Φεβ 13 2010

Άρθρα του/της ΑΡΓΥΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ

Από πού πηγάζει η ανάγκη μας να χορεύουμε;

Κάτω από: ΕΡΕΥΝΑ

 ep10-thumb-medium.jpg

Γιατί συνήθως αρέσει περισσότερο ο χορός στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες; Και γιατί στα πάρτι τα κορίτσια σηκώνονται πιο εύκολα να χορέψουν ενώ τα αγόρια είναι πιο συγκρατημένα ή γιατί τα κορίτσια λικνίζονται με χάρη ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής ενώ τα αγόρια είναι άχαρα; Τελικά, γιατί το «ασθενές» φύλο φαίνεται να εκφράζεται με μεγαλύτερη ευκολία μέσω του χορού ενώ το «ισχυρό» φύλο με μικρότερη;

Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει σήμερα ο Βρετανός Peter Lovatt, επαγγελματίας χορευτής και ο ίδιος μέχρι τα 26 του, οπότε αποφάσισε να σπουδάσει ψυχολογία και σήμερα διδάσκει Γνωσιακή Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Χέρτφορντσιρ στη Μ. Βρετανία. Εχοντας επικεντρώσει το ερευνητικό του ενδιαφέρον στην ψυχολογία του χορού, συλλέγει ακούραστα εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρησιακά δεδομένα. Κατάφερε έτσι να πραγματοποιήσει μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν γίνει ποτέ με αντικείμενο την ανθρώπινη χορευτική συμπεριφορά.Ο Lovatt, ο επονομαζόμενος και «Dr. Dance», κατέγραψε σε βίντεο και στη συνέχεια μελέτησε προσεκτικά τη χορευτική συμπεριφορά 13.700 (!) ατόμων διαφορετικού φύλου και ηλικίας.

Κατέληξε έτσι στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι στις γυναίκες το μάξιμουμ της χορευτικής δραστηριότητας συμπίπτει με την αναπαραγωγική ηλικία, δηλαδή μεταξύ 16 και 35 ετών, ενώ για τους άνδρες ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αρχίζουν να «τα δίνουν όλα» μετά τα 50! Η πολύ μεγαλύτερη άνεση των γυναικών με τον χορό σε αυτή την ηλικία συνδέεται ενδεχομένως με τη σεξουαλικότητα και με την εκδήλωση σαγηνευτικών συμπεριφορών προς το άλλο φύλο. Στους άνδρες, αντίθετα, η χορευτική αυτοπεποίθηση εμφανίζεται πολύ αργότερα, ίσως επειδή έχουν ευρύτερο αναπαραγωγικό «ορίζοντα».

Φαίνεται μάλιστα, σύμφωνα με τον Lovatt, ότι οι περισσότεροι άνδρες αρχίζουν να απολαμβάνουν πραγματικά τον χορό μόνο στην ώριμη ηλικία, όταν δεν έχουν πλέον να ανταγωνιστούν τις συνομήλικες συντρόφους τους, οι οποίες έχουν προ πολλού πάψει να ξεφαντώνουν στην πίστα. Απαλλαγμένοι από τη συστολή και το αίσθημα κατωτερότητας που βίωναν ως έφηβοι, εκφράζονται πολύ πιο ελεύθερα ανακαλύπτοντας συχνά άγνωστους μέχρι τότε τρόπους σωματικής έκφρασης, που ίσως να λειτουργούν ακόμη και σαν νέες μορφές ερωτοτροπίας.

Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, η ελευθερία έκφρασης ενός ατόμου μέσα από τον χορό καθορίζεται από ενδογενείς (νευροψυχολογικούς) και εξωγενείς παράγοντες (π.χ. η στάση του/της παρτενέρ, ή της παρέας). Αν όμως οι εξωγενείς παράγοντες είναι προφανείς, πολύ λιγότερο προφανείς είναι οι εσωτερικοί νευροψυχολογικοί μηχανισμοί που επηρεάζουν την έκφραση της ελεύθερης χορευτικής συμπεριφοράς.

Για να μάθει κάποιος να χορεύει καλά δεν αρκεί η επίπονη εκγύμναση των μυών ή η παθητική απομνημόνευση της ακριβούς σειράς των χορευτικών κινήσεων. Είναι εξίσου ή και περισσότερο απαραίτητη η ενεργητική συμμετοχή του εγκεφάλου του χορευτή ή της χορεύτριας. Σε αυτό το προκλητικό συμπέρασμα φαίνεται ότι καταλήγουν όλες οι σοβαρές επιστημονικές παρατηρήσεις της χορευτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Καταγράφοντας με τη βοήθεια των νέων απεικονιστικών μεθόδων (λειτουργική μαγνητική τομογραφία και τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων) τις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται όταν κάποιος χορεύει ή απλώς παρακολουθεί ένα χορό, η νευροεπιστήμη άρχισε σταδιακά να μεταθέτει το ενδιαφέρον της από τους μυς των χορευτών στους εγκεφάλους τους.

Για παράδειγμα, διάσημοι Αμερικανοί επιστήμονες όπως οι S. Brown, L. Parsons και ο Μ J. Martinez ήταν οι πρώτοι που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις νέες τεχνικές ζωντανής απεικόνισης της λειτουργίας του εγκεφάλου προκειμένου να μελετήσουν τον εγκέφαλο κάποιων χορευτών. Από αυτές τις έρευνες προέκυψε ότι ο εγκέφαλος και όχι το σώμα είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής κάθε χορευτικής δραστηριότητας: ο σχεδιασμός των κινήσεων που εκτελούν οι χορευτές συντελείται στον μετωπιαίο λοβό, όπου ο προκινητικός φλοιός και η δευτερογενής κινητική περιοχή αξιολογούν όλα τα νευρικά σήματα που φτάνουν από άλλα μέρη του εγκεφάλου. Αυτές οι δύο περιοχές επεξεργάζονται τις πληροφορίες που φτάνουν σε αυτές και τις «μεταφράζουν» σε θέσεις στον χώρο και σε αναμνήσεις της σειράς των κινήσεων που έχουν καταγραφεί μέχρι τότε. Και επειδή αυτές οι δύο περιοχές συνδέονται στενά με τον πρωτογενή κινητικό φλοιό του εγκεφάλου, την περιοχή που καθορίζει ποιοι μύες και με ποια ένταση θα συσπασθούν, αυτές οι δυο περιοχές σχεδιάζουν και ρυθμίζουν χονδροειδώς την εκτέλεση των χορευτικών κινήσεων.

Σε ένα δεύτερο στάδιο της έρευνας οι επιστήμονες ζήτησαν από τους ίδιους εθελοντές (άνδρες και γυναίκες) να παρακολουθήσουν σε βίντεο τις ίδιες χορευτικές κινήσεις, που εκτελούσαν όμως άλλοι χορευτές, και κατέγραψαν τις περιοχές του εγκεφάλου των θεατών που ενεργοποιούνταν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης του βίντεο. Διαπίστωσαν ότι τα πιο υψηλά επίπεδα ενεργοποίησης του προκινητικού φλοιού καταγράφονταν όταν οι άνδρες κοίταζαν τις κινήσεις των ανδρών χορευτών και οι γυναίκες των χορευτριών. Η ικανότητα να αναπαράγει κάποιος νοητικά μια σειρά σύνθετων κινήσεων που βλέπει είναι η βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει και να εκφράσει με το σώμα του αυτές τις κινήσεις.

Ισως τελικά αποδειχτεί ότι παράλληλα με τη γλώσσα των λέξεων ο εγκέφαλός μας έχει την ικανότητα να εκφράζεται και με τη γλώσσα του σώματος και ότι, όπως υπάρχουν συγκεκριμένα κέντρα του λόγου, ίσως να υπάρχουν και ανάλογα κέντρα για την έκφραση του σώματος μέσω χορευτικών κινήσεων. Αν αυτή η υπόθεση επαληθευτεί στο άμεσο μέλλον, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι οι νευροεπιστήμες θα καταφέρουν κάποτε να εξηγήσουν γιατί ο χορός φαίνεται να αποτελεί μια καθολική και πανανθρώπινη «νοηματική γλώσσα» για την έκφραση με το σώμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και επιθυμιών. *

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια




Σχόλια (RSS)

Αφήστε μια απάντηση