδη. Όταν η επιχείρηση έκλεισε, ο Παντελής μεταφέρθηκε στο κτίριο Τάγκαλου στο σημερινό μεζεδοπωλείο Στάικου, όπου υπάρχει ακόμα ένας δικός του πίνακας. Το ζαχαροπλαστείο του σε μια εποχή που σπάνιζαν τέτοια μαγαζιά στο λιμάνι της Ερμιόνης, μετά τον περίπατο στο Μπίστι ήταν μια όαση. Όλοι κάθονταν σε ένα τραπεζάκι του κυρ Παντελή για μια ώρα απόλαυσης και ευτυχίας και αυτός με το μαύρο μουστάκι και τα χρυσά δόντια τους υποδεχόταν και τους σερβίριζε τα απολαυστικά γλυκά του. Δεν έδινε εύκολα συνταγές στις νοικοκυρές που τις ζητούσαν με παρακάλια, διότι τι θα έκανε μετά αυτός; όπως έλεγε. Το καφενείο του ήταν το μοναδικό όπου επιτρεπόταν να κάθονται γυναίκες μόνες τους, κυρίως Μικρασιάτισσες και να καπνίζουν ακόμα και ναργιλέ! Τέλος της δεκαετίας του ‘60 πούλησε το μαγαζί του στον Γιώργο Στάικο (σημερινό Ακταίον) και άνοιξε μεγάλο ζαχαροπλαστείο στον Περισσό, όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Η Δέσποινα Κατραμπάσογλου με τα 5 παιδιά της, τον Κώστα, την Μαρία την Ελένη, τον Θόδωρο και την Κούλα ήταν μέσα στο καράβι που έφτασε στην Ερμιόνη και βγήκε μαζί με τους άλλους Ατταλιώτες στο λιμάνι της. Μετά την αρχική εγκατάστασή τους άλλαξαν το επώνυμό τους σε Κωσταντινίδη. Λίγους μήνες μετά ο μεγάλος γιος, Κώστας βρήκε εργασία στο Κρανίδι όπου παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Η Ελένη με τις άλλες δύο αδελφές της και τη μητέρα τους ακολούθησαν τους άλλους Ατταλιώτες και βρέθηκαν στην Αθήνα. Εκεί η Ελένη γνώρισε τον Ατταλιώτη Παντελή Αναμουρλόγλου και επέστρεψε στην Ερμιόνη. Ο Θόδωρος παρέμεινε στην Ερμιόνη και εργάστηκε στην κατασκευή του λιμανιού και σαν μούτσος στα καΐκια των Ερμιονιτών ψαράδων πηγαίνοντας και στη Μπαρμπαριά.

Αργότερα συνεργάστηκε με τον Παντελή Αναμουρλόγλου ανοίγοντας ζαχαροπλαστείο και όταν παντρεύτηκε την Κική από τους Φούρνους, άνοιξε δικό του μαγαζί απέναντι από το περίπτερο Καρακατσάνη, τελειοποιώντας την τέχνη του ζαχαροπλάστη. Τις πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής έπαιρνε από τον Ατταλιώτη Παντελή Ελμαόγλου στην οδό Γούναρη του Πειραιά και τις συνταγές από τον πρόσφυγα Γρηγόρη που είχε ζαχαροπλαστεία στη Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα και Νέα Ιωνία. Το 1968 μεταφέρθηκε στο πρώην Ξενοδοχείο Ολύμπιον του Άγγελου Παπαβασιλείου κάνοντας ένα από τα πολυτελέστερα ζαχαροπλαστεία για την εποχή στην Ερμιόνη, όπου δούλευαν και τα δυο του παιδιά ο Σάββας και ο Σταύρος. Το 1972 πούλησε το κατάστημα του συνταξιοδοτήθηκε και πήγε στην Αθήνα για τα γεράματά του.

Ο Σταυρής Σταυρόγλου με την ετοιμόγεννη γυναίκα του βρέθηκαν μέσα στο καράβι με προορισμό την Ερμιόνη. Ωστόσο, από τις κακουχίες του ταξιδιού η γυναίκα πέθανε μέσα στο καράβι και αυτός μόνος του αποβιβάστηκε στο λιμάνι μας. Η υπόλοιπη οικογένειά του χάθηκε στο χάος του ξεριζωμού. Άλλαξε και αυτός το επώνυμό του σε Γεωργίου και παντρεύτηκε την προσφυγοπούλα Κούλα, ορφανή από πατέρα, κόρη της αδελφής του Μάρκου Γιαμουρόγλου που ζούσε στην Ερμιόνη και μαζί απέκτησαν 5 παιδιά, την Ευγενία, τον Γιώργο, τον Άγγελο, την Κατίνα και τον Χαρίτο.

Ο Σταυρής Γεωργίου, αγαπητός όλους τους Ερμιονίτες, γνωστός με το παρατσούκλι Γκιτς, ήταν ο άνθρωπος της αγοράς. Εργατικός και δραστήριος πουλούσε ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά στους δυο κινηματογράφους και στα πανηγύρια. Ήταν ο νερουλάς και ο παγωτατζής της Ερμιόνης και όλοι τον θυμούνται με τον άσπρο σκούφο και το καροτσάκι του, να γυρίζει τα σοκάκια τα μεσημέρια και να δροσίζει μικρούς και μεγάλους με το εξαίσιο καϊμάκι του. Οι πιτσιρικάδες κάθε απόγευμα με το δίφραγκο στο χέρι τον περιμέναμε στη γειτονιά μας, την ίδια ώρα κάθε μέρα για να αγοράσουμε το παγωτό χωνάκι. Ένας από τους γιους του, ο Γιώργος έμαθε στην Ερμιόνη την τέχνη του καλουπατζή έγινε πολύ καλός μάστορας και αργότερα δημιούργησε στην Αθήνα αρχικά δικό του συνεργείο και κατόπιν μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία.

Η οικογένεια Ορφανίδη ξεκληρίστηκε στην καταστροφή και απέμεινε μόνο η 18χτάχρονη Βασιλική και η συνομήλικη αδελφή της Μαρία. Τελείως μόνες πάτησαν στο λιμάνι μας, χωρίς τίποτα απολύτως από τα υπάρχοντά τους και ρίζωσαν εδώ για πάντα. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Παναγιώτη Στεργίου και η Βασιλική τον Φραγκίσκο Σιφναίο με καταγωγή από την Άνδρο και απέκτησε 2 αγόρια και 3 κορίτσια. Ένα από τα αγόρια ήταν ο αείμνηστος και αγαπητός σε όλη την Ερμιόνη Απόστολος Σιφναίος. Και οι δυο αδελφές ήσαν άριστες νοικοκυρές, ήσυχες και αγαπητές στη κοινωνία της Ερμιόνης.

Ο Σταύρος Καραγεωργίου, ο Χατζησταυρής, όπως τον αποκαλούσαν στην Αττάλεια, ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας. Σπούδασε στο φημισμένο Πρότυπο Γυμνάσιο της Σάμου και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία δεν τελείωσε, διότι ο αιφνίδιος θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αττάλεια για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση αλευροβιομηχανίας. Στη καταστροφή πιάστηκε αιχμάλωτος από τον τουρκικό στρατό και εξορίστηκε στα τάγματα εργασίας. Το 1923 ελευθερώθηκε και παρά τις κακουχίες τη εξορίας κατόρθωσε να φτάσει στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε προσωρινά και ασχολήθηκε με το εμπόριο λίπους και λαδιού. Το 1929 γνώρισε και παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Αργυρούλα Λαζαρίδου, κόρη του Σταμάτη και της Χρυσάνθης Λαζαρίδου και έζησαν στην Αθήνα όπου ήταν η εργασία του, αλλά η Ερμιόνη ήταν η αγαπημένη του πόλη. Γιός του Σταύρου είναι ο διαπρεπής Δικηγόρος Αθηνών Γιάννης Καραγεωργίου.

Ο Νικόλαος Σαρησυμεώνογλου, ο Νικόλα Εφέντη όπως τον αποκαλούσαν στην Τουρκία, ήταν μεγάλος τσιφλικάς της Αττάλειας. Είχε μια κόρη και δυο γιούς, τον πρωτότοκο Κώστα και τον Συμεών. Ασχολείτο με τα κοινά, ήταν δωρητής και χορηγός σε πολλά κοινωφελή έργα και εκδηλώσεις και έχαιρε σεβασμού και εμπιστοσύνης ακόμα και από τους Τούρκους και για αυτό στον ξεριζωμό τον μετέφεραν με δικό τους καΐκι στο Καστελόριζο. Από εκεί ήλθε στην Αθήνα όπου πέθανε το 1926. Ήταν μέλος της επιτροπής εκτιμήσεων των περιουσιών των Ελλήνων που άφησαν στην Μικρά Ασία και τις τουρκικές αποζημιώσεις. Ο γιός του Κώστας Σαρησυμεώνογλου, πολύ μορφωμένος, ο “διανοούμενος” όπως τον αποκαλούσαν, την περίοδο της καταστροφής ζούσε στην Γαλλία. Μετά τον ξεριζωμό ήλθε στην Ελλάδα αναζητώντας τους δικούς του και βρέθηκε στην Ερμιόνη να βοηθήσει έναν ξάδελφό του Ατταλιώτη πρόσφυγα όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την αξιόλογη Ερμιονίτισσα Ζαχαρούλα Πετρολέκα. Όπως όλοι, έδιωξε το –Συμεώνογλου και έγινε Σαρρής. Απέκτησαν 2 παιδιά, τον Νίκο εισοδηματία και τον Μιχάλη Πολιτικό Μηχανικό. Ο γιός του Συμεών Σαρρησυμεώνογλου, αδελφού του Νικόλα, ήλθε στην Ερμιόνη πιθανόν με το καράβι και έφυγε αμέσως για τον Πειραιά. Αργότερα παντρεύτηκε κόρη της οικογένειας Λαδά και απέκτησαν δύο γιους, τον Συμεών που αποφοίτησε από τη ΣΝΔ και έφτασε μέχρι το βαθμό του Πλοιάρχου και τον Δημήτρη αξιωματικό του ΕΝ.

Η 28χρονη Δέσποινα Παντέλογλου, βρέθηκε με τη μητέρα της και 3 θείες της στο καράβι με προορισμό την Ερμιόνη. Στη διάρκεια του ταξιδιού, από τις κακουχίες η μητέρα της Ελισάβετ πέθανε και το πτώμα της ρίχνεται στην θάλασσα. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι άφησαν το πτώμα στην Ύδρα.

Αφού περνούν τις πρώτες μέρες σε κάποια εκκλησία της Ερμιόνης, βρίσκεται με άλλους πρόσφυγες στο Κρανίδι. Οι θείες της γνωρίζοντας πολύ καλά την τέχνη του αργαλειού, σε λίγες μέρες έφυγαν για τον Πειραιά αναζητώντας εργασία. Η Δέσποινα μόνη πλέον, βρίσκει δουλειά στον 75χρονο Κρανιδιώτη μεγαλοκτηματία Κώστα Πανούτσο, ο οποίος αργότερα της ζήτησε να παντρευτούν. Αρχικά η Δέσποινα αρνήθηκε λόγω της διαφοράς ηλικίας, αλλά για λόγους επιβίωσης δέχτηκε και απέκτησε μαζί του 3 παιδιά. Ο Πανούτσος 5 χρόνια αργότερα πέθανε και η Δέσποινα, αν και νόμιμη σύζυγος του, δεν κληρονομεί τίποτα από την περιουσία του. Οι δύο πρώην σύζυγοι του Πανούτσου, με το πρόσχημα ότι η Δέσποινα είναι πρόσφυγας, διεκδικούν και παίρνουν όλη την περιουσία του.

Έτσι μένει πάλι στο δρόμο, τώρα με τρία παιδιά και αρχίζει να δουλεύει υπηρέτρια σε σπίτια, αλλά με σκληρή δουλειά και πείσμα καταφέρνει και τα μεγαλώνει τίμια και με αξιοπρέπεια. Η κόρη της Κατίνα παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Μανώλη Λακούτση και είναι η μητέρα του Γιάννη Λακούτση.

Σε ένα κιτρινισμένο από τη πολυκαιρία βιβλίο του 1926, που είχε εκδώσει ο Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών, με τίτλο “ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ” που βρήκα σε υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, περιέχονται αυτοβιογραφίες προσφύγων κοριτσιών από τη ματωμένη γη της Μικρασίας. Προσφυγοπούλες 12-13 ετών από το οικοτροφείο που είχε οργανωθεί από τον Διεθνή Σύνδεσμο Γυναικών στην Αθήνα αμέσως μετά την καταστροφή, περιγράφουν το σκληρό ξεριζωμό όπως τον βίωσαν και με την αγνότητα και την ευαισθησία των παιδικών τους ψυχών αποτυπώνουν τα συναισθήματα του πόνου με ένα ατελείωτο παράπονο για τον άδικο ξεριζωμό τους από τη γη των γονιών και των προγόνων τους.

Ανάμεσά τους και 4 Ατταλιώτισσες, η Μαρίκα Γιαηλόγλου, η Ελένη Χατζηγεωργίου, η Μάρω Ιωαννίδου και η Κλειώ Δανιηλίδου που με τις οικογένειές τους ήλθαν στην Ερμιόνη. Η 13χρονη Μαρίκα Γιαηλόγλου στη δισέλιδη βιογραφία της αναφέρει ότι η οικογένειά της ήταν εύπορη και ευτυχισμένη και στο σχολείο ήταν άριστη μαθήτρια. Μετά την υποχώρηση του Ελληνικού στρατού και την αρχή του ξεριζωμού, ο πατέρας της εξορίστηκε από τους Τούρκους. Γράφει για το ερχομό τους στην Ερμιόνη: ”… ύστερα από 5 ημέρας δηλ. στις 17 Οκτωβρίου 1922, το πλοίον μας έφερε εις μιαν πόλιν της Πελοποννήσου, την Ερμιόνην και από εκεί δια ξηράς επήγαμεν στο Κρανίδιον. Εκεί δεν περνούσαμεν καθόλου καλά, διότι από τη μια εσκεπτόμεθα τι εγένετο ο πατέρας μου εις τα χέρια των τυράννων και από την άλλην τι θα γίνη η δική μας κατάστασις σε ένα ξένο μέρος που δεν εγνωρίζαμεν κανένα. Κατά τύχην, οι κάτοικοι ευρέθησαν φιλόξενοι και μας έδωσαν ένα σπίτι δωρεάν, δια να μη χάσω δε τα μαθήματά μου, πήγαινα και εκεί στο Σχολείον και με έδωσαν δωρεάν όλα τα χρειαζούμενα. Μετά 8 μήνες η μαμά μου εσκέφθη να υπάγει στας Αθήνας να εύρει ένα σπίτι και να μας πάρει».

Η Μάρω Ιωαννίδου, κόρη σηροτρόφου εύπορης οικογένειας με ωραίο σπίτι, έγραφε στα 13 της: “Στις 5 Οκτωβρίου 1922 ημέρα Σάββατο, οι Τούρκοι εμάζευσαν ως αιχμαλώτους όλους τους άνδρας από ηλικίας 18-45 ετών και μετά 2 ημέρας δίνουν διαταγή στα γυναικόπαιδα, αφού λάβουν τα χρειαζούμενα και ότι πολύτιμο είχαν και με προθεσμία μόνο 8 ημερών να φύγουν σε ξένα μέρη. Όταν όμως μας έβαλαν στη προκυμαίαν μας έψαξαν και μας πήραν όλα όσα πολύτιμα είχαμε μαζί μας, ιδίως τα χρυσαφικά μας. Έτσι χωρίς χρήματα επιβιβαστήκαμε σε Ελληνικό επίτακτο πλοίο με φοβερή τρικυμία και δυνατή βροχή. Μετά πέντε ημερών ταξίδι, εφθάσαμεν στην Ερμιόνην. Εκεί μείναμε ένα μήνα διότι το μέρος ήταν μικρό και δεν υπήρχαν εργασίαι, ενώ η οικογένειά μου είχε ανάγκη εργασίας δια να εξοικονομεί τα προς το ζην και ημείς δε αι μικραί σπουδής. Φύγαμε λοιπόν από την Ερμιόνην και ήλθαμεν εις τας Αθήνας”.

Η Κλειώ Δανιηλίδου, κόρη μεγάλου κτηματία, ζούσε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια μέχρι την ημέρα που οι Τούρκοι πήραν τα κτήματα του πατέρα της και αυτόν αιχμάλωτο για τα τάγματα εξορίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Από τότε άρχισαν τα βάσανα της οικογένειάς της. Η Κλειώ που αργότερα έγινε δασκάλα γράφει στο βιβλίο.

Δεν επέρασαν δύο ημέραι από τη συμφορά και οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή. Όλα τα γυναικόπαιδα αφού πάρουν όλα τα απαιτούμενα να φύγουν δια θαλάσσης. Τότε ημείς επήραμε μερικά από τα πράγματά μας και την 23ην Σεπτεμβρίου ημέραν Τρίτην καταβήκαμεν εις το λιμάνι όπου μας επερίμενε ένα επίτακτο ελληνικό πλοίον. Προτού να φύγωμεν μας έκαναν έρευνα κατ’ άτομον και αφού μας αφήρεσαν τα κοσμήματα και τα χρήματά μας με την πρόφασιν ότι δεν επιτρέπεται η εξαγωγή χρυσού μας αφήκαν με δυνατή βροχή και τρικυμίαν αποχαιρετώντες για τελευταία φορά την πατρίδα μας, την οποίαν δεν θα βλέπαμε πλέον ποτέ. Τα μεσάνυκτα, μόλις εξεκίνησε το πλοίον αισθάνθηκα μια μεγάλη λύπη και δυο δάκρυα εκύλησαν από τα μάτια μου, διότι εκτός του ότι αποχωριζόμουν από την ποθητή μου πατρίδα, εσκεπτόμην και τους Χριστιανούς αδελφούς μας, οι οποίοι απέμειναν εκεί εις πολύ επικίνδυνον θέσιν. Μετά πέντε ημερών ταξίδι εφθάσαμεν εις την Ερμιόνη της Αργολίδος. Εκεί μας εφιλοξένησαν δυο ημέρας εις ένα ξενοδοχείον. Κατά την τρίτην ημέραν ενοικιάσαμεν ένα δωμάτιον, εις το οποίον διαμείναμεν επί 10 μήνες. Αλλά το μέρος τούτο, ήτο τόσον μικρό, που δεν υπήρχον ούτε εργασίαι, ούτε σχολείο δι’ εμέ. Και επειδή η οικογένειά μας, είχεν ανάγκην από εργασίαν και εμείς τα παιδιά από σπουδήν, αποφασίσαμεν να έλθωμεν εις τας Αθήνας».

Ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1923, έγινε γενική απογραφή προσφύγων και η Ερμιόνη είχε 401, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 1928, μόλις 35.

Ήταν οι Ατταλιώτες που είχαν απομείνει και άλλοι, από διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, ξεριζωμένοι και αυτοί, μετά από πύρινες δοκιμασίες ήλθαν στο τόπο μας να βρουν καταφύγιο. Οικογένειες πολυμελείς, κατατρεγμένες που η κάθε μια κουβαλούσε μια ξεχωριστή θλιβερή περιπέτεια, με κοινό ωστόσο για όλους τον πόνο της προσφυγιάς και την ελπίδα για μια νέα αρχή.

Η εύπορη οικογένεια του Νίκου και Γιώργου Προβελεγγιάδη με ρίζες από τα Κύθηρα ζούσε στην πλούσια περιοχή του Γκιούλ Μπαξέ της Σμύρνης. Λίγες μέρες πριν την καταστροφή της Σμύρνης μαθαίνουν από γνωστό τους Έλληνα Αξιωματικό για την επερχόμενη τραγωδία και μη χάνοντας χρόνο ναυλώνουν καΐκια και με όλη τη κινητή τους περιουσία περνούν απέναντι στη Χίο. Ο Νίκος, η σύζυγός του Ευαγγελία με τα παιδιά τους Βασίλη και Στέλλα και ο αδελφός του Νίκου, Γιώργος φτάνουν στον Πειραιά. Το τρίτο παιδί του Νίκου, ο Μιμίκος που υπηρετούσε ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Στον Πειραιά από γνωστό τους έμπορο γνωρίζονται με τις οικογένειες Κατσογιώργη και Γεωργίου, οι οποίοι τους προτείνουν να εγκατασταθούν στην Ερμιόνη, την οποία γνώριζαν από τους σφουγγαράδες μας.

Έτσι, φτάνουν στην Ερμιόνη έτοιμοι για μια νέα αρχή και κατά την εγγραφή τους στο δημοτολόγιο Ερμιόνης από λάθος το επώνυμο γίνεται Προβελλεγγάτος. Πρώτο μέλημά τους είναι να βρεθεί ο 20χρονος Μιμίκος και με έγγραφα προς τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών ο πατέρας τον αναζητά, αλλά η απάντησή τους ήταν θλιβερά αρνητική. Ο Μιμίκος αγνοείται! Μήνες αργότερα, ο Μιμίκος μετά από συγκλονιστική περιπέτεια αποκτά την ελευθερία του και έρχεται στην Ερμιόνη.

Ο Νίκος, πετυχημένος έμπορος στην Σμύρνη, συνεχίζει την εμπορική του δραστηριότητα και ανοίγει παντοπωλείο στον εμπορικό τότε δρόμο της Ερμιόνης κοντά στην Παναγία και τυροκομείο στο Λουκαΐτι. Μετά το θάνατό του, τα παιδιά του Μιμίκος και Βασίλης διατήρησαν το τυροκομείο και άνοιξαν δικά τους μαγαζιά. Οι “πρόσφυγες” όπως τους αποκαλούσαν είχαν τα καλύτερα τυροκομικά προϊόντα δικής τους παραγωγής και μεγάλη ποικιλία από ελιές. Με την εμπειρία τους στο εμπόριο, το πείσμα, τη σκληρή δουλειά και τη νοικοκυροσύνη τους έκαναν και πάλι προκοπή. Έλεγε ο Μιμίκος στη γυναίκα του: “Κατερίνα, η καλύτερη επένδυση είναι η οικονομία”.

Ο Γιώργος, αγρότης στη Σμύρνη με μεγάλη ακίνητη περιουσία, έφερε μαζί του πολλά πολύτιμα αντικείμενα και τα πούλησε. Εργάστηκε ως επιστάτης στα κτήματα της οικογένειας Ιωσήφ Μερτύρη. Η Στέλλα σπούδασε νηπιαγωγός, απέκτησε μεταπτυχιακό στη Βαρκελώνη και αργότερα άνοιξε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο στην Αμφιάλη. Ακούραστη, τελειομανής στη δουλειά της, το σχολείο της ήταν κυψέλη μάθησης και δίδαξαν εκεί οι Ερμιονίτισσες δασκάλες Παγώνα Κομμά για 5 χρόνια και η Κατερίνα Παπαμιχαήλ-Ρήγα για ένα χρόνο. Ο Μιμίκος παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Κατίνα Αγγελή, αδελφή του Ησαΐα και ο Βασίλης την Ελένη Φραγκούλη, την οποία ερωτεύτηκε πολύ και την παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της.

Όλη η οικογένεια Προβελεγγάτου είχε άριστες σχέσεις με την κοινωνία της Ερμιόνης.

Ήσυχοι, σοβαροί, εργατικοί άνθρωποι και οικονομικά ευκατάστατοι, ήσαν πολύ αγαπητοί και έκαναν παρέα με τις καλύτερες οικογένειες της Ερμιόνης.

Η οικογένεια του 16χρονου Γιώργου Μαιντανού στην κόλαση της Σμύρνης προσπαθεί να αποφύγει το τούρκικο γιαταγάνι. Ο πατέρας του, στη προσπάθειά του να ξεφύγει από τη μανία των Τούρκων, τρέχει στους μαχαλάδες και τα σοκάκια και πηδώντας ένα τοίχο, τραυματίζεται και ανήμπορο τον βρίσκουν οι θανατηφόρες σφαίρες. Η μητέρα του κυριολεκτικά ξυπόλυτη, με τα παιδιά της, ακολουθώντας τα μπουλούκια των προσφύγων, βρίσκεται απελπισμένη στον Πειραιά. Ο ίδιος χάνεται από την οικογένειά του, κατορθώνει όμως να τρυπώσει σε ένα πλοίο και φτάνει στην Ερμιόνη. Με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης, η οικογένεια σμίγει και ξεκινούν στην Ερμιόνη μια νέα ζωή. Ο Γιώργος μεγάλωσε, έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, άνοιξε μαγαζί στα Μαντράκια και καθημερινά έβγαινε στο δρόμο με τα παπούτσια κρεμασμένα στη πλάτη του για να δίνει στου πελάτες του. Ήταν άνθρωπος του χορού και της μουσικής, συμπαθέστατος και αγαπητός σε όλους.

Ο Μιμίκος Τρουπόγλου, με τη γυναίκα του Ευγέγκω και τα 7 παιδιά τους, Ανάστα, Φωτεινή, Αρίστο, Μαριώ, Πατίτσα (Παναγιώτα), Γιάννη και Ζωίτσα, βρίσκονται στη προκυμαία της παραλιακής πόλης Αρτάκη με εκατοντάδες ξεριζωμένους και προσπαθούν να επιβιβαστούν σε πλοίο για να σωθούν. Επικρατεί μεγάλη αναστάτωση, το βίντσι δουλεύει ασταμάτητα και ο κόσμος πηγαινοέρχεται στις σκάλες φορτώνοντας πράγματα. Στην Αρτάκη υπηρετούσε ως Λιμενάρχης ο Ερμιονίτης αξιωματικός του ναυτικού Γιάννης Μπουκουβάλας, ένας πολύ δραστήριος πατριώτης που αντιπαθούσε τους Τούρκους και βοηθούσε πολύ τους Έλληνες. Ο Μιμίκος Τρουπόγλου είχε οικογενειακή φιλία με τον Μπουκουβάλα και μέσα στην αναταραχή προσπαθούσε να τον βρει για να τους βοηθήσει, αλλά δεν μπόρεσε. Ο Μπουκουβάλας, που παρακολουθούσε τη διαδικασία φόρτωσης και επιβίβασης αντιλήφθηκε επίθεση Τούρκων και πυροβολώντας στο αέρα, δίνει εντολή να λύσουν τα παλαμάρια, να σηκώσουν τις σκάλες και την άγκυρα. “Τούρκοι- Τούρκοι” φώναζε, “σηκώστε τις άγκυρες τις σκάλες, ξεκίνα καπετάνιε θα έχουμε πολλά θύματα. Ναύτη λύσε τα παλαμάρια!”. Αρχίζει πανικός και όλοι ορμούν στο καράβι. Άλλοι πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι κρέμονται στα σχοινιά, άλλοι έμειναν στο μώλο και οι τυχεροί έμειναν στο καράβι παίρνοντας το δρόμο της προσφυγιάς. Σκηνές τραγικές, απερίγραπτες! Οικογένειες σε δευτερόλεπτα χωρίστηκαν για πάντα! Στους τυχερούς και οι Τρουπόγλου, που μετά 20 ημερών ταλαιπωρία φτάνουν στη Ρεδαιστό και επιβιβάζονται στο πλοίο “Πάραλος Άνδρος“ που πήγαινε κατευθείαν Πειραιά. Το καράβι είχε πολύ φορτίο, πήγαινε πολύ σιγά και σε μια εβδομάδα μέσω Θεσσαλονίκης φτάνει στον Πειραιά. Με εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες για μέρες ολόκληρες στοιβάζονται σε μια πολύ μικρή αποθήκη. Όλη την ημέρα έτρεχαν στους δρόμους του Πειραιά να βρουν δουλειά και ένα σπίτι να στεγαστούν και το βράδυ πάλι στην αποθήκη. Σε ένα δρόμο του Πειραιά, μπροστά τους βρέθηκε και πάλι ο Μπουκουβάλας. “Γιατί δε φεύγετε για το χωριό μου, την Ερμιόνη στην Αργολίδα;” τους λέει. “Δεν έχει εργοστάσια, μα έχει κτήματα, θα βρείτε δουλειά. Έχω και τον θείο μου εκεί, τον καπετάν-Γιώργη, τον Τέσση και θα σας υποστηρίξει». Ο Μπουκουβάλας ήταν ο άνθρωπος που τους γλύτωσε στην Αρτάκη, γιατί να μη τον εμπιστευτούν τώρα; Δέχτηκαν και ο Μιμίκος με τον Μπουκουβάλα τρέχουν στα Λεμονάδικα, βρίσκουν τον Τέσση και σε μια βδομάδα βρίσκονται στην Ερμιόνη. Νοίκιασαν ένα δίπατο σπίτι δίπλα στη θάλασσα στα Μαντράκια. Ο καραβοκύρης καπετάν Γιώργης Τέσσης, τίμιος, μπεσαλής και λεβεντάνθρωπος, με το καΐκι του έκανε δρομολόγια από τον Σαρωνικό μέχρι και το Λεωνίδιο μεταφέροντας εμπορεύματα. Τους βρήκε δουλειά, τους προσέφερε τη φιλία του, τους αγάπησε, τους σεβάστηκε και ταπεινά ζήτησε σε γάμο τη μεγαλύτερη κόρη τους, την όμορφη Ανάστα. Μια ψηλή λυγερή ξανθιά κοπέλα που τη ζητούσαν σε γάμο επιφανείς Έλληνες στην Αρτάκη και τη Σμύρνη, ακόμα και στη Πόλη.

Ο καπετάν Γιώργης και η κυρα-Στάσα είναι οι γονείς της γνωστής συγγραφέως Ευαγγελίας Τέσση που έγραψε το βιβλίο “Ανατολικά του Αρχιπελάγους“, ένα συγκλονιστικό βιβλίο που περιγράφει πώς βίωσαν οι προγονοί της την προσφυγιά.

Ο φαρμακοποιός Νίκος Βλαστός, από τα Σόκια, εξαθλιωμένος περιφέρεται στις γειτονιές του Πειραιά, ψάχνοντας μέρος να στεγάσει την οικογένειά του, τη σύζυγό του Σοφία και τα παιδιά του Μίλτο, Λίλη, Καίτη και Νιόβη. Τυχαία γνωρίζει τον έμπορο Νίκο Λαζαρίδη, πατέρα της Ανθούλας Δουρούκου, ο οποίος του προτείνει να πάνε για εγκατάσταση στην Ερμιόνη. Έτσι στήνουν το καινούργιο σπιτικό τους στο σπίτι του Στεργίου που ήταν η καφετέρια “ΕΡΩΔΙΟΣ”. Ήταν οικογένεια με μεγάλη μόρφωση, κουλτούρα και ξεχωριστούς τρόπους. Ο Μίλτος, γιος του Νίκου Βλαστού, γιατρός νευρολόγος, με σπουδές στο Παρίσι, φυσικό ήταν να αφήσει την Ερμιόνη. Η πρώτη νευρολογική κλινική της Αθήνας ιδρύθηκε από αυτόν και η στάση λεωφορείων εκεί, ονομάστηκε “Στάση Βλαστού” και υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο Ερμιονίτης Άγγελος Καραγιάννης, σε μια βεγγέρα σαγηνεύτηκε από την ομορφιά και τη χάρη της Καίτης Βλαστού και αμέσως την παντρεύτηκε αδιαφορώντας για τις επιφυλάξεις της οικογένειάς του. Η Λίλη παντρεύτηκε και έζησε στο Παρίσι, η Νιόβη παντρεύτηκε καπνέμπορο στη Πάτρα και έζησε εκεί.

Το 1922, ο Δημήτρης Χατζησωκράτης από τα Σόκια, προύχοντας και ιδιαίτερα ευκατάστατος, η γυναίκα του Αργυρώ και τα παιδιά τους, καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους, καταφεύγουν στη Σάμο, από εκεί στον Πειραιά και κατόπιν στη Δράμα, όπου με την ανταλλαγή προσφύγων και αποζημιώσεων τους επιδίδεται μεγάλος κλήρος για εγκατάσταση και καλλιέργεια. Η Αργυρώ, πολύ καλή μαγείρισσα, γνώριζε τη χρήση των βοτάνων και παρουσίαζε εξαίρετες Μικρασιάτικες συνταγές. Μετά 20 χρόνια, η κόρη τους Δέσποινα παντρεύεται αστυνομικό που υπηρετούσε στο Κρανίδι και εγκαθίστανται στην περιοχή μας. Στο τέλος της κατοχής, εγκαθίστανται στην Ερμιόνη και τα αδέλφια της Σωκράτης και Σοφοκλής με μεγάλη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Εργάζονται ως διοικητικό προσωπικό στα μεταλλεία, παντρεύονται τις Ερμιονίτισσες Αργυρώ Δέδε και Ρίνα Σταματίου και από τότε αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, που τους αγκάλιασε με στοργή.

Ο Μάρκος Γιαμούρογλου από το Ικόνιο, στη καταστροφή πιάνεται αιχμάλωτος.  Η γυναίκα του Αναστασία με τον 6χρονο Ιορδάνη, τον 4χρονο Γιάννη, τον 2χρονο Ηλία, την αδελφή του Μάρκου Κατίγκω (Κατίνα) και την κόρη της Κούλα φτάνουν στην Ελλάδα και μετά από απίστευτη περιπέτεια δύο μηνών βρίσκονται στα Ιωάννινα. Ο Μάρκος το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών απελευθερώνεται και ξεριζωμένος βρέθηκε στην Ερμιόνη και αρχίζει μεγάλο αγώνα να βρει την οικογένειά του.

Χάρη στη πρωτοβουλία της Εκκλησίας να ανακοινώνονται μετά την Κυριακάτικη λειτουργία από τους επιτρόπους αναζητήσεις αγνοουμένων προσφύγων, η γυναίκα του άκουσε στα Ιωάννινα για το άντρα της, ήλθε στην Ερμιόνη και τον βρήκε. Όλη η οικογένεια ενώνεται και αρχίζει να στήνει το σπιτικό της. Στο Ικόνιο είχαν μεγάλο διώροφο σπίτι, ήταν πολύ ευκατάστατη οικογένεια, έκαναν παραγωγή ούζου. Οι χανούμισσες αγαπούσαν πολύ την Αναστασία και την παρότρυναν να μη φύγει ως πρόσφυγας. Θα την βοηθούσαν και θα την προστάτευαν της έλεγαν. Ο Μάρκος άνοιξε καμίνι με τούβλα και κεραμίδια στο Κρανίδι και τον χειμώνα διατηρούσε σιδηρουργείο στην Ερμιόνη. Απέκτησαν και άλλα 4 παιδιά, την Δέσπω, τον Θεοδόση, την Κατίνα και την Κούλα. Όταν τα παιδιά άρχισαν το σχολείο στην Ερμιόνη, οι συμμαθητές τους τα αποκαλούσαν Τουρκόπουλα και ο Μάρκος άλλαξε το επώνυμο σε Βροχίδης. Στην Ερμιόνη ήσαν πολύ αγαπητοί και κοινωνικοί. Ο Μάρκος και η Αναστασία έπαιζαν πολύ καλά ούτι και κανονάκι, ένα μουσικό όργανο άγνωστο τότε στην Ερμιόνη (σαν το σαντούρι αλλά χωρίς ξύλα έπαιζαν με τα χέρια) και δημιούργησαν πολλές παρέες. Ο Μάρκος πέθανε νωρίς και η οικογένεια έφυγε για την Αθήνα, όπου τα αγόρια αρχικά άνοιξαν καμίνι στην Ιερά Οδό και μετά δημιούργησαν το γνωστό εργοστάσιο εκκλησιαστικών ειδών “Βροχίδης” που υπάρχει μέχρι σήμερα και ανήκει στα εγγόνια του Μάρκου από το γιο του Θεοδόση. Ο αδελφός του Μάρκου, Χαρίτος Γιαμούρογλου, το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών ήλθε στην Ερμιόνη, φέρνοντας πολλές λίρες και χρυσό. Η κόρη του Μάρκου Κατίνα παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Σταύρο Γεωργίου και απέκτησαν 5 παιδιά. Το σπίτι τους είναι από τα ελάχιστα προσφυγικά που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Βρήκα στο Αιγάλεω την κόρη του Μάρκου Δέσπω, 88 ετών σήμερα, μιλήσαμε πάρα πολλές ώρες και μου εξιστόρησε πως κτίστηκε αυτό το σπίτι. “… ο πατέρας μου συνάντησε τη μάνα μου το ‘23, ήλθε στην Ερμιόνη και άνοιξε καμίνι. Στην αρχή έμεναν στο νοίκι, ήθελε να αγοράσει ένα οικόπεδο κοντά στο λιμάνι να φτιάξει σπίτι, αλλά ένας μηχανικός που το είδε του είπε: Μάστρο-Μάρκο είσαι καλός άνθρωπος και σε λυπάμαι γιατί έχεις 8 παιδιά, αλλά αυτό το οικόπεδο μη το πάρεις, γιατί αν περάσει το ποτάμι του Καταφυκιού δεν θα μείνει ούτε πόρτα, θα σου βρω εγώ ένα. Όταν έκτιζε ο πατέρας μου το σπίτι, τα τούβλα ήταν δικά του και όταν έκανε αγιασμό στα θεμέλια δεν είχε λεφτά να πληρώσει τον Παπά και πάει απέναντι και ζήτησε ένα τάλιρο να πληρώσει τον Παπά και του λέει η μάνα μου: Τι κάνεις και θέλεις σπίτι αφού δεν έχεις λεφτά και της λέει ο πατέρας μου θα βρεθούν λεφτά. Δεν είχαμε τσακωθεί με τη γειτονιά ποτέ, ούτε με κανέναν είχε τσακωθεί ο πατέρας μου, τέτοια πράγματα δεν είχαμε, είχαμε αγάπη στο χωριό. Μετά ήθελε πολύ ξυλεία για τη σκεπή και βρήκε ένα μεγαλέμπορα στο λιμάνι και τον παρακάλεσε να του δώσει ξυλεία να βάλει μέσα τα παιδιά του και τον Οκτώβρη να του δώσει τα λεφτά. Εκείνος σκέφτηκε – σκέφτηκε και του λέει: Έλα Μάρκο πάρε την ξυλεία και τελείωσε το σπίτι. Ένας γείτονας του έμπορα του είπε: Τι έκανες; Έδωσες τόση ξυλεία χωρίς λεφτά σε έναν πρόσφυγα που δεν το ξέρεις; Δεν πειράζει, αν θέλει ας μην τα φέρει να συγχωρεθούν ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου δούλεψε πολύ καλά το καλοκαίρι, πούλησε τούβλα και κεραμίδια, μάζεψε τα λεφτά και τέλος Σεπτέμβρη πάει τα δίνει, ευχαριστεί το έμπορο και αυτός του απαντά: Μάστρο-Μάρκο ό,τι θέλεις να έρχεσαι να παίρνεις. Συναντά τον γείτονά του και δείχνοντας τα λεφτά του λέει: Να ο πρόσφυγας μου έφερε τα λεφτά και σεις με κάνατε να έχω σκάσει που του έδωσα την ξυλεία”.

Ο Αναστάσιος και η Βασιλική Κωτσόγλου από την πόλη Αλάγια, ήλθαν στις Σπέτσες και από εκεί στην Ερμιόνη με τα 5 παιδιά τους Γιώργο, Αναστασία, Φωτεινή, Ιορδάνη και Δημήτρη. Έμειναν στην Ερμιόνη 10 χρόνια στο σημερινό σπίτι της Θεοδότης Σκλαβούνου, εκτός από τον Γιώργο, ο οποίος έμεινε μόνιμα εδώ και έγινε γανωτής ή καλατζής. Ο μάστρο-Γιώργης ήταν άνθρωπος ήσυχος, φτωχός αλλά εργατικός και τίμιος. Με ένα τσουβάλι στην πλάτη και τα σύνεργά του γύριζε με τα πόδια όλα τα γύρω χωριά μέχρι και το Λουκαΐτι και αγωνιζόταν να θρέψει τα πολλά παιδιά του. Γάνωνε με κασσίτερο τα χάλκινα σκεύη, τα μοναδικά που χρησιμοποιούσαν τότε οι νοικοκυρές στην κουζίνα τους. Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν για την καλοσύνη και το χιούμορ του και καλοπροαίρετα τον πείραζαν για την πολυτεκνία του και για την χαρακτηριστική περίεργη προφορά του, αφού δεν κατάφερε ποτέ να μάθει σωστά τα Ελληνικά. Ο Γιώργος έμεινε στην Ερμιόνη μέχρι τη δεκαετία του 1950.

Ο Κυριάκος Σακαλίδης από το Σαγιχλί, μετά την καταστροφή αρχικά βρίσκεται στο Ξυλόκαστρο, κατόπιν στον Πειραιά στα Άνω Πετράλωνα και στην Κατοχή καταλήγει στην Ερμιόνη. Δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος με πολύ καλό μπακάλικο στην περιοχή της Παναγίας, στο οποίο μικρός πήγαινα καθημερινά. Παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Ματίνα Νάκου, αδελφή του χρυσοχόου. Ήταν άνθρωπος ευγενικός, πνευματώδης με πολύ χιούμορ, ιδιαίτερα με τις γυναίκες που πάντα είχε κάποιο αστείο να πει για να τους φτιάξει την διάθεση. Στο σπίτι του έκανε πολλές κοινωνικές συγκεντρώσεις, τις λεγόμενες βεγγέρες, με φίλους του Ερμιονίτες.

Γόνος προσφύγων ήταν και ο αγαπητός σε όλους μας φωτογράφος Στέφος Αλεξανδρίδης, ο οποίος έζησε στο Κρανίδι, αλλά ο φακός του αποθανάτισε όλη την Ερμιονίδα. Ο πατέρας του σε ηλικία 25 ετών ήλθε στις Σπέτσες με το πλοίο “ΠΑΤΡΙΣ” από την Σπάρτη της Μικράς Ασίας, μια πόλη που βγάζει πολλά χαλιά τα λεγόμενα “σπαρταλίδικα χαλιά”. Ο πατέρας του Στέφου ήθελε να τον κάνει ράφτη, αλλά αυτός ήθελε να γίνει τσαγκάρης και έτσι πήγε στο τσαγκαράδικο που είχαν δύο πρόσφυγες. Ωστόσο τον κέρδισε η τέχνη του φωτογράφου που την υπηρέτησε με πολύ μεράκι και έγινε ο εμβληματικός φωτογράφος της Ερμιονίδας.

Η Φωφώ Κωνσταντινίδη, από την Κωνσταντινούπολη βρέθηκε ως πρόσφυγας στην Ερμιόνη. Ηταν οδοντίατρος, με ιατρείο στο στενό μεταξύ Πραχαλιά και Τάγκαλου στο λιμάνι. Μοναχική, αξιοπρεπής, με καλούς τρόπους, αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχε έναν σκύλο με το όνομα “Σποτς” και πολλές γάτες. Τη δεκαετία του ‘60 έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών και Γαλλικών. Το σπίτι της στα Μαντράκια ήταν απέναντι στο σπίτι Απόστολου Γκάτσου και τα διπλανά σκαλάκια που βγαίνουν στη θάλασσα τα λέμε ακόμη και σήμερα “σκαλάκια της κυρά Φωφώς”.

Ο Γιώργος Σιγανούλης, 6 χρονών βρέθηκε στην Ερμιόνη χωρίς γονείς και συγγενείς, ως πρόσφυγας. Ο κτηματίας Δημήτρης Κόντος τον πήρε στο περιβόλι του και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του. Με το κοπάδι του γύριζε όλο το κάμπο της Κινέτας και των Ποτοκίων. Ο τρόμος του ξεριζωμού και ο χαμός της οικογένειάς του τον είχαν σημαδέψει για πάντα. Δεν θυμόταν τίποτα για το πώς έφτασε στο τόπο μας.

 

 

Πηγές:

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση