Π
65
παένω : πηγαίνω
πανωτιαστά : στοιβαγμένα
παπίλα : έκζεμα
παπάρα : ψωμί με γάλα
παραδάγκαλο : εξόγκωμα στο σώμα
παρακαμιός : το νερό της θάλασσας όταν φωσφορίζει
παραμαζώνω, παράμασα : τρακάρω, σκοντάφτω
παραπλαλάει : τρέχει όπου να ‘ναι
παρασλόισε : χάζεψε
παρίπια : παζάρεμα
παρτάλια : ρεμάλια
παρτάλ’ ς : απεριποίητος, ρετάλι, ρεμάλι
παρτσιακλός : αλλόκοτος
πασπαλίζει : σκορπάει
πατατούκα : χοντρό παλτό
πατλιά : μικρός χώρος
πατόζα : φορτωτής, αλωνιστική μηχανή
πατούνας : αυτός που έχει μεγάλα πόδια
πατσάρα : μεγάλο κεφάλι
πατσί : κεφάλι
πατσιά : πατημασιά
πατώνω : ασπρίζω, βάφω
πελεκούδα : μικρό κομμάτι φλούδας δέντρου
πελεκώ : κόβω με τσεκούρι
πενεσιάρ’ς : παινεύει τον εαυτό του
περάτς : παλιά κλειδαριά
περδικλώθ’κι : παραπάτησε
περκάλι : βαμβάκι
πεσκίρια : πετσέτες
πετμέζι : πολύ γλυκός
πέτ’νος : πετεινός
πετσοκόβω : το κόβω από τη ρίζα
πετσώνω : χτυπώ
πιλεσ’καν : έκανε πολλές δουλειές μαζί
πιπιλιά : στάχτη
πιράτ΄ς : σύρτης
πιρδικλώνομι : σκοντάφτω
πιροστιά : τρίγωνη βάση για τη σχάρα
πιτσκάρ’σε : στράβωσε
πίτσ’κο : μικρό παιδί
πλαλάει : τρέχει
πλαλοκοπάει : τρέχει γρήγορα και άσκοπα
πλάκα : δίσκος γραμμόφωνου, δίσκος σερβιρίσματος
πλαστό : ζυμωτό ψωμί
π’λι : πουλί
πλουδ’ : πουλάκι
πλόχερο : μερίδα μιας χούφτας
πνιοί : ποιοι
ποδοστίλιασα : κουράστηκα να είμαι όρθιος
πορδομήχανο : μικρό μηχανάκι
πόστασα : κουράστηκα
ποστιάζω : βάζω στη σειρά
πουλ-πουλ : κάλεσμα για τις κότες
πρατσαντζάς : ο νεαρός
πρόσφορα, πρόσφολα : ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες
προκομιάζομαι : ξαπλώνω στηρίζομαι σε κάτι
προμ’θεύω : συμβουλεύω
προσκώνομαι : ξεσηκώνομαι
προσμπουκώνω : τσιμπάω πριν το φαγητό
προυτσάδ’ : τράγος
προυτσάει : όταν ο τράγος κάνει έρωτα
προυφτάει : φτύνει
π’σταρώνομαι : καμαρώνομαι, περηφανεύομαι
πτίκια : η φλούδα των δέντρων
π’τσακώθκε : ζαλίστηκε, μέθυσε