Ψ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

6 ψακόφλουδα   : πευκοβελόνες ψακώθ’κε         : γριπώνεται, τον “πιάνει” το ποτό ψήμα                : παραδοσιακό τοπικό φαγητό, κατσικάκι με ρύζι στο φούρνο ψιχολόος          : φαράσι ψόλος   :   θαλάσσιος οργανισμός ψουράκα          : πικροδάφνη

Χ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

24 χαβάδια    :    κέφια  χαϊάτι                : μπαλκόνι χαϊβάνι              : χαζός χάμκο    :     1η βράση τσίπουρου χαμολόι              : οι πεσμένες ελιές χαμοφτέριασε    :    έχασε το κουράγιο του, δείλιασε χαραρέτια   :   κέφια χαύδωσε   :   άνοιξε τα πόδια χαχάλι    :    κεφάλι χίπι χίπι   :   ίσα ίσα χ’ ναρ’                 : […]

Φ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

20 φανάρι            : κλουβί με ψιλή σίτα για προφύλαξη τροφίμων φιλί                  : μερίδα ψωμιού, καρπουζιού.. φκιασιά          : νάζια, καμώματα φλάσκα    :    παγούρι νερού φλέτσια          : τσόφλια από σπόρια, καρύδια κτλ φλόμους         : πυκνός καπνός φούιτ    :    τρύπησε η ρόδα και χάνει αέρα φουκάς    :    κουβάς φουλτάκα       : στο δέρμα φούσκα φούρκα         […]

Τ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

71 τάβλα                 :  χαμηλό τραπέζι ταγάρ’                : πλεχτό μάλλινο σακίδιο ταμαχιάρ’ς        : πλεονέκτης τανιέμαι    :    τεντώνομαι ταπείνωτο   :   χαμήλωσέ το ταχιά                  : σύντομα τζαβέλα    :    χλώριο τζάλιασε            :  έλιωσε τζ’γαράς             : σπουργίτι τζατζαλιά          : βρομιά τζατζαλιάρης    :    βρομιάρης, τσαπατσούλης τζετζβές             […]

Σ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

66 σακατεύ’κε       :  χτύπησε, πληγώθηκε σαλάγατα   :   οδηγώ τα ζώα σαλιακοί           : σαλιγκάρια σαλντάει           : πηδάει σάλτσι    :    πήδηξε σαούλι    : είδος αλφαδιού σάμαντι             : μήπως σαπαρέκ’           : τέλος σάρκωσε    :    πάχυνε σβαρνιάρης      : αυτός που βαριέται σβέρκωσα         : τον έπιασα από το σβέρκο σβούλος            : πέτρα από χώμα σβουρδούτλιξτο   :   τυλιξέ το πολύ […]

Ρ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

8 ραχόνι       :  λόφος ρέμπελος  : χαλαρός ρεμπεσκές   :   τεμπέλης ρίπατα      : δρόμος, μονοπάτι ρουβέλ’ς   :  ακατάστατος ρούις        :  βόλτες ροχάλα   :   χλαμπάτσα, φτύσιμο ρόχαξε   :   έσχισε

Π

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

65 παένω                 : πηγαίνω πανωτιαστά   :   στοιβαγμένα παπίλα               : έκζεμα παπάρα    :    ψωμί με γάλα παραδάγκαλο       : εξόγκωμα στο σώμα παρακαμιός   :   το νερό της θάλασσας όταν φωσφορίζει παραμαζώνω, παράμασα  :   τρακάρω, σκοντάφτω παραπλαλάει    : τρέχει όπου να ‘ναι παρασλόισε      : χάζεψε παρίπια             : παζάρεμα παρτάλια    :    ρεμάλια παρτάλ’ ς             : […]

Ο

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

8 όξου                   : έξω ορτώνω              : γνωρίζω ουλ’   :   όλοι ούμπας               : επιφώνημα ξαφνιασμού ή αηδίας ουριάζει             : φωνάζει βρίζοντας ουρλιέμι             : τσιρίζω, φωνάζω ουρτώνω            : καταλαβαίνω, γνωρίζω ουστ                   : επιφώνημα διωγμού

Ξ

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

29 ξάν’ξε                : αρχές της άνοιξης ξανίεσαι   :   κάνει ανοίγματα οικονομικά  ξαντίρεμα         : αναζήτηση ιχνών ζώων ξαπόλ’κα           : άφησα ελεύθερο ξαπουστένου    : ξεκουράζομαι  ξαρίζου              : κάνω αέρα ξεγοφιάσ’κε      : τον πόνεσαν τα πόδια ξεζαλικόθ’κε    : ξεφορτώθηκε  ξεθαράω    :    παίρνω θάρρος ξεκατίνιασε      : ξετίναξε ξελαγαρίσ’κε     : πείνασε πάρα πολύ  ξελιγώθ’κε         […]

Ν

Δημοσιευμένο στις 5 Φεβρουαρίου 2016 Κατηγορία: Λεξικό από Asterios

26 νετάρ’σα    :   τέλειωσα, έφτιαξα την πετονιά νιαγρίζ’       : νιαουρίζει, γκρινιάζει νίβομι                     : πλένομαι νικατώνω                : ανακατεύω νισκός    :    πεινασμένος νταβάς                    : μεγάλη κατσαρόλα νταβρατσμένους   : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος νταγκλαράς           : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος νταϊάτσα                : κουράστηκα νταλάκουσα           : φουσκωμένη κοιλιά από πολύ νερό νταμιτζάνες            : γυάλινες μποτίλιες 50 – 100 […]

Επόμενη σελίδα »