Οι βασικές μουσικές ικανότητες και δεξιότητες αναπτύσσονται τα πρώτα δέκα χρόνια ανάπτυξης του παιδιού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ακουστικό σύστημα στον εγκέφαλο αναπτύσσεται σταδιακά, ενώ παράλληλα λαμβάνει χώρα και η πολιτισμική αφομοίωση του παιδιού στην κουλτούρα μέσα στην οποία ανήκει.
Σύμφωνα με το μοντέλο των Swanwick και Tillman, τα παιδιά από 4 έως 9 χρονών αναπτύσσουν ακουστικές και γνωστικές ικανότητες σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε, όχι μόνο να μπορούν να αντιληφθούν τη μουσική, αλλά και να μπορούν να παίξουν και τα ίδια μουσική με αρκετή ακρίβεια. Επίσης, τα παιδιά 4-5 χρονών μπορούν να διακρίνουν το ρετζίστρο των ήχων και τα ηχοχρώματα και καθώς μεγαλώνουν και λαμβάνουν μουσική εκπαίδευση, είναι ικανά ακόμα και να αναγνωρίσουν τα μουσικά όργανα από το ηχόχρωμά τους.
Νωρίς στην ανάπτυξη των παιδιών εμφανίζεται και η ευαισθησία τους στη συμφωνία και τη διαφωνία. Η προτίμηση στη συμφωνία έναντι της διαφωνίας είναι πιο ξεκάθαρη πάνω από την ηλικία των 6 και στην ηλικία των 9 και των 10 είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Λόγω της παγκοσμιοποίησης, η σχεδόν αναπόφευκτη αφομοίωση των παιδιών στη Δυτική τονική μουσική, οδηγεί σταδιακά στον περιορισμό των προτιμήσεών τους και τα παιδιά από 6 χρονών είναι πλέον λιγότερο ανοιχτά σε ατονικές ή μη δυτικές μελωδίες. Η πλήρης κατανόηση της κλίμακας και της αρμονίας αναμένεται να εμφανιστεί μετά τα 5 – 7 χρόνια, καθώς αυτά τα στοιχεία εξαρτώνται από την μάθηση και την αφομοίωση στην κουλτούρα μέσα στην οποία τα παιδιά μεγαλώνουν. Η επίδραση μάλιστα της πολιτισμικής αφομοίωσης σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσο ισχυρή που, για παράδειγμα, παιδιά μεγαλωμένα σε κάποια δυτική κουλτούρα στην ηλικία των 10 και 13 ίσως να μην είναι πλέον ικανά να αναγνωρίσουν τονικά ή ρυθμικά λάθη σε μια μη δυτική κλίμακα.
Όσον αφορά την ανάπτυξη των μουσικών ικανοτήτων των παιδιών που είναι σχετικές με τις ρυθμικές ιδιότητες της μουσικής, έρευνες έχουν δείξει πως τα παιδιά ηλικίας 3 έως 5 αναπτύσσουν πιο επαρκείς δεξιότητες στο να αντιλαμβάνονται και να εκτελούν ρυθμούς και καθώς μεγαλώνουν είναι ικανά ακόμα και να ξεχωρίσουν ρυθμικά πάτερνς. Η ικανότητα να κατανοούν το μουσικό μέτρο αναπτύσσεται γύρω στην ηλικία των 9, καθώς επίσης έχει επισημανθεί ερευνητικά και η προτίμησή τους στο γρήγορο tempo.
Η ευαισθησία στη συναισθηματική σημασία της μουσικής είναι μια άλλη ικανότητα που αναπτύσσεται κατά την προσχολική ηλικία. Στην ηλικία των 5, τα παιδιά είναι σε θέση να αναγνωρίζουν βασικά συναισθήματα στη μουσική, όπως χαρά, λύπη και φόβο.
Όσον αφορά την παραγωγή και την επιτέλεση της μουσικής, τα παιδιά φαίνεται να απολαμβάνουν τη μουσική δημιουργία στην προσχολική και σχολική ηλικία, καθώς μπορούν να επαναλαμβάνουν ρυθμικά και μελωδικά μοτίβα και να αυτοσχεδιάζουν. Ενώ ο αυτοσχεδιασμός στο τραγούδι εμφανίζεται ήδη από μικρή ηλικία (3 χρόνια), η τραγουδιστική έκταση και ακρίβεια αυξάνεται μετά τα 5 χρόνια του παιδιού. Στην ηλικία των 6 με 7 η φωνητική έκταση είναι περίπου μια οκτάβα και στην ηλικία των 8 τα παιδιά είναι πλέον ικανά να τραγουδούν με τονική σταθερότητα.
Η εκμάθηση και η χρήση συμβόλων είναι εξίσου ένα σημαντικό μέρος της μουσικής ανάπτυξης. Έρευνα έχει δείξει πως τα παιδιά μικρότερα από 5 χρονών είναι ικανά απλά να σημειώσουν, ή βασικά να επαναλαμβάνουν τραγουδώντας ή χτυπώντας παλαμάκια τον ρυθμικό παλμό της μελωδίας, από 5 έως 7 μπορούν να σημειώσουν τη ρυθμική δομή ή το μουσικό περίγραμμα του τονικού ύψους, ενώ, τέλος, πάνω από την ηλικία των 7 μπορούν να σημειώσουν όλα τα στοιχεία μιας μελωδίας.
Από την οπτική γωνία της νευρολογίας, οι ερευνητές έχουν τελευταία επιχειρήσει να απαντήσουν στο ερώτημα εάν υπάρχει κάποια «κρίσιμη περίδος» στη μουσική ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μουσικές δεξιότητες έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν γρηγορότερα και με λιγότερη προσπάθεια, έπειτα από την έκθεση σε συγκεκριμένη μουσική εμπειρία. Πρόσφατα ευρήματα έχουν δείξει ότι η ανάπτυξη της αντίληψης του τονικού ύψους ίσως να παρουσιάζει κάποιες κρίσιμες περιόδους, αλλά για τις πιο πολύπλοκες μουσικές όψεις, δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι υπάρχουν τέτοια αναπτυξιακά «παράθυρα».
Γενικά, έχει βρεθεί πως η ανάπτυξη του εγκεφάλου λαμβάνει χώρα νωρίς στην παιδική ηλικία και πως σε αυτήν την περίοδο κατανοούνται βασικά και καθολικά στοιχεία της μουσικής. Αντίθετα, τα στοιχεία που είναι διαφορετικά ανά μουσικό σύστημα αναπτύσσονται αργότερα, ως αποτέλεσμα της συνεχούς επίδρασης της πολιτισμικής αφομοίωσης και της ενεργούς μουσικής ενασχόλησης.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο ρόλος της μάθησης και της εξάσκησης στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού είναι πάρα πολύ σημαντικός. Η μουσική εκπαίδευση αποτελείται από συγκεκριμένες εμπειρίες, προσωπική προσπάθεια και διδακτικές μεθόδους, που ενισχύουν και επιταχύνουν την απόκτηση των μουσικών δεξιοτήτων που έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται λόγω της πολιτισμικής αφομοίωσης και της γονεϊκής επιρροής.