Οι Ατταλειώτες ήταν τουρκόφωνοι. Στις εκκλησίες οι θείες Λειτουργίες, τα Ιερά Μυστήρια και όλες οι Ιερές Ακολουθίες γίνονταν στα ελληνικά. Απαγορευόταν δια Νόμου η χρήση της τουρκικής μέσα στο ναό. Ενώ όμως οι Έλληνες χριστιανοί δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα, εκκλησιάζονταν πολύ τακτικά. Πήγαιναν πάντα καλοντυμένοι οικογενειακώς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Όταν μεταλάβαιναν πήγαιναν στην εκκλησία καθαροί, πλυμένοι, φορώντας καθαρά ρούχα μέσα και έξω. Προτού πάνε για τη θεία Μετάληψη οι νεότεροι φιλούσαν το χέρι των μεγάλων και αυτοί τους ασπάζονταν στο πρόσωπο. Μεταλάβαιναν με ευλάβεια και όλη εκείνη την ημέρα δεν έφτυναν στο έδαφος, αλλά στη φωτιά ή σε απάτητο σημείο.
Όταν έπαιρναν το αντίδωρο, μετά τις Θείες Λειτουργίες, φρόντιζαν να μην πέσει κάτω και το παραμικρό ψίχουλο.
Κάθε πρωτομηνιά, για να πάει καλά ο μήνας, καλούσαν τον ιερέα στο σπίτι να κάνει Αγιασμό. Πάντοτε πριν και μετά το φαγητό έκαναν τον σταυρό τους και έλεγαν δυο λόγια προσευχής.
Το οικογενειακό εικονοστάσι δεν έλειπε από κανένα χριστιανικό σπίτι. Ήταν σωστό παρεκκλήσι, στεκόταν σ΄ένα ψηλό σημείο στην κρεβατοκάμαρα των νοικοκυραίων. Μέσα σ΄αυτό βρίσκονταν πολλές εικόνες, παλιές κι από την βυζαντινή ακόμα εποχή. Οι πρώτοι Άγιοι, πού αντιπροσωπεύονταν στις εικόνες αυτές, ήταν αυτοί των οποίων τα ονόματα έφερναν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού. Σειρά μετά είχαν οι Άγιοι πού τα ονόματά τους είχαν πάρει τα παιδιά του σπιτιού. Μπροστά τους έκαιγε το καντήλι όλο το εικοσιτετράωρο, μέρα και νύχτα. Το σπιτικό θυμιατήρι είχε κι αυτό τη θέση του εκεί, ποτέ δεν έλειπε.
Οι κυριότεροι Άγιοι της Αττάλειας ήταν οι:
Ἰανουάριος
7 Ἰανουαρίου Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυς Ἀθανάσιος, ὁ ἐξ Ἀτταλείας.
27 Ἰανουαρίου Ἡ Ἁγ. Μάρτυς Νεονίλλα, ἡ ἐκ Παμφυλίας.
Φεβρουάριος
13 Φεβρουαρίου Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα.
18 Φεβρουαρίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Λέων καί Παρηγόριος.
20 Φεβρουαρίου Ὁ Ἅγ. Κινδέας, Ἐπίσκοπος Πισιδίας.
21 Φεβρουαρίου Ὁ Ἅγ. Εὐστάθιος ὁ ἐκ Σίδης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας.
28 Φεβρουαρίου Ὁ Ἅγ. Ἱερομάρτυς Νέστωρ, Ἐπίσκοπος Μαγύδου.
Μάρτιος
2 Μαρτίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Νέστωρ καί Τριβίμιος.
4 Μαρτίου Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης, ἐκ Λυκίας.
5 Μαρτίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Κόνων, ὁ κηπουρός.
24 Μαρτίου Ὁ Ἅγ. Ἀρτέμων Ἐπίσκοπος Σελευκείας τῆς Πισιδίας.
Ἀπρίλιος
7 Ἀπριλίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Καλλιόπιος, ὁ ἐκ Πέργης.
15 Ἀπριλίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Κρήσκης.
19 Ἀπριλίου Ὁ Ἅγ. Γεώργιος, ὁ Ὁμολογητής, Ἐπίσκοπος Πισιδίας.
19 Ἀπριλίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες, Θεόδωρος ἡ μήτηρ αὐτοῦ Φιλίππα καί οἱ συμμαρτυρύσαντες Σωκράτης καί Διονύσιος.
Μαΐος
2 Μαΐου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Ἕσπερος καί Ζωή μετά τῶν τέκνω αὐτῶν Κυριακοῦ καί Θεοδούλου.
Ἰούνιος
3 Ἰουνίου Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Θαυματουργός, ἐκ Παμφυλίας.
19 Ἰουνίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Ζώσιμος.
20 Ἰουνίου Ὁ Ἁγ. Ἱερομάρτυς Μεθόδιος, Ἐπίσκοπος Πατάρων.
25 Ἰουνίου Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἐξ Ἀτταλείας.
29 Ἰουνίου Ὁ Ἅγ. Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἰούλιος
10 Ἰουλίου Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βιάνωρ, ὁ ἐκ Πισιδίας.
11 Ἰουλίου Ὁ Ἅγ. Ἱερομάρτυς Κίνδεος ὁ Πρεσβύτερος Σίδης.
16 Ἰουλίου Οἱ Δέκαπέντε χιλιάδες Ἅγιοι Μάρτυρες τῆς Πισιδίας.
17 Ἰουλίου Ἡ Ἁγ. Μεγαλομάρτυς Μαρίνα.
Αὔγουστος
1ῃ Αὐγούστου Οἱ Ἅγ. 9 Μάρτυρες τῆς Πέργης, Λεόντιος, Ἄττος, Ἀλέξανδρος, Κινδέος, Μνησίθεος, Κυριακός, Μηναῖος, Κάτουνος καί Εὔκλεος.
18 Αὐγούστου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Λέων, ὁ ἐκ Μύρων.
20 Αὐγούστου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Σεβήρος, ὁ ἐκ Σίδης.
Σεπτέμβριος
24 Σεπτεμβρίου Ἡ Ἁγ. Πρωτομάρτυς καί Ἰσαπόστολος Θέκλα.
28 Σεπτεμβρίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Ἀλφειός καί Ζώσιμος, αὐτάδελφοι ἐκ Πισιδίας καί οἱ συμμαρτυρήσαντες Ἅγ. Μάρτυρες Μάρκος, Νίκων, Νέων καί Ἡλιόδωρος.
Ὀκτώβριος
2 Ὀκτωβρίου Ὁ Ἅγ. Ἱερομάρτυς Κυπριανός Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας καί ἡ Ἁγ. Παρθενομάρτυς Ἰουστίνα.
12 Ὀκτωβρίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Πρόβος, ὁ ἐκ Σίδης.
25 Ὀκτωβρίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Παπίας, Διόδωρος καί Κλαυδιανός.
29 Ὀκτωβρίου Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυς Ἀθανάσιος, ὁ Πρεσβύτερος, ἐκ Σπάρτης τῆς Πισιδίας.
Νοέμβριος
4 Νοεμβρίου Οἱ Ἅγ. Ἱερομάρτυρες Νίκανδρος Ἐπίσκοπος Μύρων καί Ἑρμαῖος Πρεσβύτερος.
9 Νοεμβρίου Ἡ Ὁσία Ματρώνα, ἡ ἐκ Πέργης.
19 Νοεμβρίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Ἡλιόδωρος, ὁ ἐκ Μαγύδου.
22 Νοεμβρίου Οἱ Ἅγ. Μάρτυρες Μάρκος, Στέφανος καί Μάρκος (ἕτερος), ἐξ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας.
Δεκέμβριος
6 Δεκεμβρίου Ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκ. Μύρων.
21 Δεκεμβρίου Ὁ Ἅγ. Μάρτυς Θεμιστοκλῆς.
Γιορτές της Χριστιανοσύνης
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίo οι Ατταλειώτες ζούσαν, κάθε χρόνο, τις διάφορες Γιορτές της Χριστιανοσύνης.
- Πρωτοχρονιά
Κάθε χριστιανική οικογένεια δεν παρέλειπε να λειτουργηθεί την Πρωτοχρονιά. Πήγαιναν όλοι μαζί και εκκλησιάζονταν. Έκριναν απαραίτητο τη μέρα εκείνη να φορούν καινούργια ρούχα. Τη μέρα εκείνη, το τραπέζι στρωνόταν το πρωί και με το πρωινό που έτρωγαν, έκοβαν την Βασιλόπιτα ή το Τσουρέκι. Το πρώτο κομμάτι, όπως συνηθίζεται και στην Αθήνα, ήταν για την Παναγιά, το δεύτερο για το σπίτι, το τρίτο για τον φτωχό (τον ζητιάνο) και τα άλλα για τα μέλη της οικογένειας. Άρχιζαν πάντα από τον μεγαλύτερο και τέλειωναν με το μικρότερο. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μαζεύονταν το βράδυ οι διάφορες οικογένειες σε κάποιο συγγενικό τους σπίτι και διασκέδαζαν για τον καινούργιο χρόνο.
- Τα Φώτα, Θεοφάνεια
Τα Φώτα γιορτάζονταν στις 6 του Γενάρη. Την παραμονή των Φώτων, γινόταν μεγάλη νηστεία καθώς και ο Αγιασμός. Όλοι οι χριστιανοί Ατταλειώτες, θεωρούσαν απαραίτητο με τον αγιασμό της μέρας εκείνης ν’ αγιάσουν τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους ή τα εργαστήριά τους. Από κείνο τον Αγιασμό κρατούσαν μια μικρή ποσότητα στο σπίτι, στο εικονοστάσι, για ώρα ανάγκης, αρρώστια, δυστύχημα, μάτιασμα κ.ά. Την ίδια μέρα γύριζαν οι παπάδες και άγιαζαν τα σπίτια. Είχαν στο χέρι τους Σταυρό και μάτσο βασιλικό και ράντιζαν τα σπίτια με τον αγιασμό που τον είχε ένα παιδί που τον ακολουθούσε σ’ ένα «μπακρέτσι» μπακιρένιο δοχείο, όπου οι πιστοί έριχναν κέρματα για το παιδί. Οι παπάδες μπαίνοντας στα σπίτια άρχιζαν το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε» κ.τ.λ. και ράντιζαν τα δωμάτια. Η οικογένεια δεχόταν το ραντισμό του βασιλικού, φιλούσε το Σταυρό και το χέρι του παπά. Η οικοδέσποινα με το φίλημα του χεριού του παπά άφηνε στο χέρι αυτού ένα νόμισμα.
Την παραμονή των Φώτων, δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις στους δρόμους από τη μυρωδιά του καμένου λαδιού. Σ’ όλα τα σπίτια έψηναν λουκουμάδες, τα «Σαράϊγ Λοκμασή».
Τη μέρα των Θεοφανίων αγιάζονταν όλα τα νερά.
Οι εκκλησιαζόμενοι έπιναν τον αγιασμό πριν να φάνε το αντίδωρο. Στη συνέχεια, μετέφεραν αγιασμό στο σπίτι ράντιζαν και άγιαζαν αυτό κι αφού έβραζαν νερό, τον έριχναν μέσα σε λεκάνες ή μπανιέρες, αν είχαν και βαπτιζόντουσαν όλοι. Ο Μεγάλος αυτός Αγιασμός ονομαζόταν «Δρόσος». Έπρεπε μάλιστα να καταναλωθεί την ίδια εκείνη μέρα πριν τη δύση του ηλίου. Αν τύχαινε και ξεχνούσαν κάποια ποσότητα απ’ αυτόν, έπρεπε να πάνε την άλλη μέρα και να την παραδώσουν στην εκκλησία.
Μετά την απόλυση της εκκλησίας, μαζί με τον Αγιασμό η οικογένεια έφερνε και το «Φως» που το έπαιρναν από τις λαμπάδες που βρίσκονταν στην εξέδρα του Αγιασμού. Μ’ αυτό το φως άναβαν το καντήλι μπροστά στις εικόνες και το κρατούσαν «ακοίμητο» αναμμένο επί 40 μέρες.
- Καθαρά Δευτέρα
Τη μέρα αυτή, όλος ο κόσμος ξεχυνόταν στις εξοχές και στα ακρογιάλια κουβαλώντας μαζί και τα νηστίσιμα φαγητά του. Και τότε έτρωγαν και διασκέδαζαν. Στην Ελλάδα, αυτή την «έξοδο» συνηθίζουν να την λένε «τα Κούλουμα». Στην Αττάλεια την Καθαρή Δευτέρα την έλεγαν «Γιαλή Ντερνεγή», που σημαίνει «Δευτέρα του Γιαλού». Εκτός από τ’ ακρογιάλια και τις άλλες εξοχές, μαζεύονταν και στην τοποθεσία «Φανάρι» που ήταν ο Φάρος και πιο πέρα το Γιαλή ή οκτώ. Στο μέρος εκείνο, ένας παραπόταμος του Ντουντέν, του ποταμού Καταρράχτη, σχημάτιζε το σχήμα του 8 στις νησίδες του οποίου ήταν δυο αιωνόβια δένδρα. Δίπλα σε κείνα τα πλατάνια και κοντά στο Εβραϊκό νεκροταφείο, βρισκόταν ένα κατάσπαρτο λιβάδι. Τη μέρα λοιπόν εκείνη, ή και άλλες φορές, γινόντουσαν διάφορα «Ματς» (όπως θα τα λέγαμε σήμερα) πάλη δηλαδή Πεχλιβάνηδων (παλαιστών) και πάλη ανάμεσα σε καμήλες. Το θέαμα και στις δυο περιπτώσεις ήταν πολύ εντυπωσιακό.
Την Τρίτη, μετά την Καθαρή Δευτέρα, από νωρίς το πρωί, γύριζαν στα Χριστιανικά σπίτια οι τσιγγάνες, φορτωμένες με αγριόσκουπες που τις διαλαλούσαν για να τις πουλήσουν. «Αλαάν-Σϋπϋργκεση», φώναζαν. Ωστόσο κύριος σκοπός τους ήταν να ζητούν και να μαζεύουν οτιδήποτε αρτινά φαγητά και γλυκά είχαν περισσέψει στο κάθε σπίτι, από τις Απόκριες. Τα έπαιρναν και τα έριχναν ανάκατα μέσα στα πέτσινα σακούλια που κουβαλούσαν.
- Του Ευαγγελισμού, 25η Μαρτίου
Στις 25 του Μάρτη είχαμε διπλή γιορτή. Θρησκευτική αλλά και εθνική. Αυτή τη δεύτερη την γιορτάζαμε στα κρυφά από τους τούρκους. Η μέρα του Ευαγγελισμού, αποτελούσε ορόσημο ανάμεσα στο χειμώνα και στην Άνοιξη.
Συνήθως, τη μέρα εκείνη ο κόσμος άρχιζε να φοράει τα καλοκαιρινά ρούχα του. Ανήμερα του Ευαγγελισμού, έτρωγαν ψάρι, πράγμα που κατά τη διάρκεια της νηστείας δεν επιτρεπόταν. Αποτελούσε πάντως κάποια ανακούφιση για τα στομάχια μας, μια ποικιλία και ξεδίναμε λίγο από τη νηστεία.
Η αγορά φρόντιζε να είναι εφοδιασμένη με άφθονο ψάρι τη μέρα εκείνη κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, πήγαινε να το ψωνίσει, κατά το έθιμο. Αν πάλι τύχαινε να μην βρει φρέσκο ψάρι, για να τηρηθεί το έθιμο, ψώνιζε μπακαλιάρο, παστόψαρο, σκουμπρί, ρέγγα κ.λ.π.
Συνήθιζαν να λένε για τη μέρα του Ευαγγελισμού : «Αν δεν βρεις ψάρι να φας, βρες τουλάχιστον ψαροκκόκαλο να γλύψεις!» Τόσο βαθειά ήταν ριζωμένο το έθιμο εκείνο.
- Μεγάλη Σαρακοστή
Η νηστεία βαστούσε 50 ολάκερες μέρες και οι Ατταλειώτες την τηρούσαν πιστά, χωρίς να τρώνε ούτε λάδι. Μερικές ίσως οικογένειες, μαγείρευαν με σουσαμόλαδο, γιατί έλεγαν πως αυτό επιτρέπεται.
- Πάσχα
Σάββατο του Λαζάρου
Τη μέρα του Λαζάρου, έφτιαχναν στα σπίτια ζυμωτά ψωμάκια που τους έδιναν τη μορφή ανθρώπου τα πασπάλιζαν με σουσάμι και τα μοίραζαν στους φτωχούς για να τιμήσουν τη μνήμη του «φτωχού – Λαζάρου».
Στο Ελμαλή, κωμόπολη της Αττάλειας, οι λιγοστές χριστιανικές οικογένειες που το κατοικούσαν, τουρκόφωνες μέσα στην τουρκιά, τηρούσαν κι εκείνοι τα ήθη και τα έθιμα τούτα με θρησκευτική ευλάβεια.
Του «Λαζάρου» έφτιαχναν κι αυτοί κουλουράκια ή ψωμάκια επί τούτου για να τα μοιράσουν στους φτωχούς. Μάλιστα τα παιδιά εκεί, συνήθιζαν τη μέρα του Λαζάρου να γυρίζουν στα Χριστιανικά σπίτια 2-3 παιδιά μαζί, να χτυπούν την πόρτα και όταν η νοικοκυρά τους άνοιγε και έμπαιναν στο σπίτι, ένας απ’ αυτούς σωριαζόταν στο πάτωμα σαν ξερός. Παράσταινε τον… πεθαμένο Λάζαρο! Τότε, οι σύντροφοί του άρχιζαν να του φωνάζουν : «Λάζαρε, Λάζαρε, δεύρο έξω!»
Ο… Λάζαρος ζωντάνευε και σηκωνόταν και όλη η παρέα εισέπραττε κουλούρια, ψωμάκια και χαρτζιλίκι. Ευχαριστούσαν την κυρά του σπιτιού κι ευχόντουσαν : «Τσοκ Σενελερέ» (Χρόνια Πολλά), και έφευγαν.
Κι όλα αυτά, αυτή η πιστή τήρηση της παράδοσης και της βαθιάς θρησκευτικότητας, που συνέβαιναν; Σε μια κωμόπολη χαμένη μέσα στην Τουρκιά, κατοικημένη από λίγους, πολύ λίγους Χριστιανούς!
Κυριακή των Βαΐων
Τη μεγάλη εκείνη γιορτή, όλος ο χριστιανικός κόσμος πήγαινε στην εκκλησιά να λειτουργηθεί και να πάρει βάγια που ευλόγησε ο ιερέας, κλαδιά δηλαδή από ελιά ή από Μυρτιά και Σταυρούς καμωμένους από τρυφερά φύλλα Χουρμαδιάς (Φοινικιάς), σε ανάμνηση της εισόδου του Χριστού στην Ιερουσαλήμ.
Η κάθε οικογένεια έπαιρνε δυο τουλάχιστον μάτσα Βάγια για να τα έχει για όλο το χρόνο στο σπίτι. Χρησίμευαν για θυμιάτισμα στις εικόνες και σ’ όλο το σπίτι, καθώς επίσης και για ξεμάτιασμα.
Τη μέρα των Βαΐων και του Ευαγγελισμού, επιτρεπόταν το ψάρι, μάλιστα συνήθιζαν να λένε και το εξής τετράστιχο σχετικά :
«Βάγια Βάγια των Βαγιώ,
να φας ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώς το κόκκινο αυγό!»
Τα απαραίτητα ελαιόκλαδα, φρόντιζε και μας τα προμήθευε η Κοινότητα, στέλνοντας συνεργείο να τα κλαδέψει στο μικρό νησάκι το «Ποντικονήσι» (Σιτσάν – αντασή) που βρισκόταν στο μυχό του κόλπου της Αττάλειας, δυτικά στο «Παναγιά-Μπουναρή» (πηγή της Παναγίας). Το νησάκι αυτό, το Ποντικονήσι, το έλεγαν έτσι γιατί είχε το σχήμα ποντικού που κάθεται, κατά τα άλλα, διέθετε άφθονο – πλούσιο κυνήγι, από λαγούς και πέρδικες μέχρι αλεπούδες. Ακόμα, υπάρχει στο μέρος εκείνο, ανεκμετάλλευτο μεταλλείο άμμου για την κατασκευή γυαλιού.
Μεγάλη Εβδομάδα
Ήταν πολύ μεγάλη, ασυγχώρητη αμαρτία για τον καθένα Χριστιανό, να μην νηστέψει τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ούτε λάδι δεν έπρεπε να βάλει στο στόμα του. Οι Ατταλειώτες παρακολουθούσαν όλες τις Ιερές Ακολουθίες της εβδομάδας. Από το βράδυ των Βαΐων άρχιζαν κιόλας οι Ακολουθίες του Νυμφίου, τρεις μέρες, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, οι νοικοκυρές πνιγόντουσαν στη δουλειά στα σπιτικά τους. Μπουγάδιαζαν τα ρούχα της οικογένειας, καθάριζαν το σπίτι από πάνω μέχρι κάτω κι ετοιμάζονταν για το Πάσχα.
Μεγάλη Δευτέρα
Η νοικοκυρά ζύμωνε και έφτιαχνε κουλουράκια και παξιμάδια με κανέλα, σουσάμι και μαστίχα, για να φαγωθούν εκείνη τη βδομάδα της τέλειας κι αυστηρής νηστείας χωρίς την ανάγκη για άλλο προσφάγι. Το πολύ πολύ να έτρωγαν ακόμη ελιές ή και ταχινο-χαλβά.
Μεγάλη Τετάρτη
Από νωρίς το απόγευμα, γινόταν στην εκκλησία το Μεγάλο Ευχέλαιο. Όσοι ήθελαν, έκαναν και στα σπίτια τους ιδιωτικό ευχέλαιο. Με το Αγιασμένο λάδι, χρίζονταν οι πιστοί στο μέτωπο, στα μάγουλα και στα χέρια, σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού.
Το αγιασμένο λάδι από το Ευχέλαιο, το φύλαγαν στο σπίτι και το χρησιμοποιούσαν σαν βάλσαμο, για θεραπείες όλη τη χρονιά. Έχριζαν μ’ αυτό το πονεμένο μέρος του σώματος, σχηματίζοντας Σταυρό.
Μεγάλη Πέμπτη
Τη μέρα αυτή η νοικοκυρά βάφει στο σπίτι της, 12 αυγά κόκκινα.
Το βράδυ στην Ακολουθία των Παθών κατανυκτικά ακούγεται το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου …» και με απέραντη ευλάβεια παρακολουθείται η περιφορά του Εσταυρωμένου. Ο κόσμος προσέρχεται και προσκυνά τον Εσταυρωμένο. ΄Ήταν έθιμο να στολίζεται ο Σταυρός από νεαρές κοπέλες με στεφάνια και πλεξούδες από άνθη νεραντζιάς και πορτοκαλιάς. Οι εκκλησίες μοσχομύριζαν.
Μεγάλη Παρασκευή
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, γινόταν η ακολουθία της Αποκαθήλωσης. Με πολλή κατάνυξη παρακολουθούσε ο κόσμος την Αποκαθήλωση του Σώματος του Χριστού και την εναπόθεσή του στο ετοιμασμένο Κουβούκλιο του Επιταφίου.
Πριν από την Αποκαθήλωση, ο κόσμος έσπευδε να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο για άλλη μια φορά. Μετά την τοποθέτηση του χρυσοποίκιλτου Επιταφίου στο κουβούκλιο, προσκυνούν τον Επιτάφιο. Η Ακολουθία τη μέρα αυτή κρατάει πολύ. Μέχρι τις 12 το μεσημέρι.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι αργία και νηστεύουν όλοι χωρίς λάδι. Πολλοί συνηθίζουν και τρώνε φακές μαγειρεμένες χωρίς λάδι, με μπόλικο ξύδι μονάχα, για να θυμούνται πως και τον «Κύριο» τον πότισαν ξύδι πάνω στο Σταυρό.
Με τα πιο όμορφα λουλούδια στολίζεται την ημέρα εκείνη από τις κοπέλες ο Επιτάφιος. Η κάθε μια ενορία, προσπαθεί να ξεπεράσει την άλλη στην ωραιότητα του στολισμού. Ολημερίς, γυναίκες και παιδιά, γυρίζουν στις εκκλησιές, προσκυνούν τον Επιτάφιο και περνούν κάτω από το Κουβούκλιό του, επικαλούμενοι τη βοήθεια του Θεανθρώπου για υγεία και θεραπεία των αρρώστων τους.
Οι Χριστιανοί έδιναν μεγάλη θεραπευτική αξία στα λουλούδια του Επιταφίου. Έπαιρναν απ’ αυτά και τα φύλαγαν όλο το χρόνο για να θυμιατίζουν τις εικόνες τους, αλλά και για φάρμακο και θεραπεία των αρρώστων. Όσο για τα κεριά του Επιταφίου, φυλάγονται κι αυτά στο Εικονοστάσι.
Μεγάλο, μέγιστο γεγονός, η βραδινή ακολουθία του Επιταφίου: Μαθητές και μαθήτριες ψέλνουν εκ περιτροπής τον Επιτάφιο Θρήνο μαζί με τους ψαλτάδες και τους παπάδες. Τη στιγμή που ακούγονται τα λόγια «Έρραναν τον τάφον…» ο παπάς ραντίζει με ανθόνερο τον Επιτάφιο κι όλο το εκκλησίασμα. Στη συνέχεια το βράδυ η περιφορά του Επιταφίου στους κεντρικούς δρόμους, συνοδευμένου από παπάδες, ψάλτες, παιδιά και όλο το εκκλησίασμα. Όλοι, έψελναν τον Επιτάφιο θρήνο. Η πομπή εκείνη ήταν μεγαλειώδης. Μπροστά-μπροστά προχωρούσαν, τα φανάρια, τα εξαπτέρυγα, τα εκκλησιαστικά λάβαρα, ο Σταυρός άδειος και μελαγχολικός…. Ακολουθούσαν οι ψάλτες και το Κουβούκλιο κατάφωτο με τον Επιτάφιο. Αν υπήρχε Δεσπότης, ακολουθούσε μετά το Κουβούκλιο, αλλιώς ακολουθούσαν οι παπάδες με Ευαγγέλια και εικόνες στα χέρια τους κι από πίσω τους ερχόταν ο κόσμος.
Όλα τα σπίτια στους δρόμους που θα περνούσε ο Επιτάφιος ήταν κατάφωτα από τα κεριά. Σκαρφαλωμένοι στις στέγες οι χριστιανοί, στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, βαστώντας όλοι αναμμένα κεριά και θυμιατά…
Κατά την πορεία του ο Επιτάφιος σταματούσε σε πλατείες και σε σταυροδρόμια και αναπέμπονταν δεήσεις από τον Κλήρο.
Μεγάλο Σάββατο
Τη μέρα αυτή γινόταν πρωϊνή λειτουργία. Κατά τη διάρκειά της ο παπάς σκόρπιζε δαφνόφυλλα σ’όλη την εκκλησιά και έψελνε το : «Ανάστα ο Θεός».
Οι καμπάνες τη στιγμή εκείνη χτυπούσαν χαρμόσυνα κι αυτό ήταν το προμήνυμα της Ανάστασης… Στα σπίτια, οι νοικοκυρές σκοτώνονται. Ζυμώνουν, πλάθουν και ψήνουν τσουρέκια και κουλούρια της Λαμπρής, σφάζεται ο κόκορας για την Πασχαλινή σούπα, βάφονται τα κόκκινα αυγά κι όλο το σπίτι βρίσκεται σε… αναβρασμό.
Κυριακή του Πάσχα, Ανάσταση
Το Μεγάλο Σάββατο οι μάνες τραβούσαν τα… βάσανά τους από τα παιδιά, που βλέποντας και… μυρίζοντας τσουρέκια, κουλούρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές, ήθελαν σώνει και καλά να φάνε! Τα έκρυβαν λοιπόν όπου μπορούσαν οι καλές εκείνες νοικοκυρές και έλεγαν στα παιδιά τους, πως τα πήραν οι… Καμηλιέρηδες και θα τα φέρουν πίσω τα μεσάνυχτα. Έτσι τα παιδιά ησύχαζαν και το έπαιρναν απόφαση, να περιμένουν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Τα μεσάνυχτα, χτυπούσαν οι καμπάνες της Ανάστασης κι όλος ο Χριστιανικός κόσμος έσπευδε στις εκκλησιές. Τώρα, μετά το πένθος, η εκκλησιά ήταν χαρούμενα και γιορταστικά στολισμένη με τα εκκλησιαστικά λάβαρα και με κορδέλες άσπρες και κόκκινες. Σε μερικά σημεία, έβλεπες και άσπρο με μπλε χρώμα, όπως στην πολυθρόνα που προοριζόταν για τον Έλληνα Πρόξενο. Ο φωτισμός της εκκλησίας στην αρχή είναι αδύνατος, ενώ οι ψαλμωδίες συνεχίζουν ν’ ακούγονται. Σε κάποια ορισμένη στιγμή, σβήνανε όλα τα φώτα και παρουσιαζόταν στην Ωραία Πύλη ο παπάς, στα σκοτεινά, με αναμμένη λαμπάδα ψέλνοντας το : «Δεύτε λάβετε φως». Εκείνοι που βρίσκονταν κοντά στην Ωραία Πύλη, άναβαν τις άσπρες λαμπάδες τους από τη λαμπάδα του ιερέα και στη συνέχεια μετέδιδαν το φως στους άλλους, μέχρι που ολόκληρη η εκκλησία φωτιζόταν και γέμιζε από το Άγιο Φως.
Ο κόσμος με τις αναμμένες λαμπάδες του αρχίζει να βγαίνει έξω και να παίρνει θέση, περιμένοντας παπάδες και ψάλτες, για την ακολουθία της Ανάστασης. Οι ιερείς βγαίνουν κι αυτοί με τη σειρά τους και παίρνουν τη θέση τους πάνω στην ειδική εξέδρα. Διαβαζόταν το Ευαγγέλιο κι ακολουθούσε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ…». Την ώρα εκείνη χαλούσε ο κόσμος! Χτυπούσαν οι καμπάνες, έπεφταν κροτίδες, οι λαμπάδες ανεβοκατέβαιναν, άναβαν και έκαιγαν βεγγαλικά (Τσιγγηλή Μαϊτάπ), συγγενείς και φίλοι καθώς και οικογένειες, φιλιούνταν και αλληλοεύχονταν, επαναλαμβάνοντας «Χριστός Ανέστη» «Αληθώς Ανέστη» «Χρόνια πολλά»! Οι… βιαστικοί και πολύ λαίμαργοι, έβγαζαν κουλούρια που τα είχαν κρύψει από πριν στις τσέπες τους κι άλλοι αυγά για να τα τσουγκρίσουν εκεί, επί τόπου. «Χ ρ ι σ τ ό ς Α ν έ σ τ η!».
Μετά την Ανάσταση, τη θεία Λειτουργία έπαιρναν δρόμο βιαστικοί για τα σπίτια τους, βαστώντας τις αναμμένες λαμπάδες τους. Μόλις έφθαναν, πριν δρασκελίσουν το κατώφλι, έκαναν ένα Σταυρό στον παραστάτη της πόρτας με τον καπνό του αναμμένου κεριού τους. Το τραπέζι τους περιμένει έτοιμο, στρωμένο και τα φαγητά ήταν κι αυτά από πριν ετοιμασμένα. Έπιναν την αχνιστή κοτόσουπα με ρύζι και αυγολέμονο, έτρωγαν την κότα βραστή, κόκκινα αυγά, τυριά, κουλούρια, τσουρέκια. Για το καλό της μέρας, έστηναν τις Αναστάσιμες λαμπάδες αναμμένες πάνω στο γιορταστικό τραπέζι.
Την Κυριακή του Πάσχα, οι αρραβωνιασμένοι αντάλλασσαν μεταξύ τους σπιτικά τσουρέκια, κουλούρια και κόκκινα αυγά. Τσουρέκια, κουλούρια και κόκκινα αυγά έστελναν ακόμη και στους Τούρκους, φίλους και γείτονες, οι Χριστιανοί. Τις μέρες αυτές, στηνόντουσαν από τους τούρκους κούνιες, στις πλατείες και στα κεντρικά σημεία της πόλης για να διασκεδάσουν τα Χριστιανόπαιδα.
Γινόταν ο γύρος της πόλης, αμαξάδα με τα Παϊτόνια και τα παιδιά πλήρωναν σε «είδος», με κουλούρια δηλαδή και με κόκκινα αυγά, που τα μάζευαν από τις διάφορες επισκέψεις που έκαναν στους συγγενείς. Άλλοι τούρκοι πάλι γύριζαν στα χριστιανικά σπίτια με νταούλια (τύμπανα) και ζουρνάδες (Πίπιζες) κι ευχόντουσαν «Τσόκ Σενελερέ» (χρόνια πολλά) και μάζευαν επίσης κουλούρια και αυγά κόκκινα. Όλη τη μέρα, αντί για «Καλημέρα», οι άνθρωποι έλεγαν ο ένας στον άλλον : «Χριστός Ανέστη!» «Αληθώς Ανέστη!»
- Πρωτομαγιά
Αυτή ήταν μέρα εξοχής και εκδρομής. Πριν ακόμα βγει καλά-καλά ο ήλιος, ξεκινούσε ο κόσμος για τις εξοχές. Κυρίως πήγαιναν στα εξοχικά κέντρα που βρίσκονταν στο Φανάρι και έπαιρναν εκεί το πρωϊνό τους τρώγοντας Μαγιάτικα κουλούρια και πεϊνιρλί. Ο φτωχότερος κόσμος που δεν ήθελε να καθίσει στα διάφορα κέντρα της περιοχής, κατέφευγε στα βράχια προς την παραλία στο Πιπέρογλου-Καϊβεσή (το καφενείο του Πιπέρογλου) έτσι ονομάτιζαν εκείνα τα βραχάκια κι εκεί κολάτσιζαν με ό,τι είχαν φέρει μαζί τους.
Επειδή στην Αττάλεια και τον Μάη μήνα κάνει ζέστη, φρόντιζαν να μαζέψουν έγκαιρα τα αγριολούλουδα που χρειάζονταν για να φτιάξουν το Μαγιάτικο στεφάνι τους και γύριζαν νωρίς στα σπίτια τους. Το Μαγιάτικο στεφάνι με αγριολούλουδα ή και με ήμερα λουλούδια, όπως τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα κ.α., το άφηναν κρεμασμένο στην εξώπορτα του σπιτιού ή στο παράθυρο, μέχρι τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη. Το βράδυ της γιορτής του Αϊ-Γιάννη, άναβαν φωτιές και έκαιγαν ότι παλιό και άχρηστο πράγμα υπήρχε στο σπίτι. Εκεί, έριχναν και έκαιγαν και τα Μαγιάτικα στεφάνια. Στη συνέχεια πηδούσαν πάνω από τις φωτιές.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κύκκου- Ατταλειώτισσας
Οι χριστιανοί της Αττάλειας με ιδιαίτερη ευλάβεια τιμούσαν την Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Κύκκου – Τζίγκο Παναγιά, όπως την αποκαλούσαν με την τοπική προφορά – η οποία είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση στον ναό του Αγίου Νικολάου της Αττάλειας.
Εκτός άλλων εκδηλώσεων σεβασμού και ευλαβείας οι Ατταλειώτες κάθε Δευτέρα πρωί, πριν να πάνε στις δουλειές τους περνούσαν και προσκυνούσαν την ιερή αυτή Εικόνα και ζητούσαν τη Χάρη της Παναγίας Μητέρας. Πολλά θαύματα της Παναγίας είχαν δει στη ζωή τους. Ακόμα και παράλυτη κόρη είχε θεραπεύσει θαυματουργικά.
Η Εικόνα αυτή ήταν (και εξακολουθεί να υπάρχει, όπως θα δούμε στον Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου Αθηνών) πολύ παλαιά. Είναι πιστό αντίγραφο της Εικόνας της Παναγίας, η οποία φυλάσσεται στην Ἱ. Μονή Κύκκου της Κύπρου.
Ὁ Ατταλειώτης Μητροπολίτης της Αγκύρας Σεραφείμ στο ειδικό σύγγραμμά του «Περί της Μονής του Κύκκου εις την Κύπρο και το οποίο εκδόθηκε το 1780 στη Βενετία γράφει :
Μία από τις τρεις εικόνες της Θεοτόκου πού αγιογραφήθηκαν από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά μέσω Αιγύπτου μεταφερόταν στην Κωνσταντινούπολη. Άγνωστον για ποιόν λόγο την έφεραν και την κατέθεσαν στην Αττάλεια. Εκεί διαφυλάχθηκε επί μακρόν διάστημα.
Όταν τον 6ον αιώνα επί αυτοκράτορα Ηρακλείου ὁ βασιλιάς των Περσών Χοσρόης κυρίευσε την Αττάλεια η ιερή εικόνα μεταφέρθηκε στην Κύπρο. Όμως τον 7ον αιώνα και εκεί κινδύνεψε η εικόνα από τις επιδρομές των Σαρακηνών στο νησί. Για να προστατεύσουν την Εικόνα την μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, στο αυτοκρατορικό παλάτι.
Κατά μία άλλη παράδοση, την οποία δεν αναφέρει ὁ Αγκύρας Σεραφείμ, γύρω στα 1100 μ.Χ. ὁ βυζαντινός διοικητής της Κύπρου άρχοντας Μανουήλ Βουτομίτης, μετά από θαυματουργική θεραπεία του από έναν γέρο ερημίτη, τον Ησαΐα, δέχτηκε να πάνε μαζί στην βασιλεύουσα και να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα την ιερή Εικόνα της Θεομήτορος, ἡ οποία είχε σταλεί παλαιότερα από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ὁ αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός δέχθηκε σε ακρόαση τον άρχοντα Βουτομίτη και τον ερημίτη Ησαΐα και άκουσε το αίτημά τους επιφυλάχτηκε να απαντήσει, διότι δεν ήθελε να στερηθεί την χαριτόβρυτη εικόνα. Όταν όμως η μονάκριβη κόρη του αρρώστησε βαριά και θεραπεύτηκε με την προσευχή του γέροντα ερημίτη, αντιλήφθηκε πώς ήταν θέλημα Θεού να δώσει την Εικόνα.
Έτσι, όχι μόνον παρέδωσε την ιερή Εικόνα, αλλά και χορήγησε τα απαιτούμενα χρήματα για την ανέγερση του μοναστηριού, στο οποίο θα την τοποθετούσαν. Το μοναστήρι αυτό ονομάστηκε Μονή Κύκκου.
Ἡ θαυματουργή Εικόνα είναι διαστάσεων 75 ἐκ. x 55 ἐκ. Στό κέντρο τῆς εἰκόνας ἀπεικονίζεται ἡ Κυρία Θεοτόκος, βαστάζουσα ἐκ δεξιῶν Της τόν Σωτήρα Χριστό καί ἔχουσα τό πρόσωπόν Της γυρμένο πρός Αὐτόν. Στό δεξιό μέρος τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Θ. Βρέφους, ἀπεικονίζεται κάτι ὁμολογουμένως σπάνιο γιά τίς εἰκόνες αὐτές, ἡ μορφή τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος φέρεται στραμμένος πρός τήν Θεοτόκον βαστώντας ἕναν ἁγιογραφικόν κάλαμον, παρέχων τήν ἐντύπωσιν ὅτι ζωγραφίζει Αὐτήν. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς κεφαλῆς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἁγιογραφημένοι οἱ Ἀρχάγγελοι Γαβριήλ καί Μιχαήλ. Εἰς τό ἐπάνω μέρος τῆς Εἰκόνος καί ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Θεομήτορος εἶναι ἁγιογραφημένη ἡ παράσταση τῆς Ἁγ. Τριάδος (Σύνθρονον), περιστοιχιζομένης ὑπό ἀγγελικῶν ταγμάτων. Ὅλη ἡ Ἱ. Εἰκόνα εἶναι καλυμμένη μέ κάλυμμα («πουκάμισο»), ἀπό χρυσό καί πλατίνα, ἐξόχως δέ στήν κεφαλή τῆς Θεοτόκου ὑπάρχει βασιλικόν στέμμα, στολισμένο μέ διαμάντια καί ἄλλους πολυτίμους λίθους.
Κάτωθεν τῆς Εἰκόνας ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία μᾶς παρέχει μᾶλλον τήν ἡμερομηνία κατασκευῆς τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ «πουκαμίσου»: ΔΕΗΣΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ 1875 ΜΑΡΤΙΟΥ 20. Δυστυχῶς ἀπό τίς πολυποίκιλες ταλαιπωρίες τῆς Εἰκόνος, ἡ μορφή τῆς Παναγίας μας ἀμυδρῶς φαίνεται, ἔχουσα ὑποστεῖ μεγάλη καταστροφή, ὡς ἐπίσης σέ μεγαλύτερο βαθμό ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Σέ καλύτερη κατάσταση βρίσκονται οἱ μορφές τοῦ Ἀπ. Λουκᾶ, τῶν δύο ἀρχαγγέλων, ὡς καί τῆς παραστάσεως τῆς Ἁγ. Τριάδος.
Οἱ Ἀτταλειῶτες ἀρχικά γιόρταζαν τήν θαυματουργή εἰκόνα τήν 8η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου. Κάποια χρονιά ὅμως, ξημερώματα Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἐνῶ γινόταν ἀγρυπνία στόν ναόν τοῦ Ἁγ. Νικολάου τῆς Ἀττάλειας, ἡ Παναγία μας θεράπευσε θαυματουργικά καί κατέστησε ἀπόλυτα ὑγιῆ μιά κοπέλλα ἐκ γενετῆς παράλυτη. Ἔκτοτε οἱ χριστιανοί τήν γιόρταζαν δύο φορές τόν χρόνο, στίς 8 Σεπτεμβρίου καί τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, σέ ἀνάμνηση τοῦ τελεσθέντος θαύματος.
Ἀναφέρονται πολλά ἀκόμη θαύματα τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Εἰκόνας. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί ἡ θεραπεία Τούρκου παράλυτου, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας πρόσφερε σάν «τάμα» μιάν καμήλα.
Κατά τόν διωγμόν τοῦ 1922 ὁ Ἱερέας τῆς Ἀττάλειας π. Παγκράτιος, (ἀδελφός τοῦ τότε Μητροπολίτη Πισιδίας, Ἐξάρχου Ἀτταλείας κ.λπ. Γερασίμου Τανταλίδη) μέ τόν Παιδονόμον τῆς Ἀττάλειας Παναγιώτη Χατζηεσμέρη, μέ πολλές προφυλάξεις καί πολλή εὐλάβεια μετέφεραν τήν ἱερή Εἰκόνα στήν Ἑλλάδα. Ἀρχικά τήν τοποθέτησαν σέ ναό τοῦ Πύργου Ἠλείας. Ἕνα χρόνο ἀργότερα τήν μετέφεραν στό Θησεῖο, στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγ. Φιλίππου, καί τόν Αὔγουστο τοῦ 1929 στό προσωρινό ναό τῆς Παναγίας στόν Ταῦρο. Σήμερα βρίσκεται στόν Ἱ. Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου, πού κτίστηκε μέ πρωτοβουλία τοῦ «Συλλόγου Ἀτταλειωτῶν – Ἀλαϊωτῶν».
Ἐκεῖ κάθε χρόνο τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων προσέρχονται οἱ Ἀτταλειῶτες καί πανηγυρίζουν τήν «Τζίγκο-Παναγιά» ὅπως καί στήν Ἀττάλεια.
Πηγή :
– ΛΕΥΚΩΜΑ : ΑΤΤΑΛΕΙΑ ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΕΣ, σελ. 327-332
– ΛΕΥΚΩΜΑ : ΑΤΤΑΛΕΙΑ ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΕΣ, σελ 336-339
– Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΑΛΕΙΑΣ ΙΑΤΡΟΥ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ, σελ. 35.
– Θ.Η.Ε. Τόμ. 7ος, σελ. 1088-1089.
Χατζήδες
Ο όρος Χατζής, αραβικά Χάτζι, απαντάται εθιμικά ως προσωνύμιο μουσουλμάνων και χριστιανών, σημαίνοντας το προσκύνημα που έχει κάνει αυτός που το φέρει, στον ιερό τόπο της θρησκείας του. Πολλά ονόματα έχουν το πρώτο συνθετικό τη λέξη Χατζη ή είναι εξ’ολοκλήρου Χατζής.
Πηγές:
http://www.impisidias.com/mainsite/index.php?option=com_content&view=article&id=168&Itemid=99