Καθημερινή ζωή και διασκέδαση

Πριν την μικρασιατική καταστροφή, οι Ατταλειώτες ζούσαν αρμονικά στον τόπο τους με τις ασχολίες τους. Ήταν κυρίως ναυπηγοί, ασκούσαν την αλευροβιομηχανία, την σηροτροφία, την αγγειοπλαστική και την κεραμική τέχνη, την τέχνη του μαραγκού, την χρυσοχοΐα, την σιδηρουργία. Ήταν επίσης άριστοι χαλκουργοί
και ταπητουργοί. Υπήρχαν γιατροί, μηχανικοί πρακτικοί, δικηγόροι-δικαστικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πρακτικοί μουσικοί, επαγγελματίες και έμποροι.

Η ζωή των κατοίκων κυλούσε ήσυχα. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα στην Αττάλεια δεν υπήρχαν ούτε θέατρα, ούτε κινηματογράφοι. Η μόνη τους αναψυχή ήταν οι βεγγέρες με τις γυναίκες να πηγαίνουν πιο συχνά απ΄ ότι οι άνδρες οι οποίοι πήγαιναν μονάχα τις Κυριακές και τις γιορτές και στις ονομαστικές εορτές των συγγενών. Εκτός από το φαγητό και τις συζητήσεις, πολλές φορές περνούσαν την ώρα τους και με το Πανόραμα, τον κινηματογράφο της εποχής όπου με διόπτρες έβλεπαν φωτογραφίες από τοπία που εναλλάσσονταν. Στις βεγγέρες λέγονταν και παραμύθια. Γνωστός για τα παραμύθια του ήταν ο Παρετζής-Ντεντέ που αφηγείτο ενδιαφέρουσες ιστορίες με πλοκή.
Οι Ατταλειώτες αγαπούσαν τον χορό και το γλέντι. Στην Αττάλεια χόρευαν ανατολίτικους χορούς αλλά και ευρωπαϊκούς. Η ανατολίτισσα χόρευε «Καρσιλαμά» και εντυπωσίαζε με τη σαγήνη της, κατακτούσε με την θηλυκότητα και τα ναζιάρικα καμώματά της. Το ταίρι της, χόρευε με τσαλιμάκια πηδώντας όσο πιο ψηλά μπορούσε, με παλαμιές στο πόδι και γονατίσματα.
Στις γιορτές οι πλούσιες γυναίκες φορούσαν βαριά μεταξωτά φορέματα και μιντάνια στολισμένα με γούνες και από πάνω το μεταξωτό παλτό με γούνα. Τα κοσμήματα ήταν μεγάλα με έμφαση στα βαριά και τα φαρδιά βραχιόλια, στο κεφάλι βυσσινί φέσι και κορδέλα για τις νεώτερες που έδενε πίσω από τον αυχένα.
Τα ευρωπαϊκά ρούχα δεν ήταν άγνωστα στις πλούσιες Ατταλειώτισσες με τα γάντια, το καπέλο, την ομπρελίνα και τη βεντάλια να συμπληρώνουν το ντύσιμο.
Οι άνδρες φορούσαν μεταξωτό γιλέκο (μιντάνι) και το καφτάνι. Για κάλυμμα της κεφαλής είχαν σκουφιά μαύρα των καλόγερων, σακάκι, γιλέκο, παλιότερα σαλβάρι με μάλλινη ζώνη και αργότερα παντελόνι από κασμίρι.

Έθιμα

Γάμος:

Όταν επιτέλους μετά την πολύχρονη μνηστεία αποφασιζόταν να γίνει ο γάμος, όρι­ζαν και την Κυριακή που θα γινόταν το Μυστήριο. Δυο βδομάδες πιο πριν, γινό­ντουσαν οι προσκλήσεις σε συγγενείς και σε φίλους. Η οικογένεια του νέου καλούσε τους δικούς της κι η οικογένεια της νέας τους δικούς της επίσης. Επειδή την εποχή εκείνη προσκλητήρια δεν υπήρχαν, το «κάλεσμα» γινόταν μέσω μιας ειδικής «καλέστρας» της Φικέ. Μια βδομάδα πριν, άρχιζαν τα προ-εόρτια. Ήταν η Κυριακή που θα κοβόταν το νυφικό, Μπιτσίμ-Αλτή, στα Τούρκικα. Το νυφικό, ήταν δώρο του γαμπρού και κοβόταν στο σπίτι του γαμπρού. Η μοδίστρα που θα το έραβε, πήγαινε πρώτα στο σπίτι της νύφης έπαιρνε τα μέτρα της. Μετά, πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού για να κόψει εκεί το νυφικό φόρεμα.

Στο σπίτι του γαμπρού ήταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειάς του. Η ράφτρα, έκανε τρεις φορές το σημείο του Σταυρού με το ψαλίδι της πάνω στο μεταξωτό ύφασμα και στη συνέχεια το έκοβε σύμφωνα με τα μέτρα που είχε πάρει, ενώ ταυτόχρονα ευχόταν το «Καλορίζικο». Τότε, άρχιζε να πέφτει πάνω στο ύφασμα βροχή από νομίσματα δώρο για τη μοδίστρα.

Στην αρχή της προ του γάμου βδομάδας, συνήθως την Τρίτη, γινόταν στο σπίτι της υποψήφιας νύφης, η έκθεση των προικιών της. Ήταν το «Τζέεζ-αλτή». Άνοιγαν λοιπόν τα γεμάτα μπαούλα κι άπλωναν όλα τα προικιά σ’ όλο το χώρο υποδοχής (το Μουσαφίρ Οντασή). Οι προσκαλεσμένοι, τα περιεργάζονταν, τα θαύμαζαν και παίνευαν τον πλούτο και την ποιότητά τους. Και πάλι εύχονταν και ξαναεύχονταν, για υγεία και μακροβιότητα στη μέλλουσα οικογένεια.

Την Πέμπτη, μαζεύονταν κοπέλες συγγενείς και φίλες των μελλονύμφων στο σπίτι του γαμπρού, εκεί που θα πήγαινε να κατοικήσει η νύφη, για να στρώσουν το κρεββάτι τους. Συνήθιζαν αφού το στρώσουν, να βάζουν επάνω ένα αγοράκι που ζούσαν οι γονείς του και το κυλούσαν για να φέρει γούρι και να γεννηθεί αγόρι το πρώτο παιδί του ζεύγους. Καθώς έστρωναν το κρεββάτι, το ράντιζαν με κουφέτα και με νομίσματα ασημένια και χρυσά. Κυρίως Βυζαντινά Κωνσταντινάτα (Τεκανός) και Βενέτικα (Γιαλντήζ).

Την Παρασκευή εκείνης της βδομάδας που την Κυριακή θα γινόταν ο γάμος, γινόντουσαν μεγάλες ετοιμασίες. Και οι δυο οικογένειες καλούσαν κοπέλες συγγένισσες ή φίλες για να τους βοηθήσουν στα φαγητά, άσχετα αν για το τραπέζι του γάμου είχαν προσλάβει ειδικές μαγείρισσες. Προπαντός για το παραγέμισμα και το ψήσιμο του πατροπαράδοτου αρνιού ή των αρνιών.

Την παραμονή του γάμου, το Σάββατο το βράδυ, ο γαμπρός καλούσε όλους τους αρσενικούς συγγενείς, τους δικούς του καθώς και της κοπέλας και πήγαιναν όλοι τους μαζί στο Λουτρό (Χαμάμ). Πριν από το λουτρό, ο μπαρμπέρης ξύριζε τον γαμπρό και πληρωνόταν γενναία. Όση ώρα ο μέλλων γαμπρός ξυριζόταν, οι φίλοι του τον συντρόφευαν και του τραγουδούσαν ρομαντικά τραγούδια, για να τον διασκεδάσουν. Την ίδια μέρα, αλλά το μεσημέρι, μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης οι συγγενείς τους για να δουν τα νυφιάτικα και γαμπριάτικα δώρα.

Τα δώρα που έπαιρνε η νύφη από το γαμπρό ήταν : το φόρεμα που θα φορούσε σαν νύφη, η καλύπτρα του προσώπου της από πολύ λεπτό μεταξωτό κόκκινο τούλι, το «Πουλλού», ολοκέντητο με λαμπερές μικρές πούλιες. Το δαχτυλίδι του αρραβώνα (η Βεργέτα), χρυσά νομίσματα και άλλα διάφορα.

Τα δώρα της νύφης στο γαμπρό ήταν : Ασπρόρουχα από χασέ (όχι από κάμποτ), κάλτσες κεντητές, ζώνη, μαντήλια μεταξωτά, 2 πίπες χρυσές ή ασημένιες με επιστόμιο από κεχριμπάρι (ήλεκτρο) η μια για τον γαμπρό και η άλλη για τον κουμπάρο, τον «Σααντήτς».

Μετά την ανταλλαγή των δώρων, οι φίλες της νύφης πήγαιναν στο σπίτι της και την έπαιρναν στο λουτρό για να λουστεί. Όση ώρα λουζόταν η νύφη μαζί με την παράνυμφη τα υπόλοιπα κορίτσια της συνοδείας διασκέδαζαν στο προθάλαμο του λουτρού, στο «σόγουκλουκ» (δροσερό) με χορούς και τραγούδια.

Οι πλούσιες οικογένειες, για τις εκδηλώσεις αυτές, καλούσαν συνήθως τους τυφλούς μουσικούς της Αττάλειας που διασκέδαζαν όλους με τα παθητικά τραγούδια τους και τα μουσικά τους τοπικά όργανα, βιολί, σαντούρι, λαγούτο και το κλαρίνο, το «Ντελμχέκι, ντέφι. Μέσα στο Λουτρό, τη νύφη την έλουζε ειδική γυναίκα, φυσικοθεραπεύτρια. η «Τελ- λέκ». Την έπλενε τρίβοντας όλο το σώμα της με σακουλάκι από αλπακά για να καθαρίσει βαθιά το δέρμα της και συμπλήρωνε με γυμναστικές ασκήσεις. Μετά, τη χτένιζε, όπως έπρεπε. Όταν επιτέλους τέλειωναν όλες αυτές οι τελετουργίες, οδηγούσε η Τελλέκ τη νύφη και την παράνυμφη έξω από το λουτρό. Έπαιρναν θέση στο «Σεκί», τον φαρδύ καναπέ του «δροσερού» κι εκεί έσμιγαν με την παρέα της νύφης που την παραλάμβανε και την πήγαινε πίσω στο σπίτι της.

Το Σάββατο το βράδυ, στο σπίτι της νύφης γινόταν γλέντι. Όλα τα κορίτσια, οι φίλες της, της τραγουδούσαν, την πείραζαν, της έφτιαχναν τα μαλλιά της, τη χάιδευαν και την περιποιόντουσαν. (Ανάμικτη τρυφερότητα και ζήλια)! Σαν τέλειωνε το γλέντι εκείνο, πριν φύγουν οι καλεσμένοι, η νύφη έπαιρνε θέση στην πόρτα του δωματίου βαστώντας ένα ασημένιο τάσι μπροστά της. Όλοι οι… αποχωρούντες συγγενείς, έριχναν εκεί μέσα τα δώρα τους, χρυσά ή ασημένια νομίσματα ή ακόμα και χρυσά κοσμήματα.

Έτσι τέλειωναν αυτές οι «προ του γάμου» εκδηλώσεις και έφταναν στην Κυριακή, τη μέρα του γάμου.

Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Στιγμιότυπο οθόνης 2024 02 15 154047

Μετά το «ντύσιμο» της νύφης, τα κορίτσια περιποιόντουσαν τα μαλλιά της και τα στόλιζαν με λουλούδια, γαρύφαλλα, Εμβέρ-Μπόι, Φούλια κι άλλα. Της φορούσαν τα κοσμήματα της, κολιέ, «μπογιουντουρούκ», σκουλαρίκια, βραχιόλια, δαχτυλίδια και τελευταία της φορούσαν την κόκκινη αρραχνοΰφαντη καλύπτρα, το νυφικό «Πούλλου» με τις αστραφτερές πούλιες. Μετά, την κάθιζαν έτσι, όπως ήταν στολισμένη, σε μια πολυθρόνα και περίμεναν να φτάσει ο γαμπρός με τη μεγάλη συνοδεία του από φίλους και συγγενείς, για να την πάρει.

Τις ώρες εκείνες που περίμενε η νύφη, ένιωθε θλίψη και συγκίνηση που εγκατέλειπε το σπίτι της και τους δικούς της. Συχνά, κάτω από το βέλο της, το «Πούλλου», δάκρυζε κι έκλαιγε ακόμα. Τώρα, κι αν ακόμα δεν ένιωθε θλίψη, το δάκρυσμα ήταν… απαραίτητο, τουλάχιστον για τα μάτια του κόσμου. Έπρεπε οπωσδήποτε να δείξει πως κλαίει και να σκουπίζει, τάχα, διακριτικά τα μάτια της με το μεταξωτό μαντήλι της. Την θεωρούσαν πολύ τολμηρή κι απρεπή, μ’ άλλα λόγια, τη κακοχαρακτήριζαν, αν δεν έκλαιγε για την απομάκρυνση από την οικογενειακή της εστία.

Τις ίδιες εκείνες ώρες. χαμός γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού. Οι φίλοι του τον ετοίμαζαν, ξυριζόταν, φορούσε τα γαμπριάτικα ρούχα του, κοστούμι Ευρωπαϊκό με Φράγκικο παντελόνι, είτε σαλβάρι. μιντάνι (μεϊντάνι) και ζώνη Περσική, μάλλινη, ή υφασματένια, χρωματιστά υφασμένη με διάφορα σχέδια, παρόμοια με τα σχέδια των Περσικών χαλιών.

Συνοδεία του, μετά μουσικής μπάντας. Κλαρίνο, Σαντούρι,Ούτι και Λαγούτο και σε ασημένιο δίσκο, τα στέφανα και τα κουφέτα. Όλη αυτή η συνοδεία, έφτανε μπροστά στο σπίτι της νύφης και την περίμεναν να κατεβεί. Με τη σειρά της η νύφη, κατέφθανε με τη συνοδεία της κι εκείνη. Τότε το ζεύγος έσμιγε και όλοι μαζί αποτελούσαν τη πομπή για την εκκλησιά με τη μουσική πάντα να προπορεύεται. Αυτή ήταν η τελετή του «Γκελίν- Αλμασή», δηλαδή, η παραλαβή της νύφης.

Της όλης τελετής, προηγείτο η Φικέ, η… τελετάρχισσα, ας πούμε. Αυτή κατηύθυνε την όλη πορεία… Όσοι συγγενείς και γνωστοί του ζεύγους των μελλονύμφων τύχαινε να βρίσκονται στα σπίτια τους στο δρόμο που ακολουθούσε η πορεία, έκριναν σαν απαράβατη υποχρέωσή τους, να προσφέρουν στο… διερχόμενο ζευγάρι, προπαντός στη νύφη και στις παράνυμφες, σερμπέτια και σουμάδες. Η νύφη, πάντα έφερνε αντίρρηση, αλλά κι έτσι ακό­μα, έπινε κάποια γουλιά, πάντα από κάτω από το «Πούλλου» της. Τιμητικός ρόλος ήταν κατά την πορεία εκείνη, αδελφές τυχόν του γαμπρού κι άλλες νεαρές συγγενείς, να υποβα­στάζουν τη νύφη από τις μασχάλες. Αυτές θεωρούνταν και οι παράνυμφες. Τις έλεγαν «Γκολτουκά γκιρενλέρ» που σημαίνει, «υποβαστάζουσες». Η δεξιά μασχάλη ήταν πιο τιμητική από την αριστερή και συχνά γίνονταν καυγάδες και παρεξηγήσεις ανάμεσα στους συγγενείς, και στις υποψήφιες υποβαστάζουσες.

Η τελετή της στέψης γίνονταν, όπως γίνεται και τώρα, στην Ελλάδα. Έλεγαν το «Ησαΐα χόρευε» και ράντιζαν το ζευγάρι με άφθονο ρύζι, σύμβολο ευημερίας, αφθονίας και γονιμότητας, ακόμη και με ροδοπέταλα. Τα στέφανα τα άλλαζε ο κουμπάρος, (ο Σααντήτς), συνήθως ο αμέσως επόμενος αδελφός του γαμπρού, που έτρωγε και τις γροθιές του κόσμου που μ’ αυτόν τον τρόπο του εύχονταν το «Καλορίζικα, και στα δικά σου!».

Μετά την τελετή, ο κόσμος περνούσε σε παρέλαση μπροστά από τους νιόπαντρους, τους φιλούσε στο μέτωπο ή στο μάγουλο, φιλούσε και το στεφάνι τους κι αφού τους ευχόταν, αποχωρούσε. Τα νυφιάτικα στέφανα τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη και τιμή οι Ατταλειώτες. Τα φύλαγαν μετά το γάμο στο Εικονοστάσι του σπιτιού τους, μέσα σε ειδική στεφανοθήκη και τον ίδιο σεβασμό γι’ αυτά έδειχναν και τα παιδιά τους αργότερα.

Μετά τη γαμήλια τελετή, η πομπή έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι των νεόνυμφων. Επιδίωκαν συνήθως ν’ ακολουθούν κεντρικούς δρόμους, Χριστιανικούς, για να δουν το γάμο όσο το δυνατόν περισσότεροι. Με τη μουσική πάντα μπροστά, με τα τραταρίσματα από τις γνωστές οικογένειες καθ’ οδόν και η νύφη πάντα κάτω από το πέπλο της το «Πούλλου», έφταναν κάποτε στο σπίτι. (Το Πούλλου, υποθέτω πως καθιερώθηκε από παλιά για ν’ αποφεύγονται ενδεχόμενες προκλήσεις για επίθεση του κατακτητή Τούρκου).

Μόλις έφταναν στο σπίτι, που βασικά ήταν το σπίτι του γαμπρού, οδηγούσαν τη νύφη στο στολισμένο δωμάτιο της. Πριν δρασκελίσει το κατώφλι, έκανε τρεις μετάνοιες, το σημείο του Σταυρού και φιλούσε τα χέρια του πεθερού και της πεθεράς ή αυτών που τους αντι­προσώπευαν και στη συνέχεια αποσυρόταν σε μια γωνιά της αίθουσες κι εκεί περίμενε όρθια, μέχρις ότου η πεθερά της δώσει την άδεια να καθίσει. Όταν πια έφευγαν οι καλεσμένοι, ο γαμπρός έτρεχε ανυπόμονος στο δωμάτιο της νύφης. Σήκωνε το πέπλο και στα παλιότερα χρόνια, αυτή ήταν και η πρώτη φορά που έβλεπε τη νύφη καταπρόσωπο. Κάποια στιγμή, θυμόντουσαν πως η νύφη έπρεπε να… πεινάει και φρόντιζαν να της προσφέρουν κάτι. Εκείνη από ντροπή αρνιόταν, ωστόσο όμως με την πίεση που της γινόταν, κάτι έτρωγε.

ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΓΕΥΜΑ

Κατά τα παλιά έθιμα, η παράνυμφη, ή η αδελφή του γαμπρού, το πρωί της επόμενης μέρας, άνοιγε διακριτικά την πόρτα της κρεββατοκάμαρας, έμπαινε και η μητέρα του γαμπρού από πίσω, ανοίγανε το πάπλωμα και… διαπιστώνανε «ιδίοις όμασι» πως το ζευγάρι είχε γίνει «ζευγάρι» και ότι η κοπέλα ήταν παρθένα!

Την επομένη, ήταν ο «Αντίγαμος», το «Γκελίν Ερτεσή». Το απόγευμα της μέρας εκείνης, Δευτέρα ήταν, η νύφη δεχόταν στο καινούριο σπιτικό της, τις επισκέψεις παλιών και νέων φίλων και συγγενών που ερχόντουσαν να προσφέρουν τα δώρα τους. Χρυσά ή ασημένια νομίσματα, βραχιόλια χρυσά, σκουλαρίκια, ασημένια κουταλοπίρουνα, σερβίτσια του γλυκού κ.α. Ακολουθούσαν από μέρους της νύφης, τραταρίσματα, σουμάδες, κουφέτα, λουκούμια κι αφράτα αμύγδαλα της Χίου τα οποία οι επισκέπτες τα τύλιγαν στα μαντήλια τους και τα έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας, για τα παιδιά τους. Κατά το βραδάκι άρχιζε με τη συνοδεία της μουσικής, να μοιράζει η νύφη τα δώρα της, που τα είχε σε «Μποξά», στους οικείους και συγγενείς. Ο «Μποξάς» ήταν ένα δέμα φτιαγμένο από τετράγωνο ύφασμα (ενός περίπου τετραγωνικού μέτρου) μεταξωτό που περιείχε διάφορα δώρα, ρούχα συνήθως, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο εκείνου για τον οποίο προοριζόταν. Άρχιζε πάντα από τον πεθερό και την πεθερά που τα δικά τους δώρα ήταν και τα πιο βαριά. Ο Μποξάς συνήθως περιείχε ένα φόρεμα (σε ύφασμα), ζευγάρια κεντητές κάλτσες, πλεγμένες από τα χέρια της νύφης, ένα ζευγάρι παντόφλες βελουδένιες και χρυσοκεντημένες, πουκάμισο, μεταξωτό μαντήλι κ.α.

Οι γιορταστικές εκδηλώσεις του γάμου κρατούσαν όλη τη βδομάδα που ακολουθούσε το γάμο, για να γνωριστούν οι καινούριοι συγγενείς μεταξύ τους και να συσφιγχτούν οι μεταξύ τους κατοπινές σχέσεις.

Στιγμιότυπο οθόνης 2024 02 15 154154

 

ΤΟ ΒΑΦΤΙΣΜΑ

Σαν καλοί ορθόδοξοι Χριστιανοί που ήταν οι Ατταλειώτες, φρόντιζαν να βαφτίζουν τα μωρά τους όσο γινόταν νωρίτερα. Ήταν συνήθεια, ο κουμπάρος που είχε στεφανώσει τους γονείς στο γάμο τους, να βαφτίζει και τα παιδιά τους, ή τουλάχιστον το πρώτο παιδί. Αν τύχαινε να πεθάνει το παιδί αβάπτιστο, αυτό κρινόταν σαν μεγάλη αμαρτία. Έτσι, αν το βρέφος αρρώσταινε πριν βαφτιστεί και ήταν βαριά, φώναζαν επειγόντως τον παπά στο σπίτι κι αυτός το βάφτιζε με πρόχειρο και βιαστικό τρόπο, με απλό ράντισμα, χωρίς πολλές τελετουργίες, μην τύχει και πεθάνει αβάφτιστο.

Τα βαφτίσια γινόντουσαν συνήθως στα σπίτια και σπάνια στην εκκλησιά. Ο κουμπάρος που θα βάφτιζε το παιδί, ο νονός δηλαδή, αναλάμβανε εκείνος όλα τα έξοδα. Όπως είπαμε, νονός γινόταν εκείνος που στεφάνωσε τους γονείς του παιδιού, κατά συνήθεια, ο αμέσως μικρότερος αδελφός του πατέρα του. Κι όταν λέμε πως ο νονός αναλάμβανε όλα τα έξοδα, εννοούμε όλα ανεξαιρέτως τα έξοδα της βάφτισης. Τα βαφτιστικά του μωρού (πλήρη ενδυμασία), τις λαμπάδες, το ελαιόλαδο, το σαπούνι, τα έξοδα της εκκλησιάς, τους παπάδες, ψάλτες και καντηλανάφτες κι ό,τι άλλο χρειαζόταν. Την εποχή εκείνη, δεν συνηθιζόντουσαν οι μπομπονιέρες. Ο νονός μοίραζε στον κόσμο τα «Μαρτυρικά» σταυρουδάκια, και στα παιδιά νομίσματα μικρής αξίας.

Μετά το βάφτισμα του μωρού, η νονά ή κάποια οικεία του νονού, παράδινε ντυμένο το παιδί στη μητέρα του, αφού πρώτα η μητέρα έκανε τριπλή γονυκλισία και της φιλούσε το χέρι. Το νερό από τη βάφτιση, χυνόταν σε ειδικό χωνευτήρι που υπήρχε στην εκκλησιά και το ρουφούσε η γη. Συνήθως την 3η μέρα μετά τη βάφτιση, ερχόταν η νονά κι έπλενε τα ρούχα του μωρού που είχαν πάνω τους «Μύρο». Το νερό από εκείνη την πλύση, το έστελναν επίσης στο χωνευτήρι της εκκλησιάς.

Την πρώτη Κυριακή μετά το σαράντισμα η λεχώνα με το μωρό στα χέρια της μαμμής, και η νονά, πήγαιναν στην εκκλησιά για να πάρει την σχετική ευχή από τον παπά η λεχώνα. Παράλληλα, η νονά φρόντιζε για την πρώτη Μετάληψη του βαφτισιμιού της. Έτσι, ολοκληρωνόταν ο κύκλος του Μυστηρίου της Βάφτισης.

 

 

Πηγές:

https://kemipo-neaionia.gr/wp-content/uploads/2022/06/XERIZOMOS_1922_2022_KEMIPO.pdf

Από το βιβλίο «ΑΤΤΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΕΣ»

https://www.impisidias.com/mainsite/index.php?option=com_content&view=article&id=181:to-vaftisma&catid=62&Itemid=78

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση