Μακρυγιάννης: ο αγράμματος στρατηγός, ο δίκαιος άνθρωπος

24 Μάρτιος 2015

430961_10150767541739502_158163439_n

«Πατρίς, νὰ μακαρίζεις γενικῶς ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν γιὰ σένα, νὰ σ᾿ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθεῖς ἄλλη μία φορὰ ἐλεύθερη πατρίδα, ποὺ ἤσουνα χαμένη καὶ σβησμένη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἐθνῶν. Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζεις. Ὅμως νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ λαμπρύνεις ἐκείνους ποὺ πρωτοθυσιάστηκαν στὴν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μὲ τόση δύναμη Τούρκων· κι ἐκείνους ποὺ ἀποφασίστηκαν καὶ κλείστηκαν σὲ μία μαντρούλα μὲ πλίθες, ἀδύνατη, στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς· κι ἐκείνους ποὺ λιώσανε τόση Τουρκιὰ καὶ πασάδες στὰ Βασιλικά· κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίστηκαν σὰ λιοντάρια στὴ Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου, ὅπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ᾿ αὐτὲς τὶς δυὸ θέσες πού ῾ναι τὰ κλειδιά σου -ἕνα ἡ Πόρτα τοῦ Μακρυνόρου, καὶ τ᾿ ἄλλο τῶν Θερμοπύλων. Κι ἀφοῦ πήγανε κι ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ν᾿ ἀνοίξουνε δρόμο οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι, τόσοι λίγοι, ὀγδόντα ἕνας στὴ Λαγκάδα, γιόμωσαν τὸν τόπο κόκαλα ἐκεῖ. Καὶ τοὺς καταδιάλυσαν, ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι, στ᾿ ἄλλο μέρος τῶν Θερμοπύλων κι ἀλλοῦ. Αὐτήνοι σὲ ἀνάστησαν καὶ δὲν μπῆκε δύναμη καὶ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια. Αὐτήνοι ψύχωσαν ἐκείνους ποὺ πολιορκοῦσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές· καὶ νηστικοὺς κι ἀδύνατούς τους περιλάβαν καὶ τοὺς σφάξαν σὰν τραγιά. Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτήνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι ὁ Βιάρος αὐτήνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτσια κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστὰς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: «Ποιὸς σᾶς εἶπε» τοὺς λένε «νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;» (Β´ 67-68).
«Ἐκεῖ πού ῾φκιανα τὶς θέσεις στοὺς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδεῖ: Μοῦ λέγει:

»- Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;

»Τοῦ λέγω:

»- Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς. Ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξομε τὴν τύχη μας σ᾿ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι στὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπο· ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος παλαιόθε καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν. Καὶ ὅταν κάνουν αὐτήνη τὴν ἀπόφαση, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. Καὶ θὰ ἰδοῦμε τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.

»- Τρὲ μπιέν, λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος» (Β´ 169).

»- Ποῦ τὸ τσάκισες αὐτὸ τὸ χέρι;

»- Στὸ Μεσολόγγι, μοῦ λέγει.

»- Ποῦ τὸ τσάκισα ἐγὼ αὐτό;

»- Στοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ.

»- Γιατί τὰ τσακίσαμε;

»- Γιὰ τὴ λευτεριὰ τῆς πατρίδος.

»- Ποῦ ῾ναι ἡ λευτεριὰ κι ἡ δικαιοσύνη; Σήκω ἀπάνου!

»-Τὸν παίρνω καὶ πᾶμε καὶ τὸν ὁρκίζω (Β 375)

«Ἀφοῦ μὲ λευτέρωσαν καὶ πῆγα στὸ χαλασμένο μου σπίτι καὶ στὴν ταλαίπωρή μου οἰκογένεια, μ᾿ ἀνάδωσαν οἱ πληγές, τὴ μία Λαμπρὴ ἐπέρσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ποὺ πέρασε πάγει δυὸ χρόνια τώρα. Πῆγα στὴ σπηλιὰ πού ῾ναι στὸ περιβόλι μου νὰ ξανασάνω. Καὶ μὲ τὸ στανιὸ καὶ ἀκουμπώντας μὲ τὸ ξύλο ἔσωσα ἐκεῖ. Μοῦ ρίχνουν πέτρες καὶ μὲ χτυποῦν καὶ μαγαρισιὲς ἀνθρώπινες ἀπάνω μου: ‘Φᾶγε ἀπ᾿ αὐτές, στρατηγὲ Μακρυγιάννη, νὰ χορτάσεις πού ῾θελες νὰ κάμεις σύνταμα!᾿ Καὶ μ᾿ ἀνοίγουν τόσες νέες πληγὲς ἀπὸ τὰ χτυπήματα κι ἀπὸ τ᾿ ἀγκυλώματα […]· ἐσάπισα, ἐσκουλήκιασα. Αὐτὰ ἔστειλα στὴ δημαρχία κι ἀκρόαση δὲ μοῦ ῾δωκε. Καὶ ἐξακολούθαγε αὐτὸ ὡς τὴν παραμονὴ τῆς Σωτῆρος. Καὶ ἀνήμερα μὲ χτύπησαν πολύ· ἔμεινα νεκρός· δὲ στανόμουν, ζωντανὸς εἶμαι ἢ πεθαμένος…»(Α´ πς΄)

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση