Τ
71
τάβλα : χαμηλό τραπέζι
ταγάρ’ : πλεχτό μάλλινο σακίδιο
ταμαχιάρ’ς : πλεονέκτης
τανιέμαι : τεντώνομαι
ταπείνωτο : χαμήλωσέ το
ταχιά : σύντομα
τζαβέλα : χλώριο
τζάλιασε : έλιωσε
τζ’γαράς : σπουργίτι
τζατζαλιά : βρομιά
τζατζαλιάρης : βρομιάρης, τσαπατσούλης
τζετζβές : μπρίκι
τζιτζιριάζει : έχει πολύ ήλιο
τζίλια : εντόσθια
τζίρλα : διάρροια, γαστρεντερίτιδα
τζμπιδ’ : τσιμπίδα
τζουτζούκια : λουκανικάκια
τλουπάν’ : μαντήλα, ιστός αράχνης
τοντζ : παιχνίδι με χαρτιά, αγωνία
τουλούμπα : αντλία νερού
τούρλοσε : τέντωσε
τράφος : το κενό σε μια σειρά αμπελιού
τρεδεμένο : δουλεμένο
τρελίτζανος : είδος χοντρής σφήκας
τριζοβολάει : τρίζει πολύ δυνατά
τριζός : σκληρός
τριμτσιακός : τρεμουλιαστός, φοβιτσιάρης
τριστσάρσι : γλίστρησε
τρουβαδιάσκα : πήρα μαζί μου φαγητό
τρουβαδόσκ’νο : σκοινί που κρεμούσαν το φαγητό
τρόερα : τριγύρω
τρόκνια : κούνια, μάρσιπος
τρόχαλο : πέτρα
τσαγανό : τσαμπουκάς, νεύρο
τσαγνερό : κλαψιάρικο
τσαγνίζει : κλαίει
τσαΐρια : κάμπος
τσακανίζω : χτυπάω σιγά-σιγά
τσακμάκι : αναπτήρας
τσακμακόν’ : την κοπανάει
τσακμάκωτο : εξαφανίσου
τσάκνα : ξερά κλαδάκια για προσάναμμα
τσακούδ’ : σουγιαδάκι
τσακώνω : πιάνω
τσάμι : πεύκο
τσανάκα : κατσαρόλα
τσαπάδι : μύτη καμακιού
τσαπράζι : η κόντρα της μύτης του καμακιού ή αγκιστριού
τσαρδάκι : καλυβάκι
τσασίτ’ : κορμοστασιά
τσατί : σκεπή, νταβάνι
τσερέμπολα : μικροπράγματα
τσιαγνίζω : τσιρίζω
τσιασίτ’ : ράτσα, σχέδιο
τσιάσκα : ποτήρι
τσιατμάς : καλαμωτό διαχωριστικό δωματίων
τσιες : σπίθες
τσιμπράγκαλα : μικροπράγματα
τσίνορα : βλέφαρα
τσίρνιασε : μούδιασε
τσιροκοπάει : φωνάζει πολύ δυνατά
τσίτα : τεντωμένο
τσιτσβές : κατσαρολάκι
τσκάρι : κορυφή
τσνάου : κλωτσάω, αντιδρώ
τσουγκαρίζω : πίνω πολύ αλκοόλ
τσουλναρίζ’ : διαρροή νερού, στάζει
τσουτσούλα : παραγεμισμένο
τσουτσουλιάνος : πουλί με λοφίο, κορυδαλλός
τ’φάν’ : μπουρίνι
τ’φεκ’ : τουφέκι, μεθυσμένος