«…Η γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από απλό πρακτικό όργανο έκφρασης και επικοινωνίας με τους άλλους΄ είναι ένα με τη σκέψη μας και ένα με τα αισθήματά μας. Όπως μπορούμε να μιλούμε, μπορούμε να σκεπτόμαστε και να αισθανόμαστε. Η αξία της εθνικής, της μητρικής γλώσσας είναι ακριβώς ότι από τις πρώτες μέρες της ζωής διαμορφώνει το πνεύμα και το φρόνημά μας, τη νόηση και το θυμικό μας κατά έναν ορισμένο τρόπο* ότι μας εξομοιώνει με τα μέλη της μεγάλης εθνικής οικογένειας, μας δένει με το παρελθόν και με το παρόν της φυλής μας, και απελευθερώνει τις δυνάμεις που φωλιάζουν μέσα μας για να αναπτυχθούν, να καλλιεργηθούν και να εξωτερικευθούν. Για να εκτελέσει όμως η μητρική μας γλώσσα όλη αυτή την τόσο σπουδαία λειτουργία, χρειάζεται ελευθερία από εμπόδια και περισπασμούς, φροντίδα και αγάπη, χρόνο και άνεση. Όταν πριν ακόμη αποκτήσει τον πλούτο, τη λεπτότητα των νοηματικών αποχρώσεων, τη σιγουριά και την ορθότητα, επεμβαίνει μια ξένη γλώσσα και εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξή της, οι συνέπειες για το πνεύμα και το ήθος του παιδιού, για το νου και την καρδιά του ακόμα θα είναι μεγάλες και ολέθριες. Είναι σαν να μην αφήνουμε την όρασή του να αναπτυχθεί και πριν ακόμη μάθει να χρησιμοποιεί σωστά τα μάτια του τα φορτώνουμε με φακούς που το υποχρεώνουν να βλέπει με άλλο πρίσμα τον κόσμο γύρω του. Όπως εδώ το αποτέλεσμα θα είναι η οπτική αναπηρία, έτσι και στην περίπτωση της ξενότροπης γλωσσικής παρεμβολής μοιραία συνέπεια θα είναι η σύγχυση, η ψυχική ατροφία, η αναπηρία η πνευματική.
Αν μάλιστα αυτή η αρχή να αφήνουμε στη μητρική, την εθνική γλώσσα όλο το χρόνο και τη φροντίδα που της χρειάζεται για να εμπεδωθεί και να καλλιεργηθεί με άνεση από το νέο άνθρωπο, ισχύει στο βαθμό άλφα για όλους τους λαούς του κόσμου, για μας τους Έλληνες που δεν έχουμε ακόμα λύσει το γλωσσικό μας ζήτημα και μας δέρνει στο κεφάλαιο αυτό της εθνικής ζωής μια φοβερή ακαταστασία και αρρυθμία, ασφαλώς θα ισχύει στο βαθμό άλφα τετράγωνο. Η απαιδευσία μας είναι συνάρτηση της γλωσσικής μας αναρχίας. Και το καλύτερο μέσον να επιδεινώσουμε αυτήν την πνευματική μας συμφορά είναι να βάλουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής και μια ξένη γλώσσα στο στόμα και στην ψυχή των παιδιών μας.
Το συμπέρασμα είναι ότι η εκμάθηση των ξένων γλωσσών πρέπει να αρχίζει, αφού πρώτα το παιδί εξοικειωθεί σε σημαντικό βαθμό με το εθνικό γλωσσικό του όργανο. Δηλαδή ύστερ’ από τα δέκα τουλάχιστον χρόνια του, όπως πολύ ορθά ορίζει η σχολική μας νομοθεσία. Ας μην ανησυχούμε8 αργά δεν είναι. Καιρός θα υπάρξει να κατακτηθεί και η ξένη γλώσσα, αφού έχει ήδη γίνει κτήμα του παιδιού η μητρική. Ακόμα και το περίφημο «accent» της ξένης, και αυτό θα το πάρει ο νέος, αν πέσει από την αρχή σε καλό δάσκαλο και αν συχνά του παρουσιάζονται ευκαιρίες να ασκεί τα γλωσσικά του όργανα.
Ε. Π. Παπανούτσος