Π

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

65

παένω                 : πηγαίνω

πανωτιαστά   :   στοιβαγμένα

παπίλα               : έκζεμα

παπάρα    :    ψωμί με γάλα

παραδάγκαλο       : εξόγκωμα στο σώμα

παρακαμιός   :   το νερό της θάλασσας όταν φωσφορίζει

παραμαζώνω, παράμασα  :   τρακάρω, σκοντάφτω

παραπλαλάει    : τρέχει όπου να ‘ναι

παρασλόισε      : χάζεψε

παρίπια             : παζάρεμα

παρτάλια    :    ρεμάλια

παρτάλ’ ς             : απεριποίητος, ρετάλι, ρεμάλι

παρτσιακλός     : αλλόκοτος

πασπαλίζει        : σκορπάει

πατατούκα         : χοντρό παλτό

πατλιά                : μικρός χώρος

πατόζα               : φορτωτής, αλωνιστική μηχανή

πατούνας          : αυτός που έχει μεγάλα πόδια

πατσάρα             : μεγάλο κεφάλι

πατσί                 : κεφάλι

πατσιά               : πατημασιά

πατώνω             : ασπρίζω, βάφω

πελεκούδα        : μικρό κομμάτι φλούδας δέντρου

πελεκώ              : κόβω με τσεκούρι

πενεσιάρ’ς         : παινεύει τον εαυτό του

περάτς               : παλιά κλειδαριά

περδικλώθ’κι    : παραπάτησε

περκάλι             : βαμβάκι

πεσκίρια            : πετσέτες

πετμέζι    :    πολύ γλυκός

πέτ’νος               : πετεινός

πετσοκόβω        : το κόβω από τη ρίζα

πετσώνω           : χτυπώ

πιλεσ’καν          : έκανε πολλές δουλειές μαζί

πιπιλιά              : στάχτη

πιράτ΄ς             : σύρτης

πιρδικλώνομι   : σκοντάφτω

πιροστιά            : τρίγωνη βάση για τη σχάρα

πιτσκάρ’σε         : στράβωσε

πίτσ’κο              : μικρό παιδί

πλαλάει             : τρέχει

πλαλοκοπάει    : τρέχει γρήγορα και άσκοπα

πλάκα                : δίσκος γραμμόφωνου, δίσκος σερβιρίσματος

πλαστό               : ζυμωτό ψωμί

π’λι                     : πουλί

πλουδ’               : πουλάκι

πλόχερο            : μερίδα μιας χούφτας

πνιοί    :    ποιοι

ποδοστίλιασα    :    κουράστηκα να είμαι όρθιος

πορδομήχανο   :   μικρό μηχανάκι

πόστασα           : κουράστηκα

ποστιάζω          : βάζω στη σειρά

πουλ-πουλ        : κάλεσμα για τις κότες

πρατσαντζάς    : ο νεαρός

πρόσφορα, πρόσφολα        : ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες

προκομιάζομαι   :   ξαπλώνω στηρίζομαι σε κάτι

προμ’θεύω         : συμβουλεύω

προσκώνομαι    :    ξεσηκώνομαι

προσμπουκώνω   :   τσιμπάω πριν το φαγητό

προυτσάδ’         : τράγος

προυτσάει    :    όταν ο τράγος κάνει έρωτα

προυφτάει        : φτύνει

π’σταρώνομαι   : καμαρώνομαι, περηφανεύομαι

πτίκια                : η φλούδα των δέντρων

π’τσακώθκε    :    ζαλίστηκε, μέθυσε




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *