Ν
26
νετάρ’σα : τέλειωσα, έφτιαξα την πετονιά
νιαγρίζ’ : νιαουρίζει, γκρινιάζει
νίβομι : πλένομαι
νικατώνω : ανακατεύω
νισκός : πεινασμένος
νταβάς : μεγάλη κατσαρόλα
νταβρατσμένους : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταγκλαράς : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταϊάτσα : κουράστηκα
νταλάκουσα : φουσκωμένη κοιλιά από πολύ νερό
νταμιτζάνες : γυάλινες μποτίλιες 50 – 100 κιλών
ντάμπου : ανόητη
νταρνταγάνι : ανακατωσούρα
ντεβερλίγκες : βόλτες
ντεμπλαρώνομαι : ξαπλώνω
ντερλίκουσα : φούσκωσα η κοιλιά από το πολύ νερό
ντουβάρ’ : τοίχος
ντουμάνι : καπνός
ντουμάνιασε : γέμισε καπνό
ντούμπανο : πρισμένο
ντουμπρούκι : πρησμένο, χοντρό
ντουρλάπ΄ : πολύ δυνατή βροχή
ντράβαλα : μπερδέματα, φασαρίες
ντρουβάδιασμα : σακίδιο με φαγητό
ντρουβάς : σακίδιο
νυχτισιό : βραδινή κρέμα προσώπου