Μαρ 14 2010

Άρθρα του/της ΑΡΓΥΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ

Οικολόγοι με «βρόμικους» σπόνσορες

Μπορείς να δαγκώσεις το χέρι που σε ταΐζει; Κι ακόμη περισσότερο, μπορείς να γυρίσεις αδιάφορα την πλάτη στο χέρι που σου προτείνει μια επιταγή μερικών εκατομμυρίων δολαρίων; Φυσικά, όχι.

30-35e-thumb-medium.jpg

Greenpeace, Friends of Earth και 350.org αποτελούν ανυπότακτους στο επίμονο σπόνσοριγνκ. Αυτή η προφανής απάντηση συνοψίζει ένα σκάνδαλο που έρχεται να ταράξει την αποχαυνωτική αυταρέσκεια των μονοπωλίων του διεθνούς περιβαλλοντικού ακτιβισμού. Ανάμεσα στους χρηματοδότες των μεγάλων περιβαλλοντικών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων των ΗΠΑ, βρίσκονται και οι μεγάλοι ρυπαντές του περιβάλλοντος.

Το σκάνδαλο έχει ήδη όνομα στην ούγια: Climategate. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκάνδαλο ηθικού ξεπεσμού και πολιτικής διαπλοκής που βαραίνει το αμερικανικό οικολογικό κίνημα κι έχει αυτονόητες προεκτάσεις στα αδελφά κινήματα ανά τον πλανήτη.

Στις ίδιες τις ΗΠΑ, δεν είναι μόνο η θύελλα των επικριτικών σχολίων που έχει ξεσηκώσει η διαπίστωση του σκανδάλου, αλλά και τα ρήγματα που διανοίγονται τώρα πια εντός των κόλπων του αμερικανικού οικολογικού ακτιβισμού.

«Ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη οικολογική κρίση στην ανθρώπινη ιστορία, πολλές πράσινες οργανώσεις που υποτίθεται ότι θα ηγούνταν του οικολογικού αγώνα, αντίθετα, ασχολούνται με το να εισπράττουν σκληρό νόμισμα από τους μεγαλύτερους ρυπαντές του πλανήτη» προλόγιζε ένα μακροσκελές άρθρο του στο προοδευτικό περιοδικό «The Nation», ο ανεξάρτητος βρετανός δημοσιογράφος Γιόχαν Χαρί, με το οποίο έφερε στο προσκήνιο της δημοσιότητας τους ψιθύρους που ακουγόταν εδώ και πολλά χρόνια.

Υπάρχει προϊστορία

Διότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι ψίθυροι για οικονομική εξάρτηση μέρους του οικολογικού κινήματος από ρυπογόνες πολυεθνικές κυκλοφορούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο τότε πρόεδρος της μεγάλης αμερικανικής οικολογικής οργάνωσης National Wildlife Federation Τζέι Χέαρ, άρχισε να εισπράττει δωρεές από μεγάλες πετρελαϊκές όπως η Shell και η British Petroleum. Ο Χέαρ έφυγε για πάντα απ’ αυτόν τον πλανήτη το 2002, αφού προηγουμένως μεταπήδησε από την προεδρία της οργάνωσής του, στη θέση συμβούλου του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ομως, άφησε πίσω του ένα παράδειγμα που βρήκε πολλούς μιμητές. Την πρακτική του σπόνσορινγκ (χρηματισμού) μεταξύ εχθρικών στρατοπέδων.

Αρχικά, αυτή η πρακτική θεωρήθηκε εξαιρετική ιδέα. Οι οικολογικές οργανώσεις θα αποδέχονταν την οικονομική διαπλοκή με τις ρυπογόνες επιχειρήσεις, για να τις αλώσουν «από τα μέσα» και να επηρεάσουν την επιχειρηματική τους στρατηγική προς όφελος του περιβαλλοντικού αγώνα. Φυσικά, συνέβη το αντίθετο. «Η πρακτική του σπόνσορινγκ κυρίευσε μεγάλο μέρος του οικολογικού κινήματος, που σε αντάλλαγμα προσφέρει κατανόηση και υιοθέτηση της τεχνοκρατικής άποψης για το περιβάλλον» είπε σε πρόσφατη ραδιοφωνική της συνέντευξη η Κριστίν ΜακΝτόναλντ, μια γνωστή αμερικανίδα ακτιβίστρια με πικρή πείρα από το πέρασμά της από την οργάνωση Conservation International το 2006.

Με καλό μισθό

Εκεί, διαπίστωσε γρήγορα τον εκφυλισμό των οργανώσεων από σπόνσορες (όπως οι British Petroleum, American Electrical Power και PacifiCorp), και τη μετάλλαξη των ακτιβιστών σε υπαλλήλους των χορηγών -μάλιστα κάποιος Στιβ Σάντερσον, στέλεχος της οικολογικής οργάνωσης Wildlife Conservation Society, εισέπραττε ετήσιο μισθό 225.000 δολαρίων ως επαγγελματίας ακτιβιστής, μισθό σχεδόν ισάξιο με εκείνους των προέδρων των δ.σ. του επιχειρηματικού τομέα.

Για τον μετεωρολόγο της NASA Τζιμ Χάνσεν, εξαιρετικά δημοφιλή στους κύκλους του αμερικανικού οικολογικού ακτιβισμού, η υπόθεση του σπόνσορινγκ των οργανώσεων, είναι μια υπόθεση πολιτικής κουλτούρας. Η οποία επιτρέπει την εξαγορά αυτού του είδους με αντάλλαγμα την υιοθέτηση μιας στρατηγικής «πολιτικού ρεαλισμού». Πράγματι, μαχητικές οργανώσεις όπως η Sierra Club, μετά την είσπραξη οικονομικών εισφορών από πολυεθνικές, έφτασε στο σημείο να συμπλέει με αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπους, «αναγνωρίζοντας την πολιτική πραγματικότητα της Ουάσιγκτον» στα περιβαλλοντικά της προγράμματα.

«Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να γίνει αυτή η σχέση διαφθοράς και διαπλοκής, η νόρμα λειτουργίας των μεγάλων πράσινων οργανώσεων» γράφει ο Γιόχαν Χαρί, στο άρθρο του με τίτλο «Ο Λάθος Βασιλιάς του Πράσινου», υπονοώντας την υποκατάσταση του πράσινου της φύσης από το πράσινο των δολαρίων. Και σαν παράδειγμα της παράνοιας που επικρατεί στο χώρο του οικολογικού ακτιβισμού με τις χορηγίες των ρυπαντών, γράφει «είναι σαν να λέμε ότι οι εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα επιδοτούνται από τη χούντα της Βιρμανίας, από τον Ντικ Τσένι και τον Ρόμπερτ Μουγκάμπε».

Ομως στους κόλπους του οικολογικού ακτιβισμού, υπάρχει το… ανυπότακτο γαλατικό χωριό, ένας γαλαξίας οργανώσεων που δεν συμβιβάζονται με χορηγίες ρυπαντών. Ανάμεσά τους η Greenpeace, οι οικοτρομοκράτες της Friends of Earth και η οργάνωση 350.org. Που αρνούνται να δεχτούν ότι πολιτικός ρεαλισμός και φυσική αναγκαιότητα είναι το ίδιο, διότι όπως λένε, δεν μπορείς να σταθείς μπροστά σε έναν τυφώνα και να πεις «sorry, ο γερουσιαστής Γκορ δεν θέλει να μας απασχολήσεις σήμερα».

Η στρατηγική που κερδίζει έδαφος στους «ανυπότακτους» οικολόγους ως αντίβαρο του σπόνσορινγκ, είναι η τακτική της άμεσης δράσης. Αυτή υλοποιείται ήδη στην Αγγλία από την οργάνωση Climate Camp, με απόλυτη επιτυχία (μπλοκάρισμα επέκτασης αεροδρομίων και αναστολή κατασκευής ρυπογόνων εργοστασίων). «Αγώνας με πράξεις» υπογράφει η Climate Camp, αντιλέγοντας έτσι στον πολιτικό ρεαλισμό των επιδοτούμενων… συντρόφων τους.

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια




Σχόλια (RSS)

Αφήστε μια απάντηση