ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Κάποια βασικά στοιχεία της γλώσσας Άρθρα, ουσιαστικά: Προφέρονται τις περισσότερες φορές κοφτά. Το αρσενικό άρθρο στον ενικό δε χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου π.χ. η παπάς, η άντρας, η αέρας κλπ, η δλιά (δουλειά),η πιθιρά, η νύφ’, του πιδί, του σπίτ’, τ’ παπά του χωράφ΄, τ’ς μάνας, η πουδιά κλπ. Στον πληθυντικό : οι παπάδις, οι δ’λιές, […]
Ψ
6 ψακόφλουδα : πευκοβελόνες ψακώθ’κε : γριπώνεται, τον “πιάνει” το ποτό ψήμα : παραδοσιακό τοπικό φαγητό, κατσικάκι με ρύζι στο φούρνο ψιχολόος : φαράσι ψόλος : θαλάσσιος οργανισμός ψουράκα : πικροδάφνη
Χ
24 χαβάδια : κέφια χαϊάτι : μπαλκόνι χαϊβάνι : χαζός χάμκο : 1η βράση τσίπουρου χαμολόι : οι πεσμένες ελιές χαμοφτέριασε : έχασε το κουράγιο του, δείλιασε χαραρέτια : κέφια χαύδωσε : άνοιξε τα πόδια χαχάλι : κεφάλι χίπι χίπι : ίσα ίσα χ’ ναρ’ : […]
Φ
20 φανάρι : κλουβί με ψιλή σίτα για προφύλαξη τροφίμων φιλί : μερίδα ψωμιού, καρπουζιού.. φκιασιά : νάζια, καμώματα φλάσκα : παγούρι νερού φλέτσια : τσόφλια από σπόρια, καρύδια κτλ φλόμους : πυκνός καπνός φούιτ : τρύπησε η ρόδα και χάνει αέρα φουκάς : κουβάς φουλτάκα : στο δέρμα φούσκα φούρκα […]
Τ
71 τάβλα : χαμηλό τραπέζι ταγάρ’ : πλεχτό μάλλινο σακίδιο ταμαχιάρ’ς : πλεονέκτης τανιέμαι : τεντώνομαι ταπείνωτο : χαμήλωσέ το ταχιά : σύντομα τζαβέλα : χλώριο τζάλιασε : έλιωσε τζ’γαράς : σπουργίτι τζατζαλιά : βρομιά τζατζαλιάρης : βρομιάρης, τσαπατσούλης τζετζβές […]
Σ
66 σακατεύ’κε : χτύπησε, πληγώθηκε σαλάγατα : οδηγώ τα ζώα σαλιακοί : σαλιγκάρια σαλντάει : πηδάει σάλτσι : πήδηξε σαούλι : είδος αλφαδιού σάμαντι : μήπως σαπαρέκ’ : τέλος σάρκωσε : πάχυνε σβαρνιάρης : αυτός που βαριέται σβέρκωσα : τον έπιασα από το σβέρκο σβούλος : πέτρα από χώμα σβουρδούτλιξτο : τυλιξέ το πολύ […]
Ρ
8 ραχόνι : λόφος ρέμπελος : χαλαρός ρεμπεσκές : τεμπέλης ρίπατα : δρόμος, μονοπάτι ρουβέλ’ς : ακατάστατος ρούις : βόλτες ροχάλα : χλαμπάτσα, φτύσιμο ρόχαξε : έσχισε
Π
65 παένω : πηγαίνω πανωτιαστά : στοιβαγμένα παπίλα : έκζεμα παπάρα : ψωμί με γάλα παραδάγκαλο : εξόγκωμα στο σώμα παρακαμιός : το νερό της θάλασσας όταν φωσφορίζει παραμαζώνω, παράμασα : τρακάρω, σκοντάφτω παραπλαλάει : τρέχει όπου να ‘ναι παρασλόισε : χάζεψε παρίπια : παζάρεμα παρτάλια : ρεμάλια παρτάλ’ ς : […]
Ο
8 όξου : έξω ορτώνω : γνωρίζω ουλ’ : όλοι ούμπας : επιφώνημα ξαφνιασμού ή αηδίας ουριάζει : φωνάζει βρίζοντας ουρλιέμι : τσιρίζω, φωνάζω ουρτώνω : καταλαβαίνω, γνωρίζω ουστ : επιφώνημα διωγμού
Ξ
29 ξάν’ξε : αρχές της άνοιξης ξανίεσαι : κάνει ανοίγματα οικονομικά ξαντίρεμα : αναζήτηση ιχνών ζώων ξαπόλ’κα : άφησα ελεύθερο ξαπουστένου : ξεκουράζομαι ξαρίζου : κάνω αέρα ξεγοφιάσ’κε : τον πόνεσαν τα πόδια ξεζαλικόθ’κε : ξεφορτώθηκε ξεθαράω : παίρνω θάρρος ξεκατίνιασε : ξετίναξε ξελαγαρίσ’κε : πείνασε πάρα πολύ ξελιγώθ’κε […]