Μάι 18 2010

Άρθρα του/της ΑΡΓΥΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ

Σε τι διαφέρει το Linux από ένα κολοβακτηρίδιο και γιατί υστερεί!

Κάτω από: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η φύση και οι μηχανικοί λογισμικού αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις ελέγχου, όσον αφορά τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου. Φαίνεται όμως πως η φύση τα καταφέρνει σχετικά καλύτερα, αφού οι ζωντανοί οργανισμοί δυσλειτουργούν λιγότερο και καταρρέουν πιο σπάνια σε σχέση με τους υπολογιστές, σύμφωνα με μια νέα πρωτότυπη μελέτη αμερικανών ερευνητών του πανεπιστημίου Γιέηλ.linux-logo-thumb-medium.jpg

Οι ερευνητές σύγκριναν την εξέλιξη των οργανισμών και των λειτουργικών συστημάτων των υπολογιστών, αναλύοντας τα συστήματα και δίκτυα ελέγχου σε ένα βακτήριο E.coli (κολοβακτηρίδιο) και στο ανοικτό λειτουργικό σύστημα Linux. Η έρευνα, υπό τον καθηγητή μοριακής βιοφυσικής και πληροφορικής Μαρκ Γκερστάιν, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ και μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη πιο σταθερών λειτουργικών συστημάτων για υπολογιστές στο μέλλον.

«Αποτελεί συνηθισμένη λεκτική μεταφορά ότι το γονιδίωμα συνιστά το λειτουργικό σύστημα ενός ζωντανού οργανισμού. Θέλαμε να δούμε αν αυτή η αναλογία όντως ισχύει», δήλωσε ο Γκερστάιν.

Τόσο το κολοβακτηρίδιο, όσο και το Linux, έχουν ιεραρχική διάταξη, παράλληλα όμως έχουν μερικές σημαντικές διαφορές, που εξηγούν γιατί και πώς το καθένα επιτυγχάνει ξεχωριστή λειτουργική αποδοτικότητα. Τα μοριακά δίκτυα στα βακτήρια είναι διευθετημένα σε μορφή πυραμίδας, με ένα μικρό αριθμό «διευθυντικών» ρυθμιστικών γονιδίων στην κορυφή, τα οποία ελέγχουν μια πλατειά βάση εξειδικευμένων λειτουργιών, που δρουν ανεξάρτητα μεταξύ τους.

Αντίθετα, το Linux είναι οργανωμένο περισσότερο ως μια ανάποδη πυραμίδα, με πολλές διαφορετικές «ρουτίνες» (προγράμματα λογισμικού) στο ανώτερο επίπεδο να ελέγχουν λίγες γενικές λειτουργίες στη βάση του δικτύου. Αυτό, κατά τον Γκερστάιν, συμβαίνει επειδή οι μηχανικοί λογισμικού προσπαθούν να εξοικονομήσουν χρήματα και χρόνο «χτίζοντας» πάνω σε προϋπάρχουσες «ρουτίνες» αντί να ξεκινούν νέα συστήματα από μηδενική βάση.

Αυτό επίσης έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με την μελέτη, το τεχνητό λειτουργικό σύστημα –το Linux εν προκειμένω- να είναι πιο ευάλωτο σε καταρρεύσεις, επειδή ακόμα και μια απλή αναβάθμιση ή ενημέρωση ασφαλείας σε μια γενική «ρουτίνα» μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική για όλο το σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτές οι generic «ρουτίνες» πρέπει συνεχώς να υφίστανται έξωθεν νέες ρυθμίσεις και βελτιώσεις από τους προγραμματιστές.

Ένας ζωντανός οργανισμός, όπως ένα βακτήριο, δεν διαθέτει την πολυτέλεια της, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, παρέμβασης από έναν εξωτερικό σχεδιαστή, ενώ μια τυχαία βλάβη (μετάλλαξη) σε μια σημαντική γενική μοριακή διαδικασία μπορεί να απέβαινε μοιραία για την ύπαρξή του. Γι’ αυτό, το κολοβακτηρίδιο έχει διατηρήσει μια διαφορετικού τύπου οργάνωση, με άκρως εξειδικευμένες αυτοτελείς επιμέρους μονάδες «λογισμικού». Σύμφωνα με τον Γκερστάιν, μετά από δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, ένας τέτοιος οργανισμός έχει αποδειχτεί ανθεκτικός, προστατεύοντας τον οργανισμό από τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια




Σχόλια (RSS)

Αφήστε μια απάντηση