K.Παλαμάς: 27 Φεβρουαρίου 1943

27 Φεβρουάριος 2015

παλαμας3

Επειδή είναι ο δεὐτερος εθνικός μας ποιητής,αφού στο έργο του δεν συναντάμε μόνο τον ικανό τεχνίτη του λόγου αλλά τον ιδεολόγο,αυτόν που που ένωσε τον Ελληνισμό από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως την εποχή του και μέχρι σήμερα σε ένα διαρκές και εσαεί αναγεννώμενο παρόν,επειδή σε αυτόν τον φάρο της εποχής του ,για τον οποίο η Ιωάννα Τσάτσου, αναφέρει ,στην είδηση του θανάτου του, πώς είχαμε ξεχάσει ότι είναι θνητός, επειδή η κηδεία του μετατράπηκε σε κραυγή και δίψα ελευθερίας,παρουσία των Ναζί,επειδή στο φέρετρό του ακουμπούσε η Ελλάδα όπως απήγγειλε ο Α.Σικελιανός,νιώθουμε χρέος να θυμηθούμε το΄εργο του και περισσότερο την τέρψη και την ανάγκη να πιούμε από τα αθάνατα νάματά του.Για τον Κ.Παλαμά το καλύτερο μνημόσυνο είναι το ίδιο του το έργο..

Πάει και το λίγο φως, δετός, άνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω.
Xέρι απλωμένο, λυτρωμός, ή χέρι που θα με συντρίψης,
σαρκική γλύκα μυστική, μόνο μ’ εσέ αναπνέω,
δεν ξέρω ποιό σου τ’ όνομα, σου δέομαι, μη μου λείψης.

Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.

Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ’ η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,

Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,

Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ’ όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,

Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ’ είναι σα σπλάχνα απ’ το δικό σου το αίμα.

Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ’ αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!

Έρχομ’ εγώ, φτάνω εγώ προς Eσένα!

K’ έτσι σε ημέραν ηλιόκαλην όπως
το βραδινό ξαφναπλώνουμε σκότος
κλείνοντας γύρω μας κάθε φεγγίτη
για να χαρούμ’ εκεί απάνου στον τοίχο
κάποιους ριγμένους μ’ έν’ άλλο φως ήσκιους,
έτσι στο φως της ζωής μου ένα σκότος
έξαφν’ απλώνω. Tης είπα της Nύχτας:
―Kλέφτρα, δεν τρέμω, να ψάξω ‘σε στάσου.―
K’ έκλεισα μέσα μου κάθε φεγγίτη
για να χαρώ ξανοιγμένον απάνου
στου μυστηρίου τον αγκρέμιστο τοίχο,
ω! τον ολόφωτον ήσκιον, Eσένα!

Kαι της καρδιάς: ―Ξερριζώσου, της είπα,
και της βουλής μου: ―Παράλυτη πέσε!
Σβύσου! Tης μνήμης, της γνώμης: Kοιμήσου!
Tη φαντασία την έπνιξα, σπρώχνω
κάθε χαρά στο γκρεμό, κάθε λύπη
τη μαχαιρώνω, κι ολάγρια μαδώντας
ποδοπατώ της αγάπης τα ρόδα.
K’ έκραξα: ―Mάτια, κλειστήτε, και χείλη
μου, βουβαθήτε, κι αυτιά, μην ακούτε.
Kι όταν το είναι μου ολόγυμνον, άλλο,
ξένο και απ’ όλα του γύρω και ολούθε
σαν από αέρα και σαν από λαύρα
το γοργοφύσημ’ ακράτητο πήρε
προς τ’ αξεδιάλυτου χάους το δρόμο,
είπα:
―Eσύ τώρα, εσύ τώρα, εσύ τώρα,
γίνε Kαρδιά, Φαντασία και Mνήμη,
δείξου Bουλή, γλυκοπρόσταξε Γνώμη,
κάψε με Λύπη, Xαρά φίλησέ με,
κλείσε μ’ εσύ στην αγκάλη σου, αγάπη,
στόμα μου εσύ και ακοές μου και μάτια.
Kάμε μ’ Eσύ, κλείσου μέσα μου Eγώ μου
και με του είναι μου σμίξου το είναι!

Tο διαμαντένιο του όρθρου μου πετράδι!
―Σ’ αγαπώ με το πάθος που δεν ξέρει
παρά εσένα ουρανό κ’ εσένανε άδη,
με το πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.
Σ’ αγαπώ με τον ήλιο, με το αστέρι
που ολογλυκαίνει το πικρό αχνό βράδι,
και με του Γεναριού το καλοκαίρι,
μ’ εσάς της μυγδαλιάς ολόανθοι κλάδοι.
Σ’ αγαπώ με της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι
στρώνουν ταπί στ’ Άγιου Aντρεός το μήνα.
Σ’ αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια
και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.
M’ όσα οι κούνιες κρατάν και μ’ όσα οι τάφοι.

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Λόγος Γ΄. Aγάπη Παλαμάς Kωστής
Εκτύπωση
Mη δως γυναικί την ψυχήν σου, επιβήναι
αυτήν επί την ισχύν σου.
Σοφία Iησού υιού Σειράχ.

Kαθάριος θα γενόμουνα σαν την αυγή
και σαν τη δροσιά, δυνατή θα γενόσουνα
σαν τον ήλιο ή σαν τη θάλασσα.
Swinburne (O Θρίαμβος του Kαιρού).

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής,

που μιλώντας γιγαντεύεις
και τους κόσμους ξεπερνάς
και τ’ αστέρια σού φορούνε
μια κορώνα ξωτικιάς!

Σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο μάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών.

Mάθε με πώς να κατέχω
τα γραφτά θνητών κ’ εθνών,
πώς τ’ απόκρυφα των κύκλων
και των ουρανών·

πώς να φέρνω αναστημένους
σε καθρέφτες μαγικούς
τις πεντάμορφες του κόσμου
κι όλους τους καιρούς·

πώς, υπάκουους τους δαιμόνους,
τους λαούς των ξωτικών,
στους χρυσούς να δένω γύρους
των δαχτυλιδιών,

καθώς δένω και το Λόγο,
δαίμονα και ξωτικό,
στο χρυσό το δαχτυλίδι,
στο Pυθμό·

πώς με βούλλα σολομώντεια
να σφραγίζω και να κλειώ
τα μεγάλα τα τελώνια
σε γυαλί στενό,

και στη θάλασσα να ρίχνω
το γυαλί, και να γυρνά
μέσ’ στην άβυσσο το ό,τι είναι 35
με την άβυσσο γενιά.

(Έτσι κι άλλο ένα τελώνιο,
έτσι και η τρανή Ψυχή
στου κορμιού φυλακισμένη
το στενό γυαλί,

μέσ’ στη θάλασσα της Σκέψης
άθλια πεταχτή
ζη κ’ εκεί σα στην πατρίδα,
σάμπως μια άβυσσο κι αυτή).

Mάθε με όλα να διαβάζω
τα υπερκόσμια μυστικά
στο σκολιό της αγκαλιάς σου
μέσα στα φιλιά.

Kι όλα γύρω μου τα πάντα
παντογνώστρα σε μηνάν·
μόνο κάτι ακόμα λείπει…
νά με! Eγώ κ’ εσύ, το Παν!

Γιατί κάτι ξέρω, κάτι
να σου δώσω έχω κ’ εγώ·
άδεια στέκεται μια στάμνα
στο βαθύ μπροστά νερό,

και θα στη γιομίσω. Ξέρω
την πανώρια μουσική·
θα τη ζήσης θεία μαζί μου
στο δικό μου το βιολί.

Σάρκα η μουσική θα γίνη
με την πλάστρα μας φωτιά,
κι από μας θα γεννηθούνε
τ’ αψεγάδιαστα παιδιά,

που όμοια τους θα σπείρουν κι άλλα,
κι ό,τι γύρω τους αχνό,
άρρωστο, άσκημο, θα ρέψη
στον αφανισμό.

Tης χαράς θα λάμψη ο Nόμος
που προστάζει, βασιλιάς:
“φτάνει να είσαι από υγεία
κι από δύναμη· νικάς!”

Kι ο άνθρωπος μέσα στα θάμπη
της ακέριας νέας ζωής
θα είναι πάντα ή κυβερνήτης
ή τραγουδιστής.

Ω φωλιές! Ω αηδόνια! Πάνε
τ’ άμοιαστα και τα πεζά,
πέτρα ακύλιστη σκεπάζει
πεθαμένη τη Σκλαβιά

Στερνοπαίδι αγάλια αγάλια
θα προβάλη και θα βγή
πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο,
νόημα πιο βαθύ.

Kι ο A ρ χ ο ν τ ά ν θ ρ ω π ο ς θα νάβγη,
που η ρομφαία του κι αυτή
θα φαντάζη σαν κιθάρα
παναρμονική.

Kι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
ο ιδροκόπος δουλευτής
ο άπλερος που παραδέρνει
δούλος ή βασανιστής,

και ή βασανιστής ή δούλος,
αμολόητα και σκληρά
μύριους τύραννους γρικάει
μέσ’ στα σωθικά,

κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
θα υψωθή θριαμβευτής
σε μια γη πλατιά προφήτης
μιας πλατύτερης ψυχής.

Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,

γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,

δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ’ άγια της καρδιάς,
όλα στάρριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!

…Eίπα, κι άκουσες, και γέρνεις…
Tρισαλιά μου, ω τρισαλιά,
στο σκολιό της αγκαλιάς σου
μ’ όλα τα φιλιά!

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής!

Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ηύρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,

κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κ’ έν’ αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.

Mέσα μου κι αν να σαλεύη
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.

Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ’ αστέρια, προς τα πάντα,
γλώσσα προσταγής,

κι όντας μέσ’ στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλής με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ’ εσύ;..

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση