Ν

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

26

νετάρ’σα    :   τέλειωσα, έφτιαξα την πετονιά

νιαγρίζ’       : νιαουρίζει, γκρινιάζει

νίβομι                     : πλένομαι

νικατώνω                : ανακατεύω

νισκός    :    πεινασμένος

νταβάς                    : μεγάλη κατσαρόλα

νταβρατσμένους   : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος

νταγκλαράς           : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος

νταϊάτσα                : κουράστηκα

νταλάκουσα           : φουσκωμένη κοιλιά από πολύ νερό

νταμιτζάνες            : γυάλινες μποτίλιες 50 – 100 κιλών

ντάμπου                 : ανόητη

νταρνταγάνι          : ανακατωσούρα

ντεβερλίγκες          : βόλτες

ντεμπλαρώνομαι   : ξαπλώνω

ντερλίκουσα          : φούσκωσα η κοιλιά από το πολύ νερό

ντουβάρ’                : τοίχος

ντουμάνι                : καπνός

ντουμάνιασε          : γέμισε καπνό

ντούμπανο    :    πρισμένο

ντουμπρούκι    :    πρησμένο, χοντρό

ντουρλάπ΄             : πολύ δυνατή βροχή

ντράβαλα               : μπερδέματα, φασαρίες

ντρουβάδιασμα    : σακίδιο με φαγητό

ντρουβάς               : σακίδιο

νυχτισιό                 : βραδινή κρέμα προσώπου




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *