Διώξεις των Ελλήνων της Αττάλειας- Άφιξή τους στην Ελλάδα

Η αρχή των διώξεων

  • Το 1908 έγινε το κίνημα των Νεότουρκων που προωθούσε την ιδέα ενός 100% μουσουλμανικού κράτους. Τότε άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Τα σχέδια όμως σταμάτησαν.
  • Η ενίσχυση του τουρκικού εθνικισμού και η επιδίωξη ισχυρών γερμανικών συμφερόντων να κερδίσουν κυρίαρχη θέση στην οθωμανική οικονομία (εκτοπίζοντας τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Εβραίους) οδήγησαν σε συστηματικούς διωγμούς των ελληνορθόδοξων πληθυσμών από το 1913. Έτσι, στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, με το επιχείρημα ότι η παρουσία ελληνικών πληθυσμών θα έθετε σε κίνδυνο τις τουρκικές πόλεις αν δέχονταν ελληνική επίθεση, εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα περίπου 150.000 Έλληνες.
  • Παράλληλα, οργανώθηκαν τα τάγματα εργασίας στα οποία κατατάσσονταν άνδρες πάνω από 45 ετών που οδηγούνταν για αγγαρείες σε λατομεία και δημόσια έργα στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι εξοντώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, πράγμα που αποτέλεσε αληθινή τραγωδία για τον ελληνισμό. Ίδια τύχη είχαν και οι Αρμένιοι.

img8 4

  • Η ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η παρουσία στρατευμάτων της Αντάντ σε διάφορες περιοχές της χώρας γέννησαν αισθήματα ταπείνωσης στους μουσουλμανικούς-τουρκικούς πληθυσμούς του οθωμανικού κράτους, οι οποίοι αντέδρασαν με διαδηλώσεις. Παράλληλα, αρκετοί αξιωματικοί του σουλτανικού στρατού έδειχναν απροθυμία να παραδοθούν. Ένας από αυτούς, ο Μουσταφά Κεμάλ (1881-1938), άρχισε, στην Ανατολή, σε περιοχές που δεν ελέγχονταν από την Αντάντ, την οργάνωση κινήματος αντίστασης. Τον Ιούνιο του 1919, σε σύσκεψη στην Αμάσεια του Πόντου, ο Κεμάλ και οι συνεργάτες του έθεσαν ως στόχο την οργάνωση ενός κινήματος με σκοπό όχι τη διατήρηση της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελούσε πια παρελθόν, αλλά τη δημιουργία ενός νέου, τουρκικού εθνικού κράτους.
  • Στα τέλη του 1919, ο Κεμάλ όρισε ως έδρα του εθνικού κινήματος την Άγκυρα. Στο μεταξύ, κατά τις γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή στην Κωνσταντινούπολη, οι κεμαλικοί κέρδισαν την πλειοψηφία και πέτυχαν να αποδεχτεί η νέα Βουλή ως δική της απόφαση την εθνική διακήρυξή τους (Ιανουάριος 1920), που ονομάστηκε από τότε Εθνικό Συμβόλαιο. Αντιδρώντας οι Βρετανοί διέλυσαν τη Βουλή (Μάρτιος 1920). Τότε ο Κεμάλ συγκάλεσε την Α΄ Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στην Άγκυρα. Εκεί ψηφίστηκε νέο σύνταγμα, το οποίο όριζε ότι η χώρα θα ονομάζεται από εδώ και πέρα Τουρκία, καταργούσε το θρησκευτικό χαρακτήρα που είχε ως τότε το κράτος θεσπίζοντας το κοσμικό κράτος και προέβλεπε ότι η νομοθετική εξουσία θα ασκούνταν από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Ο Κεμάλ αναδείχθηκε αρχηγός του κράτους και πρωθυπουργός.
  • Στη συνέχεια –και αφού διέλυσαν το ποντοαρμενικό κράτος (Νοέμβριος 1920) – οι κεμαλικοί στράφηκαν στη Μικρά Ασία. Από τη στιγμή αυτή, η μικρασιατική εμπλοκή άρχισε να γίνεται μια σύγκρουση δύο αντίπαλων εθνικών στρατών, πίσω από τους οποίους στοιχίζονταν, εκ των πραγμάτων, δύο πληθυσμοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, που η υλοποίηση των εθνικών ονείρων του ενός προϋπέθετε τη ματαίωση των εθνικών ονείρων του άλλου.

 

Ο μικρασιατικός πόλεμος (1919-1922)

Η ελληνική διοίκηση της Μικράς Ασίας Παράλληλα με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, εγκαταστάθηκε στην πόλη και η ελληνική διοίκηση. Επικεφαλής ορίστηκε ο ύπατος αρμοστής (γενικός διοικητής) Αριστείδης Στεργιάδης, έμπιστος τόσο του Βενιζέλου όσο και των Βρετανών, με εντολή να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους κατοίκους. Ήταν μια πολιτική που δεν γινόταν πολλές φορές αποδεκτή από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία, τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και από ορισμένους Μικρασιάτες Έλληνες, γεγονός που, σε συνδυασμό με τον αυταρχικό χαρακτήρα του Στεργιάδη, έκανε τον ύπατο αρμοστή αντιπαθή σε αρκετούς Έλληνες. Πάντως, οι ελληνικές αρχές επιτέλεσαν σημαντικό έργο στην οικονομία, στην εκπαίδευση, στην υγεία και ιδίως στην επανεγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων που είχαν διωχθεί παλαιότερα από τις οθωμανικές αρχές και τώρα επέστρεφαν.

Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού έως το καλοκαίρι του 1920 Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε αρχικά τα εδάφη της Μικράς Ασίας για τα οποία είχε εντολή από την Αντάντ. Λίγο αργότερα, ο Βενιζέλος έλαβε από το συνέδριο του Παρισιού άδεια επέκτασης της ελληνικής ζώνης κατοχής. Έτσι, ο ελληνικός στρατός, αφού κατέλαβε, την άνοιξη του 1920, την Α. Θράκη, προέλασε, το καλοκαίρι του 1920, σε βάθος 100-150 χλμ. καταλαμβάνοντας μια ζώνη εδαφών στη Μ. Ασία κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που όριζε η συνθήκη των Σεβρών (είχε υπογραφεί λίγο νωρίτερα).

img8 6

Η απόρριψη της συνθήκης των Σεβρών από το τουρκικό κίνημα αντίστασης Οι ελληνικές επιτυχίες διευκόλυναν την Αντάντ να επιβάλει στον σουλτάνο τη συνθήκη των Σεβρών (καλοκαίρι 1920). Όμως, η απόλυτη απόρριψη της συνθήκης από τον Κεμάλ σε συνδυασμό με την ενίσχυση του τουρκικού εθνικού κινήματος αντίστασης έκαναν τους συμμάχους επιφυλακτικούς σχετικά με το κατά πόσο ο ελληνικός στρατός θα μπορούσε να επιβληθεί.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές, κρίνοντας ότι μετά την επιτυχία των Σεβρών η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για να τις κερδίσει. Yποτίμησε, όμως, το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είχε κουραστεί από την πολεμική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν με τους βαλκανικούς πολέμους. Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε μια αντιβενιζελική συμμαχία, με ηγέτη τον Δημήτριο Γούναρη, που υποσχόταν τον τερματισμό του πολέμου και την απαλλαγή από τη «βενιζελική τυραννία», όπως χαρακτήριζε τη διακυβέρνηση Βενιζέλου. Καθώς το πολιτικό κλίμα ήταν ήδη τεταμένο, ο αιφνίδιος θάνατος του Αλέξανδρου, που εκτελούσε χρέη βασιλιά, μετέτρεψε τις εκλογές σε άτυπο δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του εξόριστου Κωνσταντίνου στην Ελλάδα.

Στις εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του 1920 οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν. Αμέσως ο Βενιζέλος έφυγε από την Ελλάδα. Η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση οργάνωσε δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου. Το υπερβολικά υψηλό ποσοστό υπέρ του Κωνσταντίνου δημιούργησε βάσιμες υποψίες για νοθεία. Τον Δεκέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επανήλθε.

Διπλωματικές επιτυχίες του τουρκικού κινήματος αντίστασης Παράλληλα, οι Δυνάμεις της Αντάντ είχαν αρχίσει να επανεξετάζουν τη στάση τους διαβλέποντας τη δυνατότητα του κεμαλικού κινήματος να είναι ο νικητής της σύγκρουσης. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου, πολέμιου της Αντάντ στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, λειτούργησε ως πρόφαση για τις Δυνάμεις, ιδίως για τη Γαλλία και την Ιταλία, ώστε να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Έτσι, ο Κεμάλ, αφού υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση (Μάρτιος 1921), προχώρησε στην υπογραφή σειράς συμφωνιών με τη Γαλλία (Μάρτιος και Οκτώβριος 1921) και την Ιταλία (Μάρτιος 1921) που προέβλεπαν την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από τη Μικρά Ασία με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων και διευκολύνσεων από την κεμαλική Τουρκία. Μετά απ’ αυτά, οι ελληνικές προσπάθειες είχαν πλέον μόνο την αγγλική στήριξη, και αυτή σε διπλωματικό, κυρίως, επίπεδο.

Οι εξελίξεις έως τον Αύγουστο του 1922 Η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση δεν τήρησε την προεκλογική της υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος και η νέα πολιτική ηγεσία πίστευαν ότι η νίκη ήταν κοντά και γι’ αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος πήγε ο ίδιος στη Μικρά Ασία. Το καλοκαίρι του 1921, τα ελληνικά στρατεύματα πραγματοποίησαν μεγάλη επίθεση, που κόστισε χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, φτάνοντας μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, λίγα χιλιόμετρα πριν την Άγκυρα. Συνάντησαν, ωστόσο, ισχυρή αντίσταση και υποχώρησαν στη γραμμή που οριζόταν από τις πόλεις Εσκί Σεχίρ-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί παρέμεινε το μέτωπο τον επόμενο ένα χρόνο.

Εικόνα1

Όμως, οι όροι του παιχνιδιού είχαν αντιστραφεί. Ο Κεμάλ, ενισχυμένος οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά, εμφανιζόταν αδιάλλακτος. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα ενισχύονταν οι αντιπολιτευτικές φωνές (ο Αλ. Παπαναστασίου και έξι συνεργάτες του δημοσίευσαν, τον Μάρτιο του 1922, το Δημοκρατικό Μανιφέστο, στο οποίο ασκούσαν κριτική στις βασιλικές επιλογές) και οξυνόταν η οικονομική κρίση. Σε αυτές τις συνθήκες, οι κυβερνήσεις της Αθήνας αναζητούσαν στο εξωτερικό διπλωματική και οικονομική στήριξη, αλλά δίχως αποτέλεσμα.

Στις 13 Αυγούστου εκδηλώθηκε η τελική τουρκική επίθεση. Λίγο μετά η ελληνική άμυνα κατέρρευσε και άρχισε η υποχώρηση. Στις 27 Αυγούστου οι κεμαλικοί μπήκαν στη Σμύρνη. Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι κάτοικοί της στη σφαγή. Η ήττα του ελληνικού στρατού σήμανε και το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού. Όσοι Έλληνες σώθηκαν πήραν το δρόμο για την προσφυγιά.img8 8

Στις 18 Σεπτεμβρίου ’22, με το παλιό ημερολόγιο, βγήκε η ανακοίνωση για την εξορία. Μέσα σε τρεις ημέρες, οι άνδρες έπρεπε να φύγουν πεζή, κατά φάλαγγες με τη συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων για τον προορισμό τους, τα δε γυναικόπαιδα σε οκτώ ημέρες ν’ αναχωρήσουν για το εξωτερικό. Οι γυναίκες,
μάζεψαν όσα τους επέτρεψαν οι Τούρκοι να πάρουν μαζί τους. Έπιπλα και βαριά ογκώδη πράγματα δεν υπήρχε τρόπος να τα μεταφέρουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένα τραγικό ξεπούλημα με τους Τούρκους να επωφελούνται αγοράζοντας όσο-όσο τ’ αναστατωμένα χριστιανικά νοικοκυριά.
Το οκταήμερο της προθεσμίας τέλειωσε και η κάθοδος άρχιζε προς το λιμάνι. Μερικές πλούσιες οικογένειες κατάφεραν και έφυγαν με τα καράβια της γραμμής. Άλλοι τράβηξαν για την Αλεξάνδρεια και άλλοι για τα νησιά κυρίως τη Σάμο. Οι υπόλοιποι με φορτωμένα τα πράγματά τους στις μαούνες περίμεναν
τα καράβια από την Ελλάδα, να ‘ρθουν να τους παραλάβουν.
Τελικά, μετά από αναμονή αρκετών ημερών, κατέφτασαν δύο υπερωκεάνια φορτηγά ελληνικά, χωρίς τη σημαία τους. Τα συνόδευε ένα αμερικάνικο αντιτορπιλικό. Τα πλοία ήταν τα επίτακτα από την ελληνική κυβέρνηση το «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ» και το «ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥ της ατμοπλοΐας Εμπειρίκου που
ήλθαν να παραλάβουν τους ανθρώπους χάρη στις ενέργειες και στις φροντίδες των συμπατριωτών των εγκατεστημένων στην ιταλοκρατούμενη τότε Ρόδο, των Νικ. Ιωαννίδου έμπορου και Ιωάννη Μ. Καραγεωργίου, σπουδαστή. Τον πρωτεύοντα όμως ρόλο στην αποστολή των καραβιών, έπαιξε ο εν Αθήναις ευρισκόμενος επίσης συμπατριώτης Στ. Παπαδάκης που κατείχε σπουδαία θέση κοντά στους Αμερικανούς.
Στο πρώτο πλοίο το «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ» με ραγδαία βροχή, κατά το απόγευμα, επιβιβάστηκαν κάπου 5.000 άνθρωποι και ξεκίνησε χωρίς να παραλάβει τίποτα από τα υπάρχοντα που περίμεναν φορτωμένα στις μαούνες. Ο καπετάνιος του καραβιού δήλωσε: «Ήρθα για να σώσω ψυχές και όχι πράγματα». Την άλλη μέρα, τα πράγματα που ήταν στις μαούνες φορτώθηκαν στο «ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥ» μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό και το πλοίο εκείνο, απέπλευσε για το Κατάκολο επίνειο του Πύργου της Ηλείας. Το καράβι πέρασε από την ιταλοκρατούμενη τότε Ρόδο χωρίς όμως να δοθεί σε κανέναν άδεια εισόδου στο νησί.
Οι Έλληνες που βρίσκονταν εγκαταστημένοι στο νησί, βοήθησαν όσο μπόρεσαν. Με βάρκες προσέγγιζαν στο καράβι εφοδίασαν με νερό, τρόφιμα, φάρμακα. Κάποτε, ήρθε η διαταγή στον καπετάνιο, μέσω του Έλληνα Προξένου στη Ρόδο, να μεταφέρει τους εξόριστους και να τους ξεφορτώσει στην Ερμιόνη, μια
κωμόπολη στη Νότια Πελοπόννησο.

Μετά από πολυήμερη ταλαιπωρία έφθασαν στην Ερμιόνη. Χαίρονταν που σε λίγο θα πατούσαν χώμα ελληνικό. Φαντάζονταν και περίμεναν μια θερμή, αδελφική υποδοχή με τα καΐκια των ντόπιων να έρθουν να τους παραλάβουν.
Μάταια όμως. Απλοϊκοί άνθρωποι, νόμιζαν πως θα πάθαιναν κακό από τους «πρόσφυγγες» που κατέφθασαν. Μετά από δύο ώρες αναμονής και με τη μεσολάβηση των οικογενειών Δεληγιάννη και Καραγιάννη πείσθηκαν οι συμπατριώτες να δεχθούν να φιλοξενήσουν για λίγο καιρό τους εξόριστους Έλληνες αδελφούς τους που τους σκόρπισαν μοιράζοντάς τους σε εκκλησίες, σε σχολεία
και μερικούς στα σπίτια τους.
Η ζωή κύλισε εκεί στην Ερμιόνη από τα τέλη του Οκτώβρη του ’22 μέχρι τον Απρίλη του ’23.
Όταν πέρασαν οι πρώτοι μήνες της προσφυγιάς και άρχισαν να συνειδητοποιούν την κατάστασή τους οι Ατταλειώτες, που αποτελούσαν καθαυτό αστικό πληθυσμό, άρχισαν να εγκαταλείπουν τις διάφορες αγροτικές περιφέρειες, στις οποίες τους είχαν σκορπίσει και να συγκεντρώνονται στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Οι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στους πρώτους πρόχειρους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν γύρω από την Ακρόπολη, το Θησείο και τα Άνω Πετράλωνα. Σύμφωνα με τον Σχεδιασμό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.), παρεχόταν στις προσφυγικές οικογένειες οικοδομήσιμα οικόπεδα και δάνειο προκειμένου ν’ αποκτήσουν στέγη.

 

Οι ψυχές που χάθηκαν στην Αττάλεια και στην μικρά Ασία θα είναι πάντα ένα μέρος της καρδίας μας και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την γενναιότητα τους.

Πηγές:

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/5204/Istoria_G-Gymnasiou_html-empl/index8_36.html

https://estia.hua.gr/browse/10119

https://kemipo-neaionia.gr/wp-content/uploads/2022/06/XERIZOMOS_1922_2022_KEMIPO.pdf

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση