«Το παιχνίδι στην προσχολική ηλικία»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
1.Ο Ορισμός του παιχνιδιού


Αξιοποιώντας την πλούσια βιβλιογραφία γύρω από ένα τόσο ευρύ ζήτημα όσο
είναι το παιχνίδι, στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται μία όσο το δυνατόν πιο
διαφωτιστική θεωρητική προσέγγιση για το σύνθετο αυτό φαινόμενο που αποτελεί το
βασικό πυρήνα της παρούσας έρευνας.

Το παιχνίδι στο νηπιαγωγείο
Το παιχνίδι αποτελεί σημαντική λειτουργία για την ανάπτυξη του ανθρώπου.
Μέσα από το παιγνιακό βίωμα, δίνεται η δυνατότητα να απλοποιηθεί αλλά και
παρουσιαστεί σφαιρικά ένα θέμα, ενώ ταυτόχρονα το παιδί μπορεί να αποκτήσει
δεξιότητες κοινωνικές, νοητικές, συναισθηματικές, κινητικές (Αντωνιάδης, 1994).
Το να παίζεις ένα παιχνίδι σημαίνει να εμπλέκεσαι σε μία δραστηριότητα που
κατευθύνεται προς την επίτευξη μίας συγκεκριμένης κατάστασης, χρησιμοποιώντας
μόνο τα μέσα που επιτρέπονται από αυτούς τους κανόνες (Κάππας, 2005).
Το παιχνίδι είναι ένα σύνθετο και πολύμορφο φαινόμενο που περιλαμβάνει
διαφορετικές πράξεις, προσανατολισμούς και εκδηλώσεις (Scales, etal., 1991).
Διάφοροι επιστήμονες, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη φύση, τη σημασία και τη
θέση του παιχνιδιού στη ζωή του παιδιού ανέπτυξαν διάφορες ερμηνείες:
«Το παιχνίδι είναι η δραστηριότητα μέσα από την οποία τα παιδιά καλύπτουν
όλες τις αναπτυξιακές τους ανάγκες» (Μaxim, 1989).
«Το παιχνίδι είναι αυτή η συναρπαστική δραστηριότητα στην οποία
συμμετέχουν υγιή παιδιά με ενθουσιασμό και ανεμελιά» (Scales et al., 1991).
«Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα, κατευθυνόμενη από το παιδί το
«νόημα» της οποίας έχει σημασία για το ίδιο και όχι η κατάληξή της» (Kostelnik,
Soderman & Whiren, 1993).
«Το παιχνίδι είναι η πραγματοποίηση της μάθησης μέσα από την πράξη»
(Feeney, Christensen, & Moravcil, 1996).
O Meckley (2002), συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις επαναπροσδιόρισε
τον ορισμό του παιχνιδιού ως μιας δραστηριότητας η οποία θα πρέπει να εμπεριέχει
τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: (α) να είναι ελεύθερη επιλογή των παιδιών, (β) να
κατευθύνεται από εσωτερικά κίνητρα, (γ) να παρέχει ευχαρίστηση και ικανοποίηση,
3
(δ) να εμπλέκει ενεργά τους παίκτες, (ε) να είναι αυτο-κατευθυνόμενο, (στ) να έχει
νόημα για το παιδί (Meckley, 2002).
Το παιχνίδι είναι ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής ζωής μιας εποχής, ενός
λαού. Είναι πρωταρχικός παράγοντας και εικόνα της κουλτούρας του. Το παιδί στα
παιχνίδια του ανακεφαλαιώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου. Πολιτισμός και παιχνίδι
είχαν ανέκαθεν κοινή πορεία. Το παιχνίδι είναι ζωτικός πλούτος. Η μελέτη των
παιχνιδιών μπορεί να οδηγήσει από ασφαλή δρόμο στη διάγνωση του πολιτιστικού
επιπέδου ενός τόπου. Για αυτό και απασχόλησε πολλές επιστήμες: την ιστορία του
πολιτισμού, τη λαογραφία, τη φιλοσοφία, την παιδαγωγική, την κοινωνιολογία, την
εθνολογία και την ψυχανάλυση (Προκόβας, 2010)

Το παιχνίδι δεν είναι μόνο ένας τρόπος για να περάσουν τα παιδιά ευχάριστα
την ώρα τους, αλλά βοηθάει σε σημαντικό βαθμό σ την ανάπτυξη του παιδιού.
Δηλαδή, να αναπτύξει τις αισθήσεις του, την κοινωνικότητα του, την φαντασία του,
την παραγωγή και χρήση της γλώσσας, καθώς και της γραφής. Το παιχνίδι έχει την
ιδιότητα να σχετίζεται και σε ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης του
παιδιού, στο να σχηματίσει το ίδιο το παιδί την αντίληψη για την πραγματικότητα,
την αυτογνωσία, καθώς και να το προετοιμάσει για την ικανότητά του να
δημιουργήσει πολιτισμό (Garvey, 1990).
Είναι αλήθεια ότι το παιχνίδι είναι η πλέον σημαντική δραστηριότητα του
παιδιού. Με αυτό μιλάει, εκφράζεται, κινείται, σκέπτεται, δημιουργεί, μεγαλώνει, ζει.
Το παιχνίδι είναι η πιο σημαντική δουλειά που έχει να κάνει το παιδί. Μόνο τα παιδιά
μπορούν να παίζουν ατελείωτα με πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε δεν έχει για τους
4
μεγάλους σημασία και μάλιστα χωρίς να πλήττουν. Με το παιχνίδι ποτέ τους δεν
χορταίνουν και δεν κουράζονται (Scales, etal., 1991).
Δεν είναι τυχαίο, πως το παιχνίδι σημαίνει για τα παιδιά γέλιο, ευθυμία, χαρά,
ξεκούραση, απόλαυση, ξεφωνητά, δημιουργία, πάθος, ελευθερία. Ούτε είναι και
χωρίς σημασία το γεγονός, πως ο άνθρωπος προχωρά στην ζωή, αρχίζοντας από το
παιχνίδι. Μεγαλώνει μάλιστα, παίζοντας πριν γίνει ενεργό μέλος της κοινωνίας
(Κάππας, 2005).

Όρια στη νηπιακή ηλικία: φροντίδα ή τιμωρία;

Η σημασία της οριοθέτησης για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

  1. Τα παιδιά, από τη νηπιακή ακόμη ηλικία χρειάζεται να μάθουν να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους και να τηρούν ορισμένους κανόνες, ώστε να προστατεύουν τον εαυτό τους, αλλά και να μπορούν να συμβιώνουν με άλλους ανθρώπους.
  2. Ένα παιδί χωρίς όρια μπερδεύεται, αποσυντονίζεται, νιώθει φόβο και ανασφάλεια. Η αυταρχικότητα, από την άλλη πλευρά το εμποδίζει να εκφράσει τα συναισθήματα του και να αναπτυχθεί ψυχικά. Η οριοθέτηση παρέχει στο παιδί ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει να αναπτύξει το δυναμικό του. Νιώθει ότι ο κόσμος του είναι στέρεος και ασφαλής. Αντιλαμβάνεται ότι οι γονείς και οι άνθρωποι που το φροντίζουν είναι ικανοί να το προστατεύσουν,να αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή του, να το εμπεριέχουν. Να αντέξουν ,δηλαδή, το κλάμα, τη γκρίνια, την επιθετικότητά του και να τα νοηματοδοτήσουν.
  3. Το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται ψυχικά και συναισθηματικά και μέσα από τη ματαίωση. Σημαντικό είναι να ξέρει ότι δεν μπορεί να έχει τα  πάντα και πως η συμπεριφορά του έχει συνέπειες για το ίδιο και τους άλλους.

Τα όρια χρειάζεται να υπάρχουν ακόμη και αν δεν τηρούνται. Απαραίτητο είναι να υπάρχουν στο παιδί όρια εξωτερικά, προκειμένου να μπορέσει μεγαλώνοντας να αναπτύξει και εσωτερικά όρια, να είναι δηλαδή σε θέση να ελέγχει τον εαυτό του και τις παρορμήσεις του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του.

Πώς βάζουμε όρια;

Η νηπιακή ηλικία, εξαιτίας των χαρακτηριστικών που αναφέρουμε (νοητική και γλωσσική ανάπτυξη,ικανότητα κατηγοριοποίησης κ.τ.λ) είναι η κατάλληλη περίοδος που οι γονείς μπορούν και πρέπει να ξεκινήσουν να οριοθετούν το παιδί.

Η οριοθέτηση είναι πρώτα απ’όλα ζήτημα σχέσης γονέα- παιδιού κι όχι ένα πακέτο οδηγιών που πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα.  Με άλλα λόγια στόχος του άρθρου δεν είναι να δώσει «συνταγές» αλλά ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές.

  • Κρίνουμε τη συμπεριφορά και όχι το ίδιο το παιδί και διαφοροποιούμε το συναίσθημα από την πράξη. Δηλαδή, αναγνωρίζουμε , σεβόμαστε , αποδεχόμαστε όλα τα συναισθηματα, αλλά όχι και όλες τις συμπεριφορές. Και αυτό είναι κάτι που μπορούμε να πούμε ευθέως στο παιδί:¨»Μπορείς να είσαι στενοχωρημένος, θυμωμένος όχι όμως να χτυπάς τους αλλους και να καταστρέφεις πράγματα».
  • Τα  και να προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του. π.χ. Ένα βρέφος προσπαθούμε να το στρέψουμε σε κάποια άλλη δραστηριότητα. Αν αυτό δε φέρει αποτέλεσμα το απομακρύνουμε μόνοι μας. Ένα παιδί από 2 ετών και πάνω χρειάζεται μια εξήγηση.
  • Συνέπεια- σταθερότητα- ευελιξία: Τα παιδιά κατανοούν και δέχονται τα όρια μόνο όταν αυτά είναι σαφή, σταθερά και αναγνωρίσιμα.